Μνήμη Ευρέσεως Τιμίου Σταυρού μετά των Τιμίων Ήλων
υπό της Αγίας Ελένης
υπό της Αγίας Ελένης
Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν,
Βλέπειν τὸ σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον.
Βλέπειν τὸ σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον.
Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μὲν κράνους,
Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δὲ κράτος.
Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δὲ κράτος.
Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Δυο φορές τον χρόνο εορτάζει πανηγυρικά η Εκκλησία μας τον Τίμιον Σταυρόν. Μια για την ανεύρεση του την 6ην Μαρτίου του 326 μ.Χ. και μία κατά την Ύψωση του την 14ην Σεπτεμβρίου, στα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Το σημαντικόν, και όχι πολύ γνωστόν, στον διπλόν αυτόν έορτασμόν είναι το γεγονός ότι αποκαλύπτεται άλλο ένα μέγα μυστήριον της απερίγραπτης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και μάλιστα κατά την θεία λατρεία, που ενώνει την γη με τον ουρανό.
Το γεγονός αυτό εκφράζει επιγραμματικά την σωτηρία του εκπεσμένου ανθρώπου, τον όποιον παίρνει από την Κόλαση της πτώσεως του και τον θρονιάζει πάλι μέσα στο Παράδεισο της αιώνιας αγάπης. Πιο συγκεκριμένα, παίρνει με την σταυρική του θυσία τον προδότη Ιούδα τον Ισκαριώτη, πού αντιπροσωπεύει όλην την προδοσία του ανθρωπίνου γένους και την αμέτρητη αγνωμοσύνη του έναντι του Σωτήρος Χριστού, και οδηγεί σε άλλον Ιούδα, επίσης Εβραίον, που έγινε οδηγός στην ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και φανερώνει την μεταστροφή και την μετάνοια του ανθρώπου και την πορεία του στην αγιότητα. Όπως ακριβώς έγινε και με τον δεύτερον αυτόν Ιούδα, που πίστεψε, μετανόησε και έγινε Χριστιανός με το όνομα Κυριάκος. Αργότερα έγινε κληρικός και Επίσκοπος Ιεροσολύμων, μετά τον Πατριάρχην Μακάριον, και αφού μαρτύρησε, μαζί με την μητέρα του ΄Αννα, μπήκε στο Αγιολόγιον της Εκκλησίας και η ετήσια μνήμη του εορτάζεται την 28ην Οκτωβρίου.
Το «Συναξάρι» της ημέρας αυτής αναφέρει: «Τη αύτη ήμερα Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυριακού του φανερώσαντος τον Τίμιον Σταυρόν, επί της Βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Ελένης της αυτού μητρός ». Και για την μητέρα του ’ννα, που γιορτάζει την ίδια μέρα : «Τη αύτη ημέρα, η μήτηρ του ’γιου Κυριακού ’ννα, λαμπάσι φλεχθεΐσα και ξεσθεΐσα ετελειώθη ». Και λίγα για τον βίον του:
«Ο ’γιος Κυριάκος, πρώην Ιούδας, μετά την φανέρωση του Τιμίου Σταυρού επίστευσε, εβαπτίσθη Χριστιανός και έγινε, όπως προαναφέραμε, Επίσκοπος Ιεροσολύμων και έζησε ως τις ήμερες του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη. Αυτός όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, μετά την εκστρατεία του κατά των Περσών, έμαθε για τον ’γιον Κυριακόν τι ήταν και τι έγινε και τον διέταξε αυστηρά να θυσιάση στα είδωλα. Ό ’γιος, όμως, αρνήθηκε αποφασιστικά και ήλεγξε με τόλμην την ειδωλολατρία του Ιουλιανού. Τότε εκείνος διέταξε να του κόψουν το δεξί του χέρι, διότι καθώς είπε: «Πολλές επιστολές έχει γράψει το χέρι αυτό, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πολλοί από τα είδωλα του Δωδεκαθέου ». Ύστερα διέταξε να ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στο στόμα του Αγίου, που ομολογούσε και δοξολογούσε τον Χριστόν και στη συνέχεια τον έβαλαν οι δήμιοι μπρούμυτα σε πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, που ήταν ένα από τα όργανα βασανισμού των Χριστιανών.
