ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
I.B. COTELERIUS Ecclesiae graecae monumenta
(σελίδες 220-376)
Тзортзи (Зорзис) Фука. Фреска. Афон (Дионисиат). 1547 г.
Άγιος Σάββας.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1547 μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους
έργο τού αγιογράφου Τζώρτζη (Ζώρζη) Φουκά

Άγιος Σάββας.
Τοιχογραφία (Fresco)
Ψυχὴν ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ κολλῶν πάλαι, Ἔμπροσθεν αὐτοῦ νῦν παρίσταται Σάββας. Θεσπεσίοιο πόλου πέμπτῃ Σάββας ἐντὸς ἐσήχθη. |
Βιογραφία Ο Άγιος Σάββας καταγόταν από το χωριό Μουταλάσκη της Καππαδοκίας και ήταν γιος ευσεβών γονέων, του Ιωάννη και της Σοφίας . Από πολύ νωρίς γνώρισε τις θείες βουλές και αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναστικό βίο. Είχε τόση πίστη που κάποτε μπήκε σε ένα κλίβανο πυρός από τον οποίο βγήκε αβλαβής με τη βοήθεια του Θεού. Όταν ήταν δεκαοχτώ ετών έφυγε από το μοναστήρι των Φλαβιανών και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί κατευθύνθηκε προς την έρημο της Ανατολής για να συναντήσει τον Μέγα Ευθύμιο (βλέπε 20 Ιανουαρίου). Ο Ευθύμιος τον έστειλε σε ένα κοινόβιο, το οποίο διηύθυνε ο όσιος Θεόκτιστος (βλέπε 3 Σεπτεμβρίου). Врата (фрагмент). Икона. Византия. XIV в. Монастырь св. Екатерины на Синае. Άγιος Σάββας. Βυζαντινή Εικόνα τού 14ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά Святой Преподобный Савва Освященный. Икона в монастыре Святой Екатерины на Синае. Άγιος Σάββας. Βυζαντινή Εικόνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска 1105 - 1106 годы. церкви Панагии Форвиотиссы в Асину, Кипр. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) μεταξύ τών ετών 1105 -1106 μ.Χ. στόν Ιερό Ναό Παναγίας τής Φορβιώτισσας (περισσότερο γνωστή ως η Παναγία της Ασίνου, βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους. Είναι κτισμένη στην ανατολική όχθη ενός μικρού χείμαρρου, τρία χιλιόμετρα νοτίως του χωριού Νικητάρι.. Κύπρος) Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска 1192 год. церкви Панагии Аракиотиссы в селе Лагудера, Кипр. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1192 μ.Χ. στήν Ιερά Μονή Παναγία τού Άρακα στο χωριό Λαγουδερά . Λευκωσία. Κύπρος Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска XIV век. церкви Спасителя в Верии, Греция. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. στήν Ιερά Μονή Αναστάσεως του Χριστού. Βέροια Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска XIV век. церкви Святого Николая Орфаноса в Салониках, Греция. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. στόν Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Ορφανού στήν Θεσσαλονίκη Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска 1208 - 1209 годы. церкви Богородицы в монастыре Студеница, Сербия. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) μεταξύ τών ετών 1208 - 1209 μ.Χ. στήν Ιερά Μονή Στουντένιτσα. Σερβία Святой Преподобный Савва Освященный. ФрескаОколо 1321 года. монастыря Грачаница, Косово, Сербия. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους περίπου 1321 μ.Χ. στήν Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα Κοσσυφοπέδιο. Σερβία Савва Освященный, прп. и Стефан Новый, прмч. ; Балканы. Сербия. Печ; XIV в.; местонахождение: Сербия. Косово. Печская Патриархия. Церковь св. Димитрия. Неф. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό τού Αγίου Δημητρίου τής Πατριαρχικής Ιεράς Μονής Πεκίου (Πετς) Κοσσυφοπέδιο. Σερβία Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска XIV век. церкви Богоматери Одигитрии в Пече, Косово, Сербия. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό Παναγίας τής Οδηγήτριας τής Πατριαρχικής Ιεράς Μονής Πεκίου (Πετς) Κοσσυφοπέδιο. Σερβία Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска XIV век. церкви Спаса в Кучевиште Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό τών Εισοδίων τής Θεοτόκου (Αγία Σωτήρα) στό Κούτσεβιτς. Σκόπια Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска Около 1316 года. церкви Св. Никиты в Чучере близ Скопье Иконописцы Михаил Астрапа и Евтихий. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους περίπου 1316 μ.Χ. στόν Ιερό Ναό Αγίου Νικήτα στό χωριό Cucer κοντά στά Σκόπια έργο τών αγιογράφων Μιχαήλ Αστραπα καί Ευτύχιου Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска 1316 - 1318 годы церкви Св. Георгия в Старо Нагоричино, Иконописцы Михаил Астрапа и Евтихий. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) μεταξύ τών ετών 1316 - 1318 μ.Χ. στήν Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου στό χωριό Στάρο Ναγκορίτσινο στά Σκόπια έργο τών αγιογράφων Μιχαήλ Αστραπα καί Ευτύχιου Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска 1164 год. церкви Св. Пантелеимона в Нерези близ Скопье, Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1164 μ.Χ. στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονα κοντά στό χωρίο Νέρεζι. Σκόπια Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска 1408 год. в Успенском соборе во Владимире. Преподобного Андрея Рублёва Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1408 μ.Χ. στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως τής Θεοτόκου στήν περιοχή Βλαντιμίρ - Σουζάλ. Ρωσία Святой Преподобный Савва Освященный. Фреска 1381 - 1382 годы. церкви Рождества Христова на Красном поле в Новгороде. Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος, Τοιχογραφία (Fresco) μεταξύ τών ετών 1381 -1382 μ.Χ. στόν Ιερό Ναό Γεννήσεως τοῦ Χριστού στο Κόκκινο Πεδίο (στο νεκροταφείο) του Νόβγκοροντ Прп. Савва. Миниатюра 985 г. Минология Василия II. Константинополь. Ватиканская библиотека. Рим. Ο Άγιος Σάββας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) τού έτους 985 μ.Χ. στό Μηνολόγιο τοῦ Βασίλειος Β '. Κωνσταντινούπολη. Τώρα εὑρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Ρώμη Савва Освященный, прп. (5 декабря) Менологий на 2 - 5 декабряВизантия. Греция; XIV в.; памятник: Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 10 x 13 см.; местонахождение: Англия. Оксфорд. Бодлеанская Библиотека Ο Άγιος Σάββας. Μηνολόγιο 2 - 5 Δεκεμβρίου Βυζαντινή Μηνολόγιο τού 14ου αιώνα μ.Χ. Τώρα ευρίσκεται στην Αγγλία. Οξφόρδη. Bodleian Βιβλιοθήκη (Bodleian Library) Ο Άγιος Σάββας κατά την παραμονή του στο κοινόβιο έλαμψε λόγω του χαρακτήρα του και των αρετών του. Μάλιστα ήταν τόσο σοβαρός και ηθικός - παρά το νεαρόν της ηλικίας - που προσαγορεύτηκε παιδαριογέροντας από τον Μέγα Ευθύμιο. Прпп. Евфимий, Антоний Великие, Савва Освященный. Икона (таблетка). Новгород. Конец XV в. 24 х 19. Из Софийского собора. Новгородский музей. Οι Άγιοι Ευθύμιος ο Μέγας , Αντώνιος ο Μέγας, Σάββας ο Ηγιασμένος. Εικόνα τού τέλους τού 15ου αιώνα μ.Χ. από τον Καθεδρικό Ναό τής Αγίας Σοφίας. Νόβγκοροντ καί τώρα στο Μουσείο Νόβγκοροντ . Прпп. Савва, Стефан Триглийский и мученик Савин. Икона. Русь. Конец XVΒ Άγιοι Σάββας ο Ηγιασμένος, Στέφανος ο Ομολογητής, Μάρτυρας Σαβινος ο Αιγύπτιος. Ρωσική Εικόνα τού τέλους τού 15ου αιώνα μ.Χ. Савва Освященный, прп., Николай Чудотворец Мирликийский, свт., Иона Палестинский, прп., Амвросий еп. Медиоланский, свт.; Балканы. Сербия. Печ; XIV в.; местонахождение: Сербия. Косово. Печская Патриархия. Нартекс. Нартекс (притвор) Οι Άγιοι Σάββας ο Ηγιασμένος, Νικόλαος ο θαυματουργός τών Μύρων, Ιωνάς τής Παλαιστίνης καί Αμβρόσιος Επίσκοπος Μεδιολάνων Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. στον Νάρθηκα τού Καθολικού τής Πατριαρχικής Ιεράς Μονής Πεκίου (Πέτς) Κοσσυφοπέδιο. Σερβία Ο Άγιος Σάββας όσο μεγάλωνε τροφοδοτούσε όλο και περισσότερο το πνεύμα του, γι' αυτό και τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Το χάρισμα αυτό το επιστράτευσε στην υπηρεσία των φτωχών και των ασθενών και έτσι επιτέλεσε σημαντικότατα έργα. Για την αγιότητα της ζωής του και για τη μεγάλη του φήμη, είχε σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων δυο φορές πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, προς το βασιλιά Αναστάσιο και έπειτα προς τον Ιουστινιανό. παλαιά λάρνακα Το 584 μ.Χ., το Λείψανο του Αγίου Σάββα ανακομίσθηκε αδιάφθορο όταν ανοίχθηκε ο τάφος του για να ενταφιαστεί ο Ηγούμενος Κασσιανός. Αρχικά διαφυλάχθηκε στη Μονή του και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κατά την περίοδο των Αραβικών επιδρομών. Για τον χρόνο άφιξης του στη Βενετία επικρατούν δύο παραδόσεις. Σύμφωνα με την πρώτη το Λείψανο είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου το 1026 μ.Χ. το έκλεψε ο Βενετός ευγενής Πέτρος Centranico (έπειτα Δόγης, 1026 - 1031 μ.Χ.), επί των ημερών του Δόγη Tribunio Menio (982 - 1026 μ.Χ.), το μετέφερε στη Βενετία και το κατέθεσε στο Ναό του Αγίου Αντωνίνου. Κατά την δεύτερη παράδοση το Λείψανο δεν μεταφέρθηκε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, αλλά διαφυλάχθηκε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, απ’ όπου μεταφέρθηκε από τούς Γενουάτες στην ανταγωνίστρια της Βενετίας πόλη τους. το 1257 μ.Χ. οι Βενετοί πέτυχαν να μεταφέρουν το Λείψανο στη Βενετία. Η παρουσία του Λειψάνου του Αγίου Σάββα στη Βενετία επιβεβαιώνεται από την σχετική ομολογία του Σαββαΐτου Μοναχού Σωφρονίου στον Μητροπολίτη Ρωσίας Άγιο Μακάριο, το 1547 μ.Χ. Το 1965 μ.Χ., μετά από ενέργειες του Πατριάρχου Βενεδίκτου, η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέστρεψε το Λείψανο στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και φυλάσσεται έκτοτε στη Μονή του. Η αλλαγή λάρνακας του άφθαρτου Ιερού Λειψάνου του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου Με αφορμή τη σημερινή εορτή του Οσίου Σάββα (5 Δεκεμβρίου) του Ηγιασμένου θυμόμαστε τις συγκλονιστικές στιγμές στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου κατά την διάρκεια της μετάθεσης του Ιερού Λειψάνου του… από παλαιά σε νέα λάρνακα, βίωσαν οι μοναχοί καθώς και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος που παρεβρέθησαν εκείνη την ημέρα. Ο Σεβασμιώτατος μίλησε αποκλειστικά στο Διεθνές Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ για την μελέτη της νέας λάρνακας που έκανε ο ίδιος για να τοποθετηθεί το Άγιο Λείψανό του. |
Ἀπολυτίκιον Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Минея - Декабрь (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии. Μηναῖο - Δεκέμβριος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας . |
ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ
(μετάφραση Google)
Άγιου Δημήτριου Ροστόφ
Βίοι τών αγίων
Η ζωή και τα έργα του Αγίου Πατρός μας Σάββα του Ηγιασμένου
Εορτάζεται στις 5 Δεκεμβρίου
Ο Άγιος Σάββας γεννήθηκε κατά το τριακοστό πρώτο έτος της βασιλείας του Έλληνα αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Νέου (8072) , στην Καππαδοκική γη, σε ένα χωριό που ονομαζόταν Μουτάλασκα, το οποίο εξαρτιόταν από την Καισάρεια (8073 ). Αρχικά ήταν άγνωστο, αλλά στη συνέχεια, η γενέτειρα του Σάββα έγινε πιο διάσημη από τα Αρμάθεμα, όπου μεγάλωσε ο Θείος Προφήτης Σαμουήλ ( Α' Σαμουήλ Α' και επόμενα). Οι γονείς του ευλογημένου Σάββα ήταν ο Ιωάννης και η Σοφία, ευγενείς και ευσεβείς άνθρωποι. Όταν το παιδί έγινε πέντε ετών, έφυγαν για την Αλεξάνδρεια (8074) , γιατί ο Ιωάννης ήταν στην αυτοκρατορική υπηρεσία και κατείχε υψηλό στρατιωτικό βαθμό. Με την πρόνοια του Θεού, ο Σάββας έμεινε στην περιουσία των γονιών του με τον αδελφό της μητέρας του, τον Ερμή. Αλλά επειδή η γυναίκα του Ερμεία ήταν κακιά και εριστική, ο νέος υπέφερε πολύ και τελικά πήγε στον αδελφό του πατέρα του, τον Γρηγόριο, ο οποίος ζούσε σε ένα άλλο χωριό που ονομαζόταν Σκάνδα . Ως αποτέλεσμα, προέκυψε μια διαμάχη μεταξύ των θείων του Σάββα. Οι γονείς του παρέμειναν στην Αλεξάνδρεια για πολύ καιρό, ενώ ο Ερμείας και ο Γρηγόριος μάλωναν μεταξύ τους, θέλοντας ο καθένας όχι τόσο να έχει τον νέο, όσο να εκμεταλλευτεί την περιουσία του πατέρα του. Ο ευλογημένος νέος, που διακρινόταν από τη νεότητά του για το ώριμο μυαλό του, βλέποντας τις διαφωνίες και τις διαμάχες των θείων του, απαρνήθηκε όλη την περιουσία του και, αφού αποσύρθηκε στη Μονή Φλαβιανών , τρεισήμισι μίλια από το Μουταλάσκι, πήρε την αγγελική μορφή σε ηλικία οκτώ ετών. Ζώντας εκεί, σύντομα μελέτησε το Ψαλτήρι και άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής, διέπρεψε στις καλές πράξεις και ακολούθησε τον μοναστικό κανόνα σε όλα. Λίγο αργότερα, οι θείοι του ευλογημένου Σάββα συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους, ήρθαν σε αυτόν στο μοναστήρι και άρχισαν να τον βάζουν σε πειρασμό, συμβουλεύοντάς τον να εγκαταλείψει τα τείχη της ιερής μονής και, αφού πήρε σύζυγο, να ζήσει στην περιουσία του πατέρα του. Αλλά αυτός, επιθυμώντας να παραμείνει στον οίκο του Θεού παρά να ζει στους οικισμούς των αμαρτωλών και αγαπώντας τη μοναστική ζωή περισσότερο από την κοσμική ζωή, δεν υπάκουσε στους θείους του και απέρριψε την δελεαστική τους προσφορά:
«Ως από φίδια», είπε, «φεύγω από εκείνους που με συμβουλεύουν να ξεστρατίσω από την οδό του Θεού, γιατί οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τα καλά ήθη» ( Α΄ Κορινθίους 15:33 ), και φοβάμαι μήπως επισύρω την κατάρα με την οποία ο Προφήτης καταριέται όσους ξεστρατίζουν στην ασωτία: «Επικατάρατοι όσοι ξεστρατίζουν από τις εντολές σου» (βλ. Ψαλμός 119:21 ). Με αυτά τα λόγια, έστειλε τους θείους του μακριά με άδεια χέρια, και ο ίδιος άρχισε να αγωνίζεται με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, ταπεινώνοντας το σώμα του με κόπους και εγκράτεια και υποδουλώνοντάς το στο πνεύμα.
Όταν αυτό το φίδι, που τον δελέαζε με πλούτο και γάμο για να φύγει από το μοναστήρι σαν να ήταν παράδεισος, ηττήθηκε, ένας άλλος πειραστής άρχισε να δελεάζει τον άγιο - το δαίμονα της λαιμαργίας. Μια μέρα, ενώ εργαζόταν στον κήπο του μοναστηριού, ο Σάββας είδε ένα όμορφο μήλο να κρέμεται σε ένα δέντρο. Μη μπορώντας να αντισταθεί, έκοψε το μήλο και ήθελε να το φάει πριν από την καθορισμένη ώρα και την καθιερωμένη ευλογία. Αλλά, θυμούμενος ότι με αυτόν τον καρπό το φίδι στον Παράδεισο οδήγησε τον πρώτο άνθρωπο στην αμαρτία ( Γέν. 3:1-24 ), ο Σάββα απέφυγε να το φάει και καταδίκασε τον εαυτό του, λέγοντας:
– Ο καρπός που σκότωσε τον Αδάμ ήταν όμορφος στο μάτι και ευχάριστος στη γεύση.
Και, πετώντας το μήλο στη γη, το πάτησε κάτω από τα πόδια του, πατώντας μαζί του τις δικές του σκέψεις και, επιπλέον, συντρίβοντας το κεφάλι του δαίμονα της λαιμαργίας - και ορκίστηκε να μην φάει μήλα για το υπόλοιπο της ζωής του. Από τότε και στο εξής, νίκησε κάθε σαρκική επιθυμία μέσω της εγκράτειας, τρώγοντας λίγο, κοιμούμενος λίγο, κοπιάζοντας συνεχώς και απλώνοντας τα χέρια του μόνο στην προσευχή ή την εργασία.
Και σύντομα ο άγιος, παρά τη νεότητά του, έγινε ισάξιος στην αρετή με όλους τους πρεσβύτερους που βρίσκονταν σε εκείνο το μοναστήρι.
Κάποτε συνέβη ένας από τους ντόπιους αδελφούς, του οποίου η υπακοή ήταν να ψήνει ψωμί, να μουσκεύεται από τη βροχή. Επειδή ήταν χειμώνας, ο ήλιος δεν έλαμπε και δεν είχε πού να στεγνώσει τα ρούχα του, τα έβαλε πάνω στα ξύλα στον φούρνο του ψωμιού και τα ξέχασε. Λίγο αργότερα, οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν για να ψήσουν ψωμί και άναψαν τον φούρνο, μη γνωρίζοντας ότι ο αρτοποιός είχε βάλει εκεί τα ρούχα του για να στεγνώσουν. Όταν τα ξύλα είχαν ήδη καεί έντονα, ο αρτοποιός θυμήθηκε τα ρούχα του και λυπήθηκε πολύ. Ο ευλογημένος Σάββας ήταν επίσης εκεί: βλέποντας τη λύπη του αδελφού του, δεν σκέφτηκε τον εαυτό του και, κάνοντας τον σταυρό του, μπήκε στον καιόμενο φούρνο. Και, να! Όπως οι νέοι στο βαβυλωνιακό καμίνι δεν κάηκαν ( Δαν. 3:1-100 ) λόγω της πίστης τους, έτσι και ο νεαρός Σάββας, λόγω της αγάπης του για τον αδελφό του, βγήκε από το καμίνι αλώβητος με τα ρούχα του αδελφού του στα χέρια του, ανέγγιχτος από τη φωτιά, και τα δικά του ρούχα παρέμειναν επίσης άθικτα.
Οι αδελφοί, βλέποντας αυτό το θαύμα, τρομοκρατήθηκαν και είπαν μεταξύ τους:
– Πώς θα είναι αυτός ο νέος στο μέλλον, αν από τη νεότητά του έχει ήδη λάβει τέτοια χάρη από τον Θεό!
Ο μακάριος παρέμεινε σε εκείνο το μοναστήρι δέκα χρόνια, ανερχόμενος από δύναμη σε δύναμη και από δόξα σε δόξα. Έπειτα, λαχταρούσε να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους αγίους τόπους και να επισκεφτεί τους πατέρες που ζούσαν εκεί στην γύρω έρημο, να επωφεληθεί από τις συζητήσεις τους και να βρει εκεί μια θέση για τον εαυτό του ως ερημίτης. Πλησίασε τον αρχιμανδρίτη, ζητώντας του να τον αφήσει να πάει στην αγία πόλη με προσευχή και ευλογία. Αλλά ο αρχιμανδρίτης αρνήθηκε, λέγοντας:
«Δεν είναι καλό για σένα, τόσο νέο, να περιπλανιέσαι, είναι καλύτερα να μένεις σε ένα μέρος.»
Αλλά ο Θεός, που τα πάντα κανονίζει για το καλό, διέταξε τον αρχιμανδρίτη να μην κρατήσει τον Σάββα.
«Άφησε τον Σάββα να πάει να με υπηρετήσει στην έρημο», αποκάλυψε στον αρχιμανδρίτη σε όραμα.
Στη συνέχεια, καλώντας τον μακάριο, ο αρχιμανδρίτης τον ευλόγησε και τον έστειλε στο δρόμο με μια προσευχή. Οδηγούμενος από τη δεξιά πλευρά του Υψίστου, έφτασε στην Ιερουσαλήμ σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, στο τέλος της βασιλείας του Μαρκιανού (8078) και του πατριαρχείου του Ιουβενάλ στην ιερή πόλη. Έφτασε στο μοναστήρι του Αγίου Πασσαρίονα τον χειμώνα, έγινε δεκτός από τον Αρχιμανδρίτη Ελπίδιο και εμπιστεύτηκε την καθοδήγηση ενός Καππαδόκη γέροντα. Ο Σάββας πέρασε τον χειμώνα μαζί του, ονειρευόμενος τη σιωπηλή ζωή ενός ερημίτη, κάτι που λαχταρούσε από καιρό στην ψυχή του. Αφού άκουσε για τον Μέγα Ευθύμιο ( 8079) , που έλαμπε από αρετή και θαύματα στην έρημο ανατολικά της Ιερουσαλήμ, ο Σάββας επιθύμησε να τον δει. Αφού ζήτησε από τις αρχές μια ευλογία, ξεκίνησε και, φτάνοντας στη Λαύρα του μεγάλου Ευθυμίου, παρέμεινε εκεί για αρκετές ημέρες, περιμένοντας να τον δει, καθώς ο άγιος δεν ερχόταν πάντα στον καθεδρικό ναό, μόνο μία ή δύο φορές την εβδομάδα και σε ορισμένες ημέρες. Όταν έφτασε το Σάββατο, ο Σάββας είδε τον Όσιο Ευθύμιο να περπατάει προς την εκκλησία και έπεσε μπροστά του με μια θερμή παράκληση να τον δεχτεί στη Λαύρα του. Αλλά ο Ευθύμιος, βλέποντας τη νεότητά του, τον έστειλε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν ακόμη πιο μακριά από τα Ιεροσόλυμα, υπό τη φροντίδα του Οσίου Θεούκτιστου , διατάσσοντάς τον να φροντίσει αυτόν τον νεαρό μοναχό. Προφήτευσε γι' αυτόν ότι σύντομα, με τη χάρη του Χριστού, θα έλαμπε στη μοναστική ζωή περισσότερο από πολλούς άλλους, θα γινόταν ένα ένδοξο παράδειγμα για όλους τους Παλαιστίνιους ερημίτες και θα έχτιζε μια Λαύρα μεγαλύτερη από όλες τις Λαύρες εκείνης της χώρας.
Αφού έγινε δεκτός στο μοναστήρι από τον Θεόκτιστο, ο Σάββας αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στον Θεό και τελούσε όλες τις μοναστικές λειτουργίες χωρίς παράπονα και υπακοή, με ταπεινότητα και ζήλο. Ικανός και εξαιρετικά ζηλωτής στην εκτέλεση των θείων λειτουργιών, ήταν ο πρώτος που έμπαινε στην εκκλησία και ο τελευταίος που έφευγε. Με μεγάλη πνευματική δύναμη, ήταν επίσης ψηλός και δυνατός στο σώμα - έτσι όταν όλοι οι μοναχοί στην έρημο έκοβαν μόνο ένα δέμα κλαδάκια για καλάθια και τα μετέφεραν στο μοναστήρι, ο Σάββα έκοβε και μετέφερε τρία. Επιπλέον, μερικές φορές μετέφερε νερό και καυσόξυλα, προσπαθώντας έτσι να υπηρετεί τους πάντες. Για αρκετό καιρό, ήταν ο φροντιστής των μουλαριών και εκτελούσε διάφορα άλλα καθήκοντα, και τα εκτελούσε όλα αυτά άμεμπτα και άψογα, έτσι ώστε οι πατέρες του μοναστηριού θαύμαζαν τον μεγάλο ζήλο και την εξυπηρετικότητα του νεαρού Σάββα.
Τότε ο διάβολος, θέλοντας να τον εμποδίσει, επινόησε τα εξής. Σε εκείνο το μοναστήρι ζούσε ένας αδελφός, καταγόμενος από την Αλεξάνδρεια, ονόματι Ιωάννης. Αυτός ο αδελφός είχε λάβει είδηση για τον θάνατο των γονιών του. Ο διάβολος του πρότεινε τότε την απαράδεκτη ιδέα να βοηθήσει στη διαχείριση της περιουσίας που άφησαν οι γονείς του. Παρενόχλησε τον ηγούμενο Θεόκτιστο με συχνές παρακλήσεις να τον αφήσει να πάει στην Αλεξάνδρεια και, επιπλέον, να αφήσει τον Σάββα να πάει μαζί του, γιατί, ως δυνατός άνδρας, θα μπορούσε να βοηθήσει πολύ στο ταξίδι. Ο Θεόκτιστος υπέκυψε στα επίμονα αιτήματα του μοναχού και τον έστειλε σπίτι του, και, σύμφωνα με το αίτημά του, έστειλε τον Σάββα μαζί του, και έτσι ξεκίνησαν. Όταν έφτασαν στην Αλεξάνδρεια και άρχισαν να τακτοποιούν την περιουσία που άφησε ο εκλιπών, οι γονείς του οσίου Σάββα, ο Ιωάννης και η Σοφία, που τύχαινε να βρίσκονται εκεί (γιατί ο πατέρας του Σάββα, λόγω των στρατιωτικών του καθηκόντων, συχνά στάλθηκε στην Αλεξάνδρεια με βασιλική εντολή), τον αναγνώρισαν. Τότε ο μακάριος Σάββας αντιμετώπισε μια νέα πρόκληση και έναν αγώνα μεγαλύτερο από τον πρώτο, όταν οι θείοι του τον είχαν τραβήξει από το μοναστήρι στον κόσμο, από τον μοναχισμό στον γάμο. Οι γονείς του Σάββα, άλλοτε με δακρυσμένες παρακλήσεις, άλλοτε με ευγενικά και δελεαστικά λόγια, τον παρότρυναν ακόμη περισσότερο να βγάλει τα μαύρα ρούχα του και να φορέσει πιο ανοιχτά, να ζήσει σύμφωνα με το παράδειγμά τους και να καταταχθεί στον στρατό. Ο μακάριος, συνειδητοποιώντας ότι είχε γνωρίσει τους γονείς του και τον αναγνώρισαν μέσω μιας μαγείας εχθρού, αντιστάθηκε πεισματικά στα φυσικά του συναισθήματα. Συγκράτησε τη φυσική του αγάπη για τους γονείς του, απέρριψε τις επίμονες παρακλήσεις και τα δάκρυά τους και, ακλόνητος στην καλή του θέληση, τους απάντησε:
– Φοβάμαι Αυτόν που είπε: «Όποιος αγαπάει πατέρα ή μητέρα περισσότερο από μένα δεν είναι άξιος για μένα· και όποιος αγαπάει γιο ή θυγατέρα περισσότερο από μένα δεν είναι άξιος για μένα· και όποιος δεν σηκώνει τον σταυρό του και δεν με ακολουθεί δεν είναι άξιος για μένα» ( Ματθαίος 10:37-38 ). Πώς μπορώ να σε προτιμήσω από τον Θεό, τη μάταιη ζωή σου από τον σταυρό μου, την εγκόσμια στρατιωτική υπηρεσία στον πνευματικό στρατό; Αν οι επίγειοι βασιλιάδες τιμωρούν τους στρατιώτες που φεύγουν από τα συντάγματά τους, πόσο μάλλον ο Ουράνιος Βασιλιάς δεν θα λυπηθεί εκείνους που κατατάσσονται στον ένδοξο στρατό Του και μετά φεύγουν από το εκλεκτό σύνταγμα.
Καταλήγοντας, ο μακαριστός Σάββα πρόσθεσε:
«Αν συνεχίσετε να με πείθετε να εγκαταλείψω τον όμορφο στρατό του Χριστού, τότε δεν θα σας αποκαλώ πλέον γονείς μου».
Τότε ο Ιωάννης και η Σοφία, βλέποντας ότι η καρδιά του γιου τους ήταν άκαμπτη, σταμάτησαν να τον πείθουν και με πικρούς λυγμούς, με βαριά καρδιά, τον άφησαν να φύγει. Χαιρετώντας τον παρακάλεσαν να πάρει μαζί του στο δρόμο ό,τι χρειαζόταν και του έδωσαν σαράντα χρυσά νομίσματα. Δεν ήθελε να πάρει τίποτα, ωστόσο, για να μην προσβάλει εντελώς τους γονείς του, πήρε μόνο τρία νομίσματα και αυτά, επιστρέφοντας, τα έδωσε στα χέρια του ηγουμένου Θεόκτιστου.
Προς το τέλος του δέκατου έτους του Σάββα στο μοναστήρι, ο Άγιος Θεόκτιστος απεβίωσε. Ο Άγιος Ευθύμιος διόρισε στη θέση του έναν ενάρετο μοναχό ονόματι Μαρίνο. Αλλά και αυτός πέθανε δύο χρόνια αργότερα, μετά τον οποίο ένας ενάρετος μοναχός ονόματι Λογγίνος ανέλαβε ως ηγούμενος. Ο ευλογημένος Σάββας ήταν τριάντα ετών τότε. Απευθύνθηκε στον ηγούμενο Λογγίνο με αίτημα να του επιτρέψει να απομονωθεί σε μια σπηλιά κοντά στο μοναστήρι, σε έναν βράχο στα νότια, για μια πιο μοναχική ζωή. Ο Λογγίνος μετέφερε αυτή την ευχή στον μεγάλο αδελφό του Ευθύμιο. Ο Ευθύμιος, έχοντας ακούσει πολλά για την άψογη ζωή του Σάββα, τη νηστεία και τις προσευχές του, την πραότητα και την ταπεινότητά του, καθώς και για τις άλλες θεάρεστες πράξεις του, έγραψε στον Λογγίνο:
– Μην απαγορεύεις στον Σάββα να αγωνίζεται όπως θέλει.
Αρχικά, ο μακάριος διατάχθηκε να παραμένει στο σπήλαιο πέντε ημέρες την εβδομάδα και στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματός του, του επετράπη να παραμείνει εκεί για πέντε χρόνια. Η ζωή του στο σπήλαιο προχώρησε ως εξής: για πέντε ημέρες, νήστευε, χωρίς να τρώει τίποτα και χωρίς να βγαίνει ποτέ από το σπήλαιο. Εκεί ασχολήθηκε με την ύφανση καλαθιών, δέκα από τα οποία ύφαινε καθημερινά - και οι προσευχές προς τον Θεό ήταν συνεχώς στα χείλη και στις σκέψεις του. Με την άφιξη του Σαββάτου, νωρίς το πρωί, έφυγε από το σπήλαιο για το μοναστήρι, κουβαλώντας μαζί του πενήντα καλάθια. Το Σάββατο και την Κυριακή, συμμετείχε στις συλλογικές προσευχές και, αφού οχυρώθηκε με φαγητό, το βράδυ της Κυριακής επέστρεψε στο σπήλαιο, παίρνοντας μαζί του αρκετά κλαδιά χουρμά για να πλέξει πενήντα καλάθια. Παρέμεινε σε αυτό το σπήλαιο για πέντε χρόνια, εργαζόμενος και νηστεύοντας με αυτόν τον τρόπο, μετά τα οποία ο μέγας Ευθύμιος τον πήρε μαζί του να εργαστεί στο ερημητήριο, ως τέλειος μοναχός που, παρά τη νεότητά του, είχε γίνει σαν τους πατέρες, που είχαν γεράσει στην αρετή. Γι' αυτό ο Ευθύμιος τον ονόμασε νεαρό πρεσβύτερο: νέος στο σώμα, γκρίζος στην πνευματική του σοφία και γέρος στην άμεμπτη ζωή του. Στις δέκατη τέταρτη Ιανουαρίου, ο μέγας Ευθύμιος έφυγε από τη Λαύρα, παίρνοντας μαζί του και τον οσιωμένο Δομετιανό , και ξεκίνησαν για τη μεγάλη έρημο Ρούβα για όλη τη Σαρακοστή μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.
Μια μέρα, ο γέροντας ήθελε να διασχίσει ολόκληρη την έρημο πάνω από τη Νεκρά Θάλασσα, κατευθυνόμενος νότια, και αυτός και οι δύο μαθητές του, ο Δομητιανός και ο Σάββας, έφτασαν σε μια άνυδρη περιοχή. Η ζέστη ήταν αφόρητη, και ο όσιος Σάββας κουράστηκε, εξαντλήθηκε από τη δίψα και έπεσε, ανίκανος να προχωρήσει παραπέρα. Ο Ευθύμιος τον λυπήθηκε και, απομακρύνοντάς τον σε απόσταση ρίψης πέτρας, άρχισε να προσεύχεται ως εξής:
– Κύριε Θεέ, δώσε νερό σε αυτή την άνυδρη γη για να ξεδιψάσει ο εξαντλημένος αδελφός μας.
Αφού τελείωσε την προσευχή του, έσκαψε τρεις φορές στη γη με ένα ξύλο που βρήκε, και αμέσως ανάβλυσε νερό πηγής. Ο Σάββα δοκίμασε το νερό και ενδυναμώθηκε, και από τότε και στο εξής έλαβε θεϊκή δύναμη για να υπομείνει τη δίψα στην έρημο. Όταν έφτασε η Κυριακή των Βαΐων, επέστρεψαν στη Λαύρα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο σεβάσμιος και θεοφόρος Ευθύμιος εκοιμήθη. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πατριάρχη Αναστασίου Ιεροσολύμων το 8083. Μετά τον θάνατο του Ευθυμίου και αρκετών άλλων από τους πρεσβύτερους πατέρες της Λαύρας, ο Σάββας, βλέποντας ότι οι μοναχικοί κανόνες άλλαζαν, αποσύρθηκε στην ανατολική έρημο κοντά στον Ιορδάνη, η οποία εκείνη την εποχή φωτιζόταν από τη ζωή του Αγίου Γερασίμου , σαν ένα λαμπρό αστέρι . Ο μακάριος Σάββας ήταν τριάντα πέντε ετών όταν εγκαταστάθηκε μόνος στην έρημο, ασκώντας νηστεία και αδιάλειπτη προσευχή και κάνοντας το μυαλό του έναν καθαρό καθρέφτη των θείων πραγμάτων. Τότε ο διάβολος άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του. Μια νύχτα, τα μεσάνυχτα, καθώς ο άγιος κοιμόταν στο έδαφος μετά τους κόπους του, ο διάβολος μεταμορφώθηκε σε πλήθος φιδιών και σκορπιών και, πλησιάζοντας τον Σάββα, προσπάθησε να τον τρομάξει. Αμέσως σηκώθηκε για να προσευχηθεί, απαγγέλλοντας τα λόγια του Ψαλμού του Δαβίδ: «Δεν θα φοβηθείς τον τρόμο της νύχτας, ούτε το βέλος που πετάει την ημέρα... θα πατήσεις πάνω σε ασπίδα και βασιλίσκο» ( Ψαλμός 90:5-13 ). Με αυτά τα λόγια, ο δαίμονας και οι τρόμοι του εξαφανίστηκαν αμέσως. Λίγες μέρες αργότερα, ο διάβολος μετατράπηκε σε τρομερό λιοντάρι και όρμησε στον άγιο, σαν να ήθελε να τον καταβροχθίσει. Καθώς όρμησε, υποχώρησε, μετά όρμησε ξανά και ξανά και ξανά. Βλέποντας ότι το θηρίο τώρα όρμησε, τώρα υποχώρησε, ο άγιος του είπε:
«Αν έχεις τη δύναμη από τον Θεό να με καταβροχθίσεις, τότε γιατί υποχωρείς; Αν όχι, τότε γιατί μοχθείς μάταια; Γιατί με τη δύναμη του Χριστού μου θα σε νικήσω, λιοντάρι!»
Και αμέσως ο δαίμονας, εμφανιζόμενος με τη μορφή θηρίου, έφυγε τρέχοντας ντροπιασμένος. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο Θεός υπέταξε όλα τα θηρία και τα φίδια στον Σάββα, και άρχισε να περπατάει ανάμεσά τους σαν ανάμεσα σε πράα πρόβατα.
Ενώ περιπλανιόταν στην έρημο, ο Σάββας συνάντησε κάποτε τέσσερις Σαρακηνούς , πολύ πεινασμένους και κουρασμένους. Τους διέταξε να καθίσουν και τους έριξε από τα ρούχα του μερικές ρίζες που ονομάζονταν μελαγριές, τις οποίες έφαγε ο ίδιος, και λίγη ψίχα καλαμιού . Έφαγαν και δροσίστηκαν, και, παρατηρώντας το μέρος όπου βρισκόταν ο Σάββας, έφυγαν. Λίγες μέρες αργότερα ήρθαν σε αυτόν με ψωμί, τυρί και χουρμάδες σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την καλοσύνη του να τους θρέψει σε μια μέρα λιμού. Ο Σάββας συγκινήθηκε και δακρυσμένος είπε στον εαυτό του:
«Ω, αλίμονο, ψυχή μου! Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο ευγνώμονες για μια μικρή χάρη, που τους έγινε μια φορά! Τι κάνουμε εμείς; Λαμβάνουμε τα ανείπωτα δώρα του Θεού κάθε ώρα, κι όμως παραμένουμε αχάριστοι, ζώντας στην τεμπελιά και την αμέλεια, αποτυγχάνοντας να εκπληρώσουμε τις άγιες εντολές Του!»
Μετά από αυτό, ένας ενάρετος μοναχός ονόματι Άνθος ήρθε στον Σάββα , ο οποίος είχε ζήσει προηγουμένως για πολύ καιρό με τον Όσιο Θεοδόσιο . Ερωτεύτηκε τον μακάριο Σάββα, τον αγαπούσε και άρχισε να ζει μαζί του. Μια μέρα, οι Αγαρηνοί τους επιτέθηκαν και έστειλαν έναν από αυτούς μπροστά τους για να τους σκοτώσει. Αλλά, με τις προσευχές των σεβάσμιων πατέρων, η γη άνοιξε ξαφνικά και κατάπιε τους Αγαρηνούς, και οι υπόλοιποι Αγαρηνοί, βλέποντας αυτό το θαύμα, φοβήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.
Μέσω του συντρόφου του Άνθου, ο μακάριος Σάββας αργότερα γνώρισε τον Άγιο Θεοδόσιο και ανέπτυξαν μεγάλη αγάπη ο ένας για τον άλλον. Στο τέλος του τέταρτου έτους του στην έρημο, ο Άγιος Σάββας, κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του στην έρημο, ανέβηκε κάποτε σε έναν ψηλό λόφο , όπου η μακαρία αυτοκράτειρα Ευδοκία, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Νεότερου, είχε κάποτε λάβει με χαρά μια ψυχοωφέλιμη διδασκαλία από τον μεγάλο Ευθύμιο . Εκεί, ο Σάββας πέρασε τη νύχτα στις συνήθεις προσευχές του. Και είχε ένα όραμα. Είδε έναν λαμπερό Άγγελο του Θεού, να του δείχνει την κοιλάδα μέσα από την οποία κάποτε έρεε ένα ρυάκι νότια από τον Σιλωάμ , και να λέει:
Αν θέλετε να κατοικήσετε αυτή την έρημο σαν πόλη, τότε στρίψτε στην ανατολική πλευρά αυτού του ρέματος και θα δείτε μπροστά σας μια σπηλιά που δεν έχει κατοικηθεί ποτέ. Ανεβείτε και εγκατασταθείτε σε αυτήν. Αυτός που παρέχει «στα ζώα την τροφή τους, και στα νεαρά κοράκια που φωνάζουν προς Αυτόν» ( Ψαλμός 146:9 ) θα φροντίσει και για εσάς.
Όταν το όραμα έσβησε και ξημέρωσε, ο Σάββας κατέβηκε από τον λόφο, με τη βοήθεια του Θεού, βρήκε τη σπηλιά που του είχε δείξει ο άγγελος στο όραμα και εγκαταστάθηκε σε αυτήν. Ήταν τότε σαράντα ετών. Εκείνο το έτος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αναστάσιος πέθανε, αφήνοντας τον Μαρτύριο επίσκοπο το 8091. Την ίδια χρονιά, ο αυτοκράτορας Ζήνων, έχοντας σκοτώσει τον βασανιστή Βασιλίσκο, ανέκτησε τη βασιλική του εξουσία .
Το σπήλαιο στο οποίο εγκαταστάθηκε ο Άγιος Σάββας είχε μια πολύ αδέξια είσοδο. Γι' αυτό, κρέμασε ένα σχοινί με το οποίο κατέβηκε από το σπήλαιο για να πάρει νερό από μια λίμνη που ονομαζόταν Έπταστος, δεκαπέντε στάδια μακριά από το σπήλαιο . Ζώντας σε αυτό το σπήλαιο, ο άγιος αρχικά έτρωγε τα βότανα που φύτρωναν κοντά του. Ο Θεός, που διέταξε τον Σάββα να εγκατασταθεί εκεί, του έστειλε επίσης τροφή μέσω βαρβάρων, όπως κάποτε την έστειλε στον προφήτη Ηλία μέσω κορακιών στο Χερίθ ( Α' Βασιλέων 17:5-6 ). Λίγο αργότερα, τέσσερις Σαρακηνοί πέρασαν, βρήκαν το σπήλαιο του Αγίου Σάββα και ήθελαν να σκαρφαλώσουν μέσα, αλλά δεν μπόρεσαν: η είσοδός του ήταν τόσο αδέξια. Βλέποντάς τους από ψηλά, ο ευλογημένος τους έδωσε ένα σχοινί για να μπορέσουν να μπουν μέσα σε αυτόν. Μπαίνοντας στο σπήλαιο, οι Σαρακηνοί δεν βρήκαν τίποτα στον Σάββα. Θαύμασαν τη ζωή και την ευσέβειά του και, συγκινημένοι από οίκτο, συμφώνησαν να του φέρουν φαγητό. Έτσι, συχνά έρχονταν σε αυτόν, φέρνοντας ψωμί, τυρί, χουρμάδες και άλλα τρόφιμα. Ο μοναχός παρέμεινε μόνος στο σπήλαιο για πέντε χρόνια, συνομιλώντας μόνος με τον Θεό και νικώντας αόρατους εχθρούς με τις αδιάλειπτες προσευχές του. Τότε ο Θεός καταδέχτηκε να εμπιστευτεί τις ψυχές πολλών σε αυτόν και τον έκανε μέντορα και ποιμένα λογικών προβάτων. Συγκεκριμένα, μετά από πέντε χρόνια σιωπηλής παραμονής του στο σπήλαιο, πολλοί άρχισαν να έρχονται σε αυτόν από διάφορα μέρη, επιθυμώντας να ζήσουν μαζί του. Τους δέχτηκε όλους πρόθυμα και έδειξε στον καθένα ένα κατάλληλο μέρος για να ζήσει. Έχτισαν κελιά και έζησαν ευάρεστα στον Θεό, έχοντας ως πρότυπο την ενάρετη ζωή του Οσίου Σάββα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, συγκεντρώθηκαν γύρω του έως και εβδομήντα αδελφοί. Ανάμεσά τους, εξέχοντες ήταν οι εξής: ο Ιωάννης , ο οποίος αργότερα έγινε ηγούμενος της νέας Λαύρας· ο Ιάκωβος, ο οποίος αργότερα έχτισε τη Λαύρα στον Ιορδάνη, το λεγόμενο Πύργιο · ο Φιρμίνος και ο Σεβιριανός, ένας από τους οποίους ίδρυσε τη Λαύρα στη Μαχμάσα και ο άλλος το μοναστήρι στη Βάριχα· ο Ιουλιανός, ο χτίστης της Λαύρας στον Ιορδάνη, που ονομαζόταν Νεσκλεράβα · και πολλούς άλλους αγίους άνδρες, των οποίων τα ονόματα είναι γραμμένα στα βιβλία της αιώνιας ζωής. Ο Όσιος Σάββας προήδρευε όλων τους. Έδωσε σε όλους όσους έρχονταν σε αυτόν ένα κατάλληλο μέρος, όπου υπήρχε μια μικρή σπηλιά και ένα κελί. Με τη χάρη του Θεού, ο αριθμός των ασκητών, ζηλωτών για μια αγγελική ζωή, αυξήθηκε σε εβδομήντα άτομα, και ο Σάββας ήταν ο ηγέτης, ο οδηγός και ο ποιμένας τους. Σκόπευε να χτίσει έναν πύργο στο βουνό, που θα ήταν το οχυρό του μοναστηριού τους, συγκέντρωσε τους μαθητές του και άρχισε να τον χτίζει, και χρησίμευσε ως θεμέλιο της μεγάλης Λαύρας του.
Όταν ο αριθμός των αδελφών άρχισε να αυξάνεται και η Λαύρα άρχισε να ιδρύεται στον λόφο, βόρεια του ρέματος, ο άγιος έχτισε μια μικρή εκκλησία στην κοιλάδα, ανάμεσα στο ξερό ρέμα. Κάθε φορά που ερχόταν σε αυτόν κάποιος που χειροτονήθηκε ιερέας, του ζητούσε να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Με την ταπεινότητά του, ωστόσο, αρνήθηκε να δεχτεί τη χειροτονία και δεν χειροτόνησε κανέναν από τους αδελφούς ιερείς. Επειδή η πηγή ήταν μακριά, υπήρχε έλλειψη νερού. Έτσι, ένα βράδυ, ο άγιος προσευχήθηκε, λέγοντας:
– Κύριε Θεέ των δυνάμεων! Αν είναι θέλημά Σου να κατοικηθεί αυτός ο τόπος για τη δόξα του Παναγίου Ονόματός Σου, κοίταξέ μας, τους δούλους Σου, και δώσε μας νερό για να σβήσουμε τη δίψα μας!
Ενώ προσευχόταν, ο άγιος άκουσε μια φωνή να έρχεται από το ρυάκι. Κοίταξε εκεί και στο φως της πανσελήνου είδε ένα άγριο γαϊδούρι να σκάβει στη γη με το πόδι του και, πιέζοντας τα χείλη του στην τρύπα, να πίνει νερό. Ο άγιος κατέβηκε αμέσως και άρχισε να σκάβει στο σημείο όπου είχε δει το γαϊδούρι. Αφού έσκαψε λίγο, ο Σάββα βρήκε πηγή και εκεί σχηματίστηκε μια άφθονη πηγή, αρκετή για ολόκληρη τη Λαύρα και δεν λιγόστευε ποτέ .
Ένα άλλο βράδυ, καθώς ο Σάββας περπατούσε δίπλα στο ρέμα και έψαλλε τους Ψαλμούς του Δαβίδ, μια πύρινη κολόνα εμφανίστηκε στην άκρη ενός γκρεμού δυτικά του ρέματος, αγκυροβολημένη στη γη και υψωμένη στον ουρανό με την κορυφή της. Ο άγιος στάθηκε προσευχόμενος μέχρι την αυγή. Την αυγή, πήγε στο μέρος όπου είχε δει τη κολόνα και βρήκε μια μεγάλη, θαυμαστή σπηλιά, που έμοιαζε με εκκλησία, χτισμένη από τον Θεό, όχι από ανθρώπινο χέρι. Η είσοδός της ήταν από το νότο, και οι ακτίνες του ήλιου παρείχαν άφθονο φως. Αφού στολίστηκε η σπηλιά, ο Σάββας έχτισε εκεί μια εκκλησία και διέταξε τους αδελφούς να συγκεντρώνονται εκεί κάθε Σάββατο και Κυριακή για θείες λειτουργίες. Ο ίδιος μετακόμισε εκεί, έχτισε ένα κελί κοντά σε αυτή την εκκλησία που δεν είχε φτιαχτεί από χέρια, σε έναν ψηλό βράχο, και έφτιαξε μια μυστική είσοδο στην εκκλησία. Μέσα από αυτήν, πήγαινε στην εκκλησία για να προσευχηθεί μέρα και νύχτα.
Ο αριθμός των αδελφών αυξανόταν καθημερινά — αριθμούσαν περίπου εκατόν πενήντα — και κελιά χτίζονταν ήδη εκατέρωθεν του ρέματος. Ταυτόχρονα, οι πατέρες έφερναν ζώα έλξης, τόσο για την κατασκευή της Λαύρας όσο και για άλλες ανάγκες. Διότι ο Σάββας φρόντιζε να υπάρχουν όλα τα απαραίτητα στη Λαύρα και να μην αναγκάζονται οι αδελφοί να εγκαταλείψουν τη Λαύρα και να εισέλθουν στον κόσμο, να έρθουν σε επαφή με την εγκόσμια αναταραχή και τη ματαιοδοξία. Οι μοναχοί, καλομαθημένοι από τον άγιο, απέφεραν καρπούς άξιους της κλήσης τους και έκαναν τα σώματά τους πνευματικά πριν από την αφθαρσία που ελπίζουμε να λάβουμε στη μέλλουσα ζωή. Αλλά ο Σάββας ανέβαλε τον καθαγιασμό του προαναφερθέντος σπηλαίου, δηλαδή της εκκλησίας που δημιούργησε ο Θεός, απρόθυμος να δεχτεί την χειροτονία στην ιεροσύνη και, στην ταπεινότητά του, θεωρώντας την επιθυμία να καταταγεί στον κλήρο ως την αρχή και τη ρίζα φιλόδοξων σκέψεων. Σε έναν ψηλό, τραχύ βράχο με θέα την εκκλησία, ο Άγιος Σάββα έχτισε για τον εαυτό του έναν πύργο. Μέσα στο σπήλαιο, σαν σε κέλυφος, βρήκε ένα κρυφό μονοπάτι που οδηγούσε στον πύργο, όπου θα υποχωρούσε για να εκτελέσει τον κανόνα του και να νηστέψει. Η φήμη του Αγίου Σάββα μεγάλωνε και οι θεόφιλοι άνθρωποι του έφερναν πολύ χρυσάφι, το οποίο χρησιμοποίησε για να χτίσει τη Λαύρα. Ο Αγιώτατος Μαρτύριος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, αγαπούσε και σεβόταν πολύ τον Σάββα, στέλνοντάς του ό,τι χρειαζόταν.
Ο όσιος Μαρτύριος πέθανε το όγδοο έτος της πατριαρχίας του, και μετά από αυτόν, ο Σαλλούστιος ανέβηκε στον θρόνο . Ο Άγιος Σάββας ήταν τότε στο σαράντα όγδοο έτος του. Εκείνη την εποχή, εμφανίστηκαν στη Λαύρα ορισμένοι διεφθαρμένοι μοναχοί, σαρκικοί λατρευτές, «μη έχοντας πνεύμα» ( Ιούδα 1:19 ), όπως λέγεται στην Αγία Γραφή, οι οποίοι είχαν από καιρό κατηγορήσει άδικα τον άγιο και τον είχαν λυπήσει με κάθε τρόπο. Όπως τα ζιζάνια φυτρώνουν συχνά ανάμεσα στο σιτάρι και τα αγκάθια στον αμπελώνα, έτσι και ένας από τους Αποστόλους αποδείχθηκε προδότης , και ο Ελισσαιέ είχε έναν άπιστο μαθητή, τον Γιεζί . Αυτοί οι διεφθαρμένοι αδελφοί, ή μάλλον, οι ψευδαδελφοί, σχεδίασαν το κακό εναντίον του αγίου και πήγαν στην αγία πόλη στον πατριάρχη με αίτημα να διορίσει έναν ηγούμενο γι' αυτούς. Όταν ρωτήθηκαν από πού ήταν, απάντησαν:
- Μένουμε κοντά σε ένα έρημο ρυάκι.
Με αυτή την απάντηση ήθελαν να κρύψουν το όνομα του μακαριστού Σάββα, αφού γνώριζαν ότι το όνομά του ήταν ένδοξο, και όλοι τον θυμόντουσαν με αγάπη.
Ο πατριάρχης τους ρώτησε πολλές φορές, προσπαθώντας να μάθει από πού ήταν. Απάντησαν απρόθυμα ότι κατάγονταν από ένα ρέμα που είχε το όνομά του από έναν μοναχό, τον Σάββα. Ο πατριάρχης ρώτησε:
- Πού είναι ο Σάββα;
Χωρίς να απαντήσουν στην ερώτηση, άρχισαν να συκοφαντούν τον μακάριο, λέγοντας ότι ήταν ένας άξεστος, ανίκανος άνθρωπος, ανίκανος να ηγηθεί μιας τόσο μεγάλης εκκλησίας αδελφών, και ανίκανος, λόγω της άξεστότητας και της άγνοιάς του, να κυβερνήσει μια τέτοια Λαύρα. Πρόσθεσαν στη συκοφαντία τους ότι ο Σάββας ούτε επιθυμούσε να χειροτονηθεί ούτε επέτρεπε σε κανέναν από τους αδελφούς να το κάνει. Ενώ συκοφαντούσαν, ένας έντιμος και αξιομνημόνευτος άνδρας ονόματι Κιρίκ, πρεσβύτερος της ένδοξης Εκκλησίας της Αναστάσεως του Χριστού και φύλακας του Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, εμφανίστηκε τυχαία ενώπιον του πατριάρχη. Ακούγοντας τη συκοφαντία, ρώτησε:
– Δέχτηκες τον Σάββα για αυτή τη θέση ή σε δέχτηκε ο Σάββα;
Απάντησαν:
«Ο Σάββα μας δέχτηκε, αλλά είναι αγενής και δεν μπορεί να μας ελέγξει όταν έχουμε πολλαπλασιαστεί.»
Τότε ο Κιρίκ τους είπε:
«Αν ο Σάββα μπόρεσε να σας συγκεντρώσει σε εκείνο το έρημο μέρος, τότε πολύ περισσότερο μπορεί, με τη βοήθεια του Θεού, να σας ποιμάνει».
Δεν μπόρεσαν να απαντήσουν σε αυτό και σιώπησαν. Ο πατριάρχης, αναβάλλοντας την εξέταση για το πρωί, έστειλε αμέσως να καλέσουν τον Άγιο Σάββα, προσκαλώντας τον με τιμή, σαν να είχε κάποιο άλλο θέμα. Ο μακάριος έφτασε, αλλά ο πατριάρχης δεν του είπε τίποτα για τους συκοφάντες, ούτε είπε τίποτα στους συκοφάντες, ούτε τους επέπληξε, αλλά αμέσως χειροτόνησε τον Άγιο Σάββα, έστω και παρά τη θέλησή του, σε ιερέα . Αφού τον χειροτόνησε, είπε στους συκοφάντες:
«Ιδού ο πατέρας σας και ηγούμενος της Λαύρας σας, εκλεγμένος άνωθεν από τον Θεό, και όχι από ανθρώπους. Εγώ απλώς επιβεβαίωσα τη θεία εκλογή».
Αφού είπε αυτά, ο πατριάρχης πήρε μαζί του τον Άγιο Σάββα και τους μοναχούς και πήγε στη Λαύρα, καθαγίασε την εκκλησία που δημιούργησε ο Θεός, ευλόγησε ολόκληρη τη Λαύρα και, αφού διέταξε όλους τους αδελφούς να υπακούσουν στον ηγούμενό τους, ο ευλόγησε τον Σάββα, επέστρεψε πίσω.
Όταν ο μακάριος Σάββας ήταν πενήντα τριών ετών, ο Αναστάσιος ανέβηκε στο θρόνο μετά τον θάνατο του Ζήνωνα . Την ίδια χρονιά, ένας θεάρεστος άνδρας, Αρμένιος στην καταγωγή, ονόματι Ιερεμίας, έφτασε στη Λαύρα με δύο μαθητές, τον Πέτρο και τον Παύλο. Ο Όσιος Σάββα χάρηκε πολύ για την άφιξή τους, τους έδωσε το σπήλαιο στο οποίο αρχικά έμενε όταν ήταν μόνος στο ρέμα και τους επέτρεψε να τελούν τον κανόνα της προσευχής τους στα αρμενικά τα Σάββατα και τις Κυριακές στη μικρή εκκλησία. Έτσι, σιγά σιγά, οι Αρμένιοι στη Λαύρα αυξήθηκαν. Ταυτόχρονα, έφτασε στη Λαύρα και ο σεβάσμιος πατέρας μας Ιωάννης, με το παρατσούκλι Σιωπηλός. Ήταν επίσκοπος στην πόλη Κολωνές, αλλά για χάρη του Θεού, εγκατέλειψε την επισκοπική του θητεία και, κρύβοντας τον βαθμό του, εργάστηκε στη Λαύρα ως απλός μοναχός.
Ο Άγιος Σάββας μιμήθηκε τον Άγιο Ευθύμιο τον Μέγα, ο οποίος συνήθιζε να αποσύρεται στην έρημο κάθε χρόνο στις 14 Ιανουαρίου και να περνάει εκεί ολόκληρη τη Σαρακοστή. Μιμούμενος τον ίδιο, ο Άγιος Σάββας έκανε το ίδιο τον ίδιο μήνα Ιανουάριο, αλλά όχι την ίδια ημέρα, γιατί περίμενε μέχρι τις 20 για να τιμήσει τον Άγιο Ευθύμιο του Μεγάλου στη Λαύρα. Μετά από αυτό, αποσύρθηκε στην έρημο και, απομακρυνόμενος από τους ανθρώπους και πλησιάζοντας τον Θεό με τις σκέψεις και τις προσευχές του, παρέμεινε εκεί μέχρι το Σάββατο των Βαΐων.
Μια μέρα, όπως συνήθιζε, έφυγε από τη Λαύρα και, περπατώντας κοντά στη Νεκρά Θάλασσα, είδε ένα μικρό έρημο νησί . Επιθυμούσε να περάσει εκεί τις ημέρες της Σαρακοστής και ξεκίνησε για εκεί. Αλλά ο δαιμονικός φθόνος τον εμπόδισε και έπεσε σε μια τρύπα που συνάντησε στο δρόμο, από την οποία, σαν σκοτεινός φούρνος, έβγαινε καπνός και φωτιά. Ο Σάββας έκαψε το πρόσωπο και τη γενειάδα του, τραυμάτισε άλλα μέρη του σώματός του και αρρώστησε βαριά. Όταν επέστρεψε στη Λαύρα, οι αδελφοί τον αναγνώρισαν μόνο από τη φωνή του, γιατί το πρόσωπό του ήταν τόσο καμένο. Και έμεινε εκεί για πολλές μέρες χωρίς φωνή, μέχρι που Θεία Δύναμη κατέβηκε πάνω του από ψηλά και τον θεράπευσε, δίνοντάς του δύναμη πάνω στα ακάθαρτα πνεύματα. Η γενειάδα του δεν ξαναμεγάλωσε ποτέ όπως πριν, αλλά έγινε μικρή και αραιή. Ευχαρίστησε τον Θεό που κόντεψε τη γενειάδα του, για να μην καυχηθεί για την ομορφιά της.
Τον επόμενο χρόνο, πήγε ξανά στην έρημο, όπως συνήθιζε, με τον μαθητή του Αγάπητο. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αγάπητος ξάπλωσε στην άμμο από την εξάντληση και την πείνα και αποκοιμήθηκε, ενώ ο Όσιος Σάββας στεκόταν σε κάποια απόσταση, προσευχόμενος. Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένα τεράστιο λιοντάρι, στάθηκε πάνω από τον κοιμισμένο Αγάπητο και άρχισε να τον μυρίζει από την κορυφή ως τα νύχια. Βλέποντας το λιοντάρι πάνω από τον μαθητή του, ο Όσιος Σάββα φοβήθηκε ότι θα καταβρόχθιζε τον κοιμισμένο άνθρωπο και αμέσως προσευχήθηκε θερμά για τον μαθητή του, ώστε ο Θεός να τον προστατεύσει από το θηρίο. Ο Θεός άκουσε τον δούλο Του, έκλεισε το στόμα του λιονταριού και το λιοντάρι, χωρίς να προκαλέσει καμία βλάβη στον Αγάπητο, έφυγε στην έρημο σαν να είχε χτυπηθεί από μαστίγιο.
Καθώς έφευγε τρέχοντας, χτύπησε τον κοιμισμένο στο πρόσωπο με την ουρά του. Ξύπνησε, έτρεμε στη θέα του λιονταριού και έτρεξε στον άγιο πατέρα, και ο Σάββα άρχισε να τον διδάσκει να μην επιδίδεται σε μακρύ ύπνο, για να μην γίνει κάποια μέρα τροφή για ζώα, ειδικά για αόρατα.
Ένα από τα επόμενα χρόνια, ο ευλογημένος, ακολουθώντας το συνήθειό του, περπάτησε μέσα από την έρημο βόρεια του Ιορδάνη με τον ίδιο μαθητή και βρήκε μια σπηλιά σε ένα βουνό, και μέσα σε αυτήν έναν διορατικό ερημίτη. Όταν προσευχήθηκε και άρχισε να συνομιλεί, ο ερημίτης ρώτησε έκπληκτος:
«Τι σε έκανε, θαυμαστέ Σάββα, να έρθεις σε εμάς; Ή ποιος σου έδειξε αυτό το μέρος; Με τη χάρη του Θεού, είμαι εδώ τριάντα οκτώ χρόνια και δεν έχω δει ούτε έναν άνθρωπο: πώς ήρθες εδώ;»
Ο ευλογημένος Σάββα απάντησε:
«Ο Θεός, που σου αποκάλυψε το όνομά μου, μου έδειξε και αυτόν τον τόπο».
Μετά από μια ψυχοσωτήρια συζήτηση, αντάλλαξαν ένα φιλί και ο Σάββας και ο μαθητής του αναχώρησαν για την έρημο. Η ώρα της επιστροφής στη Λαύρα πλησίασε και ο Σάββα είπε στον μαθητή του:
- Πάμε, αδερφέ, ας αποχαιρετήσουμε τον δούλο του Θεού στη σπηλιά.
Όταν έφτασαν, τον βρήκαν γονατισμένο, στραμμένο προς την ανατολή. Νόμισαν ότι προσευχόταν και περίμεναν αρκετή ώρα. Η μέρα έπεφτε, και ο Σάββας, βλέποντας ότι ο γέροντας δεν είχε σηκωθεί ακόμα από την προσευχή, είπε: «Ευλόγησέ μας, Πάτερ».
Αλλά δεν υπήρχε απάντηση.
Ο Σάββα τον πλησίασε και είδε ότι είχε πεθάνει. Τότε ο Σάββα απευθύνθηκε στον μαθητή του με τα λόγια:
- Έλα πιο κοντά, γιε μου, ας θάψουμε το σώμα του αγίου: γι' αυτό μας έστειλε εδώ ο Θεός.
Αφού εκτέλεσαν τον συνήθη επικήδειο ύμνο πάνω στον αποθανόντα, τον έθαψαν στην ίδια σπηλιά, μπλόκαραν την είσοδο με μια πέτρα και επέστρεψαν στη Λαύρα.
Τη χρονιά που καθαγιάστηκε η εκκλησία που ίδρυσε ο Θεός, ο πατέρας του μακάριου, Ιωάννης, ο οποίος είχε μεγάλη δύναμη στην περιοχή των Ισαύρων, πέθανε στην Αλεξάνδρεια . Η μακάρια μητέρα του, Σοφία, ήδη αρκετά ηλικιωμένη, έχοντας πουλήσει όλη της την περιουσία, ήρθε στα Ιεροσόλυμα στον γιο της, Σάββα, με πολλά χρήματα. Αυτός την δέχτηκε και την έπεισε να γίνει μοναχή. Αφού έζησε για λίγο καιρό στη μοναστική ζωή, αναχώρησε για τον Κύριο. Ο Σάββα δαπάνησε τα χρήματα που έφερε για τις ανάγκες του μοναστηριού και για την κατασκευή ξενώνων. Έχτισε ένα κοντά στην Ιεριχώ. και έναν άλλο στη Λαύρα, ώστε ο πρώτος να στεγάσει λαϊκούς ταξιδιώτες και τον άλλο, μοναχούς. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του ξενώνα στη Λαύρα, ο Όσιος Σάββας έστειλε έναν αδελφό με τα ζώα του μοναστηριού στην Ιεριχώ για να φέρει ξυλεία για την κατασκευή. Στο δρόμο της επιστροφής έκανε πολλή ζέστη και ο μοναχός δίψασε πολύ. Επειδή δεν υπήρχε νερό πουθενά, γιατί η περιοχή ήταν έρημη και άνυδρη, έπεσε στο έδαφος, εξαντλημένος από τη ζέστη. Τότε θυμήθηκε τον άγιο γέροντα και είπε:
– Κύριε Θεέ του Αββά μου Σάββα, μη με εγκαταλείψεις!
Και αμέσως εμφανίστηκε ένα σύννεφο από πάνω του, που έριχνε δροσιά και δρόσιζε αυτόν και τα ζώα που μετέφεραν τα ξύλα· και αυτό το σύννεφο συνέχισε από πάνω του μέχρι τη Λαύρα, επισκιάζοντάς τον και δροσίζοντάς τον από τη ζέστη. Αυτό συνέβη χάρη στις προσευχές του αγίου πατέρα του, Σάββα, του οποίου το όνομα επικαλέστηκε στη θλίψη του.
Κάποτε κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, ο μοναχός Σάββας ήθελε να ανέβει στο όρος Καστέλλια, το οποίο βρισκόταν είκοσι στάδια βόρεια της Λαύρας . Το βουνό ήταν απρόσιτο στους ανθρώπους και ήταν τρομακτικό λόγω της επικίνδυνης και άβολης εισόδου του και των φρικαλεοτήτων που συνέβαιναν σε αυτό: πολλά δαιμόνια φώλιαζαν σε εκείνο το βουνό και τρόμαζαν τους περαστικούς με διάφορα φαινόμενα.
Ο μοναχός, έχοντας επιλέξει, σύμφωνα με τον λόγο του Ψαλμωδού, τον Ύψιστο ως καταφύγιό του ( Ψαλμ. 90:9 ), ανέβηκε σε εκείνο το βουνό, το ράντισε από παντού με λάδι που είχε πάρει από το καντήλι του Τιμίου Σταυρού και, έχοντας προστατευθεί με το σημείο του σταυρού, σαν με αδιαπέραστο τοίχο, έζησε εκεί καθ' όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Αλλά στην αρχή, κάθε μέρα έπρεπε να παλεύει με δαίμονες. Του επιτίθονταν, άλλοτε με τη μορφή θηρίων, άλλοτε μεταμορφώνονταν σε ερπετά, άλλοτε σε πουλιά, βγάζοντας κραυγές, θρήνους και θορύβους, έτσι ώστε ο μοναχός, σαν άνθρωπος, τρομοκρατήθηκε και σκέφτηκε να εγκαταλείψει το βουνό. Αλλά ποιος ενίσχυσε κάποτε τον Μέγα Αντώνιο σε έναν παρόμοιο αγώνα με τους δαίμονες ; εμφανίστηκε και σε αυτόν τον άγιο και τον διέταξε να είναι τολμηρός, εμπιστευόμενος στη δύναμη του σταυρού. Και ο ευλογημένος έζησε χωρίς φόβο, διώχνοντας όλους τους τρόμους που προκαλούσαν οι δαίμονες με την προσευχή και το σημείο του σταυρού. Στο τέλος της Μεγάλης Σαρακοστής, καθώς ο άγιος προσευχόταν μια νύχτα για τον καθαρισμό αυτού του τόπου από τα ακάθαρτα πνεύματα που φωλιάζουν εκεί, οι δαίμονες άρχισαν ξαφνικά τον τελικό και πιο τρομερό αγώνα τους εναντίον του: ένα μεγάλο πλήθος από αυτούς εμφανίστηκε - όπως συνήθως κάνουν, με μορφές θηρίων, ερπετών και πτηνών - και επιτέθηκε στον άγιο με δυνατές κραυγές. Φάνηκε ότι ολόκληρο το βουνό σείστηκε. Αλλά ο άγιος δεν φοβήθηκε καθόλου και συνέχισε να προσεύχεται στον Θεό. Τότε οι δαίμονες φώναξαν:
«Ω, τι συμφορά μας βασανίζει, Σάββα! Δεν σου έφτανε που κατοικούσες την κοιλάδα δίπλα στο ρέμα, δεν σου έφτανε που κατοικούσες τη σπηλιά και τον βράχο; Έκανες ακόμη και την έρημο από την οποία περάσατε κατοικήσιμη! Ήρθες εδώ, στο σπίτι μας, για να μας διώξεις από εδώ! Κοίτα, φεύγουμε ήδη από εδώ, ανίκανοι να σου αντισταθούμε, γιατί ο Θεός σε βοηθάει!»
Και αμέσως, με κλάματα και θρήνους, δυνατές κραυγές και έναν τρομερό θόρυβο, πέταξαν μακριά από το βουνό εκείνη τη νύχτα. Όχι μακριά από αυτό το βουνό, βοσκοί με τα κοπάδια τους περνούσαν τη νύχτα. Είδαν τους δαίμονες να πετάνε μακριά από το βουνό, άκουσαν τις κραυγές τους και ήρθαν να το πουν στον Άγιο Σάββα. Αυτός, αφού ευχαρίστησε τον Θεό για την εκδίωξη των δαιμόνων, μετά τις ημέρες της νηστείας, επέστρεψε στη Λαύρα για να γιορτάσει την επερχόμενη εορτή της Αναστάσεως του Χριστού με τους αδελφούς. Μετά τη γιορτή, παίρνοντας αρκετούς από τους αδελφούς, επέστρεψε στο Καστέλιο και άρχισε να καθαρίζει την περιοχή και να χτίζει κελιά. Ενώ εργάζονταν, ανακάλυψαν ένα μεγάλο, θολωτό σπίτι κάτω από τον λόφο, όμορφα χτισμένο με καλή πέτρα και άνετο για κατοίκηση. Καθάρισαν και στόλισαν αυτό το σπίτι, έφτιαξαν μια εκκλησία μέσα σε αυτό και το καθαγίασαν. Έτσι, ο άγιος ίδρυσε εδώ μια κοινοβιακή κοινότητα. Κατά την ίδρυση αυτού του κοινοβίου, μια μέρα τελείωσαν όλα τα τρόφιμα. Και τότε ένας Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε σε όραμα στον ηγούμενο του κοινοβίου κοντά στην Αγία Βηθλεέμ 8110 , ονόματι Μαρκιανό, και είπε:
«Εσύ, Μαρκιανέ, κάθεσαι ήσυχα, έχεις όλα όσα χρειάζεσαι, αλλά ο δούλος του Θεού, ο Σάββας, εργάζεται στην Καστέλλια με τους αδελφούς από αγάπη για τον Θεό, και του λείπει το απαραίτητο φαγητό και ποτό, και κανείς δεν μπορεί να του φέρει ό,τι χρειάζεται. Γι' αυτό, χωρίς καθυστέρηση, στείλτε τους φαγητό, για να μην λιποθυμήσουν από την πείνα».
Ο Μαρκιανός φόρτωσε αμέσως τα ζώα με διάφορα τρόφιμα και τα έστειλε στο Καστέλιο στον μοναχό Σάββα. Ο μοναχός, αφού δέχτηκε τα όσα του στάλθηκαν, ευχαρίστησε τον Θεό, ο οποίος προνοεί για τους δούλους Του.
Έχοντας ιδρύσει ένα μοναστήρι, ο Σάββας συγκέντρωσε εκεί επαρκή αριθμό αδελφών και το εμπιστεύτηκε σε έναν ερημίτη ονόματι Παύλο, ο οποίος είχε ζήσει για πολύ καιρό με τον μαθητή του Θεόδωρο. Ωστόσο, ο Παύλος πέθανε λίγο αργότερα και ο Θεόδωρος ανέλαβε την εξουσία. Έφερε στο μοναστήρι τον αδελφό του Σέργιο και έναν άλλο Παύλο, τον θείο του. Αργότερα κυβέρνησαν στην Καστέλλια και αργότερα έγιναν επίσκοποι στην Αϊλά και την Αμαθούντα .
Έχοντας ιδρύσει ένα κοινοβιακό μοναστήρι στο Καστέλλι, ο Άγιος Σάββας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να το κατοικήσει με ενάρετους άνδρες, έμπειρους σε ασκητικούς αγώνες, και μοναχούς. Δεν επέτρεπε σε λαϊκούς που επιθυμούσαν μοναστική κουρά, ούτε σε νέους χωρίς γένια, να ζουν ούτε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστέλλιου ούτε στη Λαύρα. Για αυτούς, έχτισε ένα μικρότερο κοινοβιακό μοναστήρι στη βόρεια πλευρά και τους παρείχε έμπειρους εκπαιδευτές για να διδάξουν στους αρχάριους τους κανόνες της μοναστικής ζωής. Οι αρχάριοι έπρεπε πρώτα να αποστηθίσουν το Ψαλτήρι και ολόκληρη την τάξη της προσευχητικής ψαλμωδίας, καθώς και να μάθουν ολόκληρο τον μοναστικό κανόνα. Στη συνέχεια, έπρεπε να συνηθίσουν στους ασκητικούς αγώνες και κόπους, να φυλάξουν το μυαλό τους από τις κοσμικές, μάταιες αναμνήσεις και να αντισταθούν στις κακές σκέψεις. Έπρεπε να συγκρατούν τη θέλησή τους και να είναι υπάκουοι, πράοι, ταπεινοί, σιωπηλοί, άγρυπνοι και προσεκτικοί, φυλαγμένοι από τους πειρασμούς του εχθρού. Όσους κατείχαν με επιτυχία αυτές τις αρχές της μοναστικής ζωής, ο μοναχός τους μετέθετε σε μια μεγάλη κοινότητα ή στη Λαύρα, και μερικούς από τους αρχάριους, ειδικά τους νεότερους, τους έστελνε στον σεβάσμιο πατέρα Θεοδόσιο, ο οποίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Καθιστική Εκκλησία και είχε ιδρύσει ένα μοναστήρι τριάντα πέντε στάδια δυτικά της Λαύρας 8112. .
Και οι δύο, ο Σάββας και ο Θεοδόσιος, ήταν ομοϊδεάτες και συμφωνούσαν μεταξύ τους σε όλα· γι' αυτό, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τους ονόμασαν το νέο Αποστολικό Δίδυμο, όπως το Δίδυμο Πέτρου και Παύλου. Τους εμπιστεύτηκαν την ηγεσία όλης της μοναστικής ζωής. Αυτό συνέβη ως εξής. Μετά τον θάνατο του μακαριστού Αρχιμανδρίτη Μαρκιανού, όλοι οι μοναχοί από τις λαύρες και τα μοναστήρια, από τα βουνά και τις ερήμους, συγκεντρώθηκαν στην επισκοπική κατοικία του Πατριάρχη Σαλλούστου, ο οποίος ήταν τότε άρρωστος. Με κοινή συναίνεση, του παρουσίασαν τον Θεοδόσιο και τον Σάββα, ώστε να τους διορίσει αρχιμανδρίτες και επικεφαλής όλων των μοναστηριών που βρίσκονταν γύρω από την ιερή πόλη. Διότι αυτοί οι άγιοι άνδρες ήταν ερημίτες, χωρίς περιουσία, στολισμένοι τόσο στη ζωή όσο και στα λόγια, και γεμάτοι θεία χαρίσματα. Από τότε και στο εξής, ο Άγιος Θεοδόσιος προΐστατο των κοινοβιακών μοναστηριών και ο Άγιος Σάββας των ερημιτών πατέρων.
Όταν, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Σαλλούστου, ο Ηλίας ενθρονίστηκε στη θέση του , ο όσιος Σάββας πουλούσε κάποια γη δίπλα στη Λαύρα του. Ήθελε να χτίσει εκεί κελιά για μοναχούς που έρχονταν από μακριά. Ο ιδιοκτήτης ζήτησε πολύ χρυσάφι, ενώ ο γέροντας εκείνη την εποχή είχε μόνο μισό χιτώνα . Ωστόσο, εναποθέτοντας την ελπίδα του στον Θεό, στον οποίο πίστευε βαθιά με αγάπη, ο Σάββας είπε στον πωλητή:
«Πάρε αυτό τώρα, αδερφέ, ως προκαταβολή μέχρι το πρωί, και αν δεν δώσω ολόκληρο το ποσό το πρωί, τότε ας χάσω την προκαταβολή.»
Εκείνο το βράδυ, προς την αυγή, ο άγιος στάθηκε στην προσευχή. Ξαφνικά, ένας ξένος μπήκε και, δίνοντάς του εκατόν εβδομήντα χρυσά νομίσματα, έφυγε αμέσως χωρίς να πει ποιος ήταν ή από πού καταγόταν. Θαυμάζοντας την πρόνοια του Θεού και ευχαριστώντας τον Θεό, ο άγιος έδωσε τα χρήματα στον έμπορο και έχτισε ένα δεύτερο πανδοχείο για να στεγάσει τους αδελφούς που έρχονταν από μακρινές χώρες. Αγόρασε επίσης δύο ξενώνες για την Καστελλιανή Κοινοτική Κοινότητα, τον έναν στην ιερή πόλη, κοντά στον Πύργο του Δαβίδ . .
Εκείνη την εποχή, ο Άγιος Θεοδόσιος ο Μέγας εγκατέλειψε αυτήν την εκκλησία και ίδρυσε ένα κοινοβιακό μοναστήρι, όπου εργάζονταν περίπου 700 αδελφοί. Το μοναστήρι βρισκόταν σε απόσταση άνω των έξι μιλίων από τη Λαύρα του Αγίου Σάββα.
Εκείνη την εποχή, δύο αδελφοί από την Ισαυρία, ονόματι Θεόδουλος και Γελάσιος, ήρθαν στη Λαύρα, όπως ένας δεύτερος Βεσελεήλ και Ελιάβ, οι επιδέξιοι κατασκευαστές της σκηνής ( Έξοδος 31:2-6 ), τους οποίους ο Θεός είχε στείλει στον Όσιο Σάββα. Με τη βοήθειά τους, αυτός ανοικοδόμησε πλήρως τη Λαύρα. Πρόσθεσε περισσότερα κελιά, έχτισε ένα νοσοκομείο και ένα αρτοποιείο, μια κολυμβήθρα δίπλα στο ρέμα και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Διότι η εκκλησία που δεν είχε φτιαχτεί με χέρια, την οποία ο Θεός είχε δείξει στον Όσιο με τη στήλη της φωτιάς, είχε ήδη γίνει στενή και κατά τη διάρκεια των λειτουργιών δεν μπορούσε να χωρέσει όλους τους αδελφούς, από τους οποίους είχε ήδη συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός. Γι' αυτό, ο Σάββας έχτισε μια άλλη εκκλησία κοντά της, μεγαλύτερη και πιο ευρύχωρη, στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Πατριάρχης Ηλίας την καθαγίασε. Σε αυτήν την εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο Σάββα διέταξε να συγκεντρωθούν άνθρωποι για τη δοξολογία του Θεού, και μετέφερε τους Αρμένιους στην εκκλησία των Θεοφανείων και καθιέρωσε εκεί ολονύχτια ψαλμωδία τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές.
Μερικοί από τους Αρμένιους αδελφούς ακολούθησαν στη συνέχεια τη μάταιη αιρετική διδασκαλία του Πέτρου, με το παρατσούκλι Φούλων 8116 : στο Αγγελικό Τρισάγιο πρόσθεσαν τα λόγια:
- Σταύρωσον υπέρ ημών, ελέησον ημάς.
Για να καταστρέψει αυτή την εσφαλμένη αντίληψη μεταξύ των αδελφών, ο Όσιος Σάββα διέταξε τους Αρμένιους να ψάλλουν το Τρισάγιο όχι στα Αρμενικά, αλλά στα Ελληνικά.
Έτσι έψαλαν ολόκληρη τη λειτουργία στα αρμενικά και το Τρισάγιο στα ελληνικά, και έτσι αυτά τα λανθασμένα λόγια του Φούλον δεν προστέθηκαν πλέον στο Τρισάγιο από τους Αρμένιους.
Έτσι ο Σάββας τα διαχειριζόταν όλα καλά. Αλλά και πάλι, οι συκοφάντες που αναφέρθηκαν παραπάνω, με την υποκίνηση των δαιμόνων, ζήλευαν την καλή του διακυβέρνηση και εξεγέρθηκαν εναντίον του με μίσος. Προσέλκυσαν με το μέρος τους έως και σαράντα αδελφούς, άπειρους στη μοναστική ζωή, διεφθαρμένους στον χαρακτήρα και απερίσκεπτους, και προκάλεσαν στον άγιο πολλά προβλήματα. Τότε ο Σάββας, μαχητής των δαιμόνων αλλά ευγενικός στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, υποκύπτοντας στην άδικη οργή τους, έφυγε από τη Λαύρα, πήγε στη γη της Σκυθόπολης και έμεινε στην έρημο κοντά στον ποταμό που ονομάζεται Γαδαρηνός . Βρήκε μια σπηλιά λιονταριού, μπήκε σε αυτήν και, αφού προσευχήθηκε, ξάπλωσε να κοιμηθεί στο λάκκο των λιονταριών, γιατί είχε πέσει η νύχτα. Τα μεσάνυχτα, το λιοντάρι ήρθε και, βρίσκοντας τον γέροντα να κοιμάται στο λάκκο του, τον άρπαξε από το ένδυμα με τα δόντια του και τον έσυρε έξω από το σπήλαιο, ώστε να παραχωρήσει τη θέση του. Ο μοναχός ξύπνησε, αλλά δεν φοβήθηκε από την θέα του τρομερού λιονταριού. Αντ' αυτού, σηκώθηκε αμέσως και άρχισε να τελεί τις προσευχές του τα μεσάνυχτα. Το λιοντάρι έφυγε και περίμενε να ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες προσευχές. Αφού τελείωσε τη μεσονύκτια λειτουργία, ο γέροντας κάθισε ξανά στο ίδιο μέρος όπου είχε ξαπλώσει το λιοντάρι. Το λιοντάρι μπήκε ξανά και, αρπάζοντας το στρίφωμα του ρούχου του με τα δόντια του, άρχισε να σύρει τον άγιο πατέρα έξω από τη σπηλιά. Τότε ο γέροντας είπε στο λιοντάρι:
«Θηρίο! Η σπηλιά είναι ευρύχωρη, υπάρχει αρκετός χώρος και για τους δυο μας, και μπορούμε να ζήσουμε και οι δύο μαζί: ο ίδιος Δημιουργός μας δημιούργησε. Αν δεν θέλεις να είσαι μαζί μου, τότε καλύτερα να φύγεις από εδώ: είμαι πιο άξιος από εσένα, γιατί δημιουργήθηκα από το χέρι του Θεού και τιμήθηκα κατ' εικόνα Του.»
Ακούγοντας αυτό, το λιοντάρι ντράπηκε για τον γέρο και έφυγε.
Οι Σκυθοπολίτες και οι Γαδαρηνοί έμαθαν ότι ο ευλογημένος ζούσε σε εκείνη τη σπηλιά και άρχισαν να τον επισκέπτονται. Ανάμεσά τους ήταν και ένας νέος ονόματι Βασίλειος, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τον κόσμο, είχε μονάσει υπό τον Άγιο Πατέρα Σάββα και άρχισε να ζει μαζί του. Οι ληστές άκουσαν για την κουρά του Βασιλείου και υπέθεσαν ότι είχε φέρει πολύ χρυσάφι μαζί του στη σπηλιά για να δει τον Άγιο Πατέρα Σάββα, επειδή ο νέος ήταν ευγενικής και πλούσιας καταγωγής. Εκείνη τη νύχτα, οι ληστές τους επιτέθηκαν, αλλά δεν βρήκαν τίποτα πάνω τους. Θαυμάζοντας τη φτώχεια τους, έφυγαν. Ξαφνικά, είδαν δύο μεγάλα, τρομερά λιοντάρια να τους πλησιάζουν. Νόμισαν ότι ο Θεός τους τιμωρούσε επειδή τόλμησαν να επιτεθούν στους δούλους Του. Και φώναξαν στα θηρία με δυνατή φωνή:
– Σας εξορκίζουμε με τις προσευχές του Πατέρα Σάββα, φύγετε από τη μέση, μην μας συναντήσετε!
Ακούγοντας το όνομα του Αγίου Σάββα, τα λιοντάρια τράπηκαν σε φυγή, σαν να τα είχε διώξει μαστίγιο. Οι ληστές, έκπληκτοι από αυτό το θαύμα, επέστρεψαν στον άγιο και του είπαν τι είχε συμβεί. Μετανόησαν για τις κακές τους πράξεις, σταμάτησαν τις ληστείες τους και άρχισαν να ζουν με τους δικούς τους κόπους.
Όταν διαδόθηκε η είδηση αυτού του περιστατικού, πολλοί άρχισαν να έρχονται στον Σάββα, γιατί σε λίγες μόνο μέρες είχε χτίσει ένα κελί. Αλλά όταν ο Σάββα σύντομα είδε ότι οι κοσμικοί άνθρωποι άρχισαν να τον ενοχλούν, σαν πουλί που αναζητά μοναξιά και σιωπή, αποσύρθηκε κρυφά σε ένα άλλο ερημικό μέρος. Εμπιστεύτηκε τους αδελφούς στον Κύριο, τοποθετώντας έναν ηγούμενο πάνω τους. Αφού παρέμεινε σιωπηλός για αρκετό καιρό, ο μοναχός επέστρεψε στη Λαύρα, ελπίζοντας ότι οι δυσαρεστημένοι είχαν σταματήσει τη γκρίνια και την κακία τους. Αλλά αποδείχθηκε ότι δεν είχαν μεταμορφωθεί, αλλά συνέχισαν την κακία τους, και ο αριθμός τους αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, φτάνοντας συνολικά εξήντα. Τους θρήνησε ως χαμένους και τους νουθέτησε με πατρικό τρόπο: αντιμετώπισε την αυθάδειά τους με υπομονή, το μίσος τους με αγάπη και ενέπνευσε τα λόγια του με πνευματική σοφία και ειλικρίνεια. Αλλά τότε, βλέποντας ότι γίνονταν όλο και πιο εδραιωμένοι στο κακό, ενεργώντας αναίσχυντα και μη θέλοντας να ακολουθήσουν το μονοπάτι της ταπεινότητας, έφυγε από τη Λαύρα και αποσύρθηκε στη χώρα της Νικόπολης 8119. Εκεί εγκαταστάθηκε κάτω από το λεγόμενο χαρούπι 8120 . Ο Σάββας έφαγε τον καρπό εκείνου του δέντρου και κατέφυγε κάτω από τα κλαδιά του. Ο ιδιοκτήτης εκείνης της περιοχής, αφού έμαθε για τον Σάββα, ήρθε σε αυτόν και του έχτισε ένα κελί σε εκείνο το σημείο, και μετά από λίγες μέρες, με τη χάρη του Χριστού, οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν κοντά στον άγιο. Έτσι σχηματίστηκε μια κοινοβιακή κοινότητα σε εκείνο το σημείο. Ο μακάριος Σάββας ζούσε εκεί, και οι εχθροί του στη Λαύρα διέδωσαν φήμη μεταξύ των αδελφών ότι ο Σάββας είχε φαγωθεί από άγρια θηρία στην έρημο. Πήγαν στον μακάριο Πατριάρχη Ηλία και είπαν:
– Ο πατέρας μας κατασπαράχθηκε από λιοντάρια ενώ περιπλανιόταν στην έρημο κοντά στη Νεκρά Θάλασσα· παρακαλούμε τον ιερό σας τόπο να μας δώσει έναν ηγούμενο.
Ο μακάριος Ηλίας, γνωρίζοντας τη ζωή του Σάββα από τα νεανικά του χρόνια, είπε στους μοναχούς:
«Δεν σε πιστεύω, γιατί ξέρω ότι ο Κύριος είναι δίκαιος. Δεν θα περιφρονήσει τόσες πολλές καλές πράξεις του πατέρα σου και δεν θα επιτρέψει να τον καταβροχθίσουν τα άγρια θηρία. Πήγαινε, αναζήτησε τον πατέρα σου ή κάθισε στα κελλιά σου και μείνε σιωπηλός μέχρι να τον αποκαλύψει ο Θεός».
Έτσι, οι εχθροί του Σάββα επέστρεψαν ντροπιασμένοι.
Έφτασε η εορτή των εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα και συγκεντρώθηκαν όλοι οι Παλαιστίνιοι επίσκοποι και ηγούμενοι. Ο Άγιος Σάββας ήρθε επίσης με αρκετούς αδελφούς από τη Μονή Νικοπόλεως. Ο Πατριάρχης χάρηκε πολύ που τον είδε και προσπάθησε ιδιωτικά να τον πείσει να επιστρέψει στη Λαύρα. Αρνήθηκε, λέγοντας ότι ήταν πέρα από τις δυνάμεις του να διαχειριστεί και να φροντίσει ένα τόσο πλήθος αδελφών, και ζήτησε συγχώρεση. Αλλά ο Πατριάρχης είπε:
«Αν δεν εκπληρώσετε το αίτημα και τη συμβουλή μου, τότε μην εμφανίζεστε μπροστά στα μάτια μου: δεν μπορώ να ανεχτώ άλλους να κατέχουν τους κόπους σας».
Τότε ο μακάριος Σάββας, αν και ενάντια στη θέλησή του, αποκάλυψε στον πατριάρχη τον λόγο της αναχώρησής του από τη Λαύρα:
«Ας μην γίνω ένοχος για διαμάχες και σχίσματα μεταξύ των αδελφών», πρόσθεσε και μίλησε για εκείνους που τον μισούσαν.
Ο Σάββας δεν μπορούσε να παρακούσει τον Πατριάρχη και υπάκουσε: διόρισε τον μαθητή του, που είχε έρθει μαζί του από τη Νικόπολη, ηγούμενο της Μονής Νικοπόλεως, και ο ίδιος αναχώρησε για τη Λαύρα του. Ο Πατριάρχης έστειλε το ακόλουθο διάταγμα στους αδελφούς που τον συνόδευαν:
«Σας δηλώνω, αδελφοί εν Χριστώ, ότι ο πατέρας σας Σάββας ζει και δεν έχει φαγωθεί από άγρια θηρία, όπως ακούσατε και αναφέρατε. Ήρθε σε μένα για την εορτή, και τον κράτησα, θεωρώντας άδικο εκ μέρους του να εγκαταλείψει τη Λαύρα του, την οποία είχε χτίσει με τη βοήθεια του Θεού με τους δικούς του κόπους, και τον έπεισα να επιστρέψει σε αυτήν. Γι' αυτό, δεχτείτε τον πατέρα σας εγκάρδια και με την πρέπουσα τιμή και υπακούστε σε αυτόν σε όλα, γιατί δεν τον διαλέξατε εσείς, αλλά αυτός που σας συγκέντρωσε. Αν κάποιος από εσάς, υπερήφανος και ανυπάκουος, αρνηθεί να ταπεινωθεί και να υποταχθεί σε αυτόν, σας διατάζουμε να εγκαταλείψετε αμέσως τη Λαύρα: δεν είναι πρέπον σε αυτόν τον πατέρα να μην κατέχει τη θέση του.»
Όταν αυτή η επιστολή διαβάστηκε στη Λαύρα, στο μέσο της εκκλησίας, οι εχθροί του Σάββα, τυφλωμένοι από κακία, ξεσήκωσαν κραυγή και αναταραχή, κατηγορώντας τον αθώο και αγνόκαρδο άγιο πατέρα. Κάποιοι τον επιτίμησαν, τον μάλωσαν και τον συκοφάντησαν. Άλλοι, παίρνοντας τα ρούχα και τα υπάρχοντά τους, ετοιμάστηκαν να φύγουν από τη Λαύρα. Και κάποιοι, αρπάζοντας τσεκούρια και λοστούς, όρμησαν στο κελί που είχε χτίσει ο ίδιος ο Άγιος Σάββας. Σε μια φρενίτιδα, το ισοπέδωσαν, πέταξαν ξύλα και πέτρες στο ρέμα και έφυγαν για τη Λαύρα Σουκίας . Ο ηγούμενος αυτής της Λαύρας, ο Ακυλινός, ένας θεάρεστος άνθρωπος, γνωρίζοντας την κακία τους, δεν τους δέχτηκε και τους έδιωξε από τη Λαύρα του. Στη συνέχεια πήγαν στο ρέμα Θήκοα , έχτισαν εκεί κελιά για τον εαυτό τους και εγκαταστάθηκαν. Έτσι, αυτά τα ζιζάνια μαζεύτηκαν από τη Λαύρα, και οι υπόλοιποι αδελφοί, όπως το σιτάρι, έγιναν καρπός ευάρεστος στον Θεό και, πολλαπλασιαζόμενοι, Του πρόσφεραν ανεμπόδιστα την καθαρότητα της καρδιάς. Πέρασε λίγος καιρός και ο Άγιος Σάββας άκουσε πού βρίσκονταν όσοι είχαν φύγει από τη Λαύρα και ότι υπέφεραν από μεγάλη ανάγκη. Στη συνέχεια, φόρτωσε πολλά τρόφιμα στα άλογα και τα γαϊδούρια της Λαύρας και ξεκίνησε να τους συναντήσει, εν μέρει για να καταπραΰνει την οργή τους και εν μέρει για να τους βοηθήσει στην ανάγκη τους. Μερικοί από αυτούς, βλέποντας τον Όσιο Σάββα να τους πλησιάζει, άρχισαν να λένε:
- Ε, ήρθε κι αυτός ο υποκριτής εδώ!
Και εκείνοι εξέθεσαν άλλες συκοφαντίες με θυμό και οργή. Αυτός, όμως, επειδή ήταν καλόκαρδος, τους κοίταξε με αγάπη, έλεγε καλά λόγια και τους παρηγόρησε με φαγητό. Βλέποντας την αγωνία, την ανάγκη και την αναστάτωση τους - γιατί ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα - ενημέρωσε τον πατριάρχη για τα πάντα και του ζήτησε να τους φροντίσει. Ο πατριάρχης τους εμπιστεύτηκε σε αυτόν, δίνοντάς τους μια λίτρα χρυσού για την κατασκευή και πολλά άλλα απαραίτητα είδη. Ο Σάββα πήγε σε αυτούς, έμεινε μαζί τους πέντε μήνες, τους έχτισε μια εκκλησία, ένα αρτοποιείο και ίδρυσε μια νέα λαύρα . Εκεί, από την παλιά λαύρα, μετέθεσε έναν από τους έμπειρους πατέρες, τον Ιωάννη, έναν άνθρωπο με διορατικότητα και χάρισμα προφητείας, και τον διόρισε ηγούμενο. Μετά από αυτό, επέστρεψε στη λαύρα του.
Ο Ιωάννης προΐστατο αυτής της νέας Λαύρας για επτά χρόνια και κοιμήθηκε προς τον Κύριο το 8125. Πριν από τον θάνατό του, προείπε το μέλλον της νέας Λαύρας· έχυσε δάκρυα και είπε στους γύρω του:
«Ιδού, έρχονται μέρες κατά τις οποίες οι κάτοικοι αυτού του τόπου θα απομακρυνθούν από την αληθινή πίστη και θα υπερηφανευτούν για τον εαυτό τους, αλλά η αλαζονεία τους θα καταστραφεί και το μεγαλείο τους θα πέσει ξαφνικά και θα εκδιωχθούν.»
Μετά τον Ιωάννη, ηγούμενος ήταν ο Παύλος, Ρωμαίος στην καταγωγή. Ήταν πολύ απλός στην καρδιά και έλαμπε με θεϊκές αρετές, αλλά βασίλευσε μόνο για έξι μήνες και, μη μπορώντας να ανεχθεί τη διαφωνία, κατέφυγε στην Αραβία, όπου πέθανε στο μοναστήρι της Σεβηριανής . Μόλις έμαθε για τη φυγή του Παύλου, ο Σάββας διόρισε τον μαθητή του Αγαπίτο ως ηγούμενο του νέου μοναστηριού. Ο Αγαπίτος διαπίστωσε ότι μερικοί από τους αδελφούς προσκολλούνταν στη διδασκαλία του Ωριγένη : ήταν σαν δηλητήριο φιδιού στο στόμα τους και ένα επώδυνο έλκος κάτω από τη γλώσσα τους. Ανάμεσά τους, ο πιο σημαντικός ήταν ένας Παλαιστίνιος ονόματι Νόννος, ο οποίος φαινόταν αληθινός Χριστιανός, εξωτερικά ευσεβής, αλλά εσωτερικά ήταν γεμάτος με παγανιστικές και εβραϊκές ψευδείς διδασκαλίες και ολέθριες αιρέσεις: τη Μανιχαία , τη Διδυμική, την Ευάγρια και την Ωριγενική . Αφού ανακάλυψε τέτοιους αδελφούς, ο Αγαπίτης, φοβούμενος ότι και άλλοι μπορεί να είχαν μολυνθεί με τις ίδιες αιρέσεις, τους ανέφερε στον πατριάρχη και, με τη συμβουλή του, τους έδιωξε από το μοναστήρι. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Αγαπίτος πέθανε. Μετά από αυτόν, η ηγουμενία ανατέθηκε σε κάποιον Μάμαν. Ο Νόννος και οι συνεργάτες του, ακούγοντας για τον θάνατο του Αγαπητού, επέστρεψαν στη νέα Λαύρα, αλλά φοβήθηκαν τον Σάββα και έκρυψαν το δηλητήριο της αίρεσης τους. Εν τω μεταξύ, ο Άγιος Σάββας βρήκε μια σπηλιά δέκα στάδια από την παλιά του Λαύρα, βόρεια, κοντά στην Καστέλλια, και ασχολήθηκε με την οικοδόμηση ενός μοναστηριού εκεί, το οποίο ονόμασε Μονή των Σπηλαίων . Τον βοηθούσαν ο ιερέας της Αγίας Σιών, Μαρκιανός, και οι γιοι του, Αντώνιος και Ιωάννης. Αυτός ο Ιωάννης ήταν πατριάρχης στην Ιερουσαλήμ μετά τον Ηλία .
Στο βουνό όπου η αυτοκράτειρα Ευδοκία έχτισε έναν πύργο , στην ανατολική έρημο, ζούσαν δύο μοναχοί που ήταν πιστοί στην αίρεση του Νεστορίου . Ο Άγιος Σάββας θρηνούσε πολύ γι' αυτούς, επειδή είχαν ξεστρατίσει από το σωστό δρόμο, και με μεγάλη θλίψη υπέμεινε την στενή τους παρουσία στα τρία μοναστήρια του. Εκείνη τη στιγμή, του παρουσιάστηκε το ακόλουθο όραμα: του φάνηκε ότι βρισκόταν στην Εκκλησία της Αγίας Αναστάσεως, σε μια συνάθροιση ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους είδε τους δύο Νεστοριανούς. Όταν ήρθε η ώρα της κοινωνίας, όλοι οι αδελφοί πλησίασαν τα Θεία Μυστήρια χωρίς εμπόδια και έλαβαν την κοινωνία. Αλλά όταν αυτοί οι δύο αιρετικοί ήθελαν να πλησιάσουν την κοινωνία, εμφανίστηκαν ξαφνικά απειλητικοί στρατιώτες, τους έδιωξαν από την κοινωνία και τους έδιωξαν από την εκκλησία. Ο ευλογημένος άρχισε να ζητά από τους στρατιώτες να αφήσουν αυτούς τους δύο μοναχούς στην εκκλησία με τους αδελφούς και να τους επιτρέψουν να λάβουν την κοινωνία. Οι στρατιώτες απάντησαν:
«Δεν μπορούν να τους επιτραπεί να μετέχουν στα Θεία Μυστήρια, διότι είναι φανερά Ιουδαίοι και δεν αναγνωρίζουν τον Χριστό ως Θεό, ούτε την Υπεραγία Παρθένο Μαρία ως Μητέρα του Θεού».
Μετά από αυτό το όραμα, ο μακάριος λυπήθηκε ακόμη περισσότερο, θλιμμένος για την απώλεια των ψυχών τους. Εργάστηκε πολύ, νηστεύοντας και προσευχόμενος στον Θεό γι' αυτούς, για να τους φωτίσει με το φως της γνώσης της αλήθειας. Και τους επισκεπτόταν συχνά, διδάσκοντας και διδάσκοντας, ρωτώντας και προτρέποντας, μέχρι που τελικά, με τη χάρη του Θεού, τους έφερε πίσω στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού: τόσο πολύ ανησυχούσε για τη σωτηρία των ανθρώπινων ψυχών. Τους οδήγησε από εκείνο το βουνό και τους έδωσε στη Μονή Θεοδοσίου, και στη θέση τους, έδωσε το βουνό σε έναν από τους μαθητές του, τον Ιωάννη τον Βυζάντιο. Με τη βοήθεια του Θεού, ιδρύθηκε εκεί ένα μοναστήρι λίγο αργότερα.
Στη Μεγίστη Λαύρα ζούσε ένας μοναχός ονόματι Ιάκωβ, καταγόμενος από την Ιερουσαλήμ, με τολμηρή και υπερήφανη διάθεση. Συνωμότησε με αρκετούς άλλους μοναχούς σαν αυτόν, και, απουσία του οσίου Σάββα, ο οποίος τότε περνούσε τη Σαρακοστή στην έρημο, όπως συνήθιζε, σε απόλυτη σιωπή. Έφυγε από τη Λαύρα και άρχισε να χτίζει ένα μοναστήρι στην προαναφερθείσα λίμνη Επτάστομου, επιθυμώντας να μιμηθεί τον Άγιο Σάββα. Όταν οι πατέρες της Λαύρας άρχισαν να αγανακτούν με αυτό και να εμποδίζουν το έργο του, τους εξαπάτησε, ισχυριζόμενος ότι ο άγιος πατέρας το είχε διατάξει. Επιστρέφοντας από την έρημο και μαθαίνοντας για τις πράξεις του Ιακώβ, ο Σάββα πήγε σε αυτόν και άρχισε να τον πείθει να εγκαταλείψει το σχέδιό του, λέγοντας ότι δεν θα υπήρχε κανένα όφελος από αυτό που προερχόταν από την αυθάδεια και την αλαζονεία. Αλλά δεν άκουσε τον γέροντα και δεν έδωσε σημασία στα λόγια του. Τότε ο άγιος του είπε:
- Αν δεν υπακούσεις, πρόσεχε μην τιμωρηθείς.
Με αυτά τα λόγια, αποσύρθηκε στο κελί του. Αλλά ο Ιακώβ κυριεύτηκε από τρόμο και τρόμο. Αρρώστησε βαριά και έμεινε στο κρεβάτι για έξι μήνες, σχεδόν ανίκανος να αρθρώσει λέξη. Ήδη απελπισμένος για τη ζωή, διέταξε να μεταφερθεί στον ευλογημένο Σάββα για να ζητήσει συγχώρεση πριν από τον θάνατο. Ο Σάββας, βλέποντάς τον, του απευθύνθηκε με πατρική νουθεσία, έπειτα του έδωσε το χέρι του και τον σήκωσε από το κρεβάτι του. Ο Ιακώβ σηκώθηκε υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Αφού του έδωσε τα Άγια Μυστήρια, ο Σάββας του έδωσε φαγητό. Ο Ιακώβ δεν επέστρεψε ποτέ στο νέο του έργο.
Εν τω μεταξύ, ο Πατριάρχης Ηλίας, ακούγοντας για τα γεγονότα, διέταξε την καταστροφή του κτιρίου του Ιακώβ. Ο Άγιος Σάββας, παίρνοντας αρκετούς δυνατούς μοναχούς από τη Λαύρα, έφτασε σε μια τοποθεσία περίπου πέντε στάδια βόρεια του ερειπωμένου κτιρίου, έχτισε ένα παρεκκλήσι και κελιά γύρω του και, τοποθετώντας εκεί μερικούς μοναχούς από τη Μεγάλη Λαύρα, ονόματι Παύλο και Ανδρέα, ως ηγουμένους, εγκατέστησε εκεί και άλλους αδελφούς και ίδρυσε μια Λαύρα σε αυτή την τοποθεσία, ονομάζοντάς την Επτάστομη Λαύρα .
Επιστρέφοντας στη μεγάλη Λαύρα, έστειλε τα Τίμια Δώρα και ευλογημένους άρτους στους αδελφούς που βρίσκονταν στον προαναφερθέντα τόπο και φρόντιζε πολύ για τον τόπο αυτό.
Μετά από λίγο καιρό, ο προαναφερθείς Ιάκωβος διορίστηκε να υπηρετήσει σε έναν ξενώνα για ταξιδιώτες. Απρόσεκτος στα καθήκοντά του, κάποτε μαγείρεψε πάρα πολλά φασόλια, περισσότερα από όσα χρειαζόταν. Έμειναν τόσα πολλά φασόλια από το δείπνο που θα υπήρχαν αρκετά για το δείπνο της επόμενης μέρας, αλλά πέταξε τα υπόλοιπα από το παράθυρο στο ρέμα. Και το έκανε αυτό όχι μόνο μία φορά, αλλά πολλές φορές. Βλέποντας αυτό, ο Σεβάσμιος Σάββας κατέβηκε ήσυχα στο ρέμα, μάζεψε τα πεταμένα φασόλια, τα έφερε στο κελί του και τα στέγνωσε για λίγο στον ήλιο. Λίγο αργότερα, ο μοναχός μαγείρεψε τα φασόλια και, αφού ετοίμασε ένα πιάτο από αυτά, κάλεσε τον Ιάκωβ να δειπνήσει μαζί του. Στο δείπνο, ο γέροντας είπε στον Ιάκωβ:
– Συγχώρεσέ με, αδελφέ, που δεν σου φέρθηκα όπως ήθελα, και ίσως δεν σε ευχαρίστησα με το φαγητό· δεν ξέρω να μαγειρεύω καλά.
Και ο Ιακώβ είπε:
- Αλήθεια, πατέρα, μαγείρεψες υπέροχα αυτά τα φασόλια· δεν έχω φάει τέτοιο φαγητό εδώ και πολύ καιρό.
Ο γέροντας απάντησε:
«Πίστεψέ με, παιδί μου, αυτά είναι τα ίδια τα φασόλια που έριξες στο ρυάκι. Γνώριζε, λοιπόν, ότι όποιος δεν μπορεί να μαγειρέψει μια κατσαρόλα με φασόλια με μέτρο, ώστε να μην πάει τίποτα χαμένο, δεν είναι κατάλληλος να διευθύνει ένα μοναστήρι ούτε να κυβερνά τους αδελφούς. Έτσι λέει και ο Απόστολος: «Γιατί όποιος δεν ξέρει να διευθύνει το δικό του σπίτι, θα φροντίσει για την εκκλησία του Θεού;»» ( Α΄ Τιμ. 3:5 ). Ακούγοντας αυτό, ο Ιακώβ ντράπηκε τόσο για την προηγούμενη επιθυμία του για εξουσία όσο και για την χαλαρή διακονία του, μετανόησε και ζήτησε συγχώρεση.
Αυτός ο Ιάκωβος πειράστηκε από ένα δαιμόνιο στο κελί του με σωματική επιθυμία και ακάθαρτες σκέψεις. Αυτός ο πειρασμός συνεχίστηκε για πολύ καιρό και ο Ιάκωβος δεν άντεξε άλλο: πήρε ένα μαχαίρι και αυτοευνουχίστηκε. Όταν ένιωσε τρομερό πόνο, άρχισε να ζητάει βοήθεια από τους κοντινούς αδελφούς. Οι αδελφοί έφτασαν και, βλέποντας τι είχε συμβεί, άρχισαν να ανακουφίζουν τον πόνο του με φάρμακα όσο καλύτερα μπορούσαν. Και μετά από πολύ καιρό, μόλις που κατάφεραν να τον θεραπεύσουν. Αυτό έφτασε στα αυτιά του Αγίου Σάββα και ο γέροντας έδιωξε τον Ιάκωβ, που είχε ήδη αναρρώσει από το τραύμα του, από τη Λαύρα ως έναν τρομερό εγκληματία. Πήγε στον Άγιο Θεοδόσιο, του είπε για την ατυχία και την εξορία του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει γι' αυτόν στον Άγιο Σάββα, ζητώντας του να τον δεχτεί πίσω στο κελί του μοναστηριού. Ο Θεοδόσιος, υποκύπτοντας στις παρακλήσεις του αδελφού του, πήγε στον ευλογημένο Σάββα και μεσολάβησε για τον εξόριστο αδελφό του. Κατόπιν αιτήματος ενός τόσο σπουδαίου πατέρα και φίλου, ο Σάββας δέχτηκε τον Ιάκωβ, δίνοντάς του μια εντολή: να μην μιλάει σε κανέναν εκτός από εκείνους που τον υπηρετούν, να μην έχει κοινωνία με τους αδελφούς, ούτε καν να βγαίνει από το κελί του, και, επιπλέον, τον αφόρισε από την Αγία Κοινωνία των Αγίων και Θείων Μυστηρίων. Έτσι ο Ιακώβ έζησε σιωπηλά, μένοντας σε μετάνοια, χύνοντας πολλά δάκρυα ενώπιον του Θεού, μέχρι που του δόθηκε συγχώρεση από ψηλά, και ο μακάριος Σάββας πληροφορήθηκε από θεία αποκάλυψη ότι η αμαρτία του Ιακώβ είχε συγχωρεθεί. Μια μέρα, ο Όσιος Σάββα είδε σε ένα όραμα έναν φωτεινό άνδρα να στέκεται κοντά, και έναν νεκρό άνδρα να κείτεται στα πόδια του Ιακώβ, για την ανάσταση του οποίου ο Ιακώβ προσευχόταν. Και ακούστηκε μια φωνή από ψηλά:
- Ιάκωβε! Οι προσευχές σου εισακούστηκαν, άγγιξε τον νεκρό και ανάστησέ τον.
Και όταν ο Ιακώβ, σύμφωνα με αυτή την εντολή, άγγιξε τον νεκρό, ο νεκρός αναστήθηκε αμέσως· και ο φωτοφόρος είπε στον Σάββα:
- Ιδού, ο νεκρός αναστήθηκε, και λύνετε τα δεσμά που είναι δεμένα πάνω σε εκείνον που τον ανέστησε από τους νεκρούς.
Βλέποντας αυτό, ο Σάββας έστειλε αμέσως τον Ιακώβ, άρπαξε την μετάνοιά του και του επέτρεψε να εισέλθει στο συμβούλιο και να κοινωνήσει των Αγίων Μυστηρίων με τους αδελφούς. Επτά ημέρες μετά τη συγχώρεσή του, ο Ιακώβ αναχώρησε για τον Κύριο.
Στη μεγάλη Λαύρα υπήρχαν δύο αδελφοί κατά σάρκα, ονόματι Ζαν και Βενιαμίν, οι οποίοι ομόφωνα κατοικούσαν σε ταπεινή υπηρεσία προς τον Θεό, στολισμένοι με θεϊκές αρετές. Και οι δύο ζήτησαν ομόφωνα από τον Άγιο Σάββα να τους δώσει το κελλί της ερήμου που είχε χτίσει για τον εαυτό του, περίπου δεκαπέντε στάδια από τη Λαύρα, στη Λιβύη. Γνωρίζοντας ότι ήταν αληθινοί εργάτες του Θεού, ο γέροντας συμφώνησε στο αίτημά τους και τους έδωσε το κελλί. Έτσι, είχαν ένα κελλί της ερήμου για τους εαυτούς τους και ένα άλλο στη Λαύρα. Με τους δικούς τους κόπους, με τη βοήθεια του μεγάλου αββά τους, ίδρυσαν ένα κοινόβιο κοντά στο κελλί της ερήμου, διότι αυτός τους παρείχε τα απαραίτητα έξοδα και άλλες ανάγκες. Όταν οι αδελφοί σε αυτό το μέρος αυξήθηκαν, ο Σάββας, με τη φροντίδα του, έχτισε μια εκκλησία, την καθαγίασε και εισήγαγε σε αυτό το κοινόβιο τους κανόνες του άλλου κοινοβίου του.
Ο σεβάσμιος πατέρας μας Σάββας ήταν σαν ένα θαυμαστό δέντρο από το οποίο φυτρώνουν όμορφα κλαδιά. Έτσι, με το παράδειγμα της αγίας του ζωής και των θερμών προσευχών του προς τον Θεό, αύξησε τον αριθμό των αγίων πατέρων και ασκητών στη Λαύρα του, και ήταν άγιοι, όπως αυτός, σύμφωνα με την Αγία Γραφή: «Εάν η ρίζα είναι αγία, είναι και τα κλαδιά» ( Ρωμ. 11:16 ). Από αυτά τα ιερά κλαδιά, θα πρέπει να αναφέρουμε τον μακάριο γέροντα Άνθιμο της Βιθυνίας, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του σε πολλές μοναστικές προσπάθειες. Στην αρχή της παραμονής του στη Λαύρα, έχτισε ένα μικρό κελί στην άλλη πλευρά του ρέματος στην ανατολική πλευρά, απέναντι από τον στύλο του Αγίου Σάββα, και παρέμεινε εκεί για τριάντα χρόνια. Στα γεράματα, αδυνάτισε, αρρώστησε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Βλέποντάς τον τόσο εξουθενωμένο και άρρωστο, ο μακάριος Σάββας ήθελε να τον πάει σε ένα από τα κελιά κοντά στην εκκλησία, ώστε οι αδελφοί να μπορούν να τον επισκέπτονται και να τον φροντίζουν χωρίς δυσκολία. Αλλά ζήτησε να τον αφήσουν να πεθάνει εκεί που είχε εγκατασταθεί αρχικά. Έτσι έμεινε άρρωστος στο κελί του. Ένα βράδυ, ο Όσιος Σάββας, όπως συνήθιζε, αφού σηκώθηκε για να προσευχηθεί πριν από τους πρωινούς ύμνους, άκουσε μερικές όμορφες φωνές, σαν να έψαλλαν πολλοί. Νόμιζε ότι έψαλλαν τον όρθρο στην εκκλησία και έμεινε έκπληκτος που έψαλλαν τον όρθρο χωρίς αυτόν και χωρίς τη συνηθισμένη ευλογία του. Αλλά, πλησιάζοντας αμέσως την εκκλησία, δεν βρήκε κανέναν εκεί, και οι πόρτες της ήταν κλειδωμένες. Επέστρεψε, αναρωτώμενος τι φωνές είχε ακούσει, και ξαφνικά άκουσε ξανά το ίδιο όμορφο τραγούδι. Και έψαλαν τα εξής: «Περπάτησα μέσα στο πλήθος, μπήκα μαζί τους στον οίκο του Θεού με φωνή χαράς και αίνου του πλήθους που γιόρταζε» ( Ψαλμός 41:5 ).
Συνειδητοποιώντας ότι αυτές οι θαυμαστές φωνές ακούγονταν από την κατεύθυνση του κελιού του οσίου Άνθιμου, ο Σάββα μάντεψε ότι ο Άνθιμος είχε πεθάνει. Ξυπνώντας αμέσως τον ιερέα, διέταξε να χτυπήσουν την καμπάνα για να συγκεντρωθούν οι αδελφοί. Παίρνοντας μαζί του αρκετούς από τους αδελφούς, πήγε στο κελλί του γέροντα με κεριά και θυμίαμα. Μπαίνοντας, δεν βρήκαν κανέναν εκεί, μόνο το νεκρό σώμα του οσίου Άνθιμου, η ψυχή του αναχώρησε προς τον Κύριο με αγγελικούς ύμνους. Πήραν το τίμιο σώμα, το έφεραν στην εκκλησία και, μετά από νεκρώσιμο λειτούργημα, το έθαψαν μαζί με τους αγίους πατέρες.
Ένας αδελφός από τη Μονή Θεοδοσίου, ένας δυνατός άνδρας ονόματι Αφροδισίας , στάλθηκε για δουλειές. Στο δρόμο, θύμωσε με το μουλάρι που μετέφερε σιτάρι και το χτύπησε δυνατά. Το μουλάρι έπεσε από το χτύπημα και πέθανε. Γι' αυτό, η Αφροδισίας εκδιώχθηκε από το μοναστήρι από τον Όσιο Θεοδόσιο. Τότε πήγε στον Όσιο Σάββα και του είπε για την πράξη του, ζητώντας τη συμβουλή του. Ο Όσιος Σάββας του έδωσε ένα κελί και του είπε:
– Ζήσε στο κελί σου, μην μετακινείσαι σε άλλο κελί, μην εγκαταλείπεις τη Λαύρα, χαλιναγώγησε τη γλώσσα σου, μετρίασε τις απαιτήσεις της κοιλιάς σου και θα σωθείς.
Ο Αφροδισιάς, έχοντας αποδεχτεί αυτή την εντολή, δεν την παραβίασε με κανέναν τρόπο και για τριάντα χρόνια δεν έφυγε από τη Λαύρα. Δεν είχε τίποτα, ούτε καν σκεύος για φαγητό ούτε κρεβάτι. Κοιμόταν σε κλαδιά δέντρων, σκεπαζόταν με ψάθα και έτρωγε τα υπολείμματα μαγειρεμένων, θρεπτικών λαχανικών. Το νυχτερινό του κλάμα διατάρασσε τον ύπνο των ζώντων. Τελικά, του δόθηκε το χάρισμα της προνοητικότητας, γιατί προέβλεπε την ημέρα του θανάτου του μια εβδομάδα νωρίτερα. Μετά από αυτό, ζήτησε από τον Σάββα να τον αφήσει να πάει στο μοναστήρι του οσίου Θεοδοσίου. Ο άγιος έστειλε μαζί του δύο αδελφούς και είπε στον Θεοδόσιο:
«Ιδού, ο κοινός μας αδελφός Αφροδισιάς, τον οποίο κάποτε παρέλαβα από εσάς ως άνθρωπο, τώρα σας στέλνω με τη χάρη του Χριστού ως Άγγελο.»
Ο Θεοδόσιος τον δέχτηκε με αγάπη, τον συγχώρεσε και τον απέλυσε εν ειρήνη. Η Αφροδισιάδα επέστρεψε στον Άγιο Σάββα και, μετά από σύντομη ασθένεια, κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Οι κάτοικοι της πόλης Μεδάβα , που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Ιορδάνη, συχνά έρχονταν στον μοναχό, αποκομίζοντας μεγάλο πνευματικό όφελος από αυτόν και φέρνοντάς του ψωμί με σιτηρά και λαχανικά στη Λαύρα, όπου λάμβαναν την ευλογία του. Ανάμεσά τους ήταν ένας διακεκριμένος άνδρας ονόματι Γερόντιος. Έφτασε στην ιερή πόλη και αρρώστησε. Επιθυμώντας να πάει στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, έπεσε από το άλογό του, τραυματίστηκε και αρρώστησε ακόμη περισσότερο, τόσο πολύ που δεν είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει. Ο Άγιος Σάββας τον άλειψε με ιερό λάδι και τον θεράπευσε. Κάποτε, ενώ δειπνούσε με τον γιο του Γερόντιου, Θωμά, ο Σάββας μετέτρεψε το ξίδι σε καλό κρασί όταν ξαφνικά δεν υπήρχε κρασί. Συνέβη οι κολοκύθες που μαγειρεύονταν για τους εργάτες να γίνουν πικρές. Ο Σάββας τις έκανε γλυκές κάνοντας το σημείο του σταυρού. Κάποτε, ένας μοναχός περπατούσε από την Ιεριχώ στον Ιορδάνη με τον νεαρό μαθητή του και συνάντησαν πολλούς κατοίκους της πόλης, συμπεριλαμβανομένης μιας όμορφης κοπέλας. Καθώς περνούσαν, ο γέροντας, θέλοντας να δοκιμάσει τον μαθητή του, είπε:
– Πώς ήταν αυτό το κορίτσι εκείνη τη φορά; Νόμιζα ότι ήταν τυφλή από το ένα μάτι.
Ο μαθητής απάντησε:
- Όχι, το βλέπουν και τα δύο μάτια.
«Κάνεις λάθος», είπε ο γέρος, «το κορίτσι έχει ένα μάτι».
Αλλά η μαθήτρια επέμεινε, λέγοντας ότι τα μάτια της ήταν υγιή. Ο πρεσβύτερος ρώτησε:
- Πώς το έμαθες;
«Εγώ, πατέρα», απάντησε ο μαθητής, «κοίταξα προσεκτικά το πρόσωπό της και είδα ότι και τα δύο μάτια της μπορούσαν να δουν».
Τότε ο γέροντας του είπε:
«Αν κοίταξες τόσο έντονα το πρόσωπό της, πώς θα μπορούσες να μην θυμηθείς την εντολή της Αγίας Γραφής: «Μη επιθυμήσεις την ομορφιά της στην καρδιά σου, για να μην σε σαγηνεύσουν τα μάτια σου», και για να μην σε αιχμαλωτίσει με τις βλεφαρίδες της;» ( Παροιμίες 6:25 ). Να ξέρεις λοιπόν ότι από τώρα και στο εξής δεν θα είσαι μαζί μου στο κελί μου, αφού δεν φυλάς τα μάτια σου», και τον έστειλε στο Φάστελιο ως τιμωρία.
Αφού έζησε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα και έμαθε να παρακολουθεί τα μάτια του και τις σκέψεις του με κάθε δυνατό τρόπο, ο Σάββα τον δέχτηκε πίσω στη Λαύρα και του έδωσε ένα κελί.
Κάποτε, όταν ο άγιος βρισκόταν στην έρημο, γνωστή ως Ρούβα, συνάντησε ένα λιοντάρι με ένα αγκάθι στο πόδι του. Πέφτοντας στα πόδια του αγίου, βρυχήθηκε και του έδειξε το πόδι του, σαν να τον παρακαλούσε να το θεραπεύσει. Ο άγιος αφαίρεσε το αγκάθι από το πόδι του λιονταριού, ανακουφίζοντας έτσι τον πόνο του. Μετά από αυτό, το λιοντάρι άρχισε να ακολουθεί τον άγιο και να τον υπηρετεί. Εκείνη την εποχή, ο γέροντας είχε έναν μαθητή που ονομαζόταν Φλάις, και είχαν ένα γαϊδούρι. Όταν ο Σάββας έστειλε τον μαθητή για κάποια αποστολή, διέταξε το λιοντάρι να φυλάει το γαϊδούρι. Το λιοντάρι πήρε τα ηνία στα δόντια του και έτσι οδήγησε το γαϊδούρι στη βοσκή, και το βράδυ, αφού του έδωσε νερό, επέστρεψε στον γέροντα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Φλάις στάλθηκε για κάποια αποστολή και, υπό δαιμονική επιρροή, έπεσε σε μια ακάθαρτη αμαρτία. Ταυτόχρονα, το λιοντάρι καταβρόχθισε το γαϊδούρι στο βοσκότοπο. Ο Φλάις συνειδητοποίησε ότι το λιοντάρι είχε φάει το γαϊδούρι για την αμαρτία του, για να τον εκθέσει, και φοβόταν να εμφανιστεί στον γέροντα. Συντετριμμένος από τη θλίψη, κατέφυγε σε ένα χωριό και ο γέροντας τον αναζήτησε για πολύ καιρό. Τελικά, τον βρήκε, τον έφερε κοντά του και, κλειδώνοντάς τον σε ένα κλουβί, του επέβαλε μετάνοια. Αυτός πρόσφερε εγκάρδια μετάνοια και, με πολλά δάκρυα, καθαρίστηκε από την αμαρτία του, βοηθούμενος από τις προσευχές του αγίου γέροντα, ο οποίος ενδιαφερόταν βαθιά για τη σωτηρία των ανθρώπινων ψυχών.
Είναι εύστοχο να θυμηθούμε την ανησυχία του Σάββα για την ευημερία της Εκκλησίας του Θεού κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστικά ζητήματα. Στάλθηκε εκεί για τον ακόλουθο λόγο. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος, αιρετικός, απέρριψε την Δ' Οικουμενική Σύνοδο των Αγίων Πατέρων στη Χαλκηδόνα το 8138 και προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία εκείνη την εποχή. Απέβαλε τον Ευθύμιο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το 8139 , και θύμωσε με τον Φλαβιανό Αντιοχείας το 8140 και τον Ηλία Ιεροσολύμων, τους οποίους ήθελε επίσης να απελάσει, επειδή δεν ενέκριναν την αίρεση του. Επιθυμώντας να πείσει τον αυτοκράτορα να ειρηνεύσει την Εκκλησία, ο Ηλίας του έστειλε τους ηγούμενους των παλαιστινιακών ερήμων, μεταξύ των οποίων και ο Σάββας, με το ακόλουθο γραπτό αίτημα:
«Στέλνουμε με προσευχή στη βασιλεία σου τους εκλεκτούς δούλους του Θεού, τους καλούς και πιστούς κατοίκους της ερήμου, και μαζί τους τον Σάββα, τον ηγέτη ολόκληρης της ερήμου και τον φωστήρα ολόκληρης της Παλαιστίνης. Εσύ, Αυτοκράτορα, δέχεσαι τους κόπους και τις προσπάθειές τους, τερματίζεις την έχθρα στην Εκκλησία και μην επιτρέπεις στο κακό να αυξηθεί: γνωρίζουμε ότι φροντίζεις για την ευχαρίστηση του Θεού, ο οποίος σου έδωσε το βασιλικό στέμμα».
Οι ηγούμενοι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και όταν μπήκαν στα βασιλικά δωμάτια, ο Σάββας περπάτησε πίσω από όλους τους άλλους. Οι φρουροί που στέκονταν στην πόρτα, βλέποντάς τον με τα φθαρμένα και μπαλωμένα ρούχα του, τον πέρασαν για ζητιάνο και του αρνήθηκαν την είσοδο. Ο βασιλιάς, αφού δέχτηκε με τιμή τους πατέρες που είχαν έρθει σε αυτόν και διάβασε την επιστολή του πατριάρχη, ρώτησε ποιος από αυτούς ήταν ο Σάββας, τον οποίο ο πατριάρχης είχε τόσο επαινέσει στην επιστολή του. Οι πατέρες κοίταξαν γύρω τους και είπαν ότι είχε έρθει μαζί τους, αλλά δεν ήξεραν πού είχε μείνει. Ο βασιλιάς διέταξε αμέσως να τον αναζητήσουν και με δυσκολία τον βρήκαν να στέκεται κάπου σε μια γωνία, διαβάζοντας τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Καθώς τον οδηγούσαν στον βασιλιά, ο τελευταίος είδε έναν λαμπερό άγγελο να περπατάει μπροστά του και, συνειδητοποιώντας ότι ο Σάββας ήταν άνθρωπος του Θεού, τον τίμησε σηκώνοντας από τον θρόνο του και στη συνέχεια διέταξε όλους να καθίσουν. Κατά τη διάρκεια της μακράς συζήτησης, ο μακάριος Σάββας κόπιασε περισσότερο από όλους τους παρόντες πατέρες, προτρέποντας τον βασιλιά με θεόπνευστα λόγια να ειρηνεύσει την Εκκλησία και υποσχόμενος του νίκη επί των εχθρών του από τον Θεό σε αντάλλαγμα. Οι πατέρες που στάλθηκαν δεν είχαν μεγάλη επιτυχία και στάλθηκαν σπίτι, αλλά ο Άγιος Σάββας παρέμεινε μέχρι να πείσει τον βασιλιά και να τον συμφιλιώσει με τον Πατριάρχη Ηλία. Ο άγιος πέρασε τον χειμώνα στο Βυζάντιο, επισκεπτόμενος συχνά τον βασιλιά και συζητώντας μαζί του για την Ορθοδοξία και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Του δόθηκε ανεμπόδιστη πρόσβαση στο παλάτι. Μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει όπως ήθελε, χωρίς καθυστερήσεις ή ερωτήσεις από τους φρουρούς. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έπεισε τον βασιλιά να μην θυμώνει με τον Πατριάρχη και να χαρίζει ειρήνη στις παλαιστινιακές εκκλησίες. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, πλούσια προικισμένος από τον βασιλιά για το ταξίδι. Έλαβε από τον βασιλιά έως και δύο χιλιάδες χρυσά νομίσματα, τα οποία έφερε στον εαυτό του και μοίρασε στα μοναστήρια του, και έστειλε ένα μέρος στο χωριό Μουταλάσκα, όπου γεννήθηκε, ώστε να χτιστεί μια εκκλησία στο όνομα των αγίων μαρτύρων Κοσμά και Δαμιανού στο σπίτι του πατέρα του.
Ο μακάριος Πατριάρχης Ηλίας, έχοντας αποκτήσει ειρήνη για τις παλαιστινιακές εκκλησίες και για τον εαυτό του χάρη στον Άγιο Σάββα, δεν απόλαυσε ειρήνη για πολύ: οι αιρετικοί συνέχισαν να συκοφαντούν τον αυτοκράτορα και να τον υποκινούν εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού και των ποιμένων της, προκειμένου να τους ενοχλήσουν. Γι' αυτό, ο αυτοκράτορας συγκάλεσε σύνοδο στη Σιδώνα το 8141 , τοποθετώντας επικεφαλής δύο επισκόπους που συμμερίζονταν την ανομία του Ευτυχίου και του Διόσκορου - δηλαδή τον Σωτήριο, επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, και τον Φιλόξενο της Ιεράπολης - ώστε σε εκείνη τη σύνοδο να αναθεματιστεί η Σύνοδος της Χαλκηδόνας και να καθαιρεθούν ο Φλαβιανός και ο Ηλίας από τους θρόνους τους. Και έτσι έγινε: συγκλήθηκε μια παράνομη σύνοδος και οι ασεβείς, με τη βοήθεια του αυτοκράτορα, απέβαλαν ατιμωτικά τον μακάριο Φλαβιανό, Πατριάρχη Αντιοχείας, ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει στη σύνοδό τους. Στη θέση του, ο ασεβής Σεβήρος ανέλαβε τον θρόνο και προκάλεσε μεγάλη δυστυχία στους Ορθόδοξους, οι οποίοι αρνήθηκαν να έχουν κοινωνία μαζί του. Έστειλε την ομολογία πίστης του, που υιοθετήθηκε στη σύνοδο, στον Ηλία της Ιερουσαλήμ (8144 ). Αυτός, ωστόσο, μη αποδεχόμενος τους αιρετικούς κανόνες, τους έστειλε πίσω. Μόλις το έμαθε αυτό, ο αυτοκράτορας θύμωσε πολύ με τον όσιο Ηλία και διέταξε να σταλεί αμέσως η ομολογία πίστης του Σεβήρου στην Ιερουσαλήμ με αρκετούς κληρικούς και ένα σημαντικό απόσπασμα στρατευμάτων, προκειμένου να αναγκαστεί ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων να συμφωνήσει να αποδεχτεί τους κανόνες της Συνόδου της Σιδώνας. Όταν έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση και ο Πατριάρχης βρέθηκε σε μεγάλη δυσκολία. Τότε ο Άγιος Σάββας συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς από τα μοναστήρια του και, μπαίνοντας στην αγία πόλη, διέλυσε τους υπηρέτες του Σεβήρου και τον στρατό που έστειλε, και αναθεμάτισε τον ίδιο τον Σεβήρο και τους οπαδούς του ενώπιον όλων. Οι αιρετικοί επέστρεψαν ντροπιασμένοι σε αυτούς που τους είχαν στείλει, αφηγούμενοι το μεγάλο θάρρος των Ορθοδόξων και τη δική τους ντροπή. Τότε ο αυτοκράτορας, με απερίγραπτη οργή, έστειλε τον Ολύμπιο, τον έπαρχο της Παλαιστίνης, στην Ιερουσαλήμ με μεγάλο στρατό και διέταξε, χωρίς κανένα νόμο ή δίκη, από αυτοκρατορική εξουσία, την εκθρόνιση του Πατριάρχη Ηλία. Ο Ολύμπιος έφτασε με μεγάλη στρατιωτική δύναμη και εκτέλεσε αμέσως την εντολή του αυτοκράτορα, καθαίροντας τον πατριάρχη χωρίς δίκη και στέλνοντάς τον εξόριστο στην Άιλα, και στη θέση του ανύψωσε τον Ιωάννη ., ο γιος του ιερέα Μαρκιανού, ο οποίος είχε υποσχεθεί να καταραστεί τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και να κοινωνήσει με τον Σεβήρο. Μόλις το έμαθε αυτό, ο μακάριος Σάββας, όπως και πριν, συγκέντρωσε ξανά τον πνευματικό του στρατό και, ως διοικητής, βάδισε προς την αγία πόλη, αλλά δεν βρήκε πλέον εκεί τον Επίσκοπο Ολύμπιο. Είχε διαπράξει το έγκλημα που είχε διαταχθεί να διαπράξει και, ικανοποιημένος, επέστρεψε στον αυτοκράτορα. Ο μακάριος θρηνούσε πολύ για την εξορία του αθώου Ηλία και έκλαιγε γι' αυτόν. Βλέποντας ότι ο νέος Πατριάρχης Ιωάννης ακολουθούσε αιρετική σκέψη, ο Σάββας τον παρότρυνε θερμά να μην κοινωνήσει με τον Σεβήρο, αλλά να υπερασπιστεί τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και να την υπερασπιστεί μέχρι την τελευταία σταγόνα αίματος. Αν δεν το έκανε αυτό, θα καταριόταν ως αιρετικός από όλους τους πατέρες της ερήμου. Ο Ιωάννης ντράπηκε και ταυτόχρονα φοβόταν τόσους πολλούς θεόπνευστους πατέρες που ήρθαν με τον Άγιο Σάββα, απέρριψε τον Σεβήρο και όλη την αίρεση του, ασπάστηκε την Ορθοδοξία, επικυρώθηκε στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και οι άγιοι πατέρες ηρέμησαν.
Ο αυτοκράτορας σύντομα έμαθε ότι ο νεοδιορισμένος Πατριάρχης Ιωάννης απέρριπτε τη Σύνοδο της Σιδώνας και αποδεχόταν τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Ο αυτοκράτορας εξοργίστηκε με τον Ολύμπιο και τον καθαίρεσε επειδή εξέλεξε έναν τέτοιο πατριάρχη. Στη θέση του Ολύμπιου, διόρισε κάποιον Αναστάσιο ως επίσκοπο όλης της Παλαιστίνης και τον έστειλε στα Ιεροσόλυμα είτε για να πείσει τον Πατριάρχη Ιωάννη να κοινωνήσει με τον Σεβήρο είτε για να τον καθαιρέσει. Ο Αναστάσιος έφτασε και, αφού άρπαξε αμέσως τον πατριάρχη, τον φυλάκισε. Ο πατριάρχης παρακάλεσε τον επίσκοπο να τον ελεήσει, υποσχόμενος να εκπληρώσει όλες τις εντολές του, μόνο και μόνο για να μην φανεί ότι εκτελούσε το θέλημα του αυτοκράτορα υπό πίεση. Υποσχέθηκε επίσης να καταραστεί τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και να δοξάσει τη Σύνοδο της Σιδώνας και να κοινωνήσει με τον Σεβήρο την επόμενη Κυριακή ενώπιον όλου του λαού στην εκκλησία. Ο Πατριάρχης αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή και έστειλε κρυφά μήνυμα στους σεβάσμιους πατέρες Σάββα και Θεοδόσιο, ζητώντας τους να συγκεντρώσουν όλους τους πατέρες και να έρθουν σε αυτόν στην εκκλησία την Κυριακή. Συνέβη ο Υπάτιος, συγγενής του Τσάρου, να βρισκόταν επίσης σε προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Την Κυριακή, ήρθαν και οι δύο ηγούμενοι, ο Σάββας και ο Θεοδόσιος, μαζί με δέκα χιλιάδες μοναχούς . Στην εκκλησία , όπου είχαν έρθει επίσης ο Επίσκοπος Αναστάσιος και ο Υπάτιος, συγγενής του Τσάρου, με τους στρατιώτες τους, και είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου, ο Πατριάρχης μπήκε στον άμβωνα με τον Σάββα και τον Θεοδόσιο. Τότε όλος ο λαός και οι μοναχοί φώναξαν στον Πατριάρχη:
– Καταράσου τους αιρετικούς και επικύρωσε τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας!
Ο Πατριάρχης πήρε θάρρος και είπε με δυνατή φωνή:
- Ας είναι ανάθεμα όποιος σκέφτεται τα ίδια με τον Ευτύχιο, τον Νεστόριο, τον Σεβήρο και τον Σωτήριο!
Ο μακάριος Θεοδόσιος και ο Άγιος Σάββας αναφώνησαν επίσης δυνατά:
- Όποιος δεν δέχεται τις τέσσερις συνόδους ως τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ας είναι καταραμένος!
Βλέποντας αυτό, ο Επίσκοπος Αναστάσιος, φοβισμένος από το πλήθος των μοναχών και του λαού, έφυγε βιαστικά από την εκκλησία και κατέφυγε στην Καισάρεια. Ο συγγενής του Τσάρου ορκίστηκε στους πατέρες ότι δεν είχε έρθει για να επιβεβαιώσει τη διδασκαλία του Σεβήρου, αλλά για να προσκυνήσει τους ιερούς τόπους και να ενταχθεί στην Αγία Καθολική Εκκλησία. Έδωσε στους Σεβάσμιους Πατέρες Σάββα και Θεοδόσιο πολύ χρυσάφι για να μοιράσουν στους μοναχούς που είχαν έρθει μαζί τους. Μετά από αυτό, οι Σεβάσμιοι Πατέρες, εκ μέρους ολόκληρης της συνόδου, έγραψαν τα ακόλουθα στον Τσάρο: «Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο αιώνιος Βασιλιάς και Θεός όλων, εν αγαθώ έθεσε τα σκήπτρα της επίγειας βασιλείας στην εξουσία σας, ώστε μέσω εσάς να απονείμει τις αληθινές ευλογίες της ειρήνης σε όλες τις εκκλησίες, και ιδιαίτερα στη μητέρα εκκλησία, την Αγία Σιών. Όλοι γνωρίζουν ότι σε αυτήν την εκκλησία ξεκίνησε το μεγάλο μυστήριο της αληθινής πίστης και έχει εξαπλωθεί στα πέρατα της γης». Εμείς, οι κάτοικοι αυτών των θείων τόπων, το λάβαμε από τους αγίους Αποστόλους, το διαφυλάξαμε ολόκληρο και άθικτο μέχρι σήμερα, και θα το διαφυλάξουμε για πάντα με τη χάρη του Χριστού, μη επιτρέποντας στους αντιπάλους μας να μας απομακρύνουν από το σωστό δρόμο, μη υποκύπτοντας στα βρώμικα και μάταια λόγια τους. Σε αυτή την άψογη και αδιάσπαστη πίστη, Αυτοκράτορα, κι εσύ γαλουχήθηκες και μεγάλωσες - και θαυμάζουμε τώρα πώς, κατά τις ημέρες της βασιλείας σου, μια τέτοια εξέγερση και αναταραχή ξέσπασε στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ που δεν λυπήθηκαν ούτε τους υπηρέτες, τους ιερείς και τους μοναχούς του Θεού, που από τη νεότητά τους αγαπούσαν την αρετή και επέλεξαν μια ταπεινή ζωή σιωπής. Μπροστά στα μάτια των Ιουδαίων και άλλων απίστων, σέρνονται από την ίδια την αγία Σιών μέσα από τους δρόμους της πόλης και οδηγούνται σε άγονους τόπους. Αναγκάζονται ακόμη και να κάνουν πράγματα που δεν αρμόζουν στην αληθινή πίστη, έτσι ώστε όσοι έρχονται εδώ για να προσευχηθούν, αντί να ωφελήσουν τις ψυχές τους, να υποφέρουν από κακό και να επιστρέφουν με πειρασμό. Παρακαλούμε, λοιπόν, την κυριαρχία σου, να μας ελευθερώσεις από τόσα πολλά κακά, αιτία των οποίων είναι ο Σεβήρος, στον οποίο, εξαιτίας των αμαρτιών μας, η Εκκλησία της Αντιόχειας παραδόθηκε στην καταστροφή της ψυχής του και στον πειρασμό όλων των εκκλησιών. Πώς μπορούμε εμείς, οι Ιεροσολυμιώτες, να μάθουμε τώρα την πίστη χωρίς πειρασμό; Σαν να μάθαμε τώρα, τόσο καθυστερημένα, την αληθινή ομολογία, που ήμασταν πατέρες και δάσκαλοι στον λόγο της ευσέβειας προς όλους; Δεν γνωρίζουμε ότι η νεοεμφανιζόμενη, υποτιθέμενη διόρθωση της αληθινής και υγιούς πίστης που κληροδότησαν οι πατέρες δεν είναι αληθινή διόρθωση, αλλά διαφθορά και εξαχρείωση, και ότι για όσους την αποδέχονται, η καταστροφή της ψυχής περιμένει ως ανταμοιβή; Δεν θα ανεχτούμε καμία προσθήκη στην ομολογία της πίστης πέρα από αυτήν που καθιέρωσαν οι τριακόσιοι δεκαοκτώ άγιοι πατέρες της Νίκαιας και οι τρεις άλλες επόμενες οικουμενικές σύνοδοι, ούτε καμία αλλαγή , αλλά είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τις ψυχές μας γι' αυτό και να δεχτούμε αμέτρητους, αν είναι δυνατόν, θανάτους. Είθε η ειρήνη του Θεού, η οποία υπερέχει κάθε νου, να διαφυλάξει την αγία μας πίστη και να καταπραΰνει την καταιγίδα που εγείρεται εναντίον της, για την αγία Του δόξα και για το στολισμό της βασιλείας Σου.
Αφού έλαβε αυτή την επιστολή από τους αγίους πατέρες, ο αυτοκράτορας εξοργίστηκε πολύ και αποφάσισε να εκδιώξει τον Πατριάρχη Ιωάννη και τους δύο ηγούμενους, Σάββα και Θεοδόσιο, από την περιοχή των Ιεροσολύμων. Αλλά η πρόνοια του Θεού εμπόδισε αυτή την θηριωδία. Εκείνη την εποχή ξέσπασε πόλεμος με μερικούς βαρβάρους, και έτσι ο αυτοκράτορας ανέβαλε για ένα διάστημα τον διωγμό της Εκκλησίας και των αγίων πατέρων και άρχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο με τους βαρβάρους.
Μετά την άδικη εξορία του αγίου Πατριάρχη Ηλία, με τη δίκαιη κρίση του Θεού, σημειώθηκε λιμός, ξηρασία και μεγάλη αποτυχία των καλλιεργειών σε όλη την Παλαιστίνη, όπως στις ημέρες του Προφήτη Ηλία ( Α΄ Βασιλέων 17 , Ιάκωβος 5:17-18 ): οι ουρανοί έκλεισαν και δεν έδωσαν βροχή, και οι πηγές των νερών στέρεψαν. Επιπλέον, εμφανίστηκαν ακρίδες σε μεγάλους αριθμούς, κάλυπταν ολόκληρη τη γη και κατέστρεφαν όλο το χορτάρι στα χωράφια και τα φύλλα στα δέντρα. Αυτή η τιμωρία του Θεού συνεχίστηκε για πέντε χρόνια, και πολλοί πέθαναν από πείνα και δίψα. Και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ έλεγαν ότι ο Θεός τιμωρούσε την Παλαιστίνη με λιμό για την άδικη εξορία του Πατριάρχη Ηλία. Εκείνη την εποχή, ο μακάριος Σάββας κάλεσε τους ηγούμενους των επτά μοναστηριών που είχε χτίσει και τους διέταξε να μην ανησυχούν για τίποτα σαρκικό, υπενθυμίζοντάς τους τα λόγια του Ευαγγελίου: «Μη μεριμνάτε λοιπόν λέγοντας: Τι θα φάμε ή τι θα πιούμε ή τι θα πιούμε ή τι θα φάμε... θα πιούμε; ή τι θα πιούμε ή τι θα πιούμε ή τι θα πιούμε ή τι θα πιούμε ή τι θα πιούμε ή τι θα ντυθούμε; Γιατί όλα αυτά ζητούν τα έθνη, και ο ουράνιος Πατέρας σας ξέρει ότι έχετε ανάγκη από όλα αυτά. Ζητήστε όμως πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, και όλα αυτά θα σας προστεθούν» ( Ματθαίος 6:31-33 ).
Και τρέφονταν από την παντοδύναμη πρόνοια του Θεού.
Μια μέρα πριν από την ανάσταση, ο οικονόμος της μεγάλης Λαύρας είπε στον άγιο:
«Είναι αδύνατο, Πάτερ, να χτυπήσουμε την καμπάνα αυτό το Σάββατο και την Κυριακή για τη Θεία Λειτουργία, επειδή όχι μόνο οι πατέρες δεν θα έχουν τίποτα να προσφέρουν για να φάνε όταν συγκεντρωθούν, αλλά δεν θα υπάρχει ούτε ψωμί για την άγια προσφορά: τόσο φτωχοί έχουμε γίνει».
Ο άγιος απάντησε:
«Δεν θα εγκαταλείψω τη λειτουργία λόγω έλλειψης τροφής: Αυτός είναι δίκαιος που δεν μας πρόσταξε να ανησυχούμε για το αύριο και είναι σε θέση να μας θρέψει σε καιρό λιμού· ας στείλει ο κληρικός στην πόλη να πουλήσει ένα σκεύος ή ρούχα και να αγοράσει ό,τι χρειάζεται για τη θεία λειτουργία».
Έτσι απάντησε ο άγιος οικονόμος και, ελπίζοντας στον Θεό, περίμενε. Και πριν ακόμη από την ανάσταση, μερικοί νέοι, σταλμένοι από την πρόνοια του Θεού, ήρθαν ξαφνικά σε αυτόν, οδηγώντας τριάντα γαϊδούρια φορτωμένα με ψωμί, σιτάρι, κρασί, λάδι και διάφορα άλλα τρόφιμα, και έδωσαν όλα αυτά στον άγιο. Ευχαρίστησε τον Θεό και μίλησε στον οικονόμο.
- Τι λες, αδελφέ; Δεν θα έπρεπε να απαγορεύσουμε το χτύπημα της καμπάνας αυτό το Σάββατο και την Κυριακή, επειδή δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε στους συγκεντρωμένους πατέρες;
Ο οικονόμος θαύμασε τη μεγάλη πίστη του αγίου και τη μεγάλη πρόνοια του Θεού γι' αυτούς και ζήτησε συγχώρεση για την απιστία του.
Μετά από αυτό, ο μοναχός επιθύμησε να επισκεφτεί την Αυτού Αγιότητα Ηλία, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, στην εξορία. Ο Σάββας ήταν τότε ογδόντα ετών . Πήρε μαζί του δύο ηγούμενους, τον Στέφανο και τον Ευφατέλιο, και ξεκίνησε. Βλέποντας τον Σάββα και όσους ήταν μαζί του, ο Ηλίας χάρηκε και τους κράτησε μαζί του για αρκετές ημέρες. Όλες αυτές τις ημέρες έφυγε από το κελί του την ένατη ώρα , γιατί από την απόλυση του Εσπερινού μέχρι την ένατη ώρα δεν εμφανίστηκε σε κανέναν, αλλά, αφού έκλεισε τις πόρτες, παρέμεινε σιωπηλός. Την ένατη ώρα βγήκε προς το μέρος τους, δείπνησε μαζί τους και απόλαυσε πνευματικές συζητήσεις. Μετά την απογευματινή απόλυση, αποσύρθηκε ξανά στο σιωπηλό κελί του. Μια μέρα, στις 9 Ιουλίου, δεν βγήκε προς το μέρος τους όπως συνήθως. Τον περίμεναν όλη μέρα και δεν έτρωγαν. Στις έξι το πρωί του 8153, ο πατριάρχης βγήκε με δακρυσμένα μάτια και τους είπε:
- Εσύ τρως· δεν έχω χρόνο, είμαι απασχολημένος με κάτι.
Στην ανήσυχη ερώτησή τους για το γιατί άργησε τόσο να έρθει και γιατί έκλαιγε τόσο πολύ, αναστέναξε βαριά και άρχισε να κλαίει και είπε στον Άγιο Σάββα:
- Μακαριώτατε Πάτερ, δυστυχώς, ο Τσάρος Αναστάσιος μόλις απεβίωσε, σε δέκα μέρες, και πρέπει να φύγω από αυτή τη ζωή και να τον κρίνω πριν από την Τελευταία Κρίση του Θεού.
Και έτσι έγινε: δέκα ημέρες αργότερα, ο Αγιώτατος Πατριάρχης Ηλίας εκοιμήθη , έχοντας αρρωστήσει για λίγο πριν από το θάνατό του. Ο Άγιος Σάββας τον έθαψε με τιμές και επέστρεψε στο μοναστήρι του. Σχετικά με τον θάνατο του αυτοκράτορα Αναστασίου, λέγεται ότι τη νύχτα της εμφάνισής του στον Πατριάρχη Ηλία, βροντές και αστραπές χτύπησαν το βασιλικό θάλαμο. Έσπρωξαν τον αυτοκράτορα από τόπο σε τόπο, από τη μία γωνία στην άλλη, τελικά πιάνοντάς τον σε μια γωνία και σκοτώνοντάς τον. Έτσι χάθηκε ο ασεβής άνθρωπος με άσχημο θάνατο.
Μετά τον θάνατο του ασεβούς αυτοκράτορα Αναστασίου, ο ευσεβής Ιουστίνος ανέβηκε στον θρόνο το 8155 και έστειλε διάταγμα σε όλες τις γωνιές του βασιλείου του, διατάζοντας την επιστροφή των Ορθοδόξων από την εξορία, για να ανακτήσει ο καθένας την τάξη και τη θέση του, για να καταγραφούν τα ψηφίσματα της Συνόδου της Χαλκηδόνας στα ιερά βιβλία και για να βασιλεύσει η ειρήνη στην Εκκλησία του Χριστού. Όταν αυτό το βασιλικό διάταγμα έφτασε στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, όλοι χάρηκαν πολύ, και ο Πατριάρχης Ιωάννης ζήτησε από τον Άγιο Σάββα να πάει στην Καισάρεια και τη Σκυθόπολη το 8156 , να ανακοινώσει αυτό το βασιλικό μήνυμα και να καταγράψει τα ψηφίσματα της Συνόδου της Χαλκηδόνας στα εκκλησιαστικά βιβλία. Αν και ο μοναχός ήταν ήδη αδύναμος σωματικά από τα γηρατειά και εξαντλημένος από πολλούς μοναστικούς αγώνες, παρόλα αυτά δεν αρνήθηκε να εκπληρώσει αυτή την εντολή για την Εκκλησία του Χριστού. Δεν δίστασε να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο ταξίδι, αλλά ξεκίνησε με αρκετούς άλλους κορυφαίους μοναχούς και τον συνάντησε στην Καισάρεια ο Άγιος Ιωάννης ο Χοζιβίτης , ο οποίος ήταν τότε ο ιεράρχης εκεί. Στη Σκυθόπολη, ο μοναχός έγινε δεκτός με τιμές από τον Μητροπολίτη Θεοδόσιο και όλους τους πολίτες, και εκεί έκανε θαύματα. Προφήτευσε για έναν ευγενή Σαμαρείτη, τον Σιλουανό, που είχε επαναστατήσει εναντίον των Χριστιανών, ότι θα κατακαιόταν από φωτιά στην πόλη - όπως θα περιγραφεί παρακάτω. Θεράπευσε μια γυναίκα με αιμορραγία και ένα κορίτσι που δαιμονιζόταν, και, έχοντας έτσι φέρει πολλά οφέλη στην Εκκλησία, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.
Όταν το διάταγμα του Ιουστίνου έφτασε στα Ιεροσόλυμα, συγκεντρώθηκε ένα αμέτρητο πλήθος μοναχών και λαϊκών. Ο Άγιος Σάββας και πολλοί επίσκοποι έφτασαν επίσης. Στις 6 Αυγούστου, την εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, τα διατάγματα των τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων, σύμφωνα με τον συγγραφέα του Βίου του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, ενσωματώθηκαν στους ιερούς κανόνες. «Έτσι», καταλήγει ο συγγραφέας του Βίου, «η προφητεία του θείου πρεσβυτέρου εκπληρώθηκε στον Αυτοκράτορα Αναστάσιο».
Προς το τέλος του τέταρτου έτους της ξηρασίας στην Παλαιστίνη, με σοβαρή έλλειψη νερού, οι αδελφοί ήθελαν να διασκορπιστούν και παρακάλεσαν τον άγιο να τους αφήσει να φύγουν. Επιπλήττοντάς τους για την ανυπομονησία τους, ο άγιος τους διέταξε να εμπιστευτούν τον Θεό, και την τρίτη ημέρα, ένα σύννεφο βροχής εμφανίστηκε πάνω από τη Λαύρα, έπεσε βροχή και οι τάφροι της Λαύρας γέμισαν με νερό. Αυτή η βροχή έπεσε μόνο στη Λαύρα, ενώ στη γύρω περιοχή δεν υπήρχε ούτε μια σταγόνα δροσιάς. Τότε οι ηγούμενοι από τα γύρω μοναστήρια ήρθαν στον γέροντα και είπαν:
– Πώς αμαρτήσαμε εναντίον σου, πάτερ, ώστε μας ξέχασες και ζήτησες από τον Θεό βροχή μόνο για το δικό σου μοναστήρι;
Τους παρηγόρησε τρυφερά και τους διαβεβαίωσε ότι τα μοναστήρια τους δεν θα έμεναν από νερό μέχρι ο Θεός να δώσει βροχή σε όλη την Παλαιστίνη. Είχε φτάσει το πέμπτο έτος του λιμού. Το νερό ήταν τόσο σπάνιο που οι φτωχοί στην ιερή πόλη πέθαιναν από δίψα: η ξηρασία και η έλλειψη βροχής είχαν στεγνώσει τις πηγές, τα πηγάδια, τις λίμνες και τα ρυάκια. Ο Πατριάρχης Ιωάννης θρηνούσε πικρά και, επισκεπτόμενος εκείνα τα μέρη που κάποτε ήταν βαλτώδη και υγρά, διέταξε να σκαφτούν τάφροι και πηγάδια για να βρουν νερό, αλλά δεν βρέθηκε κανένα. Στην τοποθεσία της Πηγής του Σιλωάμ, πολλοί εργάτες, με μεγάλη δυσκολία, έσκαψαν σαράντα οργιές βάθος - και δεν βρήκαν νερό. Απελπισμένος, ο πατριάρχης θρήνησε τη γενική ατυχία ολόκληρης της πόλης. Ήταν ο μήνας Σεπτέμβριος και πλησίαζε η γιορτή των Εγκαινίων . Αφού έμαθε ότι ο Άγιος Σάββας είχε φέρει βροχή στη Λαύρα μέσω των προσευχών του, ο πατριάρχης έστειλε να τον καλέσει και του ζήτησε να προσευχηθεί στον Θεό να ελεήσει τον λαό Του και να μην τον καταστρέψει από την πείνα και τη δίψα. Ο Άγιος Σάββας αρνήθηκε, λέγοντας:
– Ποιος είμαι εγώ για να σταματήσω την οργή του Θεού; Εγώ ο ίδιος είμαι αμαρτωλός.
Ο Πατριάρχης τον παρακάλεσε ακόμη πιο θερμά. Τότε ο άγιος είπε:
– Για χάρη της υπακοής, θα πάω στο κελί μου και θα προσευχηθώ στον Θεό για έλεος· αν περάσουν τρεις μέρες και δεν βρέξει, τότε να ξέρετε ότι ο Θεός δεν με έχει εισακούσει· κι εσείς, προσευχηθείτε να φτάσει η προσευχή μου στον Θεό.
Με αυτά τα λόγια, έφυγε. Το επόμενο πρωί έκανε τρομερή ζέστη. Πολλοί εργάτες έσκαβαν όλη μέρα στο προαναφερθέν χαντάκι και το βράδυ είχαν εγκαταλείψει όλα τα σκεύη και τα καλάθια τους, ελπίζοντας να επιστρέψουν στη δουλειά το πρωί. Νύχτωσε και φύσηξε ένας νότιος άνεμος, ξέσπασε καταιγίδα και όλη τη νύχτα έβρεξε καταρρακτωδώς, με αποτέλεσμα οι αγωγοί να γεμίσουν και να ρέουν ρυάκια παντού. Νερό έρεε στο σημείο όπου έσκαβαν και το χώμα, που είχε αφαιρεθεί από το χαντάκι με τόση δυσκολία και για τόσο πολύ καιρό, αμέσως υποχώρησε στη θέση του, καλύπτοντας τα σκεύη και τα καλάθια, και το μέρος ισοπεδώθηκε με το έδαφος, έτσι ώστε ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει κανείς πού έσκαβαν. Όλες οι δεξαμενές της ιερής πόλης, με τις προσευχές του Αγίου Σάββα, γέμισαν με νερό και όλοι με χαρά ευχαριστούσαν τον Θεό.
Σε ηλικία ογδόντα έξι ετών, ο Πατριάρχης Ιωάννης πέθανε, αφήνοντας ως διάδοχό του έναν ενάρετο άνδρα, τον Πέτρο τον Ελευθεροπολίτη (8157 ). Τρία χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουστίνος, λόγω γήρατος και ασθένειας, παραιτήθηκε από τον θρόνο, εμπιστευόμενος τη βασιλεία στον ανιψιό του, Ιουστινιανό (8158 ). Ο Πατριάρχης Πέτρος αγαπούσε και τιμούσε τον Άγιο Σάββα, όπως και οι προηγούμενοι πατριάρχες, και τον επισκεπτόταν συχνά στην έρημο. Ο πατριάρχης είχε μια αδελφή ονόματι Ησυχία, μια ευσεβή και ενάρετη γυναίκα. Έπεσε σε τόσο σοβαρή ασθένεια που οι γιατροί απελπίζονταν να τη θεραπεύσουν. Τότε ο πατριάρχης ζήτησε από τον Άγιο Σάββα να έρθει στο σπίτι της άρρωστης και να προσευχηθεί γι' αυτήν. Ήρθε και έκανε το σημείο του σταυρού πάνω της τρεις φορές, και εκείνη σηκώθηκε αμέσως, δοξάζοντας τον Θεό.
Στις αρχές του ενενηκοστού πρώτου έτους της ζωής του μοναχού Σάββα, ο άγιος αββάς Θεοδόσιος πέθανε το 8159. Εκείνη την εποχή, οι Σαμαρείτες 8160 , που ζούσαν στην Παλαιστίνη, αποστάτησαν από την εξουσία του Έλληνα βασιλιά, επέλεξαν για τον εαυτό τους έναν βασιλιά από τη φυλή τους, ονόματι Ιουλιανό, επαναστάτησαν εναντίον των Χριστιανών και έκαναν πολλά κακά: κατέλαβαν πολλές εκκλησίες και τις έκαψαν, επιτέθηκαν σε χωριά και πόλεις, σκότωσαν πολλούς Χριστιανούς, ειδικά στην περιοχή της Νεάπολης 8161 , όπου ο τοπικός επίσκοπος Σάμων συνελήφθη και σκοτώθηκε με σπαθί, και οι ιερείς που ήταν μαζί του κομματιάστηκαν και, αναμειγνύοντάς τα με τα λείψανα των αγίων μαρτύρων, κάηκαν. Μαθαίνοντας αυτό, ο βασιλιάς έστειλε έναν μεγάλο στρατό εναντίον των Σαμαρειτών, και ο Σαμαρείτης βασιλιάς Ιουλιανός σκοτώθηκε στη μάχη. Ταυτόχρονα, ο Σιλουανός, του οποίου τον θάνατο είχε προβλέψει ο Άγιος Σάββας, συνελήφθη από Χριστιανούς και κάηκε στη Σκυθόπολη. Ο γιος του, Αρσένιος, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και σύντομα - με άγνωστα μέσα - κέρδισε την εύνοια του βασιλιά. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην αυλή. Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του βασιλιά, άρχισε να συκοφαντεί και να διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες εναντίον των Παλαιστινίων Χριστιανών (ο ίδιος προσκολλήθηκε στην ασέβεια των Σαμαρειτών), ισχυριζόμενος ότι ήταν υπεύθυνοι για την εξέγερση των Σαμαρειτών και την αποστασία τους από τον βασιλιά. Ο βασιλιάς πίστεψε τη συκοφαντία του Σαμαρείτη Αρσενίου και εξοργίστηκε με τους Παλαιστίνιους. Μόλις έμαθε αυτό, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πέτρος και οι επίσκοποι που βρίσκονταν υπό την εξουσία του ζήτησαν από τον Άγιο Σάββα να αναλάβει το έργο του ταξιδιού στην Κωνσταντινούπολη για να κατευνάσει την οργή του βασιλιά και να τον παρακαλέσει για πολλές εκκλησιαστικές και πολιτικές ανάγκες. Ο Άγιος Σάββας, αν και ήδη πολύ ηλικιωμένος, έσπευσε να αναχωρήσει, θέτοντας τις ανάγκες της Εκκλησίας πάνω από τη δική του ηρεμία. Μόλις έμαθε για την άφιξή του, ο ευσεβής αυτοκράτορας Ιουστινιανός και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Επιφάνιος έστειλαν διακεκριμένα πρόσωπα να τον συναντήσουν. Καθώς μπήκε μπροστά στον Αυτοκράτορα, ο Θεός άνοιξε τα μάτια του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπως κάποτε είχε κάνει με τον Αναστάσιο: και είδε τη χάρη του Θεού να λάμπει έντονα πάνω από το κεφάλι του Αγίου Σάββα, να εκπέμπει ακτίνες του ήλιου και να περιβάλλει το κεφάλι του σαν στέμμα. Φοβισμένος, σηκώθηκε από τον θρόνο του και, υποκλίνοντας, ζήτησε μια ευλογία. Έπειτα, πιάνοντας τον Άγιο από το κεφάλι, τον φίλησε με αγάπη και χαρά και ζήτησε από τον γέροντα να δώσει την ευλογία του στην αυτοκράτειρά του Θεοδώρα. Όταν η αυτοκράτειρα είδε τον Άγιο Σάββα, τον υποκλίθηκε και του είπε:
– Προσευχήσου για μένα, Πάτερ, για να αποκτήσω παιδιά.
Ο γέροντας είπε:
– Είθε ο Θεός, ο Κύριος των πάντων, να διαφυλάξει τη βασιλεία σου.
Η βασίλισσα είπε ξανά:
– Προσευχήσου, πατέρα, στον Θεό να λύσει την υπογονιμότητά μου και να μου χαρίσει ένα γιο.
Ο γέροντας είπε ξανά:
– Είθε ο Θεός της δόξας να φυλάξει τη βασιλεία σου με καλή πίστη και να χαρίσει τη νίκη επί των εχθρών σου.
Η βασίλισσα ζήτησε από τον γέροντα λύση για την στειρότητά της για τρίτη φορά και άκουσε το ίδιο πράγμα όπως και πριν, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί. Όταν ο μοναχός έφυγε από τη βασίλισσα, οι πατέρες που ήταν μαζί του τον ρώτησαν:
- Γιατί, πάτερ, στεναχώρησες τη βασίλισσα και αρνήθηκες να προσευχηθείς γι' αυτήν;
Ο γέροντας τους απάντησε:
«Πιστέψτε με, πατέρες, ο καρπός δεν θα βγει από την κοιλιά της χωρίς να τραφεί από τις διδασκαλίες του Σεβήρου και να διαταράξει περαιτέρω την Εκκλησία του Χριστού».
Με αυτά τα λόγια, ο άγιος κατέστησε σαφές ότι η βασίλισσα ήταν κρυφά προσκολλημένη σε αίρεση. Ο αυτοκράτορας εισάκουσε το αίτημα του αγίου, μετέφερε την οργή του από τους Παλαιστίνιους Χριστιανούς στους Σαμαρείτες και εξέδωσε νόμο που απαγόρευε στους Σαμαρείτες να πραγματοποιούν συναθροίσεις, αποκληρώνοντας τα παιδιά τους από τους γονείς τους και τέλος, τιμωρώντας τους υποκινητές της εξέγερσής τους με θάνατο. Τότε ο Αρσένιος, ένας Σαμαρείτης, κρύφτηκε, επειδή ο αυτοκράτορας είχε διατάξει την εκτέλεσή του. Στη συνέχεια κατέφυγε στον Άγιο Σάββα, έπεσε στα πόδια του και παρακάλεσε τον άγιο να βαπτιστεί, απελευθερώνοντας έτσι τον εαυτό του από την οργή του αυτοκράτορα και αποφεύγοντας τον θάνατο. Αυτός και ολόκληρη η οικογένειά του βαπτίστηκαν.
Ο Τσάρος, θέλοντας να δείξει την εύνοιά του και να ευχαριστήσει τον Όσιο Σάββα, τον διέταξε να ζητήσει από τον εαυτό του ό,τι χρειαζόταν και να πάρει όσο χρυσό ήθελε για τις ανάγκες των μοναστηριών του. Ο Όσιος Σάββας, επιθυμώντας όχι πλούτο για τον εαυτό του, αλλά το όφελος των Χριστιανών, παρακάλεσε τον Τσάρο να μειώσει τους φόρους που του επιβάλλονταν στην Παλαιστίνη, αφού ο λαός είχε καταστραφεί από τον Σαμαρειτικό Πόλεμο· να αποκαταστήσει με έξοδα του Τσάρου τις εκκλησίες που είχαν καεί από τους Σαμαρείτες· να χτίσει ένα άσυλο στην ιερή πόλη για να στεγάσει τους Χριστιανούς που έρχονταν από μακριά για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο· να χτίσει εκεί ένα νοσοκομείο για τους προσκυνητές και να τους διορίσει γιατρούς· να ολοκληρώσει την κατασκευή του Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ίδρυσε ο Πατριάρχης Ηλίας· να ιδρύσει μια πόλη στην έρημο κάτω από τα μοναστήρια του και να εγκαταστήσει εκεί φρουρά για να τα προστατεύσει από τις βαρβαρικές επιδρομές· πάνω απ' όλα, ζήτησε από τον βασιλιά να αγωνιστεί για να εξαλείψει από το βασίλειό του τις αιρέσεις του Άρειου, του Νεστορίου και του Ωριγένη, και άλλων αιρετικών που διατάρασσαν την Εκκλησία του Θεού. Για όλα αυτά, υποσχέθηκε στον βασιλιά ότι ο Θεός θα επανένωνε τη Ρώμη και την Αφρική - τις χώρες που έχασαν οι προηγούμενοι βασιλιάδες - με το ελληνικό βασίλειο. Ο βασιλιάς συμφώνησε σε όλα αυτά και διέταξε να εκπληρωθεί το αίτημα του αγίου, προσπαθώντας ο ίδιος να διασφαλίσει ότι η επιθυμία του αγίου σε όλα τα πράγματα θα εκπληρωνόταν το συντομότερο δυνατό. Ενώ ο βασιλιάς συζητούσε το αίτημα του αγίου με τους συμβούλους και τους ταμίες του, ο άγιος, απομακρυνόμενος λίγο, άρχισε να διαβάζει τους Ψαλμούς του Δαβίδ, εκτελώντας την τρίτη ώρα. Και ένας από τους μαθητές του, ονόματι Ιερεμίας, τον πλησίασε και του είπε:
- Έντιμε πατέρα, γιατί άφησες τον βασιλιά όταν προσπαθούσε τόσο πολύ να εκπληρώσει το αίτημά σου, και γιατί στέκεσαι στην άκρη;
Ο γέροντας του είπε:
- Παιδί μου, αυτοί κάνουν τη δουλειά τους, κι εμείς τη δική μας.
Μετά από αυτό, ο βασιλιάς έδωσε στον άγιο ένα γραπτό πιστοποιητικό και τον έστειλε πίσω εν ειρήνη. Ο Θεός αντάμειψε τον βασιλιά χιλιπλάσια για το έλεος που έδειξε στον ευλογημένο Σάββα και για την εκπλήρωση του αιτήματός του. Η προφητεία του γέροντα εκπληρώθηκε: μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο βασιλιάς πράγματι κέρδισε δύο ένδοξες νίκες εναντίον των εχθρών του, κατέκτησε τη Ρώμη και την Αφρική, και είδε και τους δύο βασιλιάδες - τον Βίτιγκ της Ρώμης (8163) και τον Γέλιμερ της Καρχηδόνας (8164) - να οδηγούνται αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Άγιος Σάββα επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και, κατόπιν αιτήματος του πατριάρχη και των επισκόπων, ξεκίνησε ξανά για την Καισάρεια και τη Σκυθόπολη για να διακηρύξει το βασιλικό διάταγμα του 8165. Εκεί είδε τον νεαρό Κύριλλο (τον δημιουργό αυτής της ζωής), τον αποκάλεσε μαθητή του και προφήτευσε ότι θα γινόταν μοναχός στο μοναστήρι του.
Λίγο μετά την επιστροφή του από εκεί, ο Σάββας αρρώστησε. Μόλις το έμαθε αυτό, ο Πατριάρχης Πέτρος ήρθε να τον επισκεφτεί. Βλέποντας ότι το κελί του γέροντα ήταν άδειο, ακόμη και από τα απολύτως απαραίτητα για την ασθένειά του, εκτός από μερικά κελιά και παλιούς χουρμάδες, τον πήρε και τον μετέφερε σε φορείο στην επισκοπή του, όπου τον φρόντισε προσωπικά, διακονώντας τον με τα ίδια του τα χέρια. Λίγες μέρες αργότερα, ο Άγιος Σάββας είδε ένα θείο όραμα, που προμήνυε τον επικείμενο θάνατό του.
Είπε στον πατριάρχη τι είχε δει και ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στη Λαύρα για να πεθάνει στο κελί του. Ο πατριάρχης, πρόθυμος να τον ευχαριστήσει, τον έστειλε στο κελί του με όλα τα απαραίτητα για την ανάπαυση του ασθενούς. Ο γέροντας ξάπλωσε στο κελί του, κάλεσε όλους τους πατέρες και τους αδελφούς, τους αποχαιρέτησε για τελευταία φορά και διόρισε έναν άξιο άνδρα ονόματι Μελίτα ως ηγούμενο στη θέση του, κληροδοτώντας του την απαραβίαστη διατήρηση όλων των μοναστικών παραδόσεων. Για τέσσερις ημέρες, δεν έτρωγε τίποτα και δεν μιλούσε σε κανέναν. Το Σάββατο βράδυ, ζήτησε τα Άγια Μυστήρια και, αφού έλαβε τη Θεία Κοινωνία, είπε τα τελευταία του λόγια:
– Κύριε, στα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα μου!
Έτσι πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου, έχοντας ζήσει ενενήντα τέσσερα χρόνια, και πέρασε σε μια αγέραστη ζωή, συνοδευόμενος από τους Αγγέλους του Θεού και τους αγίους μάρτυρες 8166 .
Η είδηση του θανάτου του αγίου διαδόθηκε σε όλη την περιοχή της Ιερουσαλήμ και ένα αμέτρητο πλήθος μοναχών συγκεντρώθηκε από όλες τις λαύρες και τα μοναστήρια. Ο πατριάρχης έφτασε επίσης με επισκόπους και πολιτικούς αξιωματούχους. Μετά την επικήδειο ακολουθία, έθαψαν το σώμα του με τιμές ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, στο σημείο όπου ο άγιος είχε δει κάποτε μια στήλη φωτιάς . Ότι η αγία ψυχή του συνοδεύτηκε στον ουρανό από αγγέλους και μάρτυρες μαθεύτηκε από τα εξής. Στην αγία πόλη ζούσε ένας αργυροχόος, καταγόμενος από τη Δαμασκό, ονόματι Ρωμύλος, ο πρώτος από τους διακόνους που υπηρετούσαν στην Αγία Γεθσημανή. Ο ίδιος διηγήθηκε πώς, κατά τη στιγμή του θανάτου του σεβάσμιου πατέρα Σάββα, κλέφτες εισέβαλαν στο σπίτι του και έκλεψαν πολύ ασήμι, τόσο δικό του όσο και άλλων, έως και εκατό λίτρα συνολικά . Με βαθιά θλίψη, ο Ρωμύλος ήρθε στην εκκλησία του Αγίου Μάρτυρα Θεοδώρου και έκλαψε για πέντε ημέρες, ανάβοντας ένα κερί μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Την πέμπτη νύχτα, κοιμήθηκε και είδε τον Άγιο Μάρτυρα Θεόδωρο, ο οποίος τον ρώτησε:
- Τι σου συμβαίνει, αδερφέ; Γιατί είσαι τόσο λυπημένος και κλαις;
Απάντησε:
«Τα ασήμι μου χάθηκαν, και τα δικά μου και των άλλων, κλέφτες με λήστεψαν, γι' αυτό κλαίω, θρηνώ και προσεύχομαι, αλλά χωρίς επιτυχία· δεν με ακούσατε».
Ο άγιος είπε:
«Πίστεψέ με, αδελφέ, δεν ήμουν εδώ αυτές τις μέρες· εμείς, όλοι οι μάρτυρες, λάβαμε την εντολή να συγκεντρωθούμε για να συναντήσουμε την αγία ψυχή του Οσίου Σάββα, που είχε αφήσει το σώμα, και να την συνοδεύσουμε στον τόπο ανάπαυσής της· και τώρα μην κλαις, αλλά πήγαινε στον τάδε τόπο (το ονόμασε τον τόπο) και θα βρεις αυτό που κλάπηκε».
Ο Ρωμύλος σηκώθηκε αμέσως, πήρε μερικούς από τους γνωστούς του, πήγε μαζί τους στο υποδεικνυόμενο μέρος και βρήκε όλα όπως τα είχε πει ο Άγιος Θεόδωρος στην οπτασία.
Δεν μπορούμε να σιωπήσουμε για αρκετά άλλα θαύματα που συνέβησαν μετά τον θάνατο του αγίου. Δύο φιλόξενοι αδελφοί είχαν έναν αμπελώνα και συχνά παρείχαν καταφύγιο στους αδελφούς που έρχονταν σε αυτούς από τη Λαύρα του Οσίου Σάββα. Αρρώστησαν από κάποια σοβαρή ασθένεια κατά τη διάρκεια του τρύγου, τόσο πολύ που απελπίζονταν να βρουν κρασί ή να επιβιώσουν. Πίστευαν στην ουράνια μεσιτεία του Αγίου Σάββα και συχνά τον θυμόντουσαν, επικαλούμενοι τον για βοήθεια. Ο άγιος άκουσε γρήγορα την προσευχή τους, εμφανίστηκε στον καθένα ξεχωριστά και είπε:
- Προσευχήθηκα στον Θεό για την υγεία σου, σου έδωσε αυτό που ζήτησες· σήκω και πήγαινε στη δουλειά σου.
Αφού συνήλθαν, ένιωσαν υγιείς, δόξασαν τον Θεό και ευχαρίστησαν τον άγιο. Από τότε και στο εξής, κάθε χρόνο, την ημέρα αυτού του θαύματος, γιόρταζαν μια μεγάλη γιορτή.
Μια ευσεβής και ενάρετη γυναίκα ονόματι Τζινάρα υποσχέθηκε να δωρίσει δύο κουρτίνες για να στολίσει τις εκκλησίες στο Καστέλιο και το σπήλαιο, αλλά λόγω της τεμπελιάς της υφάντρας, οι κουρτίνες δεν ήταν έτοιμες για πολύ καιρό. Η Τζινάρα λυπήθηκε πολύ γι' αυτό. Τότε εμφανίστηκε ο Άγιος Σάββας σε αυτήν και της είπε:
- Μην λυπάσαι, αύριο τα πράγματα θα πάνε καλά, γιατί η προσφορά σου θα γίνει δεκτή.
Εμφανίστηκε επίσης στην υφάντρα και την επέπληξε θυμωμένα για την τεμπελιά της. Το επόμενο πρωί, ο καθένας είπε στον άλλον τι είχε δει και η δουλειά σύντομα τελείωσε.
Ο οικονόμος της Μεγάλης Λαύρας προσέλαβε Σαρακηνές καμήλες για να μεταφέρουν το αγορασμένο σιτάρι από τη Νεκρά Θάλασσα. Όταν οι καμήλες έφτασαν στη Λαύρα με το σιτάρι, μία από αυτές ξέφυγε από τον δρόμο προς τα δεξιά, έπεσε από την όχθη με το φορτίο της στο ρέμα και έμεινε στο βάλτο. Ο ιδιοκτήτης της καμήλας, ένας Σαρακηνός, αναφώνησε:
– Πάτερ Σάββα, βοήθησέ με και μην αφήσεις την καμήλα μου να πεθάνει.
Και αμέσως, σε μια στιγμή, είδε τον σεβάσμιο γέροντα να κάθεται σε μια καμήλα. Έτρεξε από άλλη κατεύθυνση, κατέβηκε στο ρέμα και βρήκε την καμήλα του άθικτη, αλλά δεν είδε πλέον τον κάτοχό της. Το σιτάρι επίσης αποδείχθηκε άθικτο. Από τότε και στο εξής, αυτός ο Σαρακηνός ερχόταν στη Λαύρα κάθε χρόνο για να προσκυνήσει τον τάφο του Αγίου Σάββα.
Μια μέρα, οι οπαδοί του Ωριγένη, έχοντας συγκεντρωθεί από διάφορα μέρη υπό την διοίκηση κάποιου Λεόντιου, σκόπευαν να επιτεθούν ξαφνικά στη μεγάλη Λαύρα και να διαλύσουν το πιστό ποίμνιο του Αγίου Σάββα, και να ισοπεδώσουν τη Λαύρα. Έχοντας ετοιμάσει για τον σκοπό αυτό πλήθος λοστών και άλλων σιδερένιων εργαλείων, καθώς και όπλα, ξεκίνησαν σε μια ολόκληρη ορδή με μεγάλη οργή. Ήταν μία η ώρα το μεσημέρι, και ξαφνικά σκοτάδι και ομίχλη τους κατέκλυσαν στο δρόμο. Περιπλανήθηκαν όλη μέρα και δεν βρήκαν τη Λαύρα, αλλά περιπλανήθηκαν σε αδιάβατα μέρη, όπου τους κατέλαβε η νύχτα. Με δυσκολία, την επόμενη μέρα βρέθηκαν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Μαρκιανού . Συνειδητοποιώντας ότι δεν θα τα κατάφερναν, διασκορπίστηκαν, ο καθένας στον τόπο του ντροπιασμένος . «Ερημοσύνη και καταστροφή είναι στα μονοπάτια τους... ψηλαφούμε σαν τυφλοί για τοίχο, και ψηλαφούμε σαν χωρίς μάτια· σκοντάφτουμε το μεσημέρι» ( Ησαΐας 59:7, 10 ). Ο Θεός διατήρησε τη Λαύρα για χάρη του αγίου Του, του Οσίου Σάββα, ο οποίος εργάστηκε ένδοξα σε αυτήν. Με τις αγίες προσευχές του, είθε ο πανάγαθος ένας Θεός εν Τριάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, να μας διαφυλάξει από κάθε κακό, στον οποίο ανήκει η δόξα για πάντα, αμήν .












































Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου