Κυριακή 30 Απριλίου 2017



Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ  Α Ν Ε Σ Τ Η



Α Λ Η Θ Ω Σ   Α Ν Ε Σ Τ Η   Ο   Κ Υ Ρ Ι Ο Σ  Μ Α Σ





Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε



Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών, 
έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας
 και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου

Tο Xαίρε των Mυροφόρων - 1546 μ.Χ. - 
Ιερἀ Mονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 
(Κρητική σχολή, Θεοφάνης ο Kρής)





Χριστῷ φέρουσιν αἱ Μαθήτριαι μύρα,
ἐγὼ δὲ ταύταις ὕμνον, ὡς μύρον, φέρω.




Mihail Damascus  16ου αἰ.


Κρήτη 16ος αι.
Ἱερα Μονή Ἁγ. Αἰκατερίνης Σινᾶ  7ου αἰ.





ΠΟΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΣΕΣ ΗΤΑΝ ΑΙ ΜΥΡΟΦΟΡΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ;


(ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ - ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΡΤΗΣ)

  

«...Πρῶτον λοιπόν ζήτημα ἔχομεν πόσες ἦταν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες οἱ ὁποῖες ἐπῆγαν εἰς τόν Τάφον τοῦ Χριστοῦ μέ τά μύρα; Καί λέγομεν εἰς αὐτό ὅτι πολλές καί διάφοροι εἶναι αἱ Μυροφόρες πλήν οἱ κυριώτερες  Μυροφόρες γυναῖκες ἦταν ἑπτά. Αὐτές δέ ἦταν οἱ ἑξῆς:


Πρώτη εἶναι Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἀπό τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔβγαλε ἑπτά δαιμόνια καί διά τήν εὐεργεσίαν αὐτήν ἀκολουθοῦσε καί ἀγαποῦσε τόν Χριστόν. Μαγδαληνή δέ ὀνομάζετο ἡ Μαρία διότι ἐκατάγετο ἀπό τά Μάγδαλα. Μετά δέ τήν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ ἐπῆγεν εἰς τήν Ρώμην, πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπό τόν ἕνα ὀφθαλμόν καί τόν ἐθεράπευσε. Διά τήν εὐεργεσίαν αὐτήν τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ὁ Τιβέριος ἔφερε εἰς τήν Ρώμη τούς Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων καί τόν Πόντιον Πιλᾶτον καί ἀφοῦ τούς ἐδίκασε, τούς κατεδίκασε εἰς θάνατον, ἐπειδή ἐσταύρωσαν ἕναν ἀθῶον, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Τέλος ἡ Μαρία ἀπέθανεν εἰς τήν Ἔφεσον ὅπου καί τήν ἔθαψεν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἀργότερον ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Σοφός ἔφερε τό ἅγιον λείψανόν της εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν.

Δεύτερη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σαλώμη, περί τῆς ὁποίας λέγουσι κάποιοι ὅτι ἦτο ἡ νόμιμη γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος. Ἄλλοι δέ λέγουν ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος, τό ὁποῖον εἶναι ἀληθέστερον, διότι ὁ Ἰωσήφ ὁ Μνήστωρ εἶχε ἑπτά παιδιά. Τέσσερα ἀγόρια, τόν Ἰάκωβον (ὁ ὁποῖος ὀνομάζετο μικρός) τόν Ἰωσῆν, τόν Σίμωνα καί τόν Ἰούδα, ὄχι τόν προδότην, ἀλλά τόν λεγόμενον Ἀδελφόθεον. Εἶχε δέ καί τρεῖς θυγατέρες, τήν Ἐσθήρ, τήν Θάμαρ καί τήν Σαλώμην τήν γυναῖκα τοῦ μικροῦ Ζεβεδαίου. Ὤστε ὅταν ἀκούεις αὐτό πού λέγεται στό Εὐαγγέλιο «Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ  μικροῦ καί Ἰωσῆ μήτηρ» (Μάρκ. ιε΄, 40) τήν Παναγία Θεοτόκον νόμιζε ὅτι λέγει, διότι ὡς μήτηρ τῶν τέκνων τοῦ Ἰωσήφ ἐφαίνετο ἡ Παναγία. Ἐκ τούτου δέ προκύπτει ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί ὁ Χριστός ἦταν ἀνεψιός καί θεῖος. Ὁ μέν Χριστός θεῖος, ὁ δέ Ἰωάννης ἀνεψιός.

Τρίτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Ἰωάννα, ἡ ὁποῖα ἦταν γυναίκα τοῦ Χουζᾶ, ὁ δέ Χουζᾶς αὐτός ἦτο ἐπίτροπος καί οἰκονόμος εἰς τόν οἶκον τοῦ βασιλέως Ἠρώδου.

Τέταρτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή του Λαζάρου, ἡ ὁποῖα καί προτύτερα εἰς τόν οἶκον της ἤλειψε τό Χριστόν μέ τό Μύρον, ὅταν ἀνέστησε τόν ἀδελφόν της τόν Λάζαρον, καθώς τό ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγων: «Ἡ οὖν Μαρία λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς» ( Ἰω. ιβ΄, 3).

Πέμπτη Μυροφόρα εἶναι ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή τῆς Μαρίας καί τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποῖα καί πολλήν προθυμίαν ἔδειξε πρός τόν Χριστόν ἀπό τήν ἀρχήν, διότι αὐτή τόν ὑπηρέτει εἰς ὅλα τά σωματικά.

Ἕκτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ γυναίκα τοῦ Κλωπᾶ. Κλωπᾶν δέ κάποιοι τόν Κλεόπαν ὀνομάζουσιν. Αὐτή τήν Μαρία ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀδελφήν τῆς Θεοτόκου τήν ὀνομάζει, λέγων εἰς τήν Σταύρωσιν αὐτό: «Εἰστήκεσαν δέ παρά τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ» (Ἰω. ιθ΄, 25).  
Πῶς δέ ἦταν ἀδελφή τῆς Παναγίας ἀκούσατε. Ὁ Ἰωακείμ ὁ πατήρ τῆς Παναγίας, εἶχεν ἀδελφό, ὅστις ἀπέθανε χωρίς νά ἀποκτήσει τέκνον, κατά δέ τόν Νόμον τοῦ Μωϋσέως ἐπῆρε τήν νύμφην του διά γυναῖκα καί ἔκαμε ἀπό ἐκείνην αὐτήν τήν Μαρίαν. Ἀπό δέ τήν  Ἄννα ἔκαμε τήν Παναγίαν Θεοτόκον. Ὥστε λοιπόν ἀδελφή τῆς Παναγίας μας ἦταν ἀπό τόν πατέρα μόνον.

Ἑβδόμη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σωσσάνα.
Ἦσαν δέ καί ἄλλες πολλές ὡς τό λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς  «αἵτινες ἦσαν διακονοῦσαι αὐτῶ» (Λουκ. η΄, 3 και Ματθ. κζ΄, 55) δηλαδή τόν Χριστόν, ἀλλά οἱ Εὐαγγελιστές δέν ἔγραψαν τά ὀνόματα ὅλων διότι δέν ὑπῆρχε λόγος.

Ἐδιαλύσαμεν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τό πρῶτον ζήτημα. Ἄς ἔλθωμεν τώρα καί είς τό δεύτερον»...

(Δαμασκηνοῦ Στουδίτου - Μητροπολίτου Ἄρτης)

(Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΙΔ΄, σελ. 38.
Ὅρα καί «Θησαυρός Δαμασκηνοῦ» σελ. 130)












Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β΄.
Ὀ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ, κηδεύσας ἀπέθετο· ἀλλὰ τριήμερος ἀνέστης Κύριε, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.








Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ταῖς μυροφόροις γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλὰ κραυγάσατε· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.






Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄ Κανόνας πίστεως.
(Ἀπολυτίκιον Νικοδήμου Μυροφόρου)
Χριστὸν τὸν Κύριον ἐν νυχτὶ ἐπεσκέψατο, ἀναγέννησιν ἄνωθεν ἐκδιδαχθεὶς ἐμαθήτευσεν, ὡς κεκρυμμένος ἀπόστολος. Εὐθαρσῶς διεφώνει πρὸς φαρισαίους καὶ γραμματεῖς, τὸν Σωτῆρα διώκοντας. Ὃν νεκρὸν καθεῖλεν ἐκ τοῦ Σταυροῦ, μῦρα τῇ ταφῇ ἐνεγκών, Νικόδημος ὁ ἔνθερμος.









Κοντάκιον
Ἦχος β΄.
Τὸ Χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς προμήτορος Εὔας κατέπαυσας, τῇ Ἀναστάσει Σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας· ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.






Γιατί στις μυροφόρες το πρώτο «Χριστός ανέστη»;

«Ο δε λέγει αυταίς- Μη εκθαμβείσθε- Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε…» (Μαρκ. 16, 6) Εξακολουθούμε, αγαπητοί μου, να εορτάζουμε το μέγα, το κοσμοσωτήριο γεγονός της αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Οι περισσότεροι ύμνοι που ψάλλονται την περίοδο αυτή ως θέμα έχουν την ανάσταση του Χριστού. Άλλα και αυτή η θεία λειτουργία, που γίνεται τις Κυριακές αυτές του Πεντηκοσταρίου, διαφέρει από τη θεία λειτουργία του υπολοίπου εκκλησιαστικού έτους• διότι αμέσως μετά το «Ευλογημένη η βασιλεία…» δεν λέμε αμέσως τα ειρηνικά, δεν λέμε τις αιτήσεις «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν…», άλλα ο ιερεύς θυμιάζει την αγία τράπεζα απ’ όλες τις πλευρές καθώς και όλο το ναό και ψάλλει μαζί με τους ψάλτες κατ’ επανάληψιν, δέκα φορές, το «Χριστός ανέστη».


Το «Χριστός ανέστη» ακούγεται όλες τις Κυριακές αλλά και όλες τις ημέρες μέχρι της Αναλήψεως. Το «Χριστός ανέστη» είναι, αδελφοί μου ο γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός που μεταφέρει από στόμα σε στόμα, από γενεά σε γενεά το μέγα μήνυμα, την πιο χαρμόσυνη είδηση, ότι ο Κύριος νίκησε το θάνατο. Χιλιάδες φορές – αμέτρητες ακούστηκε, και ακούγεται, και θα εξακολούθηση ν’ ακούγεται το «Χριστός ανέστη». Άλλα πότε ελέχθη για πρώτη φορά; ποιά αυτιά το πρωτοάκουσαν; ποιός είναι εκείνος που άκουσε για πρώτη φορά το «Χριστός ανέστη»;

Όπως τη γέννηση του Χριστού δεν την έμαθαν πρώτοι οι μεγάλοι και ισχυροί και πλούσιοι, αλλά οι ταπεινοί και φτωχοί βοσκοί που έβοσκαν τα ποίμνια τους στα βοσκοτόπια της Βηθλεέμ, έτσι και την ανάσταση του Χριστού, το γεγονός ότι ο Ιησούς σύντριψε τις πύλες του άδου, δεν το άκουσαν πρώτοι οι επιφανείς και αξιωματούχοι, δεν το άκουσαν οι ισχυροί άνδρες, δεν το άκουσαν ούτε και αυτοί οι μαθηταί του Χριστού• 

Αλλά γιατί το μήνυμα της Αναστάσεως το άκουσαν πρώτες απ’ όλους οι μυροφόρες; Γιατί η πρώτη εμφάνισης του αναστάντος Κυρίου να γίνει σ’ αυτές; Μήπως ο Χριστός στην περίπτωση αυτή ενήργησε μεροληπτικώς;

Μεροληπτικώς σε καμία στιγμή της ζωής του δεν συμπεριφέρθηκε ο Κύριος. Ήταν δίκαιος• και συνεπώς, εάν τώρα όχι οι άντρες, όχι οι απόστολοι, όχι ο Πέτρος και ο Ιωάννης, αλλά οι γυναίκες άκουσαν το χαρμόσυνο μήνυμα, υπάρχει λόγος• λόγος όχι κάποιας ιδιαιτέρας συμπαθείας, αλλά λόγος δικαιοσύνης. Ο Χριστός αγαπά όλα τα παιδιά του και αμείβει το καθένα χωρίς να μεροληπτεί εις βάρος άλλου. Άκουσαν πρώτες οι μυροφόρες γυναίκες το «Χριστός ανέστη», διότι τους άξιζε πράγματι να το ακούσουν. και τους άξιζε, διότι αυτές έδειξαν αρετές που δεν έδειξαν ούτε οι μαθηταί του Κυρίου. Ποιές αρετές έδειξαν;

Από την πρώτη μέρα που γνώρισαν τον Κύριο στη Γαλιλαία, έγιναν πιστές μαθήτριές του, τον ακολουθούσαν και δαπανούσαν από τα υπάρχοντά τους για τη συντήρηση εκείνου καθώς και του ομίλου των μαθητών του• «ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ» (Μαρκ. 15,41) και «διηκόνουν αυτώ εκ των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8,3). και μόνο τότε;

Την ώρα της θυσίας του, ενώ όλοι είχαν εγκαταλείψει τον Κύριο, ενώ ο μεν Ιούδας τον πρόδωσε για τριάκοντα αργύρια, ενώ ο Πέτρος τον αρνήθηκε εμπρός σε μία υπηρέτρια και μάλιστα με όρκο, ενώ οι άλλοι μαθηταί πλην του Ιωάννου «πάντες αφέντες αυτόν έφυγαν» (Ματθ. 26,56), ενώ όλοι όσους είχε ευεργετήσει καθ’ όλο το διάστημα της δημοσίας δράσεώς του πήγαν και ενώθηκαν μαζί με τους εχθρούς και φώναζαν «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. 19,15), μέσα στη γενική αυτή εγκατάλειψη οι μυροφόρες έμειναν πιστές και αφοσιωμένες στον Κύριο. Έμειναν κοντά στον Διδάσκαλο, ζώντας το δράμα από απόσταση τόση όση τους επέτρεπαν οι συνθήκες. ούτε ένα λεπτό δεν αποχωρίσθηκαν από αυτόν.

«Ήσαν δε εκεί και γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίας διακονούσαι αυτώ• εν αίς ην Μαρία η Μαγδαληνή, και Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «και Σαλώμη, αι…και διηκόνουν αυτώ, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρήκαν το ψυχικό σθένος να μείνουν εκεί, στο Γολγοθά.

Είδαν το φρικτό θέαμα. Άκουσαν όλους τους λόγους, που είπε ο Χριστός επάνω στο σταυρό, άκουσαν και το «Τετέλεσται» (Ιωάν. 19,30).

Αλλά και μετά το θάνατό του δεν αναχώρησαν. Έμειναν θρηνώντας κοντά στο σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος με την άδεια του ενταφιασμού, αυτές έτρεξαν, τους βοήθησαν, τους συνόδευσαν στο μνημείο, και δεν έφυγαν από ‘κεί παρά μόνο όταν ο ήλιος της δραματικωτέρας αυτής ημέρας έριξε πάνω στη γη τις τελευταίες του ακτίνες.

Την αγάπη τους όμως, την ανδρεία τους, τη μεγάλη ψυχή τους την έδειξαν κατ’ εξοχήν τη νύχτα της Αναστάσεως, «τη μια των σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ενώ ήξεραν ότι το μνήμα είναι σφραγισμένο, ότι λίθος μεγάλος και βαρύς φράζει την είσοδό του, ότι ένοπλοι Ρωμαίοι στρατιώτες φρουρούν τον τάφο κ’ έχουν εντολή να χτυπήσουν καθένα που θα τολμούσε να πλησίαση εκεί, εν τούτοις οι μυροφόρες γυναίκες «λίαν πρωί» (Μαρκ. 16,2), «όρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, ξεκινούν να έρθουν στο μνήμα φέρνοντας μαζί τους αρώματα, τα οποία είχαν ετοιμάσει, για να μυρώσουν το σώμα του Χριστού. Κανένας φόβος και καμιά δυσκολία δεν στάθηκαν ικανά να τις εμποδίσουν. Το μόνο που τις απασχολούσε ήταν, πως θ’ αποκυλίσουν τον τεράστιο και ασήκωτο εκείνο λίθο από το άνοιγμα του μνημείου.

Μία τέτοια αγάπη, μία τέτοια αφοσίωση, μία τέτοια ανδρεία ήταν δυνατόν να μη δεί, να μην εκτιμήσει, να μη βραβεύσει ο Κύριος; Αμοιβή λοιπόν της αγάπης τους ήταν το ότι πρώτες αυτές άκουσαν τη μεγάλη είδηση, το άγγελμα της Αναστάσεως, το «Χριστός ανέστη», από άγγελο Κυρίου. Καί εν συνεχεία, ότι πρώτες αυτές βλέπουν τον αναστάντα Κύριο και παίρνουν εντολή, να μεταδώσουν το μήνυμα αυτό στους μαθητάς και στις άλλες μαθήτριες.

Κ’ εμείς σήμερα, αγαπητοί μου, που εορτάζουμε τη μνήμη των αγίων μυροφόρων γυναικών, άντρες και γυναίκες ας μιμηθούμε των μυροφόρων τις αρετές, ιδίως την αγάπη που είχαν στον Κύριο.
Είναι αλήθεια, ότι και μέχρι σήμερα οι γυναίκες αγαπούν το Θεό περισσότερο από τους άντρες. Αυτές εκκλησιάζονται περισσότερο. Αυτές έρχονται στους ναούς «όρθρου βαθέος». Αυτές μελετούν το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτές τρέχουν στο κήρυγμα, όπου ακούγεται λόγος Θεού. Αυτές είναι προθυμότερες στην άσκηση της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Αυτές… Ω, πόσα δεν οφείλει ή Εκκλησία στις γυναίκες τις θερμές!
Σήμερα όμως, στους χρόνους αυτούς της απιστίας και της διαφθοράς, και οι γυναίκες αρχίζουν να κλονίζονται, να χάνουν το άρωμα της πίστεως και της ευσεβείας. Οι πειρασμοί είναι μεγάλοι. Τα κακά παραδείγματα, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα αισχρά περιοδικά, η μόδα, όλα μαζί σπρώχνουν τη γυναίκα να λησμονήσει τον προορισμό της, την αποστολή της, να προδώσει την πίστη και την ηθική.
Αλλ’ όχι! Οι γυναίκες, όσες τουλάχιστον κατοικούν στη γωνία αυτή της γης, ας μη παρασύρονται από τα απατηλά συνθήματα, ας μη θαμπώνονται από φανταχτερές εικόνες και άλλα είδωλα, ας κλείσουν τα αυτιά στις εισηγήσεις του όφεως. Ας μη μιμηθούν την Εύα, που άκουσε τη συμβουλή του εωσφόρου και απολεσθεί• ας μιμηθούν τις μυροφόρες, τις άγιες που αγάπησαν τον Κύριον. Να είσθε δε βέβαιοι, ότι τότε θα έχουν και στην παρούσα ζωή την ευλογία του Κυρίου και θ’ αξιωθούν και αυτές ως μυροφόρες της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος-
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Ζωοδόχου Πηγής Δάφνης – Αθηνών την 5-5-1957.




Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος
 αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου


Ὡς ἀμνὸς Ἰάκωβος ἀχθεὶς ἐσφάγη,
Τῆς εὐσεβείας μηρυκίζων τοὺς λόγους.
Κτεῖνε, μάχαιρα φόνου, Ἰάκωβον ἑνὶ τριακοστῇ.
Βιογραφία
Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).

Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.













 Urna de plata que guarda los restos del apóstol Santiago el Mayor. Se encuentra situada en la cripta que hay debajo del Altar mayor de la Catedral de Santiago de Compostela, en Galicia. (España).
Ασημένια λειψανοθήκη με λείψανα τού Αποστόλου Ιακώβουτου Μεγάλου. Ευρίσκεται στην κρύπτη κάτω από τον κύριο βωμό τού Καθεδρικού Ναού 
τού Σαντιάγο ντε Κομποστέλα , , στο κέντρο της επαρχίας της Λα Κορούνια, στη Γαλικία. (Ισπανία).













Сокровищница Базилики Сан Никола (г. Бари, Италия).
Мощи Апостола Иакова Зеведеева.
Θησαυροφυλάκειο στην Βασιλική τού Αγίου Νικολάου Μπάρι Ιταλίας
Απότμημα λειψάνου τοῦ Αγίου Αποστόλου Ιακώβου
αδελφού Ιωάννου του Θεολόγου



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.








Σάββατο 29 Απριλίου 2017




Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ  Α Ν Ε Σ Τ Η



Α Λ Η Θ Ω Σ   Α Ν Ε Σ Τ Η   Ο   Κ Υ Ρ Ι Ο Σ  Μ Α Σ





Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε



Οι Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι


Eις τον Iάσωνα.
Ζωῆς Ἰάσων λαμβάνει φθαρτῆς πέρας,
Ἀλλ' εὗρεν ἄλλην μὴ πέρας κεκτημένην.

Eις τον Σωσίπατρον.
Θανέντι δόξαν σοῦ προσώπου δεικνύεις
Σῷ Σωσιπάτρῳ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, Πάτερ.

Εἰκάδι ἀμφ' ἐνάτῃ Ἰάσων ἀπεβήσατο γαίης.
Βιογραφία


Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.

Άγιος Ιάσων ο Απόστολος - Φορητή εικόνα του 1649 μ.Χ. του Εμμανουήλ Τζάνε στον Ιερό Ναό Αγίων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου Κερκύρας


Άγιος Σωσίπατρος ο Απόστολος - Φορητή εικόνα του 1649 μ.Χ. του Εμμανουήλ Τζάνε στον Ιερό Ναό Αγίων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου Κερκύρας



Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε






Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.

Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.

Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.

Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.

Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.

Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.

Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».

Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.

Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.

Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.

Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.

Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.

Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.

Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.

Ιερά Λείψανα: Η Κάρα του Αγίου Ιάσονος φυλάσσεται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.



Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ιάσονος ευρίσκονται στη Μητρόπολη Κερκύρας και στις Μονές Διονυσίου Αγίου Όρους και Κύκκου Κύπρου.




Η Κάρα του Αγίου Σωσίπατρου φυλάσσεται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.

Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Σωσί-πατρου φυλάσσονται στη Μητρόπολη Κερκύρας, στο Μητροπολιτικό Ναό Βέροιας και στη Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους.









Η λειψανοθήκη του Αγίου Σωσιπάτρου  στον Ιερό Ναό Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου Κερκύρας









Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.
Ὁ Οἶκος
Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.





Η Αγία Κέρκυρα η Μάρτυς





Βελῶν Βασιλὶς ταῖς βολαῖς ἐστιγμένη,
Ἐκ στιγμάτων ἔλαμψεν, ὡς ἐκ μαργάρων.
Βιογραφία
Η Αγία Κέρκυρα έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη του Βασιλιά Κερκυλλίνου και πίστεψε στον Χριστό από τα μαρτύρια των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ομολόγησε τον Χριστό και πούλησε όλα της τα κοσμήματα, και τα χρήματα τα έδωσε στους φτωχούς. Όταν το έμαθε ο πατέρας της και αφού δεν μπόρεσε να μεταστρέψει τη γνώμη της, την παρέδωσε σ' έναν Αιθίοπα για να τη διαφθείρει. Αλλά ο Αιθίοπας πίστεψε στον Χριστό δι' αυτής και θανατώθηκε. Η δε Κέρκυρα βασανίστηκε με πολλούς τρόπους και στο τέλος την κρέμασαν και τη θανάτωσαν με βέλη.







ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΑΣΩΝ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ Οι εκχριστιανιστές της νήσου Κερκύρας

Ανάμεσα στους πιστούς μαθητές και εκλεκτούς συνεργάτες του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου είναι και οι τιμώμενοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 29 Απριλίου Άγιοι απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, οι οποίοι εκχριστιάνισαν τη νήσο Κέρκυρα κατά την εποχή που βασίλευε ο σκληρόκαρδος Ρωμαίος ειδωλολάτρης ηγεμόνας Κερκυλλίνος. Οι δύο αυτοί απόστολοι γνώρισαν τον Απόστολο Παύλο στη Θεσσαλονίκη και αφού άκουσαν με προσοχή το πύρινο κήρυγμά του για τον Χριστό και την Ανάστασή Του, αναδείχθηκαν φαεινοί πνευματικοί αστέρες και ένθερμοι διδάσκαλοι της χριστιανικής πίστεως. 
Μάλιστα ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, τους επαινεί και τους εγκωμιάζει, λέγοντάς τους «Σας ασπάζομαι Ιάσων και Σωσίπατρος, οι συγγενείς μου». Βεβαίως οι δύο απόστολοι δεν είχαν εξ αίματος συγγενική σχέση με τον Απόστολο Παύλο, αφού ο Ιάσων καταγόταν κατ’ άλλους από την Ταρσό και κατ’ άλλους από τη Θεσσαλονίκη, ο δε Σωσίπατρος καταγόταν από την Αχαΐα. Λόγω όμως της αρετής και της αγάπης τους έγιναν πιστοί και αφοσιωμένοι μαθητές και ακόλουθοι του Αποστόλου των Εθνών, στη συνέχεια δε αναδείχθηκαν πύρινοι κήρυκες του Λόγου του Θεού σε Ανατολή και Δύση. Μάλιστα ο Απόστολος Παύλος εμπιστεύτηκε στον Άγιο Ιάσονα τη Μητρόπολη Ταρσού της Κιλικίας και στον Άγιο Σωσίπατρο τη Μητρόπολη Ικονίου. Στις δύο αυτές επαρχίες εργάσθηκαν με ξεχωριστό ιεραποστολικό ζήλο για τη διάδοση της χριστιανικής αλήθειας. Μετά από την ευδόκιμη παρουσία τους αποφάσισαν και οι δύο να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους στη Δύση. 
 
Έτσι το 67μ.Χ. έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα και ανήγειραν έξω από τα τείχη της πόλεως έναν ωραιότατο ναό επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ο ναός αυτός αποτέλεσε νυχθημερόν το κέντρο της διαδόσεως της χριστιανικής πίστεως και της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας. Όμως μία νύχτα και ενώ οι δύο άγιοι προσεύχονταν, εμφανίστηκαν μερικοί ειδωλολάτρες και τους ρώτησαν, ποιά είναι η θρησκεία, την οποία διδάσκουν και στο όνομα της οποίας επιτελούν θαύματα που ξεπερνούν την ανθρώπινη λογική. Τότε οι Άγιοι απάντησαν ότι η πίστη τους είναι αληθινή και άμωμη και δεν είναι αποτέλεσμα λογικών αποδείξεων. Γι’ αυτό και δεν γίνεται κατανοητή με αποδεικτικά λόγια, αλλά το θεμελιώδες είναι να πιστεύει κανείς με τα έργα και τις πράξεις του και όχι να προσπαθεί κανείς να αποδείξει την πίστη με τα λόγια. Μόλις οι ειδωλολάτρες άκουσαν αυτούς τους πνευματικούς λόγους από τους δύο αποστόλους, εγκολπώθηκαν τον Σωτήρα Χριστό και βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Η ιεραποστολική δράση των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου προσέλκυσε και άλλους στη χριστιανική αλήθεια, γεγονός που εξαγρίωσε τον ειδωλολάτρη ηγεμόνα Κερκυλλίνο, ο οποίος διέταξε να οδηγηθούν μπροστά του. Ο ηγεμόνας τους ρώτησε από πού έρχονται και γιατί διδάσκουν μία θρησκεία, που έρχεται σε αντίθεση με τη λατρεία των Ρωμαϊκών θεών. Τότε οι δύο απόστολοι απάντησαν ότι έχουν γίνει μαθητές των Αποστόλων του Χριστού και βρίσκονται εδώ για να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από τους ψεύτικους θεούς και να ασπασθούν τον ένα και αληθινό Θεό, ο οποίος είναι και ο δημιουργός του σύμπαντος. Τότε ο ηγεμόνας τους κάλεσε να αρνηθούν τον Χριστό και να προσφέρουν θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς, διότι διαφορετικά θα υποστούν φρικτά και ανήκουστα βασανιστήρια. Οι Άγιοι απάντησαν όμως με παρρησία, ότι ο ηγεμόνας μπορεί να βασανίσει ανελέητα τα σώματά τους, αλλά δεν έχει καμία εξουσία στην ψυχή τους, διότι αυτή είναι δοσμένη μόνο στον Ιησού Χριστό. Ο Κερκυλλίνος όμως παρέμεινε αμετακίνητος στην πρότασή του και πίεζε τους δύο αποστόλους να θυσιάσουν στους ανύπαρκτους θεούς. Στην επιμονή του αυτή οι Άγιοι αποκάλεσαν τον ηγεμόνα εχθρό κάθε δικαιοσύνης και αλήθειας και γιο του διαβόλου, αφού ονομάζει θεούς αυτούς που διαπράττουν εγκλήματα και επιδίδονται σε μεθύσια, ασέλγειες και μαγείες. 
 
Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο ηγεμόνας διέταξε εξαγριωμένος να οδηγηθούν οι δύο απόστολοι στη φυλακή, μέσα στην οποία υπήρχαν επτά ληστές. Ένας από αυτούς, ονόματι Σατορνίνος, είδε έναν ωραίο και ακτινοβολούντα νεανία να βαδίζει μπροστά από τους δύο αποστόλους, τη στιγμή που έμπαιναν στη φυλακή. Ο Σατορνίνος διηγήθηκε το θαυμαστό αυτό γεγονός και οι Άγιοι κάλεσαν αυτόν και τους υπόλοιπους ληστές να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό, ο οποίος απέστειλε τον Άγγελο Του για να σώσει και να προστατεύσει όσους ελπίζουν σε Αυτόν. Τότε ο Σατορνίνος και οι υπόλοιποι έξι ληστές, Ιακίσχολος, Φαυστιανός, Ιανουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράτιος και Μαμμίνος, ζήτησαν από τους Αγίους να προσευχηθούν γι’ αυτούς, γιατί είχαν περάσει οχτώ ημέρες και ήταν νηστικοί. Μόλις οι Άγιοι προσευχήθηκαν, μία άρρητη ευωδία πλημμύρησε τη φυλακή, γεγονός που έγινε αντιληπτό και από τον δεσμοφύλακα Αντώνιο, ο οποίος σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Μάλιστα τα μεσάνυχτα είδε να διαπερνά τη φυλακή ένα δυνατό φως και ένα λευκό περιστέρι να πετά πάνω από τους Αγίους. Τότε έντρομος από το θαύμα, άνοιξε τις πόρτες της φυλακής και έπεσε γονατιστός μπροστά στα πόδια των Αγίων, ζητώντας τη βοήθεια του ενός και αληθινού Θεού. Ο Άγιος Ιάσων βάπτισε τότε χριστιανούς τόσο τον δεσμοφύλακα Αντώνιο όσο και τους επτά ληστές. Μόλις ο Κερκυλλίνος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, διέταξε να παρουσιασθεί μπροστά του ο Αντώνιος. Όταν όμως οι στρατιώτες εισήλθαν στη φυλακή, είδαν έναν ακτινοβολούντα νέο να κρατά στο δεξί του χέρι Σταυρό και στο αριστερό ρομφαία, ενώ υπήρχαν και άλλοι δέκα άνδρες στολισμένοι με χρυσά στεφάνια, οι οποίοι έψαλλαν «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Οι στρατιώτες έφυγαν έκπληκτοι και ανήγγειλαν στον ηγεμόνα όλα όσα είδαν και άκουσαν στη φυλακή. Ο Κερκυλλίνος εξοργίστηκε και πιστεύοντας ότι τα θαυμαστά αυτά γεγονότα είναι μαγείες, κάλεσε κάποιον μάγο και του ζήτησε να επιτελέσει με τη δύναμη του Δία ένα θαύμα για να σταματήσει να πιστεύει ο λαός της Κέρκυρας στον Θεό των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Τότε ο μάγος πήρε δύο βόδια, ένα αλέτρι και σιτάρι και αφού όργωσε το χωράφι και έσπειρε το σιτάρι, αμέσως το σιτάρι βλάστησε και έβγαλε στάχυ. Αφού το θέρισε και το άλεσε, το ζύμωσε ψωμί και το έφερε στον ηγεμόνα. Εκείνος έμεινε κατάπληκτος και αφού γεύθηκε το ψωμί, φώναξε ότι ο Δίας είναι ο πιο μεγάλος και δυνατός θεός, ενώ δεν έκρυψε την απορία του για το ότι οι άνθρωποι παρασύρονται από τους δύο αποστόλους και τη θρησκεία που διδάσκουν. Την επόμενη ημέρα ο ηγεμόνας πήγε στη φυλακή και έδωσε εντολή να έρθει μπροστά του ο δεσμοφύλακας Αντώνιος. Με ιδιαίτερη σκληρότητα τον ρώτησε γιατί εγκατέλειψε τους πατρογονικούς θεούς και ακολουθεί τους πλανεμένους χριστιανούς. Ο Αντώνιος δεν απάντησε, αλλά έκανε μόνο το σημείο του Σταυρού, γεγονός που εξόργισε τον ηγεμόνα, ο οποίος διέταξε να του κόψουν το δεξί χέρι. Στη συνέχεια ο ηγεμόνας ρώτησε τον δεσμοφύλακα πώς και δεν κατάφερε να τον σώσει ο Θεός του. Εκείνος όμως απάντησε ότι ο Θεός που πιστεύει μπορεί τα αδύνατα να τα κάνει δυνατά, αλλά επιτρέπει τα βασανιστήρια για να καθαριστεί από τις αμαρτίες και να συναριθμιστεί στους εκλεκτούς Του, δεδομένου ότι είναι ο μόνος αληθινός και ισχυρός Θεός, που χαρίζει την πραγματική σωτηρία και δημιούργησε τα πάντα. Η θαρραλέα αυτή ομολογία πίστεως του Αντωνίου εξαγρίωσε τον ηγεμόνα σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε εντολή να του κοπεί και το αριστερό χέρι και στη συνέχεια και τα δύο του πόδια. Ο Αντώνιος υπέμεινε με καρτερία και υπομονή τα φρικτά βασανιστήρια, ενώ παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου για να τον εμψυχώσει στο μαρτύριο. Στη συνέχεια προσευχήθηκε στον Κύριο και Τον ευχαρίστησε, διότι αξιώθηκε να υποστεί για χάρη Του τόσα βασανιστήρια. Ο σκληρόκαρδος χριστιανομάχος ηγεμόνας του είπε ότι θα τον τιμωρήσει ακόμη σκληρότερα, αλλά ο Αντώνιος του απάντησε ότι ο Ιησούς Χριστός έχει τέτοια δύναμη, που θα το διαπιστώσει αμέσως. Εκείνη τη στιγμή, αφού στράφηκε προς τον Ουρανό, ζήτησε από τον Κύριο να τιμωρήσει όσους Τον πολεμούν, για να δουν στην πράξη τη δύναμη και το απέραντο μεγαλείο Του. Αμέσως έπεσε φωτιά στο παλάτι μαζί με μία φοβερή βροντή, με αποτέλεσμα να καούν η γυναίκα του ασεβούς ηγεμόνα και οι δύο γιοι του. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον τρόμο στους κατοίκους της Κέρκυρας, πολλοί δε από αυτούς ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη. Ο φόβος κατέλαβε και τον ίδιο τον ηγεμόνα, ο οποίος έδωσε αμέσως εντολή να του φέρουν μπροστά του τον Αντώνιο. Ο ηγεμόνας προσπάθησε να ερμηνεύσει την καταστροφή του παλατιού του ως αποτέλεσμα μαγείας, αλλά ο Αντώνιος ομολόγησε με παρρησία τη δύναμη του Ιησού Χριστού, ο οποίος εξουσιάζει τα πάντα. Τότε ο χριστιανομάχος Κερκυλλίνος επιχείρησε να τον αρπάξει με τα ίδια του τα χέρια, αλλά έμεινε ακίνητος, διότι τα χέρια του παρέλυσαν. Αλλά και το νέο αυτό θαύμα δεν παραδειγμάτισε τον ασεβή και σκληρόκαρδο ηγεμόνα, ο οποίος διέταξε να τον οδηγήσουν έξω από την πόλη και να τον αποκεφαλίσουν. Ο ένδοξος μάρτυς Αντώνιος προσευχήθηκε ζητώντας από τον Θεό να τον συναριθμήσει στις σκηνές των δικαίων Του. Και αμέσως ακούσθηκε φωνή από τον Ουρανό, η οποία χαιρέτισε τον υπέρ Χριστού αγώνα του αθλητού Αντωνίου, ο οποίος ψάλλοντας παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Το ιερό του λείψανο παρέλαβε ο πρεσβύτερος Θεοδόσιος, ο οποίος μαζί και με άλλους χριστιανούς, το ενταφίασαν στο μέσο του ναού του Αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου. 
 
Ο ασεβής ηγεμόνας διέταξε να παρουσιασθούν μπροστά του οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος και τους απείλησε ότι θα υποστούν φρικτά βασανιστήρια, εάν δεν απορρίψουν τη χριστιανική θρησκεία. Τότε οι δύο απόστολοι διακήρυξαν περίτρανα την αγάπη και την πλήρη αφοσίωσή τους στον ένα και αληθινό Θεό με τις τρεις υποστάσεις Του, και ότι είναι προετοιμασμένοι να υποστούν το οποιοδήποτε βασανιστήριο για χάρη Του, αφού γι’ αυτούς ο Ιησούς Χριστός είναι η ζωή, και ο θάνατος για Εκείνον είναι δόξα και κέρδος. Ο ηγεμόνας προσπάθησε να τους μεταπείσει δίδοντας ως παράδειγμα τα βασανιστήρια που υπέστη ο δεσμοφύλακας Αντώνιος. Οι δύο απόστολοι του απάντησαν ότι με τα βασανιστήρια αναδείχθηκε ο Αντώνιος αθλητής του Χριστού και έλαβε τον στέφανο της αφθαρσίας. Η απάντηση αυτή τον εξαγρίωσε και κάλεσε τους Αγίους να θυσιάσουν στους προγονικούς θεούς και να εγκαταλείψουν τις μαγείες που χρησιμοποιούν, διότι εκείνος διαθέτει μάντεις με πολύ ισχυρότερη δύναμη. Τότε ο Άγιος Ιάσων ζήτησε από τον ηγεμόνα να του φέρει τους μάγους εκείνους, που διαθέτουν τέτοια εξουσία και δύναμη. Και τότε ο Κερκυλλίνος έφερε τον μάγο που σε μία ώρα έσπειρε, θέρισε και ζύμωσε ψωμί. Αυτός άρχισε να τραγουδά και με το τραγούδι του άρχισαν να χορεύουν τα άλογα και να κινούνται τα φυτά και οι πέτρες. Το γεγονός προκάλεσε τον θαυμασμό και την απορία του συγκεντρωμένου πλήθους, αλλά ο Άγιος Ιάσων ρώτησε τον μάγο, εάν έχει τελειώσει με τις μαγείες του. Εκείνος τότε τον προκάλεσε να αποδείξει, εάν διαθέτει μεγαλύτερη δύναμη. Τότε ο Άγιος Ιάσων, αφού άπλωσε το χέρι του πάνω στον μάγο, του είπε να εξαφανισθεί και τότε ο μάγος ξεψύχησε και για πολλή ώρα στεκόταν σαν λίθινο άγαλμα. Μάλιστα μαζί με τον μάγο εξαφανίσθηκαν και όλα τα σατανικά τεχνάσματα της απάτης του. Μόλις το πλήθος είδε το θαυμαστό αυτό γεγονός, ανεφώνησε «Μέγας ο Θεός του Ιάσονος και του Σωσιπάτρου, αφού είναι ο μόνος Θεός, ο οποίος επιτελεί αληθινά θαύματα». Τα γεγονότα εξόργισαν τον ηγεμόνα, ο οποίος διέταξε να φυλακιστούν οι δύο απόστολοι και να του φέρουν για ανάκριση τον Σατορνίνο και τους υπόλοιπους φυλακισμένους ληστές. Μόλις πληροφορήθηκαν οι ληστές ότι θα προσέλθουν στο δικαστήριο, ο Σατορνίνος τους κάλεσε να αγωνιστούν για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού, ζήτησαν δε από τους Αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρο να προσευχηθούν για να ενισχυθούν στον αγώνα τους. Μάλιστα ο έπαρχος Καρπιανός έδωσε την εντολή να αλυσοδέσουν από τον λαιμό, τους ευσεβείς ληστές και να τους σύρουν στους δρόμους της πόλεως με την κατηγορία ότι είναι χριστιανοί και υβριστές των πατρογονικών θεών. Όταν οδηγήθηκαν στο δικαστήριο, ομολόγησαν με ξεχωριστή γενναιότητα την πίστη τους στον αληθινό Θεό και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στη φυλακή. 
 
Η δεκαπεντάχρονη κόρη του ειδωλολάτρη ηγεμόνα, που έφερε το όνομα Κερκύρα, βλέποντας τους αλυσοδεμένους χριστιανούς, θέλησε να πληροφορηθεί τον λόγο για τον οποίο είναι δεμένοι με αλυσίδες. Μόλις έμαθε ότι υπομένουν όλες αυτές τις ταλαιπωρίες στο όνομα του Ιησού Χριστού, παρουσιάσθηκε στον πατέρα της και του δήλωσε ότι είναι χριστιανή και πιστεύει στον Σωτήρα Χριστό. Η θαρραλέα ομολογία της Κερκύρας άφησε άναυδο τον ηγεμόνα και στη συνέχεια ρώτησε μήπως επηρεάστηκε και γαλουχήθηκε από τη διδασκαλία των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Η ευσεβής όμως Κερκύρα ομολόγησε με παρρησία ότι ο Θεός των δύο Αγίων είναι Αυτός που τη φώτισε και της υπέδειξε τον δρόμο της αληθείας, αυτοί δε που πεθαίνουν για τον Χριστό είναι ευτυχισμένοι, γιατί ζουν αιώνια. Γι’ αυτό και εκείνη είναι πρόθυμη να μαρτυρήσει για το όνομά Του. Η σθεναρή αυτή ομολογία πίστεως εξόργισε τον Κερκυλλίνο και δεν ήξερε τί να πράξει. Ο έπαρχος Καρπιανός του πρότεινε να την αφήσει ελεύθερη μήπως και συνετισθεί και αλλάξει γνώμη. Η Κερκύρα όμως επιδόθηκε σε αγαθοεργίες, αφού διένειμε στους φτωχούς όλα τα κοσμήματά της. Μόλις ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε τη φιλάνθρωπη αυτή δραστηριότητα της κόρης του, την παρέδωσε στον έπαρχο για να την βασανίσει ανελέητα. Έτσι σύρθηκε με βιαιότητα έξω από την πόλη της Κέρκυρας και εκεί άρχισαν να την κατακρεουργούν με βαναυσότητα. Η ένδοξος όμως παρθενομάρτυς ευχαρίστησε τον Ιησού Χριστό, που την αξίωσε να υποστεί τέτοιο μαρτύριο, ζήτησε δε να την ενισχύσει μέχρι τέλους. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο δικαστήριο και εκεί την παρότρυναν να θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς, να νυμφευτεί και να γίνει κληρονόμος της βασιλικής περιουσίας. Όμως η Κερκύρα έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της στον Κύριο και δήλωσε ότι κανένα βασανιστήριο δεν πρόκειται να τη λυγίσει και να τη μεταπείσει. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στη φυλακή, ενώ ο πατέρας της ενημερώθηκε για την αμετάβλητη γνώμη της. Τότε εξοργισμένος ο ηγεμόνας έστειλε στη φυλακή κάποιον Αιθίοπα με σκοπό να διαφθείρει την κόρη του, αλλά η Πρόνοια του Θεού προστάτευσε την άμωμη Κερκύρα, αφού στην είσοδο της φυλακής στάθηκε ως φρουρός μία αρκούδα. Μόλις ο Αιθίοπας πλησίασε τη φυλακή, όρμησε εναντίον του η αρκούδα και αφού τον έριξε κάτω, άρχισε να τον κατασπαράζει. Σ’ αυτό το θέαμα η Κερκύρα έτρεξε και διέταξε την αρκούδα να αφήσει τον Αιθίοπα. Το θηρίο υπάκουσε στη θεία εντολή της παρθενομάρτυρος, η οποία απευθυνόμενη στον Αιθίοπα, προσπάθησε να τον συνετίσει και να του δείξει το μεγαλείο και τη δύναμη του Θεού. Ο Αιθίοπας ζήτησε τη συγχώρηση της Κερκύρας και δήλωσε ότι πιστεύει στον Ιησού Χριστό. Τότε η Κερκύρα του έδωσε έναν ξύλινο Σταυρό και αφού έλαβε το όνομα Χριστόδουλος, έφυγε και άρχισε να κηρύττει μέσα στην πόλη τα μεγαλεία του ενός και αληθινού Θεού λέγοντας τη φράση: «Τον Χριστό ζητώ και Αυτόν ποθώ και προσκυνώ». Αυτή τη φράση δήλωσε με παρρησία κρατώντας τον Σταυρό και μπροστά στον χριστιανομάχο ηγεμόνα, όταν τον κάλεσε και τον επέπληξε για την αλλαγή της στάσης του. Κατ’ εντολή του δε φονεύτηκε ξαπλωμένος πάνω σε ξύλο και αφού πριονίστηκε στη μέση του κεφαλιού, σφαγιάσθηκε μ’ ένα τσεκούρι. Ο έπαρχος πήγε στη συνέχεια στη φυλακή για να πάρει την παρθενομάρτυρα Κερκύρα, αλλά εμποδιζόταν από την αρκούδα, η οποία τον κυνηγούσε. Τότε κατ’ εντολή του ηγεμόνα αποφασίστηκε να μεταφερθούν ξύλα και να βάλουν φωτιά για να κάψουν την Κερκύρα μαζί με την αρκούδα. Η φωτιά προκάλεσε τη φυγή της αρκούδας, ενώ η ευσεβής κόρη έμεινε με τη χάρη του Θεού αβλαβής, προσευχόμενη στον Κύριο, αφού η φωτιά είχε μετατραπεί σε δροσερό άνεμο. Όλοι πίστευαν ότι η Κερκύρα είχε κατακαεί, αλλά όταν οι στρατιώτες είδαν την κόρη του ηγεμόνα σώα και αβλαβή, ενημέρωσαν τον ασεβή πατέρα της για το παράδοξο αυτό θαύμα. Ο ηγεμόνας κάλεσε την κόρη του και προσπάθησε να τη συνετίσει και να την επαναφέρει στη θρησκεία των ειδωλολατρικών θεών. Η Κερκύρα όμως εξοργίστηκε και τον επέπληξε για την ασέβειά του απέναντι στον Ιησού Χριστό και στα θαύματα που επιτελεί. Η σθεναρή στάση της Κερκύρας προκάλεσε τόσο πολύ τον θυμό του πατέρα της, ώστε έδωσε την εντολή να τη σκοτώσουν. Η παρθενομάρτυς οδηγήθηκε έξω από την πόλη και αφού την κρέμασαν ανάποδα, άρχισαν να τη λιθοβολούν, μέχρι που παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Κύριο. Το πολύαθλο σώμα της ενταφιάσθηκε μαζί με το σώμα του Χριστοδούλου του Αιθίοπος από τον πρεσβύτερο Θεοδόσιο, ενώ πολλοί χριστιανοί έβλεπαν τη νύχτα σ’ εκείνον τον τόπο μία στήλη φωτός και άκουγαν υμνωδίες. 

Μετά τη μαρτυρική τελείωση της Αγίας Κερκύρας οδηγήθηκαν έξω από την πόλη οι επτά ληστές και θανατώθηκαν, κατακαίγοντάς τους μέσα σε μεγάλα καζάνια, που έβραζαν και περιείχαν πίσσα, λάδι και κερί. Κατά τη διάρκεια αυτού του φρικτού μαρτυρίου ο Σατορνίνος προσευχήθηκε στον Κύριο και τότε μία βροντερή φωνή ακούσθηκε από τον Ουρανό, που εμψύχωνε αυτόν και τους υπόλοιπους και τους καλούσε να απολαύσουν τον στέφανο της αφθαρσίας. Μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλεως ομολόγησαν ότι είναι και αυτοί χριστιανοί. Τα τίμια λείψανα των επτά μαρτύρων ενταφιάσθηκαν με την πρέπουσα τιμή σ’ έναν ειδωλολατρικό ναό, αφού προηγουμένως οι χριστιανοί έσπασαν όλα τα ειδωλολατρικά αγάλματα που υπήρχαν μέσα σ’ αυτόν. Μόλις πληροφορήθηκε ο χριστιανομάχος Κερκυλλίνος τα γεγονότα, εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε σκέφθηκε να κάψει τα λείψανα των μαρτύρων και στη συνέχεια να θανατώσει όλους τους πιστούς. Το καταστροφικό αυτό σχέδιο έγινε γνωστό στους Αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρο, οι οποίοι ευρισκόμενοι στη φυλακή προσευχήθηκαν στον Θεό για να αποτρέψει μία τέτοια καταστροφή και να προστατεύσει τους χριστιανούς. Με τη χάρη του Θεού ένας φοβερός δράκοντας εμφανίστηκε και απέτρεψε την καταστροφή των λειψάνων των μαρτύρων, ενώ οι χριστιανοί μετέβησαν σ’ ένα νησάκι δίπλα στην πόλη της Κέρκυρας και αφού ανήγειραν ναό, προσεύχονταν για τη σωτηρία και τη λύτρωσή τους. Ο παρανοϊκός Κερκυλλίνος αποφάσισε να καταλάβει με όλο το στρατό το νησάκι και να θανατώσει τους χριστιανούς. Φτάνοντας όμως στη μέση της θάλασσας, ξέσπασε μία τρομερή ανεμοθύελλα με αποτέλεσμα να καταποντιστεί στο βυθό ο χριστιανομάχος ηγεμόνας μαζί με τα στρατεύματά του. Ο πιστός λαός χάρηκε και δόξασε τον Θεό για την τιμωρία και καταστροφή του παρανοϊκού Κερκυλλίνου. 
 
Μετά τον θάνατο του ηγεμόνα οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος βγήκαν από τη φυλακή και συνέχισαν να διδάσκουν τον λόγο του Θεού. Τον Κερκυλλίνο διαδέχθηκε ο Δατιανός, ο οποίος διέταξε να του φέρουν μπροστά του τους δύο αποστόλους. Μόλις παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι, ο νέος ηγεμόνας εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του για τη νέα θρησκεία, που προσπαθούν να επιβάλλουν οι δύο απόστολοι. Ο Άγιος Ιάσων ομολόγησε με παρρησία τη χριστιανική του πίστη, ενώ στην επιμονή του Δατιανού να προσκυνήσουν τους ψεύτικους θεούς, διότι διαφορετικά θα υποβληθούν σε σκληρά βασανιστήρια, οι δύο απόστολοι διακήρυξαν με όλη τους τη δύναμη την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να φέρουν ένα σιδερένιο βυτίο και να κάψουν μέσα σ’ αυτό τον Άγιο Σωσίπατρο, όπως και έγινε. Η φωτιά όμως διαπέρασε το βυτίο και έκαψε και πολλούς από αυτούς που βρίσκονταν εκεί. Το θλιβερό αυτό γεγονός προκάλεσε τον θρήνο των χριστιανών και μάλιστα ευαισθητοποίησε και τον Δατιανό, ο οποίος αφού μετάνιωσε για την πράξη του, ασπάσθηκε τον χριστιανισμό. Στη συνέχεια πήραν το σώμα του Αγίου Σωσιπάτρου για να το κηδεύσουν, αλλά ο λαός πίστεψε ακόμη περισσότερο στον Κύριο, όταν είδε ότι το σώμα ήταν σώο και άθικτο από τη φωτιά. Μετά τον ενταφιασμό ο Άγιος Ιάσων επανέφερε στην πόλη όλους τους πιστούς, που βρίσκονταν στο νησάκι, και τους βάπτισε χριστιανούς. Μεταξύ αυτών που βαπτίσθηκαν ήταν και ο Δατιανός, στον οποίο δόθηκε το όνομα Σεβαστιανός. Η εκχριστιανοποίηση της Κέρκυρας ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την ανέγερση πολυπληθών ιερών ναών σε όλο το νησί και με την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Μάλιστα ο Σεβαστιανός έκτισε τον ναό του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου στον τόπο, όπου ετάφη ο Άγιος Σωσίπατρος. Αφού έζησε με μετάνοια και προσευχή, παρέδωσε το πνεύμα του. 
 
Όμως μετά από έναν χρόνο ο μονάκριβος δωδεκάχρονος γιος του βασιλιά Σεβαστιανού αρρώστησε και πέθανε. Τότε η μητέρα του έτρεξε στον Άγιο Ιάσονα και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί στον Κύριο για να αναστηθεί το νεκρό παιδί της. Ο Άγιος Ιάσων προσευχήθηκε και αφού έπιασε το χέρι του παιδιού, του είπε «παιδί μου στο όνομα του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, σήκω από το κρεβάτι». Τότε η θεία χάρις ανέστησε το νεκρό παιδί και όλοι δόξασαν τον Θεό για το θαυμαστό αυτό γεγονός. Άλλωστε ο Άγιος Ιάσων είπε στη μητέρα του αναστημένου παιδιού ότι «όσα είναι αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά για τον Θεό». Αλλά τα θαύματα του Αγίου Ιάσονος συνεχίστηκαν, αφού με την προσευχή του στον Ιησού Χριστό, απάλλαξε από τα ακάθαρτα πνεύματα μία πλούσια γυναίκα και θεράπευσε πολλούς ασθενείς και δαιμονισμένους. Ο Άγιος Ιάσων, αφού ολοκλήρωσε το θεάρεστο έργο του και την αποστολή του και αφού ενουθέτησε τον λαό της Κέρκυρας, ώστε να συνεχίσει να ζει κατά Χριστόν με αγάπη και ομόνοια, παρέδωσε το πνεύμα του σε ηλικία εξήντα ετών στις 29 Απριλίου. Ενταφιάσθηκε με τις πρέπουσες τιμές δίπλα από τον τάφο του Αγίου Σωσιπάτρου σύμφωνα με την επιθυμία του. 
 
Οι τάφοι αυτοί σώζονται μέχρι σήμερα στον ομώνυμο ιερό ναό των Αγίων, ο οποίος οικοδομήθηκε γύρω στο 1000μ.Χ. στη θέση του ναού του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου. Στον ιστορικό ιερό ναό των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου, ο οποίος είναι δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με οκτάπλευρο τρούλο και αποτελεί το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της Κέρκυρας, φυλάσσονται και τα περισωθέντα ιερά λείψανα των Αγίων, τα οποία το 1633 είχε αφαιρέσει από τους τάφους τους ο λατίνος επίσκοπος της Κέρκυρας Βενέδικτος Βραγαδίνος και τα οποία εναποτέθηκαν στις 10 Νοεμβρίου 1944 κατόπιν ενεργειών του αειμνήστου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών Μεθοδίου Κοντοστάνου. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

Βιβλιογραφία 

· Βίος, Μαρτύριον και Ακολουθία των Αγίων του Χριστού αποστόλων Κερκύρας Ιάσονος και Σωσιπάτρου, Εκδόσεις Απόστροφος, Κέρκυρα 1995.

Εικόνες:
  1. Οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος. Φορητή εικόνα του Σπυρίδωνος Σπεράντζα (Β' μισό του 18ου αιώνος) στον Ιερό Προσκυνηματικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Κερκύρας.
  2. Ο ιστορικός βυζαντινός ναός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου στην περιοχή Ανεμόμυλος της Κέρκυρας.
  3. Ο Άγιος Ιάσονας. Φορητή εικόνα του 1649 του Εμμανουήλ Τζάνε στον Ιερό Ναό Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου Κερκύρας.
  4. Ο Άγιος Σωσίπατρος. Φορητή εικόνα του 1649 του Εμμανουήλ Τζάνε στον Ιερό Ναό Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου Κερκύρας.
  5. Η Αγία παρθενομάρτυς Κερκύρα. Φορητή εικόνα του Σπυρίδωνος Σπεράντζα (Β' μισό του 18ου αιώνος) στον Ιερό Προσκυνηματικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Κερκύρας.
  6. Η λειψανοθήκη του Αγίου Ιάσονος στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Κερκύρας.
  7. Η λειψανοθήκη του Αγίου Σωσιπάτρου στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Κερκύρας.
  8. Ο δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με οκτάπλευρο τρούλο ναός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου στην πόλη της Κέρκυρας.