Όταν ήλθε η μητέρα του, που είχε γίνει και αυτή πιστή Χριστιανή, στον τόπον του μαρτυρίου του παιδιού της, ο Ιουλιανός διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να σκίζουν το κορμί της με σιδερένια νύχια, που ήταν κι αυτό άλλο ένα εργαλείο βασανισμού των Χριστιανών, και αφού την έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριον. Ύστερα έρριξαν τον ’γιον Κυριακόν, σε ένα μεγάλο καμίνι, τον εθανάτωσαν με ξίφος, κόβοντας το κεφάλι του».
Η ανεύρεση και ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που είναι η σημαία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, έγινε με τρόπον θαυμαστόν και υπερθαύμαστον από την Αγίαν Ελένην την Ισαπόστολον, που είχε μεταβή για προσκύνηση στους ’γιους Τόπους και με την ρητήν εντολήν του γιου της αυτοκράτορας Κωνσταντίνου να βρή τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον είχαν εξαφανίσει οι αντίχριστοι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες. Είχαν ρίξει και τους τρείς σταυρούς σε έναν βαθύ λάκκον και τον σκέπασαν με χώματα και πέτρες και πολλά σκουπίδια. Εκεί έμεινε ο Τίμιος Σταυρός για περισσότερα από τριακόσια χρόνια.
Όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευνες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιεροσόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την τοποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρτο », αυτό, που λέγεται και σήμερα βασιλικός. Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώση εντολή να αρχίσουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστόν. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενικήν κατάπληξιν όλων των παρισταμένων
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μοναδική και πανίερη. Καθάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποιος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρισκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια. Η Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός θα θεράπευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβαλαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και σηκώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» ( Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων ), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Αμέσως μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού η Αγ. Ελένη, έχτισε (στον Γολγοθά τον Ναόν της Αναστάσεως και στην συνέχεια τον Ναόν της Γεννήσεως στο Σπήλαιον της Βηθλεέμ και τον Ναόν του Όρους των Ελαίων. Και όταν ο Πατριάρχης Μακάριος έστησε τον Τίμιον Σταυρόν στον ναόν του Πατριαρχείου για προσκύνηση από τον πιστόν λαόν, ήταν η 14η Σεπτεμβρίου του 326 και γι' αυτό καθιερώθηκε από τότε να εορτάζεται το γεγονός της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού από την Εκκλησίαν την ημέραν αυτήν. Την ίδιαν ήμερα εορτάζεται και η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που έγινε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειον (628 μ.Χ.), όταν ενίκησε τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν κλέψει τον Τίμιον Σταυρόν άπο τα Ιεροσόλυμα. Σήμερα το μεγαλύτερον τεμάχιον του Τιμίου Σταυρού διασώζεται στον ’γιον Όρος, στην Ί. Μονή Ξηροποτάμου.
Η ανεύρεση και η ύψωση του Τιμίου Σταυρού είναι ασφαλώς μέγα γεγονός της παγκοσμίας ιστορίας, διότι αφορά στο σύνολον της ανθρωπότητας, ανεξαρτήτως αν δεν έχουν ακόμα αποδεχθή την Χριστιανική Πίστη και δεν γνωρίζουν όλοι την αλλαγή πορείας της ιστορίας. Ιδιαίτερα, όμως, είναι κορυφαίον γεγονός στην Ιστορία της Εκκλησίας, διότι επιβεβαιώνει και επισφραγίζει την δωρεάν της σωτηρίας σε όλον τον κόσμον και καλεί αδιαλείπτως κάθε άνθρωπον να επιστρέψη στην αληθινήν πατρίδα του Παραδείσου. Δεν είναι απλώς συμβολική και ενδεικτική η μεταστροφή του Ιούδα, που έγινε Χριστιανός και ’γιος Μάρτυς της Εκκλησίας, ωσάν να αποπλύνη την προδοσία του άλλου Ιούδα του Ισκαριώτη, που παρέδωσε τον Θεάνθρωπον στους σταυρωτές του. Και είναι τούτο μέγα δίδαγμα για κάθε άνθρωπο, που όσον και αν έχει πέσει στο έσχατον άκρον της αμαρτίας, όπως ο Ισκαριώτης, μπορεί και πρέπει να διανύση την απόσταση μεταξύ αμαρτίας και σωτηρίας, μεταξύ προδοσίας και μετανοίας, πού δεν έκανε ο πρώτος Ιούδας, αλλά αγχονίσθηκε μέσα στην απελπισία του. Αυτή η μέγιστη μεταστροφή του δεύτερου Ιούδα είναι ο αιώνιος και εμπράγματος αντίλαλος της προσευχής του Θεανθρώπου την ώρα της θυσίας του, όταν παρεκαλεσε τον Θεόν Πατέρα και είπε για τους σταυρωτές του τον λόγον της ύψιστης συγνώμης για όλους τους άρνητές του, άρα και του Ιούδα:
«Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι » ( Λουκ. ΚΓ' 34).
Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές για τον εορτασμόν του Τιμίου Σταυρού, θα θέλαμε να αναφέρουμε τον σχετικόν λόγον ενός μακαριστού Γέροντος, που έλεγε:
«Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού, παιδιά μου, δεν γίνεται μόνον κατά την εορτήν της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά κάθε φορά, πού μετανοεί μια ψυχή και πηγαίνει κοντά στον Χριστόν. Μας το είπε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος: «Λέγω δε υμίν ότι ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι » ( Λουκ. ΙΕ' 7). Γιατί η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού φανερώνει τον θρίαμβον της θυσιαστικής αγάπης και αυτός ο θρίαμβος αποτελεί μεγάλη χαρά στον ουρανόν του Θεού και γίνεται κάθε φορά, που μετανοεί αληθινά ένας άνθρωπος. Γι' αυτό ας μετανοούμε όλοι μας συνεχώς και αληθινά, για να κυρίαρχη πάντοτε η χαρά και στην γη και στον ουρανόν. Αμήν».
Η επίσκεψη της αγίας Ελένης στην Κύπρο
Το ταξίδι της αγίας Ελένης στην Παλαιστίνη στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., η θαυματουργική εύρεση του Τιμίου Σταυρού και η μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη συνδέονται άμεσα με την Κύπρο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η αγία Ελένη ολοκλήρωσε το έργο της στους Αγίους Τόπους και ανακάλυψε τους τρεις σταυρούς, αυτόν του Χριστού και τους δύο των ληστών, καθώς και τα καρφιά της σταυρώσεως του Κυρίου, πήρε το δρόμο της επιστροφής στην Βασιλεύουσα. Με βάση λοιπόν αυτή την παράδοση, άγρια θαλασσοταραχή αναγκάζει την αγία Ελένη να αράξει στα νότια παράλια της Κύπρου, στις εκβολές του αρχαίου χειμάρρου Τέτιου, που από τότε ονομάστηκε Βασιλοπόταμος προς τιμή της μητέρας του Βασιλιά. Αφού η συνοδεία της Αγίας αποβιβάστηκε στο νησί, ο Τίμιος Σταυρός μεταφέρθηκε από θεία δύναμη στην κορυφή του όρους Όλυμπος, του σημερινού δηλαδή Σταυροβουνίου, υποδεικνύοντας στην Αγία τη θέση όπου έπρεπε να ανεγείρει ναό προς τιμήν του. Ανταποκρινόμενη η ταπεινή αυτοκράτειρα προς τη θεϊκή βούληση και αφού πρώτα κατάργησε τον ειδωλολατρικό ναό που προϋπήρχε, έκτισε στην ίδια θέση ναό προς δόξαν του αληθινού Θεού. Δώρισε μάλιστα σε αυτό το ναό ένα από τα καρφιά της Σταυρώσεως και τον ένα από τους σταυρούς των ληστών, αφού προηγουμένως είχε τοποθετήσει στο κέντρο του ένα τεμάχιο από το Τίμιο Ξύλο.
Στη συνέχεια και με βάση την ίδια παράδοση, η Αγία Ελένη κτίζει και άλλους ναούς στην Κύπρο, προικίζοντάς τους και εκείνους με τα ιερά σύμβολα του Πάθους του Κυρίου. Έτσι μεταδίδεται στη συνέχεια η τιμή του Τιμίου Σταυρού σε όλη την Κύπρο. Σημαντικότερα προσκυνήματα είναι αυτά στα χωριά Λεύκαρα, Τόχνη, Ανώγυρα, Κουκά και Όμοδος, στα οποία υπάρχουν σημαντικές εκκλησίες. Και σε άλλα μέρη όμως της Κύπρου διαδόθηκε η τιμή του Σταυρού, όπου και διασώζονται σημαντικές Μονές, όπως στην Πλατανιστάσα η Μονή του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι, στην Τσάδα της Πάφου η Μονή του Τιμίου Σταυρού της Μίνθης και στο Πελένδρι η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Ιερά Μονή Σταυροβουνίου στην Κύπρο
Ο ναός του Τιμίου Σταυρού στο όρος Όλυμπος, το σημερινό δηλαδή Σταυροβούνι, παρόλο που από το 329 μ.Χ. που κτίστηκε μέχρι και το 10ο αιώνα δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες, γνωρίζουμε ότι λόγω των ιερών κειμηλίων και χάρη στο δύσβατο και ήσυχο του χώρου, μετατράπηκε νωρίς σε Μονή. Μία πολύ ενδιαφέρουσα γραπτή μαρτυρία για τη Μονή, που προέρχεται από τον Ρώσο αρχιμανδρίτη Δανιήλ, ο οποίος επισκέπτεται το νησί το 1106 μ.Χ. δικαιολογεί τη μεταγενέστερη ονομασία της Μονής ως του «Τιμίου Σταυρού του Θεοκρεμμάστου». Να τι γράφει: «Τελούνται εδώ, στον τόπο τούτο, σημεία μεγάλα και θαυμαστά από το Σταυρό αυτό μέχρι σήμερα. Κρεμάται δε ο Σταυρός αυτός στον αέρα, χωρίς να στηρίζεται στη γη με οποιαδήποτε μέσο, διότι το ’γιο Πνεύμα τον συγκρατεί στον αέρα».
Από την περίοδο της Φραγκοκρατίας και ιδιαιτέρως της περιόδου των Λουζινιανών 1192-1489 μ.Χ έως και την Ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας η Μονή περνά δύσκολες στιγμές. Η διαφύλαξη όμως του Τιμίου Σταυρού μέσα από λεηλασίες, πυρκαγιές και κατακτήσεις είναι έργο ασφαλώς της προνοίας του Θεού, αλλά και δείγμα της βαθιάς πίστης, ευλάβειας και αυτοθυσίας των μοναχών. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τους πρώτους χρόνους της Αγγλοκρατίας η Μονή παραμένει χωρίς μοναχούς, μέχρι την ανασύστασή της ως Κοινόβιο το 1889 από τον εξ Αγίου Όρους προερχόμενο Κύπριο Γέροντα Διονύσιο Χρηστίδη. Σε μεγάλη ακμή βρίσκουμε το Σταυροβούνι επί Ηγουμένου Βαρνάβα (1902-1948), οπόταν γίνεται κτηριακή ανάπτυξη της Μονής, ενώ η αδελφότητα σταδιακά αυξάνεται, ώστε περί το 1940 αριθμούσε 50 μοναχούς και 20 δόκιμους. Η πνευματική ακτινοβολία της Μονής συνεχίζεται και επί Ηγουμένων Διονυσίου Β (1948-1952) και Γερμανού (1952-1982).
Σήμερα η Μονή υπό την πνευματική καθοδήγηση του από το 1982 ηγουμένου της, Αρχιμανδρίτη Αθανασίου, αποτελεί ένα από σημαντικότερα πνευματικά κεφάλαια της Κυπριακής Εκκλησίας.
Μικροτεμάχια Τιμίου Ξύλου σε τρεις σταυροθήκες στον
Καθεδρικό Ναό της Τρηρ (Trier) Γερμανίας
Καθεδρικός Ναός τής πόλης τών Βρυξελλών που τιμάται στο όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Αγίας Γουδούλης. Σταυροθήκη του 1600-1630 που περιέχει δύο πολύ μικρά τεμάχια Τιμίου Ξύλου,
το ένα στη βάση και το άλλο στο κέντρο του σταυρού μέσα σε κρυστάλλινες θήκες.
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.
Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες από το Αμόριο
Τὴν ἑξάριθμον συντεθειμένην φέρει,
Σὺν ἑπταρίθμῳ ἡ τετμημένη φάλαγξ. Τεσσαράκοντα κάρηνα δυοῖν ἅμα ἕκτῃ ἐτμήθη. Eπταπλαρίθμως συντεθειμένον φέρει, Tον έξ αριθμόν η τετμημένη φάλαγξ. Tεσσαράκοντα κάρηνα δυοίν άμα έκτη εκάρθη. |
Βιογραφία
Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια της βασιλείας του Θεοφίλου του εικονομάχου (829 - 842 μ.Χ.) και ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες, πλούσιοι και ευγενείς. Ο Άγιος Θεόδωρος ήταν στρατηγός και πρωτοσπαθάριος, ο Άγιος Θεόφιλος στρατηγός και πατρίκιος, ο Άγιος Κάλλιστος τουρμάρχης, ο Άγιος Κωνσταντίνος δρουγγάριος, ο Άγιος Βασσόης δρομεύς, οι Άγιοι Μελισσηνός και Αέτιος στρατηγοί, ο Άγιος Κρατερός ευνούχος, ο άλλος Άγιος Κρατερός στρατηγός και ο Άγιος Κύριλλος επίσης στρατηγός. Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε από την Συρία ο Αμηράς με αναρίθμητο στρατό, κατά των ανατολικών μερών της επικράτειας των Ρωμαίων, απεστάλησαν από τον βασιλέα στρατιώτες, για να προστατέψουν την πόλη του Αμορίου, πρωτεύουσας της Φρυγίας. Και όταν είδαν το άπειρο πλήθος των Σαρακηνών, εισήλθαν στο εσωτερικό μέρος του κάστρου αγωνιζόμενοι με καρτερία. Εκεί, αφού συνελήφθησαν, το έτος 838 μ.Χ., από τον χαλίφη Μοτασέμ, οδηγήθηκαν εις Σάμαρα της Μεσοποταμίας και κλείσθηκαν στη φυλακή. Ο χαλίφης τους υποσχέθηκε να τους αποκαταστήσει στα αξιώματά τους, εάν αλλαξοπιστήσουν και γίνουν Μωαμεθανοί. Όμως οι Άγιοι Μάρτυρες αρνήθηκαν με γενναιότητα και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Και αφού υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες και απάνθρωπα βασανιστήρια, αποκεφαλίσθηκαν, το έτος 842 μ.Χ. και έτσι σφράγισαν την ομολογία τους για τον Χριστό με το αίμα τους. Ναό επ' ονόματι των Αγίων τεσσαράκοντα δύο τούτων Μαρτύρων ανήγειρε στο παλάτι των Πηγών ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (976 - 1025 μ.Χ.). |
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα. Τὴν θεοσύλλεκτον, τοῦ Λόγου φάλαγγα, τοὺς Τεσσαράκοντα καὶ δυὸ Μάρτυρας, τοὺς ἐν μίᾳ πάντας σπουδή, ἀθλήσαντας τιμήσωμεν οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, ἡνωμένοι τὴ χάριτι , δῆμον ἀκαθαίρετον, ἱερῶς συνεκρότησαν, καὶ ὤφθησαν Χριστοῦ κληρονόμοι, ξίφει τμηθέντες τοὺς αὐχένας. Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε. Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν. Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α' ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ τὸν ἀσώματον ἐχθρόν, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως, καὶ νῦν πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Минея - Март (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии.
Μηναῖο - Μάρτιος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν. Τοὺς νεοφανεῖς, ὁπλίτας τῆς Πίστεως, ὡς ὑπὲρ Χριστοῦ, προθύμως ἐναθλήσαντας, ἐγκωμίων στέμμασιν, ἐπαξίως πάντες στεφανώσωμεν, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύοντας Χριστῷ, ὡς πύργους καὶ φυλακας τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς. Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθείς. Οἱ ἐν τῇ γῇ διά Χριστόν ἠθληκότες, ἀναδειχθέντες εὐσεβεῖς στεφανῖται, τούς οὐρανούς ἐλάβετε οἰκεῖν ἐν χαρᾷ· πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελόντες, πόνοις καί τοῖς αἵμασι, τῶν ὑμῶν αἰκισμάτων, τοῖς εὐφημοῦσιν ἄνωθεν ἀεί, ἁμαρτημάτων τήν λύσιν βραβεύετε. Ἦχος δ' Ὁ ἐξ Ὑψίστου κληθεὶς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ Οἱ ἐν ἐσχάτοις καιροῖς ἀναφανέντες, καλλίνικοι Μάρτυρες, ἀστέρες ἄδυτοι, ἐν τῷ σεπτῷ στερεώματι, τῆς Ἐκκλησίας, ἄθλων λαμπρότησιν ἐφωτίσατε, πᾶσαν τὴν ὑφήλιον, καὶ διελύσατε, πλάνης τὸ σκότος πανεύφημοι, καὶ νῦν πρὸς φέγγος, τὸ αἰωνίζον μετεβιβάσθητε· ὅθεν ἐν πίστει, τὴν φωσφόρον τε, καὶ ἱερὰν ὑμῶν ἄθλησιν, ἐκτελοῦμεν προστάτας, ἀγαθοὺς ἡμῶν πλουτήσαντες. Θεοτοκίον Ἦχος δ' Ὁ ἐξ Ὑψίστου κληθεὶς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ Ὅτι εἰς βάθη πολλῶν παραπτωμάτων, ἀθλίως κατήντησα, ἐξ ἀμελείας μου, καὶ ῥαθυμίας ὁ δείλαιος, καὶ ἀπορίᾳ καὶ ἀπογνώσει νυνὶ συνέχομαι, γενοῦ μοι βοήθεια, καὶ ἱλαστήριον, καὶ σωτηρία Πανάχραντε, παραμυθίαν, εὐμενεστάτην παρεχομένη μοι, σὲ ἱκετεύω καὶ σοῦ δέομαι, καὶ προσπίπτω καὶ πίστει κραυγάζω σοι·Μὴ δέ, τέλος, ἐχθείην τῷ ἀλάστορι ἐπίχαρμα. Ἦχος πλ. δ' Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ Ἀπαχθέντες δεσμῶται ὑπὸ ἐχθροῦ, καὶ φρουρᾷ συγκλεισθέντες χρόνοις πολλοῖς, τῇ πίστει φρουρούμενοι, ἀσινεῖς διεμείνατε, καὶ τῷ ξίφει λυθέντες, τοῦ σώματος Ἅγιοι, τῷ ἐνθέῳ πόθῳ σαφῶς συνεδέθητε· ὅθεν ὡς φωστῆρες, διελάμψατε κόσμῳ, τοὺς πάντας φωτίζοντες, τῇ τοῦ Πνεύματος χάριτι, Ἀθλοφόροι μακάριοι· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν. Ὁ Οἶκος Τὸ τοῦ Χριστοῦ ἀμήχανον κάλλος, καὶ τὴν ἄφραστον δόξαν, ἣν Ἀγγέλων χοροὶ ἐπιθυμοῦσι θεάσασθαι, ἐν παρρησίᾳ ἡμεῖς ὁρῶντες, μετὰ πάντων Ἁγίων τῶν ἀπ' αἰῶνος, οἱ τοῦ Χριστοῦ τεσσαράκοντα καὶ δύο Ἀθληταί, ταῖς ἁγίαις ἡμῶν πρεσβείαις, τοὺς ὑμᾶς εὐφημοῦντας φωτίσατε, ἁμαρτιῶν τὸ σκότος διώκοντες, καὶ υἱοὺς φωτός ἐργαζόμενοι, ὡς πύργοι καὶ φύλακες τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς. |
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου