Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016




Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου 
και Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού




Ιερός Ναός τού Πρωτάτου. Άγιον Όρος. Τοιχογραφία, 13ος αι.



ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ 
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ 
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ
ΜΕ ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣΔΟΤΗ ΧΑΡΑ

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ    Ε Τ Ε Χ Θ Η

Ὅταν οἱ μάγοι ἔφθασαν στά Ἱεροσόλυμα


Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου


Ὅταν ὁ ὁδοιπόρος βρεῖ κάποιον ἄλλο, καλό συνοδοιπόρο, χαίρεται τόν κόπο τῆς μακρινῆς ὁδοιπορίας, ἐπειδή ξεγελιέται ἀπό τή συντροφιά· καθώς στηρίζεται δηλαδή, σάν σέ ραβδί, στήν εὐχάριστη συζήτηση, ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι συνοδοιπορεῖ μέ σκονισμένα τά πόδια, ἀλλά μέ ἀκούραστο τό στόμα. Μοιράζει ἔτσι τόν κόπο τῶν ποδιῶν καί ἐλαφρύνει μέ τή συνομιλία τήν κούραση τῆς μεγάλης πορείας.

Ἔτσι λοιπόν καί οἱ μάγοι, ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός, καθώς εἶδαν τό ἄστρο, καί τό ἔλαβαν αὐτό συνοδοιπόρο, ξεγελοῦσαν −ὅταν κουράζονταν− μέ τήν ἐρώτηση, «ποῦ εἶναι ὁ νεογέννητος Βασιλιάς», τήν ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας· ἀνέκριναν δηλαδή μέ τό λόγο τούς Ἑβραίους σάν κλέφτες Ἐκείνου πού γεννήθηκε.

Σ’ αὐτούς λοιπόν πού ρωτοῦσαν γιά τόν Βασιλιά, εὔλογα ἀπαντοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, λέγοντας: «Τί λοιπόν τολμᾶτε, ξένοι, τί λέτε, ἄνθρωποι; Γιατί ἔχετε ἔρθει, φέρνοντας ἐπικίνδυνη εἴδηση; Γιατί διακηρύσσετε τόν καινούριο βασιλιά στήν πόλη πού ἔχει ἤδη βασιλιά; Γιατί διακινδυνεύετε τόν ἑαυτό σας σέ πρόωρο τέλος; Γιατί μπήγετε στούς τραχήλους σας τή γλώσσα σάν μάχαιρα; Γιατί ἀνοίγετε τόν τάφο σας μέ τό στόμα, καί τό θάνατο πού κοιμᾶται τόν ξυπνᾶτε γιά νά σᾶς ἁρπάξει; Δέν εἶχε μνήματα ἡ Περσία, ὥστε, νά ἔρθετε ἐδῶ καί, ἐνῶ ἀκόμη ζεῖ ὁ Ἡρώδης, νά ρωτᾶτε γιά ἄλλο βασιλιά; Ὅταν τό ἀκούσει, θά ὁμολογήσει σ’ ἐσᾶς πολλή εὐγνωμοσύνη καί θά σᾶς ἀνταμείψει μέ μεγάλα δῶρα»!.

Ἀλλά ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτά ἀπό τούς μάγους ἦταν σύντομη: «Εἴδαμε, λένε, τό ἄστρο του στήν ἀνατολή καί ἤρθαμε νά τόν προσκυνήσουμε». Δέν ἀρκέσθηκαν νά ρωτήσουν μόνο, ἀλλά καί νά ποῦν γιά προσκύνηση· φανερώνοντας μ’ αὐτή τή φράση ὅτι Αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι Θεός.

Μόλις λοιπόν ἔφθασε ἡ εἴδησή τους στόν Ἡρώδη, ἀφήνοντας αὐτός στό μεταξύ τούς μάγους, κάλεσε τούς σοφούς τῶν ‘Ιουδαίων, λέγοντας: «Ποῦ θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός;». Καί αὐτοί ἀπάντησαν: «Στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».

Ὤ τό θαῦμα! Γνωρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι τόν τόπο, καί ἀποστρέφονται τόν τεχθέντα· τή Βηθλεέμ ἐπαινοῦν, καί τήν οἰκονομία κρύβουν· τήν Ἰουδαία σημειώνουν, καί τή δεσποτεία ἀρνοῦνται. Ἄν ἔτσι λέει ἡ Γραφή, γιατί δέν συγκατατίθεστε; Ἄν ἀναγνώσατε, γιατί δέν πιστεύετε; Ἄν θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, γιατί δέν θά τόν προσκυνήσετε;

Ἐπειδή λοιπόν κατάλαβε ὁ Ἡρώδης ὅτι δέν ἦρθαν χωρίς λόγο οἱ μάγοι νά ρωτήσουν, τούς κάλεσε κρυφά καί ρωτοῦσε νά μάθει ἀπ’ αὐτούς τό χρόνο πού φάνηκε τό ἄστρο, λέγοντάς τους: «Διηγηθεῖτε μου μέ ἀκρίβεια τόν τρόπο πού ἤρθατε καί πέστε μου τό σκοπό τῆς ὁδοιπορίας σας. Μή μᾶς παρακάμψετε. Ἐμπιστευθεῖτε σ’ ἐμένα τήν αἰτία τῆς παρουσίας σας καί πέστε  μου ποιός εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔπεισε νά προσκυνήσετε ἕναν ἀλλοεθνή. Καί ποιό εἶναι τό ἀνάλογο κέρδος γιά τόν τόσο μεγάλο κόπο σας; Ἄν ὅμως αὐτός πού σᾶς κάλεσε δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἀστερόμορφος ἄγγελος, διηγηθεῖτε μου μέ ἀκρίβεια τό γεγονός τῆς ἀνατολῆς του νά μάθω τό χρόνο καί τόν καιρό, κατά τόν ὁποῖο ἔχουν μάθει καί τά ἄστρα νά ὑπηρετοῦν τό βρέφος πού τά ἀποστέλλει, ὥστε νά ἔρθω καί ἐγώ καί νά τόν προσκυνήσω».

Ἀφοῦ λοιπόν εἶπαν τό χρόνο τοῦ πρωτοφανοῦς ἄστρου, ἔφυγαν, παίρνοντας ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά μήν ἐπιστρέψουν στόν Ἡρώδη. Σ’ αὐτούς παρουσιάσθηκε πάλι τό συνοδοιπόρο ἄστρο, καί ἀφοῦ ἦρθε ἐκεῖ πού βρισκόταν τό παιδί, ἔμεινε ἀκίνητο, σάν νά διακήρυσσε μέ αὐτή τή στάση του καί νά ἔλεγε: «Αὐτός εἶναι ὁ βασιλιάς, πού ἐγώ σάν σημαία του προχωροῦσα μπροστά σας· αὐτός μοῦ ἄναψε τή δάδα τοῦ ὁδηγοῦ καί μέ ἔστειλε σ’ ἐσᾶς,».

Ποιός λοιπόν ἐρευνώντας θά βρεῖ μιά τέτοια γέννηση; Ποιός λόγος θά κατανοήσει τόν τρόπο τοῦ μυστηρίου; Κανείς νά μήν προσπαθήσει νά φθάσει τόν ἀκατάληπτο μέ ἀνθρώπινες σκέψεις· διότι ἐδῶ δέν χρειάζονται ἀναλογίες, ἀλλά μόνο πίστη.

Σταμάτα νά ἐρευνᾶς, ἄνθρωπε, καί διδάξου νά προσκυνᾶς μαζί μέ τούς μάγους. Μπόρεσε πρῶτα νά ἀντικρύσεις κατευθείαν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καί τότε θά ἀτενίσεις ἀκίνδυνα τήν παρθενική γέννα. Ἡ θεότητα εἶναι φωτιά πού κατακαίει, ἄν θελήσεις νά ψηλαφήσεις τή φλόγα, θά κατακάψεις τά χέρια σου χωρίς νά βρεῖς τίποτε.

Ποιός δηλαδή, ὅταν γεννήθηκε, συντάραξε τόν οὐρανό μέ τήν ὑμνωδία τῶν ἀγγέλων; Ποιός ἀνέτειλε ἄστρο καί μονάχα τούς ἀστρολόγους ἀνέδειξε θεολόγους; Ποιός ὀνομάσθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους Κύριος, ἄν καί ἦταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του; Ποιός ὀνομάσθηκε μέ τό ὄνομα αὐτό πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ; Ποιός, ἄν καί ἦταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του, προσκυνήθηκε ποτέ μέ σκίρτημα; Ποιός, ἄν καί ἦταν στή μήτρα, δέχθηκε τό σεβασμό ἀπό αὐτούς πού ἦταν στή μήτρα; Ποιός ἕλκυσε τούς μάγους ἀπό τήν Περσία γιά νά τόν προσκυνήσουν;

Πραγματικά, εἶναι ὡραῖο νά θαυμάσουμε τήν πίστη τους. Δέν δίστασαν νά τόν προσκυνήσουν, ἄν καί εἶδαν τό σπήλαιο καί τή μεγάλη φτώχεια· διότι ἔμαθαν μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι γιά μᾶς Ἐκεῖνος ἔγινε φτωχός, ἄν καί ἦταν πλούσιος· ὅτι κρατάει στήν παλάμη του ὅλο τόν κόσμο, ἄν καί γεννήθηκε στό σπήλαιο· ὅτι περιβάλλει τόν οὐρανό μέ νέφη, ἄν καί περιβάλλεται μέ κουρέλια, ὅπως συνηθίζεται γιά τά νεογέννητα· ὅτι ἀναπαύεται στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, ἄν καί ὡς ἄνθρωπος εἶναι ξαπλωμένος στή φάτνη·καί ὅτι βρίσκεται στό θρόνο τοῦ Θεοῦ-Πατέρα28, ἄν καί βαστάζεται στήν ἀγκάλη τῆς μητέρας.

Ἀλλά ἐμεῖς ἄς δοξάσουμε τήν ἔνσαρκη γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπό τήν Παρθένο καί τήν προσκύνησή του ἀπό ὅλη τήν κτίση, προσφέροντας ὁλόκληρη τή ζωή μας, στόν Χριστό· στόν Ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016



Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου 
και Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού


 Ιερά Μονή Βατοπεδίου.Τοιχογραφία στο Καθολικό τού 1312 μ.Χ.



ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ 
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ 
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ
ΜΕ ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣΔΟΤΗ ΧΑΡΑ

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ    Ε Τ Ε Χ Θ Η

 “Λόγος στὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος”

 

Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος

 

Γνωρίζουμε βεβαίως ὅλοι, ὅτι αἰσθητὸς αὐτὸς ἥλιος ἀποστέλλει τὸ φῶς του σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο, «καὶ οὐκ ἔστιν (οὐδεὶς) ὡς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ» καὶ ἀπὸ τῆς διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ὁλόλαμπρες ἀκτίνες του καλύπτονται ἀπὸ νέφη καὶ ὁμίχλη ἢ ἀπὸ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ πνοὴ κάποιου ἀνέμου διαλύει τὸ νεφικὸ ἐπικάλυμμα καὶ τὴν ὁμίχλη ἐκείνη καὶ ἐπιτρέπει στὶς φεγγοβόλες ἀκτίνες νὰ ἐξαπλωθοῦν τρανῶς σὲ ὅλη τὴν κτίση. Τὸν δὲ πρὸ ἡλίου «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» τὸν νοητό, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη σήμερα ἀπὸ τὴν «κούφη νεφέλη», ἀπὸ τὴν φωτοφόρο καὶ ἡλιακὴ καὶ πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει ἡ τοῦ «δούλου μορφή», τὰ νηπιώδη σπάργανα καὶ τὸ σπήλαιο τὸ φτωχὸ καὶ συμφώνως μὲ τὴν οἰκονομία καὶ ὁρισμένα ἄλλα, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ταπεινότητα.

Καθὼς ὅμως ἤδη ἐλέχθη, ἡ πνοὴ καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου διασκορπίζει τὸ κάλυμμα τοῦ νέφους καὶ τῆς ὁμίχλης καὶ φανερώνει καθαρὰ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες· ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ Ὁποῖος καλύπτεται μὲ σπάργανα καὶ κρύπτεται σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων γιὰ τὴν πολλή του συγκατάβαση καὶ «δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος»· τὸ συνεργὸν Πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς τὸν φανερώνει καθαρά, αὐτὸν τὸν κρυπτόμενον στὴν φάτνη ἥλιον καὶ Θεὸν καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, νὰ προστρέξει καὶ νὰ κηρύξει τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Δημιουργὸ τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος κρύπτεται σὲ σπήλαιο καὶ φάτνη, περιτυλιγμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν ἀδιστάκτως καὶ «οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν» μετὰ δώρων πολυτελῶν νὰ δωροφορήσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστῶς. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι κατῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνακραύγαζαν μελωδικὰ, πρὸς τὸν «ἐν ὑψίστοις Θεὸν καὶ ἐπὶ γῆς» εἰρηνάρχην, γιὰ τὴν καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός· τοῦ ἀπένειμαν ὡς Βασιλέα τους τὴν ὀφειλόμενη ἐπευφημία καὶ ἀπεκάλυψαν τρανῶς τὸν κρυπτόμενον ἀκόμη Βασιλέα καὶ τὸν ἀνήγγειλαν στοὺς πλησιοχώρους ποιμένες ὅπως ἤρμοζε σὲ αὐτούς, ὡς «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν». «Ὅτι ἐτέχθη», λέγει, «ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὡς ἔστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνη».

Καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ «οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους. Διέλθωμεν δὴ εἰς Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ εὗρον τὴν τε Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, καὶ ἰδόντες διεγνώρισαν» στὸν λαόν, «καὶ ὑπέστρεψαν δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς».

Γιὰ ποιὸ λόγο διαφημίζεται καὶ μεγαλύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ὁ κρυπτόμενος ὡς νήπιον σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ γνωστοποιηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ὁρατὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.

Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ ὅλη ἡ κτίση, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, ἔμεινε ἀκίνητη ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν παράδοξο καὶ ἀπόρρητο ἐκεῖνο τοκετό, ὥστε οἱ ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀναβλύσεις τῶν πηγῶν καὶ οἱ κινήσεις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ πτήσεις τῶν πουλιῶν καὶ οἱ πορεῖες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν τετραπόδων καὶ γενικὰ ὅλη ἡ φύση καὶ ἡ κτίση, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος «ἔστη καὶ ἐξέστη καὶ ἤργησε» καὶ γιὰ μία στιγμὴ διέκοψε τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐργασία της, μέχρι νὰ τελειώσει τὸ μυστήριο τοῦ παραδόξου καὶ ἀπορρήτου ἐκείνου τοκετοῦ, ὅπως σαφῶς μᾶς ἐμήνυσε ἡ περὶ τούτων ἱστορία.

Καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι αὐτὸ καὶ τὸ πιστεύω πρόθυμα καὶ πείθομαι, ἐπειδὴ εἶναι ἀπίθανο τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο μεγάλο ἔργο νὰ τολμᾶ καὶ κάποιο ἄλλο νὰ λαμβάνει χώρα καὶ νὰ κινεῖται ἔστω κατ’ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα μαζὶ ἀκινητοποιήθηκαν σὰν νὰ ἀποδεσμεύτηκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, λογικὰ καὶ ἄλογα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, σεβόμενα ὡς δοῦλοι τὸν Δεσπότη. Διότι λέει, «ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, ὅτι τὰ σύμπαντα δούλα σά». Ἐπειδὴ λοιπὸν «τὰ σύμπαντα δούλα αὐτοῦ» καὶ ἠσθάνοντο τὸ μέγα ἔργον τοῦ Κυρίου των, τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα στάθηκε ἀπαρασάλευτο μέχρι ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἐκεῖνο τὸ θεῖο ἔργο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κτίση συνέχισε κανονικὰ τὴν ἐργασία της.

Ὄντως «ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα» «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ υἱὸς Θεοῦ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ καὶ συναϊδίου Πατρὸς καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Καὶ «ἄγγελος» μὲν λέγεται ἐπειδὴ φέρει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Εὐαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδὴ καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος υἱοθεσίας ἀξιωτήρια, καὶ τῆς φύσεώς μας ἀπὸ τὴν πονηρὴ δουλεία ἁπαλλακτήρια, καὶ τοῦ θανάτου παντελῶς ἀναιρετήρια καὶ τοῦ διαβόλου ἀσυμπαθῶς φυγαδευτήρια, καὶ τῆς τυραννίδος τῶν δαιμόνων δεσμωτήρια καὶ πολυχρονίων νεκρῶν ἐξαναστήρια, καὶ μυστηρίων νέων καὶ μεγάλων παραδοτήρια· καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ὑποσχετήρια καὶ γιὰ ὅσους ἐβίωσαν καλῶς ἀθανάτου κληρονομιᾶς ἀποδοτήρια.

Σὲ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια διασώζεται τὸ μυστήριο τῆς ἀμωμήτου πίστεως, ἡ σφραγὶς τοῦ τρισάγιου Θεοῦ· καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν καὶ μυστηρίων φρικτῶν Εὐαγγέλια ἔφερε, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε καὶ δοτήρας καὶ διδάσκαλος. Καὶ ὁπωσδήποτε εὐλόγως λέγεται καὶ «μεγάλης βουλῆς», θείας καὶ πρακτικῆς, «ἄγγελος». Τὸ δὲ «θαυμαστὸς σύμβουλος» τὸ λέγει ἐπειδὴ ἔχει τὴν ὕπαρξη «πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἐν ἀρχῇ» μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του καὶ τὸ Πνεῦμα συναΐδιον καὶ τῆς ἰδίας μὲ αὐτοὺς φύσεως. Σύμβουλός του εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή», ὁ Πατὴρ καὶ Θεός. Τί συμβούλευσε; Εἶναι φανερὸν ὅτι νὰ κτίσει τὸν ἀόρατο καὶ ὁρώμενο κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ καὶ νὰ συνέχωνται τὰ πάντα, ὥστε νὰ διαμένουν τὰ σύμπαντα καὶ νὰ διασώζονται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἀσυμβούλως, οὔτε πάλι τοῦ λέγει προστακτικῶς νὰ κτίσει τὸν κόσμο καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συμβουλευόμενος θαυμαστῶς τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ σύμβουλο καὶ Ἀγαπητὸ Υἱό Του, λέει· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ σημαίνει Θεὸν ἐπίγειο καὶ ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ αὐτεξουσίου εἰκονίζει τὸν Θεὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, δηλαδὴ ἀθάνατο καί, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, ἱκανὸ νὰ ὁμοιωθεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν Θεό. Πράγματι λοιπὸν «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» τοῦ θαυμαστοῦ συμβούλου, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἐν ὃ γέγονε», ὅπως ἔχει γραφεῖ.

Τὸ δὲ «Θεὸς ἰσχυρὸς» διακηρύσσει τρανῶς τὸ ἰσχυρό της θείας φύσεως· διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδωλικοὶ ψευδώνυμοι θεοί, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἰσχυροί. Ὥστε καὶ ἐσὺ ἀκούοντας «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη καὶ ἐδόθη ἡμῖν» νὰ μὴν ὑποπτευθεῖς ὅτι εἶναι ἁπλὸ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἐφάμιλλο μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι καὶ θαυμαστὸς σύμβουλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός· «καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἐστιν ὅριον», ὅπως ἤδη ἐλέχθη· διότι αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει ἀπεριόριστο καὶ ἀπέραντο πλοῦτο εἰρήνης μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα.

Τὸ δὲ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θέλει νὰ φανερώσει τὸ δημιουργικὸ καὶ προάναρχο τοῦπαιδιοῦ αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως δηλαδὴ κάποιος ποὺ ἔχει γίνει πατέρας πολλῶν παιδιῶν εἶναι αἴτιος τῆς πλάσεως καὶ τῆς γεννήσεώς τους, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι κτίστης καὶ γεννήτορας ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἄρχοντας καὶ πατέρας καὶ ἡγέτης τῶν ἑπτὰ παρερχομένων αἰώνων καὶ τοῦ ἀπέραντου ὀγδόου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» σήμερα καὶ σπαργανώθηκε παιδικά, αὐτὸς ποὺ σπαργάνωσε παλαιὰ μὲ ὁμίχλη τὴν θάλασσα. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι ἄναρχος καὶ τέλος δὲν ἔχει.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ, ὡς δούλα του, τὰ σύμπαντα· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς δούλα τὸ ὑπηρετοῦν καὶ τὸ ἐπευφημοῦν καὶ τοῦ προσφέρουν δῶρα· οἱ μάγοι καὶ ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ποιμένες, τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος Μητέρα ὑπερφυῶς καὶ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ὁ τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων. Λείπει ὅμως ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπὸ τὸν τίμιο ἐκεῖνο καὶ παράδοξο καὶ παρθενικὸ τοκετὸ διότι ἐκεῖ ποὺ γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μὲ τὴν ἐπισκίαση τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δὲν χρειάζονται. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ ἰσότιμα μὲ αὐτὰ φανέρωναν σαφῶς τὴν θεαρχία καὶ παντοκρατορία τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο χωρὶς πατέρα αὐτὸ ποὺ ἐγεννήθη «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου» ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς μητέρα.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ φανέρωσε σήμερα τὸ προαιώνιο μυστήριο, καὶ ἔτσι περατώθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διεῖδαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ Προφῆτες· προέλεγαν δηλαδὴ ὅτι «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει» καὶ ὅτι «ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» καὶ ὅτι «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ» καὶ τὰ λοιπά.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὴν γέννηση τοῦ ὁποίου ἐμυήθησαν οἱ μάγοι, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ ἦλθαν μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα νὰ τὸν προσκυνήσουν, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἀπὸ παλαιὰ Σεβωείμ, λέγοντας: «ὅτι ἄνδρες ὑψηλοὶ Σεβωεὶμ διαβήσονται πρὸς σὲ καὶ προσκυνήσουσι λέγοντες ὅτι ἐν σοί ὁ Θεός ἐστι καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλήν σου». Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνδρες ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ θεολογώντας τοῦ προσέφεραν δῶρα· χρυσὸν μὲν ἐπειδὴ εἶναι Βασιλεύς, λίβανον ἐπειδὴ εἶναι Θεὸς καὶ σμύρνα γιὰ τὸ ἄχραντον Πάθος· τὴν ἔκβαση αὐτοῦ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὅταν μετὰ τὸ Πάθος κήδευσαν τὸ ζωηφόρο Ἐκεῖνο σῶμα μὲ ἑκατὸ λίτρες σμύρνης καὶ ἀλόης.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ εἶναι τώρα ξαπλωμένο στὴ φάτνη, αὐτὸς ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στὸ χέρι του τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ συγκρατεῖ θεοπρεπῶς καὶ ἀνέτως ὅλη τὴν κτίση.

Καὶ γιὰ νὰ πῶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ πληρέστατο παραλείποντας τὰ περισσότερα, «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ἰατήριον. δαιμόνων ἀφανιστήριον, εἰδωλικῶν ξοάνων καὶ βωμῶν καταλυτήριον, θυσιῶν διαβολικῶν καὶ βέβηλων κνισσῶν ἐξαλειπτήριον, τυραννικῆς διαβόλου ἀποστασίας ἁλυσοδετήριον αἰώνιον. καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως νεκρῶν ἀρχετήριον.

Ποιὸς εἶδε ἢ ἄκουσε ποτὲ παρόμοιο παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο σὲ φάτνη περιτυλιγμένο μὲ σπάργανα καὶ νὰ κρατεῖ στὴν παλάμη του τὰ σύμπαντα, νὰ προσκαλεῖ στὰ ὕψη τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ τὸ διαχέει ὅπου θέλει, νὰ ἀναπαύεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ὄχημα τὰ χερουβίμ, νὰ γαλακτοτροφῆται ἀπὸ Μητέρα παρθένο καὶ νὰ «ἐξαποστέλλη πηγάς ὑδάτων ἐν φάραγξι», νὰ περικρατῆται σὲ παρθενικὲς ἀγκάλες καὶ νὰ κρατεῖ ἀσφαλῶς τὰ σύμπαντα: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!», ὅπως ἀναφωνεῖ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. Ὢ θαύματος παραδόξου, ἀπὸ τὰ σύγχρονα καὶ τὰ παλαιὰ καινοφανεστέρου. Ὢ θείας κηδεμονίας καὶ ἄκρας συγκαταβάσεως. Πῶς ὁ ἀπεριόριστος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς περιορίστηκε ἑκούσια μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου; Πῶς ὁ κατὰ φύσιν ἀσώματος περιεβλήθη μὲ σῶμα; Πῶς φάνηκε αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ στοὺς ἀγγέλους ἀθέατος; Πῶς ὁ κτίστης τῶν ἀθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε νὰ φορέσει σάρκα; Πῶς αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς θεότητος καὶ χαρίζει τὰ πλούσια δῶρα ἔφθασε στὴν ἔσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὸ βουστάσιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ σπήλαιο; Πῶς ὡράθη παραδόξως ὁ ἀόρατος; Πῶς ὁ Ὕψιστος κατέβηκε; Πῶς ὁ ὑπερουράνιος ἠθέλησε νὰ ζήσει μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς χαμηλούς; Πῶς ὁ περικυκλούμενος ἀπὸ στρατιὲς λαμπρότατων ἀγγέλων ἦλθε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς ὁ «περιβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» περιβάλλεται μὲ σπάργανα εὐτελῆ; Πῶς ὁ ὑπερκαθαρὸς κατῆλθε πρὸς ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμεθα στὸν λάκκο καὶ τὴν σαπρία τῶν ὀλέθριων παθῶν; Γιὰ ποιὸν λόγο, γιατί ἔγινε ἡ ἀσύλληπτος αὐτὴ καὶ πολλὴ συγκατάβαση; Εἶναι βεβαίως φανερὸ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἐρευνήσουν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου· θὰ τὸ διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα. Ὅπως κάποιος ποὺ ἔχει πέσει σὲ λάκκο βαθύτατο καὶ βορβορώδη δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέλθει μόνος του ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χέρι ἀπὸ ἐπάνω νὰ τὸν ἀνασύρει, κάτι παρόμοιο ἔπαθε καὶ ἡ φύση μας· ἐπωμίστηκε δεινῶς μὲ τὴν πτώση στὸ βόθρο τῆς παραβάσεως καὶ πεσμένη στὸ λάκκο τοῦ Ἅδη εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο χέρι πανίσχυρο γιὰ νὰ τὴν ἀνασύρει. Καὶ ἐπειδὴ κανενὸς συνδούλου χέρι δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἱκανότητα, ἐκτείνεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα «ἡ πανσθενουργὸς δεξιὰ» πρὸς τὰ κάτω, ἡ ὁποία, καὶ ὡς πατρικὴ δεξιά, ὄχι μόνο ἀνείλκυσε ἀπὸ τὸν λάκκο ἐκεῖνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἀλλὰ καὶ «τῷ πλήθει τῆς δόξης καὶ τῆς δυνάμεως αὐτῆς συνέτριψε τοὺς ὑπεναντίους», ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ λαμβάνοντας ὑπεφυῶς τὴ φύση μας, ἡ ὁποία εἶχε ριφθεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁδήγησε ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ τὴν κάθισε στὸ θρόνο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς τὴν ἀξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ προσκαλώντας ἐμᾶς ἐκεῖ ἔλεγε «εἰ τὶς ἐμοὶ διακονεῖ, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται». Ὁμοίως καὶ ὁ μακάριος Παῦλος συνιστᾶ: «Τὰ ἄνω ζητεῖν, τὰ ἄνω φρονεῖν, ἔνθα κάθηται Χριστὸς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».




ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης

 

 «Σαλπίστε τήν πρωτομηνιά μέ τή σάλπιγγα», λέει Δαβίδ«τή χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς σας» (Ψαλ. 80, 4), καί οἱ διαταγές τῆς θεόπνευστης διδασκαλίας εἶναι ὁπωσδήποτε νόμος γιά ὅσους ἀκοῦνε. Ἐπειδή λοιπόν ἦλθε ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μας, ἄς ἐφαρμόσω κι ἐγώ τό νόμο κι ἄς γίνω σαλπιγκτής τῆς ἱερῆς ἡμέρας. Ἡ σάλπιγγα τοῦ νόμου, ὅπως ὑποδεικνύει νά ἐννοήσομε ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ὁ λόγος. Γιατί λέει ὅτι δέν πρέπει ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγας νά γίνεται ἀσαφής (Α´ Κορ 14, 7 ἑ), ἀλλά οἱ φθόγγοι νά εἶναι εὐδιάκριτοι, γιά νά εἶναι σαφεῖς σ᾿ ὅσους ἀκοῦνε.

 Ἄς ἀφήσομε λοιπόν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, κάποια λαμπρή ἠχώ πού ν᾿ ἀκουστεῖ μακριά καί πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τόν ἦχο τῆς κεράτινης σάλπιγγας. Γιατί κι ὁ Νόμος πού προδιαγράφει τήν ἀλήθεια μέ τούς τύπους τῆς σκιᾶς, νομοθέτησε τόν ἦχο τῶν σαλπίγγων κατά τήν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας (Λευιτ. 23, 24). Καί τό θέμα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς σκηνοπηγίας. Σ᾿ αὐτήν συμπηγνύεται τό ἀνθρώπινο σκήνωμα ἐκείνου πού γιά χάρη μας φόρεσε τό ἀνθρώπινο σχῆμα.

 Σ᾿ αὐτήν τά σκηνώματά μας, πού διαλύει ὁ θάνατος, συμπηγνύονται πάλι ἀπό ἐκεῖνον πού οἰκοδόμησε ἀπό τήν ἀρχή τήν κατοικία μας. Ἄς ποῦμε κι ἐμεῖς τά λόγια τῆς ψαλμωδίας, χορεύοντας ἀντάμα μέ τό μεγαλόφωνο Δαβίδ, «εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 117, 25). Πῶς ἔρχεται; Ὄχι βέβαια ὅπως μέ ἕνα πλοῖο ἤ μιά ἅμαξα, ἀλλά πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη ζωή χωρίς φθορά παρθενική. «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, αὐτός ὁ Κύριος φανερώθηκε γιά μᾶς, γιά νά συστήσει αὐτή τήν ἑορτή μέ φοινικοφόρους ὥς τήν ἄκρη τοῦ θυσιαστηρίου» (Ψαλμ. 117, 27).

Ὁπωσδήποτε δέν ἀγνοοῦμε, ἀδελφοί, τό μυστήριο πού κρύβεται στά λόγια αὐτά· ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι ἕνα ἀνάκτορο τοῦ Κυρίου τῆς Κτίσης. Ἀλλά, ἐπειδή ὅταν εἰσῆλθε ἡ ἁμαρτία κλείστηκαν τά στόματα ἐκείνων πού κυρίεψε ἡ κακία καί σώπασε ἡ φωνή τῆς χαρᾶς καί διαλύθηκε τό σύμφωνο τραγούδι τῶν ἑορταστῶν, ἀφοῦ τό ἀνθρώπινο γένος δέ συνεόρταζε μέ τήν ὑπερκόσμια φύση, γι᾿ αὐτό ἦρθαν οἱ σάλπιγγες τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων, πού ὁ νόμος τίς λέει «κεράτινες», ἐπειδή ἡ κατασκευή τους προερχόταν ἀπό τόν ἀληθινό μονόκερο. Αὐτές μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος ἠχολόγησαν τό λόγο τῆς ἀλήθειας, ὥστε ν᾿ ἀνοίξει ἡ ἀκοή ἡ φραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνει μιά σύμφωνη ἑορτή, πού μέ τόν εὐτρεπισμό τῆς σκηνοπηγίας τῆς κάτω κτίσης νά συμμελωδεῖ κι αὐτή μέ τίς ὑψηλές καί ὑπέρτερες δυνάμεις τίς γύρω ἀπό τό ἄνω θυσιαστήριο. Γιατί τά κέρατα τοῦ νοητοῦ θυσιαστηρίου εἶναι οἱ Δυνάμεις οἱ ὑψηλές κι ἐξέχουσες τῆς νοερῆς φύσης, Ἀρχές καί Ἐξουσίες καί Θρόνοι καί Κυριότητες.

Μ᾿ αὐτές, μέ τή συμμετοχή τους στήν ἑορτή, συνάπτεται κατά τή σκηνοπηγία τῆς ἀνάστασης ἡ ἀνθρώπινη φύση εὐτρεπισμένη μέ τήν ἀνακαίνιση τῶν σωμάτων. Γιατί τό ̒πυκάζομαι᾿σημαίνει ὅ,τι καί τό εὐτρεπίζομαι ἤ ντύνομαι, ὅπως τό ἑρμηνεύουν ὅσοι γνωρίζουν αὐτά τά πράγματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ξεσηκώσομε τίς ψυχές μας γιά τόν πνευματικό χορό κι ἄς βάλομε πρωτοχορευτή καί ἀρχηγό καί κορυφαῖο τοῦ χοροῦ μας τό Δαβίδ κι ἄς ποῦμε μαζί μ᾿ ἐκεῖνον τόν μελωδικό ἐκεῖνο στίχο πού ψάλαμε πρίν ἀπό λίγο.

Ἄς τόν ἐπαναλάβομε ἄλλη μιά φορά· «αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἔκανε ὁ Κύριος· εἶναι ἡμέρα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης γιά μᾶς» (Ψαλμ. 117, 24). Τή μέρα αὐτή ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ τό σκοτάδι καί ἡ ἔκταση τῆς νύκτας μέ τόν πλεονασμό τοῦ φωτός περιορίζεται ὁλοένα. Δέν εἶναι, ἀδελφοί μου, τυχαία κι αὐτόματη ἡ οἰκονομία αὐτή σχετικά μέ τήν ἑορτή, νά παρουσιαστεῖ τή στιγμή αὐτή ἡ θεία ζωή μέσα στήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἡ κτίση μέ τά φαινόμενα αὐτά διηγεῖται στούς πιό διορατικούς κάποιο μυστήριο καί σχεδόν φωνάζει καί λέει σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ ν᾿ ἀκούσει τί θέλει ἡ ἡμέρα πού μεγαλώνει κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ νύχτα πού κολοβώνεται.

Ἐγώ νομίζω πώς ἀκούω τήν κτίση νά διηγεῖται κάτι τέτοια. Βλέποντας αὐτά, ἄνθρωπε, σκέψου τό κρυφό πού σοῦ φανερώνουν τά φαινόμενα. Βλέπετε τή νύχτα πού προχώρησε στό ἀκρότατο σημεῖο της, ἐκεῖ σταμάτησε νά προχωρεῖ, κι ἄρχισε πάλι νά ἐπιστρέφει; Βάλε στό νοῦ σου ὅτι ἡ κακή νύχτα τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ μεγάλωσε ὅσο τῆς ἦταν δυνατό κι ἔφτασε μέ κάθε ἐπινόηση κακῶν στό ἀνώτερο μέγεθος τῆς κακίας, ἀνακόπηκε σήμερα ἀπό τήν παραπέρα προχώρησή της καί ἀπό δῶ καί πέρα ὠθεῖται πιά στόν περιορισμό καί στόν ἀφανισμό.

Βλέπεις ὅτι ἡ λάμψη τοῦ φωτός διαρκεῖ περισσότερο καί ὁ ἥλιος εἶναι πάνω ἀπό τό συνηθισμένο; Σκέψου τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, πού καταφωτίζει μέ τίς εὐαγγελικές ἀκτίνες ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἴσως καί γιά τό ὅτι δέν φανερώθηκε ὁ Κύριος ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά χάρισε τήν φανέρωση τῆς θεότητάς Του στήν ἀνθρώπινη ζωή στά τελευταῖα αὐτά χρόνια, θά σκεφτεῖ εὔλογα κανένας αὐτή τήν αἰτία, ὅτι αὐτός πού ἦταν νά κατεβεῖ μέσα στήν ἀνθρώπινη ζωή γιά τήν κατάλυση τῆς κακίας, περίμενε ὑποχρεωτικά νά βλαστήσει ὁλοκληρωτικά ἡ ἁμαρτία πού φύτεψε ὁ ἐχθρός. Καί τότε ὁδήγησε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, τό τσεκούρι στή ρίζα (Ματθ. 3, 10). Γιατί καί οἱ γιατροί, ὅσοι ὑπερέχουν στήν τέχνη τους, ὅσο ὁ πυρετός κρυφοκαίει ἀκόμα τό σῶμα καί ἐνῶ λίγο δυναμώνει ἀπό τίς νοσογόνες αἰτίες, ὑποχωροῦν σ᾿ αὐτόν, ὥσπου νά φτάσει στό ψηλότερό του σημεῖο, καί δέν προσφέρουν στόν ἄρρωστο καμιά βοήθεια μέσω τῶν τροφῶν. Ὅταν ὅμως τό κακό σταματήσει, τότε βάζουν σ᾿ ἐνέργεια τήν τέχνη τους, ὅταν ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια.

 Ἔτσι κι αὐτός πού γιατρεύει ὅσους νοσοῦν στήν ψυχήν περίμενε νά ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια τῆς κακίας πού αἰχμαλώτισε τή φύση τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μή μείνει ἀθεράπευτο κανένα κακό ἀπό ὅσα κρύβονταν, ἀφοῦ ὁ γιατρός θά θεράπευε μόνο ὅ,τι φαινόταν. Γιά αὐτό οὔτε κατά τήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὁπότε εἶχε καταφθαρεῖ μέσα στήν ἀδικία ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, δέν ἐπιφέρει μέ τήν ἐμφάνισή Του τήν ἴαση, ἐπειδή δέν εἶχε βλαστήσει ἀκόμα ὁ βλαστός τῆς σοδομιτικῆς κακίας. Οὔτε φαίνεται ὁ Κύριος τόν καιρό τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων. Γιατί πολλά ἀκόμα κακά κρύβονταν μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση. Πράγματι ποῦ ἦταν ὁ θεομάχος Φαραώ; Ποῦ ἡ ἀκαταδάμαστη κακία τῶν Αἰγυπτίων;

Οὔτε τότε ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τόν ἐπανορθωτή τοῦ παντός, τήν ἐποχή ἐννοῶ τῆς κακίας τῶν Αἰγυπτίων, νά ἀναμιχθεῖ στή ζωή μας, ἀλλά ἔπρεπε νά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί ἡ παρανομία τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔπρεπε ἀκόμα νά φανερωθεῖ στή ζωή καί ἡ βασιλεία τῶν Ἀσσυρίων καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ Ναβουχοδονόσορα πού κρυφόκαιγε. Ἔπρεπε νά ξεπεταχτεῖ σάν ἕνα πονηρό ὅλο ἀγκάθια φυτό ὁ δόλιος φόνος τῶν ὁσίων ἀπό τήν κακή ρίζα τοῦ διαβόλου. Ἔπρεπε νά ἐκδηλωθεῖ ἡ λύσσα τῶν Ἰουδαίων κατά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού σκότωσαν τούς προφῆτες καί λιθοβολοῦσαν τούς ἀπεσταλμένους του καί τέλος διέπραξαν τόν ἀνόσιο φόνο τοῦ Ζαχαρία ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 35).

Πρόσθεσε στόν κατάλογο τῶν κακουργημάτων καί τήν παιδοκτονία τοῦ Ἡρώδη. Ἀφοῦ λοιπόν παρουσιάστηκε ὅλη ἡ δύναμη τῆς κακίας ἀπό τήν πονηρή ρίζα καί αὐξήθηκε θρασομανώντας σέ πολλά εἴδη στίς προαιρέσεις τῶν γνωστῶν γιά τήν κακία τους κάθε γενιᾶς τότε, ὅπως λέει ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους, παραβλέποντας ὁ Θεός τούς χρόνους τῆς ἄγνοιας, ἔρχεται στίς ἔσχατες ἡμέρες (Πράξ. 17, 30), ὅταν δέν ὑπῆρχε κανένας πού νά γνωρίζει καί ν᾿ ἀναζητεῖ τό Θεό.

 Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ. Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.

Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα. Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά. Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.

 Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους. Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.

Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα.

Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψομε στή χαρά τῆς ἡμέρας, πού εὐαγγελίζονται οἱ ἄγγελοι στούς ποιμένες καί οἱ οὐρανοί διηγοῦνται στούς μάγους, τήν ὁποία ἀνακηρύττει τό Πνεῦμα τῆς προφητείας μέ τά πολλά καί διάφορα πού λέει, ὥστε καί οἱ μάγοι νά γίνουν κήρυκες τῆς χάριτος. Γιατί Ἐκεῖνος πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο του γιά δίκαιους καί ἄδικους, πού βρέχει γιά πονηρούς καί ἀγαθούς, ἔφερε τή λάμψη τῆς γνώσης καί τή δρόσο τοῦ Πνεύματος ἀκόμα καί σέ ξένα στόματα, ὥστε μέ τή μαρτυρία τῶν ἀντιθέτων νά βεβαιωθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ ἀλήθεια σ᾿ ἐμᾶς. Ἀκοῦς τόν οἰωνοσκόπο Βαλαάμ νά κηρύττει στούς ἀλλόφυλους μέ ἀνώτερη ἔμπνευση ὅτι «θ᾿ ἀνατείλει ἕνα ἀστέρι ἀπό τόν Ἰακώβ». Βλέπεις τούς μάγους, πού ἕλκουν ἀπό ἐκεῖνον τή γενιά τους, νά παρακολουθοῦν κατά τήν πρόρρηση τοῦ προπάτορα τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἄστρου, πού μόνο αὐτό διαφορετικά ἀπό τή φύση τῶν ἄλλων ἄστρων καί κινήθηκε καί σταμάτησε κάνοντας ἀνάλογα μέ τό τί χρειαζόταν πότε τό ἕνα πότε τό ἄλλο. Ἐνῶ δηλαδή ἀπό τά ἄλλα ἄστρα ἡ μία κατηγορία εἶναι τοποθετημένα στήν ἁπλανή σφαίρα καί τούς ἔλαχε στάση ἀπαρασάλευτη, καί τά ἄλλα δέν παύουν ποτέ νά κινοῦνται, τό ἀστέρι τοῦτο καί κινεῖται ὁδηγώντας τούς μάγους ἀλλά καί σταματᾶ δείχνοντας τόν τόπο. Ἀκοῦς τόν Ἠσαΐα νά φωνάζει «γεννήθηκε γιά χάρη μας παιδί καί μᾶς δόθηκε υἱός» (Ἠσ. 9, 6). Μάθε ἀπό τόν ἴδιο τόν προφήτη πῶς γεννήθηκε τό παιδί, πῶς μᾶς δόθηκε υἱός. Ἄραγε κατά τό φυσικό νόμο; Ὄχι, λέει ὁ προφήτης. Ὁ Κύριος τῆς φύσης δέ γίνεται δοῦλος τῆς φύσης. Πές μου ὅμως, πῶς γεννήθηκε τό παιδί. «Νά», λέει, «ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού ἑρμηνεύεται ̒ὁ Θεός εἶναι μαζί μας᾿» (Ἠσ. 7, 14). Πώ πώ θαῦμα! Ἡ παρθένος γίνεται μητέρα καί παραμένει παρθένος.

Βλέπεις τήν καινοτομία τῆς φύσης. Στίς ἄλλες γυναῖκες ὅσο μία εἶναι παρθένος δέν εἶναι μητέρα, ὅταν ὅμως γίνει μητέρα δέν ἔχει πιά τό γνώρισμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ καί τά δύο ὀνόματα συνέπεσαν. Ἡ ἴδια εἶναι καί μητέρα καί παρθένος καί οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τή γέννηση οὔτε ἡ γέννηση κατάργησε τήν παρθενία. Ἔπρεπε αὐτός πού ἦρθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γιά ν᾿ ἀφθαρτοποιήσει τό πᾶν, ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν ἀφθαρσία πού ἐξυπηρετοῦσε τή γέννησή του.

 Ἡ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζει ̒ἄφθορη᾿ αὐτήν πού δέν ἔχει πείρα γάμου. Αὐτό μοῦ φαίνεται ἔχει κατανοήσει πρῶτος Ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς ὁ μέγας μέ τή θεοφάνεια πού τοῦ ἔγινε μέ τό φῶς, ὅταν ἡ φωτιά ἄναβε στή βάτο καί ἡ βάτος δέν καιγόταν. Γιατί λέει, «θά μεταβῶ καί θά δῶ αὐτό τό μέγα ὅραμα» (Ἐξ. 3, 3). Δέ δηλώνει νομίζω τοπική κίνηση μέ τή μετάβαση, ἀλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Αὐτό δηλαδή πού προτυπώθηκε τότε μέ τή φλόγα καί τή βάτο, ἀφοῦ πέρασε ὁ ἐνδιάμεσος χρόνος, ἀποκαλύφθηκε φανερά στό μυστήριο μέ τήν Παρθένο. Ὅπως ἐκεῖ ὁ θάμνος ἐνῶ φλογίζεται δέν καίγεται, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ Παρθένος καί γεννᾶ τό φῶς ἀλλά καί δέν παθαίνει καμιά φθορά.

Ἄν τώρα ἡ βάτος προτυπώνει τό σῶμα τῆς Παρθένου, μήν ντραπεῖς γιά τό αἴνιγμα. Γιατί κάθε σάρκα ἐπειδή παραδέχεται τήν ἁμαρτία, εἶναι ἁμαρτία ἀκριβῶς κατά τό ὅτι εἶναι μόνο σάρκα (Β´ Βασ. 23, 6), ἐνῶ ἡ ἁμαρτία στή Γραφή παίρνει τό ὄνομα τοῦ ἀγκαθιοῦ. Καί γιά νά μήν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό θέμα μας, ἴσως δέν εἶναι ἄκαιρο νά φέρομε τόν Ζαχαρία πού σκοτώθηκε ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστηρίο ὡς μάρτυρα τῆς ἄφθορης μητέρας. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας καί ὄχι μόνο ἱερέας, ἀλλά εἶχε καί τό χάρισμα τῆς προφητείας (Λουκᾶ 1, 3 ἑ), πού ἡ δύναμή της διακηρύσσεται γραμμένη μέσα στό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν προετοίμαζε ἡ θεία Χάρη τούς ἀνθρώπους νά μή θεωρήσουν ἀπίθανη τή γέννηση τῆς Παρθένου, προετοιμάζει τή συγκατάθεση τῶν ἀπίστων μέ μικρότερα θαύματα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἡλικιωμένη στείρα ἀποχτᾶ παιδί. Αὐτό εἶναι τό προοίμιο τοῦ θαύματος τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδή ἡ Ἐλισάβετ δέ γίνεται μητέρα μέ τή φυσική της δύναμη, ἀφοῦ εἶχε γηράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, ἀλλά ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀποδίδεται στό θεῖο θέλημα, ἔτσι καί τό ἀπίστευτο τοῦ παρθενικοῦ κοιλοπονήματος, γίνεται πιστευτό μέ τήν ἀναφορά του στό θεῖο.

Ἐπειδή λοιπόν ὁ υἱός πού προῆλθε ἀπό τή στείρα προλαμβάνει αὐτόν πού προῆλθε ἀπό τήν παρθενία, αὐτός πού σκίρτησε προτοῦ γεννηθεῖ μέσα στά σπλάχνα τῆς μητέρας του μέ τή φωνή ἐκείνης πού κυοφοροῦσε τόν Κύριο, ὅταν γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος τοῦ Λόγου, τότε μέ τήν προφητική ἔμπνευση λύεται ἡ σιωπή τοῦ Ζαχαρία. Καί ὅσα διατυπώνει ὁ Ζαχαρίας ἀποτελοῦσαν προφητεία γιά τό μέλλον. Αὐτός λοιπόν πού τό προφητικό πνεῦμα τόν χειραγωγεῖ στή γνώση τῶν κρυπτῶν, κατανοώντας τό μυστήριο τῆς παρθενίας στήν ἄφθαρτη γέννηση, δέν ἀποχώρισε μέσα στό ναό τήν ἄγαμη μητέρα ἀπό τόν τόπο τόν προκαθορισμένο ἀπό τό νόμο γιά τίς παρθένες, θέλοντας νά διδάξει τούς Ἰουδαίους ὅτι ὁ δημιουργός τῶν ὄντων καί βασιλεύς ὅλης τῆς κτίσης, μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔχει ὑποχείριά του καί τήν ἀνθρωπίνη φύση, τήν κατευθύνει μέ τή θέλησή του ὅπου αὐτός νομίζει καί δέν ἐξουσιάζεται αὐτός ἀπό ἐκείνην, ὥστε εἶναι στήν ἐξουσία καί τή δύναμή του νά δημιουργήσει νέα γέννηση. Ἡ γέννηση αὐτή δέ θ᾿ ἀφαιρέσει ἀπό αὐτήν πού ἔγινε μητέρα τό νά μείνει παρθένος.

 Γι᾿ αὐτό δέν τήν ἀποχώρισε μέσα στό ναό ἀπό τή θέση τῶν παρθένων. Καί ἡ θέση αὐτή ἦταν ὁ τόπος ἀνάμεσα στό ναό καί τό θυσιαστήριο. Ἐπειδή λοιπόν ἄκουγαν ὅτι θά γεννηθεῖ κατ᾿ οἰκονομίαν σάν ἄνθρωπος ὁ βασιλιάς τῆς κτίσης, ἀπό φόβο νά μή γίνουν ὑποχείριοι σέ βασιλιά σκοτώνουν αὐτόν πού ἔδινε μαρτυρία γιά τή γέννηση, τόν ἱερέα πού ἱερούργησε κοντά στό ἴδιο τό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 25). Πλανηθήκαμε ὅμως μακριά ἀπό τό θέμα μας, ἐνῶ ἔπρεπε ὁ λόγος μας νά γυρίσει στή Βηθλεέμ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀληθινά ποιμένες κι ἀγρυπνοῦμε γιά τά ἴδια μας ποίμνια, τότε ἀπευθύνεται ὁπωσδήποτε σ᾿ ἐμᾶς ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων, πού εὐαγγελίζεται αὐτή τή μεγάλη χαρά (Λουκᾶ 2, 10).

Ἄς ὑψώσομε λοιπόν τό βλέμμα στήν οὐράνια στρατιά, ἄς δοῦμε τούς χορούς τῶν ἀγγέλων, ἄς ἀκούσομε τή θεία τους ὑμνωδία. Ποιός εἶναι ὁ ὕμνος τῶν ἑορταστῶν; Φωνάζουν, «δόξα νά ἔχει ὁ Θεός στόν οὐρανό» (Λουκᾶ 2, 14). Γιατί οἱ ἄγγελοι δοξάζουν τή θεότητα πού βλέπομε στά ὕψη; Γιατί λέγοντας «καί εἰρήνη πάνω στή γῆ» ἔγιναν ὁλόχαροι γιά τό ὅ,τι ἔβλεπαν οἱ ἄγγελοι«εἰρήνη πάνω στή γῆ». Ἡ προηγουμένως καταραμένη, αὐτή πού γενοῦσε ἀγκάθια καί τριβόλια, ὁ τόπος τῆς συμπλοκῆς, ἡ ἐξορία τῶν καταδικασμένων, ἡ γῆ δηλαδή δέχτηκε τήν εἰρήνη. Πώ πώ θαῦμα! «Ἡ ἀλήθεια ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ καί ἀπό τόν οὐρανό πρόβαλε ἡ δικαιοσύνη» (Ψαλμ. 84, 12)! Τέτοιο καρπό καρποφόρησε ἡ γῆ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά γίνονται γιά τήν ἐκδήλωση τῆς καλῆς διάθεσης πρός τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἀναμιγνύεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ὕψος τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἀκούσει αὐτά τά πράγματα ἄς πᾶμε στή Βηθλεέμ κι ἄς δοῦμε τό νέο θέαμα, πῶς χαίρεται ἡ Παρθένος γιά τή γέννηση, πῶς ἡ ἄσχετη μέ τό γάμο περιποιεῖται τό νήπιο. Καί πρῶτα ποιά εἶναι αὐτή καί ἀπό ποῦ θ᾿ ἀκούσομε νά μᾶς ἐξιστοροῦνται τά σχετικά μέ αὐτή.

Ἄκουσα λοιπόν μιά ἀπόκρυφη ἱστορία, πού διηγεῖται τά ἑξῆς. Ὁ πατέρας τῆς Παρθένου ἦταν ὀνομαστός γιά τήν αὐστηρή ζωή του σύμφωνα μέ τό νόμο καί γνωστός γιά τίς ἀρετές του. Εἶχε γεράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, γιατί ἡ γυναίκα του δέν ἦταν σέ θέση νά τεκνοποιήσει. Ὁ νόμος τιμοῦσε τίς μητέρες, καί τήν τιμή αὐτή δέν τήν εἶχαν οἱ στεῖρες. Μιμεῖται λοιπόν κι ἐκείνη ὅ,τι λένε οἱ διηγήσεις γιά τή μητέρα τοῦ Σαμουήλ (Α´ Βασ. 1, 12 ἑ). Μπαίνει μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἱκετεύει τό Θεό νά μή χάσει τίς εὐλογίες τῶν νόμων, χωρίς νά ἔχει παραβεῖ καθόλου τό νόμο, ἀλλά νά γίνει μητέρα καί ν᾿ ἀφιερώσει τό παιδί της στό Θεό. Δυναμωμένη ἀπό τό θεῖο σημάδι ἔλαβε τή χάρη πού εἶχε ζητήσει.

 Ὅταν γεννήθηκε τό παιδί τό ὀνόμασε Μαρία, γιά νά δηλωθεῖ καί μέ τό ὄνομα ὅτι ἦταν θεϊκή χάρη. Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετά τό κοριτσάκι, ὥστε νά μή χρειάζεται νά θηλάζει, τό ἀποδίδει ἀμέσως στό Θεό, ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσή της καί τό παραδίνει στό ναό. Οἱ ἱερεῖς ἀνατρέφουν τήν κόρη μέσα στά Ἅγια ὅμοια ὅπως τό Σαμουήλ κι ὅταν μεγάλωσε, σκέφτηκαν τί νά κάνουν μέ τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα ὥστε νά μήν ἁμαρτήσουν στό Θεό. Νά τή δεσμεύσουν στό νόμο τῆς φύσης καί νά τήν ὑποδουλώσουν μέ τό γάμο σ᾿ αὐτόν πού θά τήν ἔπαιρνε, θά ἦταν τό πιό ἀπαράδεκτο. Θεωρήθηκε πέρα πέρα ἱεροσυλία, νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος κύριος τοῦ ἀφιερώματος στό Θεό, ἀφοῦ οἱ νόμοι ὁρίζουν ὅτι ὁ ἄνδρας εἶναι κύριος τῆς γυναίκας. Γιά τούς ἱερεῖς ὅμως νά τούς συναναστρέφεται μέσα στό ναό μιά γυναίκα καί νά τή βλέπουν μέσα στά Ἅγια καί νόμιμο δέν ἦταν κι ἀκόμα ἔλειπε ἀπό τό γεγονός ἡ σεμνότητα.

Καθώς σκέφτονται τί ν᾿ ἀποφασίσουν γι᾿ αὐτά, τούς ἔρχεται συμβουλή ἀπό τό Θεό, νά τή δώσουν σέ κάποιον μέ τόν τύπο τῆς μνηστείας, ἀλλά αὐτός νά εἶναι ἄνθρωπος κατάλληλος νά προστατεύσει τήν παρθενία της. Βρέθηκε λοιπόν ὁ Ἰωσήφ, ὅπως τόν ζητοῦσαν, ἀπό τήν ἴδια φυλή καί πατριά μέ τήν Παρθένο καί μνηστεύεται τήν κόρη κατά τή συμβουλή τῶν ἱερέων. Ἡ σχέση ἔμεινε ὥς τή μνηστεία. Τότε ἡ Παρθένος δέχεται τήν ἀγγελία τοῦ μυστικοῦ ἀπό τό Γαβριήλ. Τά λόγια τῆς ἀγγελίας ἦταν εὐλογία. «Χαῖρε», λέει, «ἐσύ πού ἔχεις τή χάρη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου» (Λουκᾶ 1, 26). Ἀντίθετος στό λόγο πρός τήν πρώτη γυναίκα εἶναι τώρα ὁ λόγος πρός τήν Παρθένο. Ἡ πρώτη καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία της στούς πόνους τοῦ τοκετοῦ (Γεν. 3, 16), ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Παρθένου ἡ χαρά διώχνει τή λύπη. Στήν πρώτη προηγήθηκαν ἀπό τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ οἱ λύπες, ἐδῶ ἡ χαρά ἀπομακρύνει τόν πόνο.

«Μή φοβᾶσαι», λέει. Ἐπειδή σέ κάθε γυναίκα ἡ προσδοκία τοῦ πόνου προκαλεῖ φόβο, ἡ ὑπόσχεση τῆς γλυκιᾶς ὠδίνης διώχνει τό φόβο. «Θά συλλάβεις», λέει, «καί θά γεννήσεις υἱό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του». Καί τί ἀπαντᾶ ἡ Μαρία; Ἄκουσε τό λόγο τῆς ἁγνῆς Παρθένου. Ὁ ἄγγελος τῆς εὐαγγελίζεται τή γέννηση κι αὐτή ἐπιμένει στήν παρθενία της, κρίνοντας προτιμότερη ἀπό τήν ἀγγελική ἐμφάνιση τό ὅτι ἦταν ἁγνή καί οὔτε πρός τόν ἄγγελο δείχνει δυσπιστία οὔτε τίς γνῶμες της ἐγκαταλείπει. Μοῦ ἔχει ἀποκλειστεῖ, λέει, ἡ σχέση μέ ἄνδρα· «πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄνδρα; ».

Αὐτός ὁ λόγος τῆς Μαρίας εἶναι ἀπόδειξη αὐτῶν πού ἱστοροῦνται συγκεκαλυμμένα. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωσήφ τήν εἶχε πάρει σέ γάμο, πῶς θά παραξενευόταν μ᾿ ἐκεῖνον πού τῆς προμηνοῦσε τή γέννηση, ἀφοῦ περίμενε ὅτι κάποτε θά γινόταν κι αὐτή μητέρα κατά τό φυσικό νόμο; Ἐπειδή ὅμως ἡ σάρκα πού εἶχε ἀφιερωθεῖ στό Θεό ἔπρεπε νά φυλάγεται ἀνέπαφη ὅπως ἕνα ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέει, ἀκόμα κι ἄν εἶσαι ἄγγελος κι ἄν ἔρχεσαι ἀπό τόν οὐρανό κι ὅ,τι βλέπω εἶναι πέρα ἀπό τ᾿ ἀνθρώπινα, ἀλλά τό νά γνωρίσω ἄνδρα εἶναι ἀπό τά ἀδύνατα. Καί πῶς θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Τόν Ἰωσήφ τόν ξέρω ὡς μνηστήρα μου, δέν τόν γνωρίζω ὡς ἄνδρα. Τί λέει λοιπόν ὁ νυμφαγωγός Γαβριήλ; Ποιό νυφικό θάλαμο προσφέρει στόν καθαρό κι ἀμίαντο γάμο; «Πνεῦμα», λέει, «ἅγιο θά ρθεῖ ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου». Ὤ σπλάχνα μακάρια πού ἀπέσπασαν ἀπό τήν ὑπερβολική καθαρότητα τους τά ἀγαθά τῆς ψυχῆς. Σέ ὅλους τούς ἄλλους, μόλις μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ καθαρή ψυχή. Ἐδῶ ὅμως δοχεῖο τοῦ Πνεύματος γίνεται ἡ σάρκα. Ἀλλά «καί θά σ᾿ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου».

Τί σημαίνει ὁ μυστικός αὐτός λόγος; Ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Α´ Κορ 1, 24). Ἡ δύναμη λοιπόν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός παίρνει μορφή στήν Παρθένο μέ τήν ἐπέλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως δηλαδή ἡ σκιά τῶν σωμάτων παίρνει τή μορφή τοῦ σώματος πού προηγεῖται, ἔτσι ὁ χαρακτήρας καί τά γνωρίσματα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ θά φανοῦν στή δύναμη αὐτοῦ πού γεννιέται, πού θά δείχνονται μέ τίς ἐκδηλώσεις τῆς θαυματουργίας, εἰκόνα καί σφραγίδα καί ἀποσκίασμα καί ἀπαύγασμα τοῦ πρωτοτύπου.

Ἀλλά τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μᾶς προτρέπει νά γυρίσομε στή Βηθλεέμ καί νά παρατηρήσομε τά μυστήρια τοῦ σπηλαίου. Ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτό; Ἕνα παιδί τυλιγμένο στά σπάργανα ν᾿ ἀναπαύεται μέσα σέ φάτνη, καί ἡ Παρθένος ἀκόμα καί μετά τή γέννηση, ἡ ἄφθορη μητέρα περιποιεῖται τό μικρό. Ἄς ποῦμε ἐμεῖς οἱ ποιμένες τό λόγο τοῦ προφήτη· «ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας» (Ψαλμ. 42). Δέν ἔγιναν ἄραγε αὐτά τυχαῖα κι ὅπως ἦρθαν καί συνέπεσαν νά ἐξιστοροῦνται γιά τό Χριστό ἤ ἡ ἱστορία ἔχει κάποιο λόγο; Τί νόημα ἔχει γιά τόν Κύριο τό κατάλυμα στό σπήλαιο καί τό πλάγιασμά του στή φάτνη, ἡ ἀνάμιξή του μέσα στή ζωή τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς τῶν φόρων; Ἤ εἶναι φανερό ὅτι ὅπως μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή νομική κατάρα μέ τό νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος κατάρα γιά χάρη μας (Γαλ. 3, 13) καί μεταφέρει στόν ἑαυτό του τά δικά μας τραύματα, γιά νά γίνομε καλά ἐμεῖς μέ τά δικά του τραύματα (Ἠσ. 53, 9), ἔτσι γίνεται καί μέ τή φορολογία, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας, πού ἔδεναν τό ἀνθρώπινο γένος καθώς τό φορολογοῦσε ὁ θάνατος;

 Ἀλλά βλέποντας τό σπήλαιο ὅπου γεννιέται ὁ Κύριος, βάλε στό νοῦ σου τό σκοτεινό καί ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπου φθάνει καί ἐκεῖνος πού φανερώνεται σ᾿ αὐτούς πού κάθονται στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2). Καί τυλίγεται σφιχτά μέσα στά σπάργνα, αὐτός πού ἔχει φορέσει τίς σειρές τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων, ὅπου γεννιέται ὁ Λόγος, γιά νά καταλάβει τό βόδι τόν ἀφέντη του καί ὁ ὄνος τό παχνί τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3). Βόδι εἶναι αὐτός πού εἶναι στό ζυγό τοῦ νόμου, ἐνῶ ὄνος τό μεταφορικό ζῶο, τό φορτωμένο μέ τήν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.

Καί ἡ κατάλληλη βέβαια γιά τά ζῶα τροφή καί ζωή εἶναι τό χόρτο· «αὐτός πού κάνει νά φυτρώνει χόρτο γιά τά ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14), λέει ὁ προφήτης, ἐνῶ τό λογικό ζῶο τρέφεται μέ ψωμί. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ἑ) τοποθετεῖται μέσα στή φάτνη, πού εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων, γιά νά μεταλάβουν καί τά ἄλογα τροφή λογική καί νά γίνουν λογικά. Γίνεται λοιπόν μέσα στή φάτνη ἀνάμεσα στό βόδι καί τόν ὄνο ὁ Κύριος μεσίτης καί τῶν δύο, γιά νά γκρεμίσει τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καί νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τούς δύο σέ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργώντας τοῦ ἑνός τό βαρύ ζυγό τοῦ Νόμου καί τόν ἄλλο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπό τό φορτίο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλά ἄς ὑψώσομε τό βλέμμα στά οὐράνια θαύματα. Γιατί νά, δέ μᾶς εὐαγγελίζονται τή χαρά αὐτήν μόνο προφῆτες καί ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ οὐρανοί μέ τά δικά τους θαύματα διαλαλοῦν τή δόξα τοῦ Εὐαγγελίου.

 Ὁ Χριστός ἔχει ἀνατείλει γιά χάρη μας ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν καταφωτίζονται ἀπό αὐτόν πού ἀνέτειλε. Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι ἀπό τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι ἀπό τήν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στή γνώση ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν καί τό βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν. Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι τόν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρῆκαν αὐτόν πού ζητοῦσαν. Αὐτοί ταράζονται ἀπό τή γέννηση ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθεῖ. Γιατί λέει, «ὅταν εἶδαν οἱ μάγοι τό ἄστρο πάνω ἀπό τό μέρος ὅπου ἦταν τό παιδί δοκίμασαν μεγάλη χαρά. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε τό λόγο ταράχτηκε καί μαζί του ὅλα τά Ἰεροσόλυμα» (Ματθ. 2, 10).

Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿αὐτόν λίβανο ὅπως σέ Θεό, τιμοῦν μέ χρυσό τό βασιλικό ἀξίωμα, καί τήν οἰκονομία κατά τό πάθος τή δηλώνουν μέ τή σμύρνα κατά κάποια προφητική χάρη. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στήν ἐξόντωση ὅλη τήν παιδική ἡλικία, πράγμα πού μοῦ φαίνεται ὅτι τούς κατηγορεῖ ὄχι μόνο γιά τή σκληρότητα ἀλλά καί γιά τήν ἀνοησία τους. Ποιό λόγο δηλαδή εἶχε ὁ φόνος τῶν παιδιῶν; Καί γιά ποιό σκοπό τόλμησαν τό ἀνόσιο αὐτό ἔγκλημα; Ἐπειδή, λέει, ἕνα νέο θαυμαστό φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ μήνυσε στούς μάγους τήν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέα.

Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τό σημεῖο πού τόν μήνυσε εἶναι ἀληθινό ἤ θεωρεῖς ἀνυπόστατο, ὅ,τι λέγεται; Ἄν εἶναι τέτοιος ὥστε νά κάνει ὑποχείριους τούς οὐρανούς, αὐτό δέν εἶναι ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό τή δύναμή σου; Ἄν ὅμως δίνει στήν ἐξουσία σου τή ζωή καί τό θάνατό του, τόν φοβᾶσαι μάταια. Γιατί αὐτόν πού φέρεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ὑποχείριος στήν ἐξουσία σου, γιά ποιό λόγο εἶναι ἐπίφοβος; Γιατί ἐξαπολύεται ἡ φρικτή ἐκείνη διαταγή, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφαση κατά τῶν παιδιῶν, νά ἐξοντωθοῦν τά ἄμοιρα βρέφη; Ποιά ἀδικία ἔκαναν; Ποιά ἀφορμή θανάτου ἤ τιμωρίας ἔδωσαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους; Τό ἔγκλημά τους ἦταν ἕνα, ὅτι γεννήθηκαν καί εἶδαν τό φῶς.

Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά γεμίσει ἡ πόλη ἀπό δημίους καί νά μαζευτεῖ πλῆθος μητέρων καί νηπίων, κόσμος νά τούς συμπαραστέκεται καί οἱ γονεῖς καί ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό νά μαζεύονται γιά τή συμφορά τῶν συγγενῶν τους. Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει μέ τό λόγο τίς συμφορές; Ποιός μέ τή διήγησή του θά φέρει μπροστά στά μάτια μας τή δυστυχία; Τόν ἀνάμικτο ἐκεῖνο θρῆνο, τό γοερό μοιρολόι παιδιῶν, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων, πού κραύγαζαν ἀξιολύπητα μπροστά στήν ἀπειλή τῶν δημίων; Πῶς νά ζωγραφίσει κανένας τό δήμιο κοντά στό νήπιο μέ γυμνό τό ξίφος, μέ βλέμμα ὅλο κακία καί φόνο καί παρόμοια καί νά μιλᾶ, νά σέρνει πρός τόν ἑαυτό του τό βρέφος μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ὑψώνει τό ξίφος, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα νά τραβάει τό παιδί πρός τό δικό της μέρος καί ν᾿ ἁπλώνει τό δικό της τράχηλο στήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ, γιά νά μή δεῖ μέ τά μάτια της τό δόλιο της παιδί νά τό σκοτώνουν τά χέρια τοῦ δημίου;

Πῶς πάλι θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κάποιος τά ὅσα δοκίμασαν οἱ πατέρες; Τίς ἀνακλήσεις τῶν παιδιῶν τους, τίς κραυγές, τά σφιχταγκαλιάσματα, καί πολλά παρόμοια πού τά ἔκαναν ὅλα μαζί; Ποιός μπορεῖ νά διεκτραγωδήσει τήν πολλαπλή καί πολύτροπη συμφορά, τίς διπλές ὠδίνες τῶν μητέρων πού μόλις γέννησαν, τά διαπεραστικά μαχαίρια τῆς φύσης; Πῶς τό δόλιο βρέφος κολλοῦσε στό μαστό τῆς μητέρας καί στά σπλάχνα του δεχόταν τό θανάσιμο χτύπημα; Πῶς ἡ δύστυχη μάννα καί τό μαστό της ἔδινε στό παιδί καί τοῦ παιδιοῦ της τό αἷμα δεχόταν στούς κόρφους της; Πολλές φορές μάλιστα μέ τήν κίνηση τοῦ χεριοῦ του ὁ δῆμιος, μ᾿ ἕνα χτύπημα τοῦ ξίφους πέρασε μαζί πέρα γιά πέρα παιδί καί μητέρα καί τό αἷμα ἔκανε κοινό αὐλάκι ἀνακατεμένο ἀπό τό μητρικό τραῦμα καί τή θανάσιμη λαβωματιά τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή περιεῖχε κι αὐτό ἡ ἀνίερη διαταγή τοῦ Ἡρώδη, νά μή ἐφαρμοστεῖ ἡ θανατική ἀπόφαση μόνο στά ἀρτιγέννητα, ἀλλά κι ἄν κάποιο ἦταν δύο ἐτῶν νά φονευτεῖ κι αὐτό μαζί (Ματθ. 2, 16) (γιατί ἔγραφε ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω), ἄλλη συμφορά πάλι θέλει νά πεῖ ὁ λόγος μ᾿ αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, γιατί πολλές φορές τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκανε δύο φορές μητέρα τήν ἴδια γυναίκα. Θλιβερό πάλι θέαμα κι ἐδῶ, δύο δήμιοι ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἴδια μάννα, ὁ ἕνας νά τραβάει τό παιδί πού τρέχει γύρω στή μητέρα κι ὁ ἄλλος νά ξεκολλάει ἀπό τήν μάννα τό βρέφος τῆς ἀγκαλιᾶς.

Τί εἶναι φυσικό ὅτι θά ὑπόφερε ἡ δύστυχη μάνα; Σκιζόταν ἡ καρδιά της στά δύο παιδιά της κι ἔκαιγε καί τῶν δύο ὁ πόνος ἐξίσου τά μητρικά σπλάχνα καί δέν ἤξερε ποιόν ἀπό τούς δύο δημίους ν᾿ ἀκολουθήσει, πού ὁ ἕνας ἀπό δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ ἔσερναν τά παιδιά νά τά σφάξουν; Νά τρέξει στό νεογέννητο; τό κλάμα του εἶναι ἀκόμη χωρίς εἱρμό καί χωρίς ἔκφραση. Ἀκούει ὅμως τό ἄλλο πού μιλάει πιά καί φωνάζει τή μητέρα του κλαίγοντας καί μέ διακοπτόμενη φωνή. Τί νά κάνει; Πῶς ν᾿ ἀνταποκριθεῖ; Σέ ποιοῦ τό κάλεσμα ν᾿ ἀπαντήσει; Μέ ποιοῦ τήν κραυγή νά ἑνώσει τή δική της; Ποιόν θάνατο νά θρηνήσει, ἀφοῦ ἴσα τήν σκίζουν τά μαχαίρια τῆς φύσης;

Ἀλλά ἄς ἀπομακρύνομε τήν ἀκοή μας ἀπό τούς θρήνους γιά τά παιδιά κι ἄς στρέψομε τό νοῦ μας σέ πιό χαρούμενες σκέψεις πού ταιριάζουν καλύτερα στήν ἑορτή, ἄν καί ἡ Ραχήλ μέ δυνατές φωνές, ὅπως λέει ὁ προφήτης ( Ἰερ. 31, 15.. Ματθ. 2, 17), θρηνεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν της. Στήν ἑορτάσιμη ἡμέρα, λέει ὁ σοφός Σολομών, πρέπει νά ξεχνοῦμε τίς συμφορές. Καί ποιά ἄλλη ἑορτή πιό χαρμόσυνη ἀπό αὐτήν ἔχομε, κατά τήν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σκορπίζοντας τά πονηρά σκοτάδια τοῦ διαβόλου φωτίζει τήν κτίση μέ τήν ἴδια μας τή φύση, μέσα στήν ὁποία ὅ,τι ἔχει πέσει σηκώνεται, ὅ,τι βρίσκεται σέ πόλεμο ὁδηγεῖται στήν εἰρήνευση, τό ἀποκηρυγμένο ἐπαναφέρεται, ὅ,τι ἔχει ἐκπέσει ἀπό τή ζωή ἐπανέρχεται στή ζωή, ὅ,τι εἶχε ὑποδουλωθεῖ κι αἰχμαλωτιστεῖ ἀποκαθίσταται στό βασιλικό ἀξίωμα, κι ὅ,τι ἦταν δέμενο μέ τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐπιστρέφει ἐλευθερωμένο στή χώρα τῶν ζωντανῶν; Τώρα, σύμφωνα μέ τήν προφητεία, συντρίβονται οἱ χάλκινες πύλες τοῦ θανάτου (Ψαλμ. 106, 14)· θραύονται οἱ σιδερένιοι μοχλοί, πού πρῶτα κρατοῦσαν στήν εἱρκτή καί στή φύλαξη τοῦ θανάτου τό ἀνθρώπινο γένος. Τώρα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης (Ψαλμ. 117, 19).

Τώρα ἀκούγονται σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη ὁμόφωνα τά τραγούδια ὅσων ἑορτάζουν. Ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ὁ θάνατος καί ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος σήκωσε αὐτόν πού εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίστηκε τή γυναίκα. Ἡ πρώτη ἄνοιξε τήν εἴσοδο στήν ἁμαρτία, αὐτή ἐδῶ ὑπηρέτησε τήν εἴσοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη δέχτηκε τή συμβουλή τοῦ φιδιοῦ, αὐτή μᾶς ἔδωσε τόν ἀναιρέτη τοῦ φιδιοῦ καί γέννησε τό δημιουργό τοῦ φωτός. Ἐκείνη μᾶς ἔφερε μέ τό δέντρο τήν ἁμαρτία, αὐτή μέ τό ξύλο ἔφερε στή θέση τῆς ἁμαρτίας τό ἀγαθό. Ξύλο ἐννοῶ τό σταυρό. Ὁ καρπός τοῦ ξύλου αὐτοῦ δέ λείπει ποτέ καί γίνεται ζωή ἀμάραντη γι᾿ αὐτούς πού τόν γεύονται. Καί κανένας νά μή νομίζει ὅτι μόνο στό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία αὐτή. Ἄς σκεφτεῖ ὅτι τό Πάσχα εἶναι τό τέλος τῆς οἰκονομίας. Καί πῶς θά γινόταν τό πέρας, ἄς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀρχή; Ποιό εἶναι ἀρχικότερο ἀπό τό ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ γέννηση ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ πάθους.

Καί τοῦ Πάσχα λοιπόν οἱ ἔπαινοι εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς γέννησης. Κι ἄν ἀριθμήσει κανένας τά εὐεργετήματα ὅσων ἱστοροῦν τά εὐαγγέλια καί διηγηθεῖ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, τή διατροφή χωρίς τά ἀπαιτούμενα τρόφιμα, τήν ἐπιστροφή τῶν νεκρῶν ἀπό τά μνήματα, τήν αὐτοσχέδια παρασκευή τοῦ κρασιοῦ, τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἔπειτα ἀπό λογῆς ἀρρώστιες, τίς ἀνορθώσεις τῶν κουτσῶν, τήν ὅραση πού ἦρθε ἀπό τόν πηλό, τά θεῖα διδάγματα, τίς νομοθεσίες, τή μύηση πρός τά ὑψηλότερα μέ τίς παραβολές, ὅλα αὐτά εἶναι δωρεά τῆς σημερινῆς ἡμέρας· γιατί αὐτή ἔγινε ἀρχή στά ἀγαθά πού ἀκολούθησαν. «Ἄς χαροῦμε» λοιπόν «κι ἄς εὐφρανθοῦμε κατά τή διάρκεια αὐτῆς» (Ψαλμ. 43, 17). Ἄς μή φοβηθοῦμε τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων καί ἄς μήν νικηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθειά τους νά μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης. Αὐτοί χλευάζουν τό λόγο τῆς οἰκονομίας, ὅτι δέν ἁρμόζει νά λάβει ὁ Κύριος σῶμα ἀνθρώπου καί μέ τή γέννηση ν᾿ ἀναμιχθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγνοώντας, ὅπως φαίνεται, τό μυστήριο, πῶς δηλαδή οἰκονόμησε τή σωτηρία μας ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Πουληθήκαμε ἑκούσια μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποδουλωθήκαμε στόν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας σάν δοῦλοι ἀγορασμένοι.

Τί παραπάνω ἤθελες νά σοῦ προσφέρει ὁ Κύριος ; Ὄχι τό νά ἐξαιρεθεῖς ἀπό τή συμφορά; Τί λεπτολογεῖς τόν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στό νομοθέτη, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τίς εὐεργεσίες του; Εἶναι σάν νά ἀποκρούει κανένας τό γιατρό καί μέμφεται τήν εὐεργετική ἐπέμβασή του, ἐπειδή πραγματοποίησε τή θεραπεία μ᾿ αὐτόν κι ὄχι μέ ἄλλο τρόπο. Ἄν ἐπιζητεῖς ἀπό περιέργεια νά μάθεις τό μέγεθος τῆς οἰκονομίας, σοῦ φτάνει τόσο μόνο, ὅτι τό θεῖο δέν εἶναι ἕνα μόνο ὁρισμένο ἀγαθό, ἀλλά ὅποιο ἀγαθό μποροῦμε νά φανταστοῦμε, ἐκεῖνο εἶναι· δύναμη, δικαιοσύνη, ἀγαθότητα, σοφία, ὅσα ὀνόματα καί νοήματα ἔχουν σημασία κατάλληλη γιά τό θεῖο.

Πρόσεξε λοιπόν μήπως δέ συνεργάστηκαν ὅσα εἴπαμε στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔγινε, ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἀγάπησε τόν ἀποστάτη· ὡς σοφός, βρῆκε τρόπο νά ἐπανέλθουν οἱ ὑποδουλωμένοι· ὡς δίκαιος, δέν πιέζει αὐτόν πού ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπόκτησε μέ τό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀντάλλαγμα γιά τούς ὑποδουλωμένους, ὥστε, ἀναλαμβάνοντας σάν κάποιος ἐγγυτής τήν ὀφειλή, νά ἐλευθερώσει τόν κρατούμενο. Ὡς δυνατός πού ἦταν, δέν κρατήθηκε ἀπό τόν Ἅδη οὔτε τό σῶμα του γνώρισε τή φθορά. Οὔτε βέβαια ἦταν δυνατό νά νικηθεῖ ἀπό τή φθορά ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς. Ἀλλά ἦταν ντροπή νά ἀνεχθεῖ ἀνθρώπινη γέννηση καί νά δεχτεῖ τήν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τῆς σάρκας; Μιλᾶς γιά τήν ὑπερβολή τῆς εὐεργεσίας.

Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο. Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης. Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016





Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου 
και Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού



 Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Άγιον Όρος. Φορητή εικόνα, 16ος αι.



ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ 
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ 
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ
ΜΕ ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣΔΟΤΗ ΧΑΡΑ

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ    Ε Τ Ε Χ Θ Η


Ὑπόμνημα εἰς τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο- Δ΄ ΟΜΙΛΙΑ (Ἀπόσπασμα)


 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


 Ἀφοῦ λοιπὸν ὀνόμασε ὅλους τούς προγόνους καὶ ἔφτασε στὸν Ἰωσήφ, δὲν σταμάτησε σ’ αὐτό τὸ σημεῖο, ἀλλά πρόσθεσε: «Ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἄνδρας τῆς Μαρίας», ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἐξαιτίας της τὸν περιέλαβε στὸ γενεαλογικὸ δέντρο πού ἔκανε. Ἔπειτα ἀκούγοντας τὴ φράση «ἄνδρα Μαρίας», γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὸν κοινὸ νόμο τῆς φύσης, πρόσεξε πῶς τὸ διορθώνει αὐτό μὲ τὰ παρακάτω πού λέει. Ἄκουσες, λέει, τὴ λέξη ἄνδρας, ἄκουσες τὴ λέξη μητέρα, ἄκουσες τὸ ὄνομα πού ὁρίσθηκε γιὰ τὸ παιδί, ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὸ πῶς γεννήθηκε αὐτό: «Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἔτσι». Γιὰ ποιὰ γέννηση μοῦ μιλᾶς; Πές μου, ἂν καὶ ἀνέφερες τοὺς προγόνους. Θέλω ὅμως νὰ μοῦ μιλήσεις καὶ γιὰ τὸ πῶς ἔγινε ἡ γέννηση. Εἶδες πῶς ἀνέβασε ψηλὰ τὸν ἀκροατή; Καθὼς ἐπρόκειτο κάτι πιὸ καινούργιο νὰ πεῖ, ὑπόσχεται νὰ μιλήσει καὶ γιὰ τὸν τρόπο.

Πρόσεξε τὴν ἄριστη συμφωνία τῶν λεγομένων. Δὲν πηγαίνει ὁ συγγραφέας κατευθείαν στὴ γέννηση, ἀλλά πρῶτα μᾶς θυμίζει σὲ ποιὰ σειρὰ βρισκόταν ἂν ἀρχίσουμε νὰ μετρᾶμε ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, σὲ ποιὰ σειρὰ ἀπὸ τὸν Δαβίδ, σὲ ποιὰ ἀπὸ τὴ μετανάστευση ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα, καὶ μ’ ὅλα αὐτά ἀναγκάζει τὸν ἀκριβολόγο ἀκροατὴ νὰ ἐρευνήσει τὸν ἀριθμό τῶν ἐτῶν, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο προφήτευσαν οἱ προφῆτες. Ἂν μετρήσεις τὶς γενιὲς καὶ πεισθεῖς ἀπὸ τὸ μέτρημα τῶν χρόνων ὅτι αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν οἱ προφῆτες, εὔκολα θὰ παραδεχτεῖς καὶ τὸν θαυματουργικὸ τρόπο τῆς γεννήσεώς του. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ πεῖ κάτι πάρα πολὺ σπουδαῖο, ὅτι δηλαδὴ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, προτοῦ νὰ λογαριάσει τὸν χρόνο, συγκαλύπτει αὐτό πού εἰπώθηκε «τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας», μᾶλλον συντομεύει τὴν ἴδια τὴ διήγηση τῆς γεννήσεως. Ἀπαριθμεῖ λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὰ χρόνια, θυμίζοντας στὸν ἀκροατή, ὅτι αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει ἀφοῦ ἐξέλιπαν στὸ μέλλον οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων.

Γι’ αὐτόν ὁ προφήτης Δανιὴλ προφήτευσε ὅτι θὰ ἔλθει, ἀφοῦ περάσουν πολλὲς χρονικὲς περίοδοι πού τὶς ὀνομάζει «ἑβδομάδες». Ἂν θελήσει κάποιος τὰ χρόνια πού περιλαμβάνονται σ’ αὐτές τὶς χρονικὲς περιόδους, πού ὁ ἄγγελος ἀνέφερε στὸν Δανιήλ, νὰ τὰ ἀριθμήσει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν οἰκοδόμηση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φθάσει στὴ γέννησή του, θὰ δεῖ ὅτι συμφωνοῦν αὐτά μ’ ἐκεῖνα πού προφητεύτηκαν.

Νὰ σοῦ πῶ λοιπὸν πῶς γεννήθηκε; «Ἀφοῦ μνηστεύθηκε ἡ μητέρα του Μαρία». Δὲν εἶπε ἡ παρθένος, ἀλλά ἁπλά ἡ μητέρα, γιὰ νὰ γίνει πιὸ εὔκολα ἀποδεκτὸς αὐτός ὁ λόγος. Γι’ αὐτό προετοιμάζει πρῶτα τὸν ἀκροατὴ νὰ προσδοκᾶ νὰ ἀκούσει κάτι συνηθισμένο, καὶ ἀφοῦ τὸ πετυχαίνει αὐτό, τότε τὸν ξαφνιάζει μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ παράδοξου γεγονότος, λέγοντας ὅτι: «Προτοῦ νὰ συνευρεθοῦν ἔμεινε ἔγκυος μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Δὲν εἶπε: «Προτοῦ νὰ ὁδηγηθεῖ αὐτή στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ», γιατί ἤδη κατοικοῦσε ἐκεῖ. Ὑπῆρχε ἔθιμο στοὺς παλιούς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὶς γυναῖκες πού μνηστεύονταν νὰ τὶς κρατοῦν στὸ σπίτι τους, πράγμα πού θὰ μποροῦσε νὰ συναντήσει κανεὶς νὰ συμβαίνει καὶ στὶς μέρες μας. Γιὰ παράδειγμα οἱ γαμπροὶ τοῦ Λὼτ κατοικοῦσαν μαζί του στὸ σπίτι του. Κι αὐτή λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ κατοικοῦσε στὸ σπίτι του.

Ρωτᾶς γιατί δὲν ἔμεινε ἔγκυος πρὶν ἀπὸ τὴ μνηστεία της; Ὅπως εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ συγκαλύψει τὸ γεγονὸς καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ Παρθένος ἀπὸ κάθε πονηρὴ ὑπόνοια. Γιατί ὅταν αὐτός, πού κυρίως ὀφείλει νὰ εἶναι ζηλιάρης περισσότερο ἀπὸ ὅλους, ἀποδεικνύεται ὅτι ὄχι μόνο δὲν τὴν ἐκθέτει, οὔτε τὴν ἐξευτελίζει, ἀλλά τὴν ἀποδέχεται καὶ τὴν περιποιεῖται μετὰ τὴν κύηση, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἂν δὲν ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος ὁ ἴδιος, ὅτι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προερχόταν αὐτό πού ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ, δὲν θὰ συγκρατιόταν ὁ ἴδιος καὶ δὲν θὰ ἔκανε ὅλα τὰ ἄλλα πού ἔκανε. Ἀκριβῶς μὲ ἔντονο τρόπο ἔγραψε καὶ τὸ «Ἔμεινε ἔγκυος», πού συνηθίζεται νὰ λέγεται γιὰ παράδοξα καὶ ἀνέλπιστα πράγματα, πού δὲν τὰ περιμένει κανεὶς νὰ συμβοῦν. Μὴν προχωρεῖς λοιπὸν περισσότερο, μὴν ζητᾶς ν’ ἀκούσεις κάτι πέρα ἀπ’ αὐτά πού εἰπώθηκαν, μὴ λές: «Πῶς τὸ ἔκανε αὐτό τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ γίνει ἀπὸ μία παρθένο;». Ἂν εἶναι ἀδύνατο νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ δημιουργικὴ φύση διαμορφώνει τὰ πράγματα, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὰ παραπάνω ὅταν θαυματουργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Τὰ λέω ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρεῖς τὸν Εὐαγγελιστὴ οὔτε νὰ τὸν ἐνοχλεῖς συνέχεια μὲ τέτοιες ἐρωτήσεις. Ἀφοῦ εἶπε ποιὸς ἔκανε τὸ θαῦμα, ἔκλεισε τὴν ὑπόθεση. Λέει, «Τίποτε περισσότερο δὲν γνωρίζω, παρὰ ὅτι αὐτό πού συνέβη ἔγινε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».

Πρέπει νὰ νιώθουν ντροπὴ ὅσοι λεπτολογοῦν τόσο πολὺ μὲ τὴ θεϊκὴ αὐτή γέννηση. Γιατί ἂν αὐτή ἡ γέννηση πού ἔχει μύριους μάρτυρες καὶ πού ἔχει προαναγγελθεῖ πρὶν ἀπὸ τόσα πολλὰ χρόνια καὶ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἐξετάσθηκε λεπτομερῶς ἀπὸ πολλούς, κανεὶς ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἑρμηνεύσει, δὲν εἶναι τελείως τρελλοὶ αὐτοί πού περιεργάζονται τὸ ἀπόρρητο αὐτό γεγονὸς καὶ τὸ ἐξετάζουν μὲ περιέργεια; Γιατί οὔτε ὁ Γαβριήλ, οὔτε ὁ Ματθαῖος μπόρεσαν νὰ ποῦν κάτι παραπάνω, παρὰ μόνον ὅτι αὐτό συνέβη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τό πῶς συνέβη αὐτό ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ ποιὸ τρόπο, κανεὶς ἀπό τούς δύο δὲν προσπάθησε νὰ τὸ ἑρμηνεύσει, οὔτε βέβαια αὐτό ἦταν δυνατόν. Μὴ νομίσεις, ἀκροατή, ὅτι ἔμαθες τὰ πάντα ἀκούγοντας ὅτι αὐτά συνέβησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί πολλὰ ἀγνοοῦμε ἀκόμη κι ἂν πληροφορούμασταν πῶς ὁ ἄπειρος βρίσκεται στὴ μήτρα, πῶς αὐτός πού συγκρατεῖ τὸ σύμπαν κυοφορεῖται ἀπὸ γυναίκα, πῶς γεννᾶ ἡ Παρθένος καὶ παραμένει παρθένος. Πές μου, πῶς δημιούργησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα αὐτόν τὸν ναό, δηλαδὴ τὸν Χριστό; Πῶς ἔλαβε ὁ Κύριος ἕνα μέρος τῆς σάρκας του ἀπὸ τὴ μήτρα καὶ τὸ αὔξησε αὐτό καὶ τὸ μορφοποίησε; Τὸ ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὴ σάρκα τῆς Παρθένου, τὸ δήλωσε λέγοντας: «Τὸ παιδὶ πού περιμένει», καὶ ὁ Παῦλος εἶπε: «Γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα», ἀποστομώνοντας αὐτούς πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε σὰν νὰ πέρασε ἀπὸ κάποιο σωλήνα. Ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί χρειαζόταν ἡ μήτρα; Ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε δὲν θὰ εἶχε τίποτε κοινὸ μὲ μᾶς ὁ Χριστός, θὰ εἶχε κάποια ἄλλη σάρκα κι ὄχι ὅμοια μὲ τὴ δική μας. Πῶς ὅμως θὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἰεσσαί; Πῶς θὰ ἦταν ἡ ράβδος; Πῶς θὰ ὀνομαζόταν υἱὸς ἀνθρώπου; Πῶς θὰ εἶχε μητέρα τὴ Μαριάμ; Πῶς θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαβίδ; Πῶς πῆρε τελικὰ μορφὴ δούλου; Πῶς «ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος»; Πῶς γράφει στοὺς Ρωμαίους ὁ Παῦλος: «Ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, πού ἐξουσιὰζει τὰ πάντα»; Τὸ ὅτι ὅμως κατάγεται ἀπό μᾶς καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας φύραμα καὶ ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἀποδεικνύεται κι ἀπ’ αὐτά καὶ ἀπὸ ἄλλα πολὺ περισσότερα. Τὸ πῶς συνέβησαν αὐτά, δὲν εἶναι καθόλου γνωστό. Λοιπὸν μὴν ἐρευνᾶς καὶ σύ, ἀναγνώστη, ἀλλά δέξου τὴν ἀποκάλυψη καὶ μὴν περιεργάζεσαι αὐτό πού ἀποσιώπησε ὁ Θεός.



Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο

Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου:

 Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, Λόγος Α´.

 

Κεφάλαιο γ΄: Περὶ τῆς τοῦ Λόγου Σαρκώσεως καὶ κατὰ τίνα τρόπον δι᾿ ὑμᾶς ἐσαρκώθη.

Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ τὴν ἀπόῤῥητη γέννησή του ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία καὶ νὰ κατανοήσουμε καλὰ τὸ μυστήριο τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γένους μας τὸ κρυμμένο πρὸ τῶν αἰώνων (Ἐφες. 3: 9), θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἑξῆς γνωστὴ εἰκόνα:

Κατὰ τὴν δημιουργία τῆς προμήτορος Εὔας ὁ Θεὸς πῆρε τὴν ἔμψυχη πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε σὲ γυναῖκα, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐμφύσησε σ᾿ αὐτὴν πνοὴ ζωῆς καθὼς καὶ στὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τὸ μέρος ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν σάρκα του τὸ τελειοποίησε σὲ ὁλόκληρο σῶμα γυναικός, τὴν δὲ ἀπαρχὴ τοῦ πνεύματος ποὺ ἔλαβε μαζὶ μὲ τὴν ἔμψυχη σάρκα τὴν τελειοποίησε σὲ ψυχὴ ζωντανὴ δημιουργώντας μὲ τὰ δυὸ μαζὶ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεὸς πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρία ἔμψυχη σάρκα σὰν ζύμη καὶ μικρὴ ἀπαρχὴ ἀπὸ τὸ φύραμα τῆς φύσεώς μας -δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ- καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν δική του ἀκατάληπτη καὶ ἀπρόσιτη Θεότητα. Ἢ μᾶλλον ἕνωσε πραγματικὰ ὅλη τὴν ὑπόσταση τῆς Θεότητός του μὲ τὴν δική μας φύση, τὴν ἔσμιξε ἄμικτα μ᾿ αὐτὴ καὶ τὴν ἔκανε ἅγιο ναό του. Ἔτσι ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀδὰμ ἔγινε ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τέλειος ἄνθρωπος.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ἔτσι, ἀφοῦ δανείστηκε τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μαρία καὶ τὴν ἔλαβε χωρὶς σπορά, γεννήθηκε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν πρωτόπλαστο. Ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παράβαση ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς μας στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας μὲ τὴν ἐκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναγεννήσεώς μας στὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν λέει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ χοϊκός. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ Κύριος, εἶναι ἐπουράνιος. Ὅ,τι λογῆς ἦταν ὁ χοϊκὸς τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι οἱ χοϊκοὶ καὶ ὅ,τι λογῆς εἶναι ὁ ἐπουράνιος τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ἐπουράνιοι δι᾿ αὐτοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 47-48). Καὶ πάλι: «Ἡ ἀπαρχὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 23).

Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγῳ τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστᾶ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν. Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του -τὴν Ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει- καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν. Ἔτσι χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐξουσία νὰ γίνονται τέκνα Θεοῦ (Ἰωάν. 1: 12)· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγιναν καὶ πάντοτε θὰ γίνονται καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψουν νὰ γίνονται. Ἄκουσε καὶ τὸν θεῖο Παῦλο ποὺ παρακινεῖ σ᾿ αὐτό: «Ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.» (Α´ Κορ. 15: 49).

Ὁ Θεὸς λοιπὸν τοῦ παντὸς μὲ τὴν σωματική του παρουσία στὴν γῆ ἦλθε γιὰ νὰ ἀναπλάσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ εὐλογήσει ὅλη τὴν κτίση ποὺ ἐπέσυρε ἐπάνω της τὴν κατάρα ἐξαιτίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πρῶτα ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ ἔλαβε καὶ ἀφθαρτώντας την τὴν θέωσε, ἐνῶ τὸ ἄχραντο σῶμα του, ἂν καὶ τὸ θέωσε, ὅμως τὸ κρατοῦσε ἀκόμη φθαρτὸ καὶ ὑλικό. Γιατὶ τὸ σῶμα ποὺ τρώει καὶ πίνει, κοπιάζει καὶ ἱδρώνει, δένεται καὶ σέρνεται, ὑψώνεται στὸν σταυρὸ καὶ καρφώνεται, εἶναι βέβαια φθαρτὸ καὶ ὑλικό, ἀφοῦ μάλιστα πέθανε καὶ τοποθετήθηκε νεκρὸ στὸ μνημεῖο. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασή του συνανέστησε καὶ τὸ σῶμα του ἄφθαρτο, πνευματικό, ὅλο Θεῖο καὶ ἄυλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν συνέτριψε τὶς σφραγῖδες τοῦ μνήματος, εἰσερχόταν δὲ καὶ ἐξερχόταν ἐλεύθερα μέσα ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες.

Ἀλλὰ γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ δὲν ἔκανε ἀμέσως καὶ τὸ σῶμα πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο; ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδὰμ τρώγοντας τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ εὐθὺς μὲν μὲ τὴν παράβαση πέθανε κατὰ τὴν ψυχή, ἐνῷ κατὰ τὸ σῶμα ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα ἀνέστησε καὶ ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ τιμωρήθηκε μὲ τὸ ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, ἔπειτα δὲ οἰκονόμησε νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸ σῶμα τὴν ἀφθαρσία διὰ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὸ ποὺ διὰ τοῦ θανάτου ἐπέστρεφε στὴν γῆ κατὰ τὴν ἀρχαία ἀπόφαση. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κατέβηκε στὸν ᾅδη ἐλευθερώνοντας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων ἁγίων καὶ τὶς κατέταξε σὲ τόπο ἀναπαύσεως καὶ ἀνεσπέρου φωτός. Τὰ σώματά τους ὅμως δὲν τὰ ἀνέστησε, ἀλλὰ τὰ ἄφησε στοὺς τάφους μέχρι τὴν κοινὴ ἀνάσταση.

Τὸ μυστήριο λοιπὸν αὐτὸ ποὺ συντελέστηκε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σὲ κάθε ἅγιο καὶ γίνεται ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα σὲ κάθε πιστό. Γιατὶ λαμβάνοντας τὸ πνεῦμα τοῦ Δεσπότη καὶ Θεοῦ μας συμμετέχουμε στὴν θεότητά του, τρώγοντας δὲ τὴν πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ συγγενεῖς του, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ θεῖος Παῦλος βεβαιώνει: «Εἴμαστε ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του» (Ἐφεσ. 5: 30) καὶ ἀλλοῦ: «ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς θεότητός του ὅλοι ἐμεῖς λάβαμε ἀλλεπάλληλες δωρεές» (Ἰωάν. 1:16 καὶ Κολασ. 2:9). Ἔτσι γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Δεσπότη μας ἀνακαινισμένοι στὴν ψυχή, ἄφθαρτοι καὶ ἀναστημένοι ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμαστε. Τότε βλέπουμε αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὅμοιός μας καὶ βλεπόμαστε ἀπ᾿ αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε ὅμοιοί του, ὅπως κάποιος βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ πρόσωπο τοῦ φίλου του καὶ διαλέγεται μ᾿ αὐτὸν καὶ συνομιλεῖ καὶ ἀκούει τὴν φωνή του.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι καὶ οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ τωρινοὶ πνευματικὰ βλέποντες δὲν βλέπουν σχῆμα ἢ εἶδος ἢ ὁμοίωμα, ἀλλὰ φῶς ἀσχημάτιστο, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι φῶς ἐκ τοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἂν καὶ φτάνουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὰ σώματά τους δὲν γίνονται ἀμέσως ἄφθαρτα καὶ πνευματικά, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σίδερο ποὺ πυρακτώνεται στὴν φωτιὰ παίρνει τὴν λαμπρότητά της, ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν γίνεται πάλι ψυχρὸ καὶ μαῦρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὰ σώματα τῶν ἁγίων: Μετέχοντας καὶ αὐτὰ στὸ Θεῖο πῦρ, δηλαδὴ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγῆ καὶ πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα σώματα. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀμέσως καὶ αὐτὰ παραδίδονται στὴν φθορὰ καὶ διαλύονται σιγὰ-σιγά. Ἄλλα ὅμως διατηροῦνται γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε ἐντελῶς ἄφθαρτα οὔτε πάλι τελείως φθαρτά, ἀλλὰ διασῴζουν μέσα τοὺς τὰ γνωρίσματα καὶ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς φθορᾶς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴν τέλεια ἀφθαρσία καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὴν τελευταία καὶ κοινὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ ἀφθαρτοποιηθοῦν τὰ ἀνθρώπινα σώματα, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς πρῶτα πλάστηκε ἡ φύση ἄφθαρτη καὶ ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι πάλι πρῶτα ἡ κτίση πρέπει νὰ μεταποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία καὶ μετὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀλλάξουν καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὰ φθαρτὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πνευματικὸς πιὰ καὶ ἀθάνατος νὰ κατοικήσει σὲ τόπο ἄφθαρτο, αἰώνιο καὶ πνευματικό. Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἄκουσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο ποὺ τὸ βεβαιώνει: «Θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου σὰν κλέπτης τὴν νύχτα καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ καοῦν καὶ θὰ λυώσουν» (Β´ Πέτρου 3:10, 12), ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναχωνευθοῦν καὶ νὰ ἀναστοιχειωθοῦν σὲ καλύτερη καὶ αἰώνια κατάσταση.

Ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ αὐτό; Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προσθέτει στὴν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος: «Καινούριους οὐρανοὺς καὶ καινούρια γῆ προσδοκοῦμε κατὰ τὴν ἐπαγγελία σου» (Β´ Πέτρου 3: 13). Τίνος τὴν ἐπαγγελία; Ἀσφαλῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν» (Ματθ. 24: 35). Παρέλευση τοῦ οὐρανοῦ ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγή του, γι᾿ αὐτὸ λέει ὅτι ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀλλάξει, ὅμως οἱ δικοί του λόγοι θὰ μένουν ἀναλλοίωτοι καὶ σταθεροί. Αὐτὸ προανήγγειλε καὶ ὁ προφήτης Δαυίδ: «Σὰν μανδύα θὰ τοὺς τυλίξεις καὶ θὰ ἀλλάξουν, ἐσὺ ὅμως θὰ παραμείνεις ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σου δὲν θὰ ἐκλείψουν» (Ψαλμ., 101: 27-28). Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια;

Κεφάλαιο ι΄: Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς συλλαμβάνουσι τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ πώς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιά μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου το μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.

Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν τὸν Ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β’ Κορ. 4: 6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορ. 4: 6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορ. 4: 6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (Ἰωάν. 4: 24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ Ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμ. 1: 25).

Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μᾶς κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ρεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (Λουκ. 12: 49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ Ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;

Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (Ἰωάν. 6: 56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.

Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο –μὴ γένοιτο– αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σέ μᾶς πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας 26: 18).

Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (Λουκ. 8: 21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδεῖες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.

Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο του τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο Ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα –ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ– ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.

Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν Θεία του φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (Ἰωάν. 1: 14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ 3: 1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.

Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ Ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς –ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία– γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ Αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι.

Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ τοῦ Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ Ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς της γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.

Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γενννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι Δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ Κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι της ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ της εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.

Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ Ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ Αὐτήν.

Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰώνες. Ἀμήν.