Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

 


ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ






Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης




Οὐκ ἐκ πέτρας νῦν, ουδ᾿ ὀπισθίων μέρει,
Μωσῆ θεωρεῖς, ἀλλ᾿ ὅλον Θεὸν βλέπεις.



Βιογραφία

Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.


Folio 8 Bibliorum Syriacorum Parisiensium Moysen ante Pharaonem demonstrans
Μωυσής εμπρός στόν  Φαραώ. Μικρογραφία  τού 6ου αιώνα (φὐλλο 8) στην Αγία Γραφή συριακής γραφής στό Παρίσι




Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.



Пророк Моисей получает от Бога Скрижали с Десятью заповедями. 
 Икона. Вторая половина XI века. 
Монастырь Св. Екатерины на Синае.
Ο Προφήτης Μωυσής λαμβάνει από τον Θεό τίς πλάκες
 με τις Δέκα Εντολές.
Εικόνα τού δεύτερου μισού τού 11ου αιώνα μ.Χ. 
στην Ιερά Μονή τής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά (Αίγυπτος).







Пророк Моисей получает от Бога Скрижали с Десятью заповедями. Византийская икона XIII века. 
Монастырь Св. Екатерины на Синае.
Ο Προφήτης Μωυσής λαμβάνει από τον Θεό τίς πλάκες
 με τις Δέκα Εντολές.
Εικόνα βυζαντινή τού 13ου αιώνα μ.Χ. 
στην Ιερά Μονή τής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά (Αίγυπτος).









Пророк Моисей. 
Икона. Византия. XIII век. 92 х 64. 
Монастырь св. Екатерины на Синае (Египет).
Ο Προφήτης Μωυσής. 
Εικόνα βυζαντινή τού 13ου αιώνα μ.Χ. 
στην Ιερά Μονή τής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά (Αίγυπτος).




Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών (βλέπε εδώ). Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.



Прор. Моисей. 
 Фреска Начало XIV в.
церкви Успения Богородицы в Протате. Афон. 
Мануил Панселин
Προφήτης. Μωυσής. 
Τοιχογραφία  (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. 
στόν Ιερό Ναό τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου 
στο Πρωτάτο. Καρυές. 
( Άθως) Άγιον Όρος.
Ἔργον τού αγιογράφου Μανουήλ Πανσέληνου.






Прор. Моисей. 
Фреска 1546 год.
церкви свт. Николая. Монастырь Ставроникита. Афон. 
Феофан Критский и Симеон.
Προφήτης. Μωυσής. 
Τοιχογραφία  (Fresco) τού έτους 1546 μ.Χ. 
στον Ιερό Ναό τού Αγίου Νικολάου τής Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. (Άθως) Άγιον Όρος.
Ἔργον τών αγιογράφων  Θεοφάνη τού Κρητός και τού Συμεών.








Прор. Моисей. 
Фреска  XVI в.
монастыря Воронец. 
Молдова. Румыния.
Προπ. Μωυσής.
 Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. 
 στην Ιερά Μονή Βορονέτ. Μολδαβία. Ρουμανία. 





Святой Пророк Моисей Боговидец.
 Фреска . XIII век
монастыря Милешева (Милешево), Сербия
Προπ. Μωυσής.
 Τοιχογραφία (Fresco) τού 13ου αιώνα μ.Χ.
στήν Ιερά Μονη Μιλέσεβα (Μιλέσεβο) Σερβία 






Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.





Прор. Моисей (фрагмент иконы пророческого ряда). Дионисий. Икона. Ферапонтово. 1502 г. Из иконостаса Ферапонтова монастыря.
Προφήτης  Μωυσής (κομμάτι της εικόνας της προφητικής σειράς) τού έτους 1502 μ.Χ.  από το τέμπλο τής  Ιεράς Μονής Φεραπόντοφ(Ferapontov Το Belozersky Theotokos-Χριστουγεννιάτικο μοναστήρι είναι πρώην ορθόδοξο μοναστήρι στην περιοχή Cyril της περιοχής Vologda . Για 400 χρόνια, το μοναστήρι ήταν ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά και θρησκευτικά εκπαιδευτικά κέντρα της περιοχής Belozersk. Ρωσία) 



Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).

Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Прор. Моисей. Миниатюра Минология Василия II. Константинополь. 985 г. Ватиканская библиотека. Рим.
Μωυσής ο Θεόπτης.  Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο τού Βασίλειου Β.  τό ἔτος 985 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Τώρα ευρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Ρώμη.


Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνόφον ἄυλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς Ἰσραὴλ ἐχρημάτισας. Μωυσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.







Θεόπτης Μωυσής και θεοπτία


Το θέμα της θεοπτίας ή της θέας του Θεού παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή με δύο διαφορετικές μορφές, που η μία φαίνεται να αποκλείει την άλλη. Ορισμένα χωρία χαρακτηρίζουν την θεοπτία ως αδύνατη. Έτσι στο βιβλίο της Εξόδου ο Θεός λέει στον Μωυσή: «Ου δυνήση ιδείν το πρόσωπον μου· ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται». Και ο Ψαλμωδός σημειώνει ότι ο Θεός «εθετο σκότος αποκρυφήν αυτού» Έξαλλου στην Καινή Διαθήκη ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», ή «Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται». Και ο Απόστολος Παύλος προσθέτει ότι ο Θεός είναι εκείνος, «ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται».
Αλλά και από την άλλη πλευρά στην Αγία Γραφή αναφέρεται πλήθος θεοφανειών. Έτσι ο Ιακώβ λέει: «Είδον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή». Και για τον Μωυσή σημειώνεται: «Και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω, ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον». Τέλος ο Ιώβ απευθυνόμενος προς τον Κύριο λέει: «Ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε». Εξάλλου στην Καινή Διαθήκη μακαρίζονται από τον Χριστό «οι καθαροί τη καρδία», γιατί θα δουν τον Θεό. Και ο Απόστολος Ιωάννης γράφει: «Νυν τέκνα Θεού έσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς έστι».
Σχολιάζοντας τα χωρία αυτά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί ότι στη θεολογία η θέα του Θεού ταυτόχρονα και αποκλείεται και προτείνεται. Αποκλείεται, γιατί ο Θεός είναι ακατάληπτος κατά την ουσία του. Αλλά και προτείνεται, γιατί προσεγγίζει τον κόσμο και γίνεται προσιτός με τις ενέργειές του. Έτσι τα δύο αυτά πράγματα δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους, αλλά εναρμονίζονται και συμβαδίζουν.
Το απρόσιτο του Θεού δεν αποκλείει τη θεοπτία. Και η θεοπτία ή η θέα του Θεού δεν αναιρεί το απρόσιτο της θείας ουσίας. Ο Μωυσης, που ως κτίσμα αδυνατεί να δει το πρόσωπο του άκτιστου Θεού, τοποθετείται «εις οπήν της πέτρας», σκεπάζεται με το χέρι του Θεού, όσο παρέρχεται η δόξα του, και υστέρα βλέπει τα οπίσω του. Και ο Προφήτης Ηλίας, μόλις αισθάνεται την παρουσία του Θεού, καλύπτει με τη μηλωτή του το πρόσωπό του. Αλλά και κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού οι παρευρισκόμενοι Απόστολοι φοβήθηκαν πολύ και «έπεσαν επί το πρόσωπον αυτών»,
Η φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο δεν είναι μονότροπη ούτε μονοσήμαντη. ‘Όπως παρατηρεί ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο Θεός φανερώθηκε στον καθένα από τους αγίους Πατέρες «ως ηθέλησε και ως συνέφερε». Διαφορετικά εμφανίσθηκε στον Αβραάμ, διαφορετικά στον Ισαάκ, διαφορετικά στον Ιακώβ, στον Νώε, στον Δανιήλ, στον Δαυίδ, στον Σολομώντα, στον Ησαΐα και στον καθένα από τους άγιους προφήτες. Αλλά και οι διάφορες εμφανίσεις του Θεού στο ίδιο πρόσωπο δεν γίνονται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.
Ο άνθρωπος οδηγείται παιδαγωγικά και μυείται σταδιακά στην κοινωνία με τον Θεό και στη θέα της δόξας του.
Τέλος κάθε θεοφάνεια της Παλαιάς Διαθήκης, ως άσαρκη φανέρωση του Λόγου του Θεού, δεν αποβλέπει μόνο στο πρόσωπο του θεόπτη, αλλά εντάσσεται στην προοπτική της θείας οικονομίας και προετοιμάζει την ένσαρκη έλευσή του.
Ο Μωυσής δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε βέβαια και ο μόνος θεόπτης της Παλαιάς Διαθήκης. Ο ίδιος ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Μωυσή λέει: «Εγώ Κύριος και ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ων αυτών, και το όνομά μου ουκ εδήλωσα αυτοίς». Γι’ αυτό και κατά την πρώτη φανέρωσή του προς τον Μωυσή ο Θεός παρουσιάζεται ως Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Κατά τη φανέρωση αύτη, που πραγματοποιήθηκε με τη μορφή του πυρός στη βάτο, ο Μωυσής εντυπωσιάσθηκε και θέλησε να πλησιάσει. Μόλις όμως άκουσε τη φωνή του Θεού από τη βάτο, έστρεψε το πρόσωπό του αλλού, γιατί φοβήθηκε .Όταν ο Θεός ανακοίνωσε στον Μωυσή ότι θα τον αποστείλει ως ελευθερωτή του λαού του από την Αίγυπτο, εκείνος ζήτησε να του αποκαλύψει το όνομά του, με το οποίο θα παρουσιασθεί στους Ισραηλίτες. Τότε ο Θεός απήντησε: «Εγώ ειμί ο ων,.. ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ ο ων απέσταλκέ με προς υμάς».Έτσι ο Μωυσής γίνεται ο πρώτος θεόπτης, στον οποίο ο Θεός αποκαλύφθηκε ως ο Ων, δηλαδή ως είναι και ως πρόσωπο ή υπόσταση. Άλλες θεοφάνειες προς τον Μωυσή έγιναν κατά τη νομοδοσία στο Σινά, αλλά και κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη γη της επαγγελίας. Άλλωστε η προσωπική συμπόρευση του Θεού αποτελούσε το κατεξοχήν στήριγμα του Μωυσή καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς πορείας του. Τέλος ο Μωυσής παρουσιάζεται ως θεόπτης και κατά την περίοδο της Καινής Διαθήκης, εφόσον μαζί με τον Προφήτη Ηλία παρέστησαν στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Όπως μάλιστα προσφυώς σημειώνεται, ο ίδιος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των νεκρών και ο Ηλίας ως εκπρόσωπος των ζωντανών. Ταυτόχρονα ο Μωυσής εκπροσωπεί τον Νόμο και ο Ηλίας τους Προφήτες. Ο Μωυσής πέθανε, χωρίς να φθάσει στη γη της επαγγελίας, όπου οδήγησε τον λαό του Θεού ο Ιησούς υιός Ναυή. Και ο Νόμος παρήλθε ως σκιά, χωρίς να φανερώσει τη Βασιλεία του Θεού, την οποια έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός. Ο Ηλίας δεν πέθανε, αλλά μετέστη προς την αιώνια αλήθεια. Και η προφητεία δεν καταργήθηκε, αλλά εκπληρώθηκε ως αδιάψευστη αλήθεια. Η θεοπτία δεν είναι κάποιο συμβατικό φαινόμενο για τη ζωή και την ύπαρξη του θεόπτη. Πολύ περισσότερο δεν είναι κάποιο προσωπικό κατόρθωμα του. Η θεοπτία προσφέρεται με την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Και ως εμπειρία, που φέρνει τον κτιστό και πεπερασμένο άνθρωπο σε επαφή με τον άκτιστο και υπερβατικό Θεό, συνδέεται συνήθως με σκληρές δοκιμασίες. Αυτό γίνεται φανερό και στην περίπτωση του Μωυσή, ο οποίος «δόκιμος τω Θεώ και πιστός διά της πολλής μακροθυμίας ευρεθείς, οία πολλούς πειρασμούς υπομείνας εγένετο λυτρωτής και ηγούμενος και βασιλεύς του Ισραήλ». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Μωυσής, μετά τα σαράντα χρόνια της παραμονής του στην Αίγυπτο, έμεινε άλλα σαράντα χρόνια στην εξορία, για να προετοιμαστεί και να ποιμάνει για τα επόμενα σαράντα χρόνια τον περιούσιο λαό.
Οι διαδοχικές θεοφάνειες οδηγούν τον Μωυσή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης σε διαρκώς υψηλότερη θεογνωσία. Αρχικά βλέπει ο Μωυσής τον Θεό «εν φωτί» και ακολούθως «εν γνόφω».Έτσι όσο προσεγγίζει τον Θεό, τόσο περισσότερο διαπιστώνει το αθεώρητο της θείας φύσεως. Τέλος μεταβαίνει στην αχειροποίητη σκηνή, που αποτελεί το πέρας των διαδοχικών ανυψώσεών του.
Και η αχειροποίητη αυτή σκηνή, σύμφωνα με την οποία κλήθηκε να κατασκευάσει την χειροποίητη σκηνή, είναι ο Χριστός, που έπηξε «εν ημίν την ιδίαν σκηνήν», Εξαλλου η θεοφάνεια έχει βαθύτατες επιπτώσεις στην ψυχή αλλά και στο σώμα του ανθρώπου. Η εσωτερική λαμπρότητα, που προκαλείται με αυτήν, εκδηλώνεται και στο σώμα του θεόπτου. Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το Σινά με τις πλάκες της Διαθήκης μετά την τεσσαρακονθήμερη παραμονή του, έλαμπε το πρόσωπό του από τη θεοπτία και τη συνομιλία του με τον Θεό και προκαλούσε δέος στον λαό.
Τελικά ο αθεώρητος και στους αγγέλους Θεός γίνεται ορατός στους ανθρώπους ως σαρκωμένος Λόγος με την εκ Παρθένου γέννησή του. Η προετοιμασία για την ένσαρκη υποδοχή και θεώρηση του Θεού ήταν πολύ εκτενέστερη και βαθύτερη από την ιστορία του Ισραήλ και τη δοκιμασία κάθε θεόπτη. Η προετοιμασία αυτή πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά κατά τη διάρκεια ολόκληρης της προηγούμενης ιστορίας της ανθρωπότητας, γι’ αυτό και η Παναγία χαρακτηρίστηκε ως «η των προ αυτής αιτία». Αλλά και η οδύνη της Παναγίας, όπως είχε προφητευθεί από τον Θεοδόχο Συμεών, ξεπέρασε την οδύνη κάθε θεόπτη. Η οδύνη όμως αυτή νίκησε πλέον οριστικά τον θάνατο και οδήγησε τον άνθρωπο στην αναφαίρετη χαρά της αναστάσεως. Πρόγευση της χαράς αυτής δοκίμασε και ο Θεοδόχος Συμεών, που με την θέα του σαρκωθέντος Λόγου ατενίζει ειρηνικά τον θάνατο .
Η θεοπτία προκαλεί στον άνθρωπο δέος. Μεγάλο δέος δοκίμασαν και οί τρεις μαθητές τοΰ Κυρίου κατά τήν Μεταμόρφωση, όταν άκουσαν τήν φωνή άπό τή νεφέλη πού έλεγε: «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός». Κάτι ανάλογο μπορεί να λεχθεί και για τους στρατιώτες που πήγαν να συλλάβουν τον Χριστό στον κήπο της Γεθσημανή, και μόλις τον άκουσαν να λέει, «εγώ ειμί, απήλθον εις τα οπίσω και επεσον χαμαί».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που χαρακτηρίζεται στην ακολουθία του και «ως άλλος Μωυσής, του θείου γνόφου εν Άθω αξιωθείς», συνδέει τη θεοπτία με τη βίωση του μυστηρίου του σταυρού. Και αυτό δεν το περιορίζει στους αγίους της Εκκλησίας, αλλά το επεκτείνει και σε όλους τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, σε όλους τους φίλους του Θεού. Ο σταυρός του Χριστού, λέει, «μήπω γεγονώς εν τοίς προπάτορσιν ην το γαρ μυστήριον αυτού ενηργείτο εν αυτοίς».Έτσι σταυρός ήταν για τον Μωυσή να βγει με τον λαό του από την Αίγυπτο και να βαδίσει εκεί που θα τον οδηγήσει ο Θεός. Όπως σταυρός ήταν και για τον Αβραάμ να εγκαταλείψει την πατρίδα, τους συγγενείς και το σπίτι του, για να ακολουθήσει την υπόδειξη του Θεού. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές ενεργείται το μυστήριο του σταυρού, που υποδηλώνεται από τον Απόστολο Παύλο με τη φράση: «Εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω». Το «εμοί κόσμος εσταύρωται» αποτελεί την πρώτη φάση του μυστηρίου του σταυρού. Η δεύτερη φάση του μυστηρίου αυτού είναι η σταύρωση του ανθρώπου για τον κόσμο. Κατά τη φάση αυτή νεκρώνεται το σαρκικό φρόνημα του ανθρώπου και παύει να ενεργεί στα μέλη του ο νόμος της αμαρτίας με τη δύναμη της φανερώσεως του Θεού, της θεοπτίας. Ο θεόπτης ελευθερώνεται από τους δερμάτινους χιτώνες, στους οποίους ενεργεί η αμαρτία, κατά τον τύπο του Μωυσή, που έβγαλε τα υποδήματα του, όταν πλησίαζε στη φλεγόμενη βάτο.
Η απελευθέρωση από τα πάθη και το σαρκικό φρόνημα καθιστά τον θεόπτη καθολικό άνθρωπο, που αγκαλιάζει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο και είναι έτοιμος να προσφέρει τον εαυτό του για τους άλλους. Έτσι ο Μωυσής προσφέρεται να συναπολεσθεί μαζί με τους Ισραηλίτες που αμάρτησαν, αν ο Θεός δεν συγχωρήσει την αμαρτία τους, ενώ ο Θεοδόχος Συμεών αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Χριστού τον Σωτήρα όλων των εθνών και δέχεται ειρηνικά τον θάνατό του. Τέλος ο Απόστολος Παύλος εύχεται να χωρισθεί ο ίδιος από τον Χριστό που τόσο αγάπησε, προκειμένου να σωθούν οι ομοεθνείς αδελφοί του. Αλλά και οι ασκητές της ερήμου, όταν φθάνουν στη θεοπτία, προσεύχονται αυθόρμητα για όλον τον κόσμο.
Οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται συνήθως από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως φανερώσεις του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που προετοιμάζουν και προτυπώνουν την ενανθρώπηση και την ένδοξη φανέρωσή του. Η δόξα του Θεού, που παρουσιάσθηκε τότε ως φως, ως νεφέλη, ως στήλη πυρός, ως γνόφος, ως θύελλα ή ως αύρα λεπτή, έλαμψε και στο Θαβώρ ως απρόσιτο φως. Η ίδια αυτή δόξα εξακολουθεί να φανερώνεται στους άξιους, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους, ήδη από την παρούσα ζωή, για να αποκαλυφθεί πληρέστερα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Ενώ όμως πριν από την ενανθρώπηση και τη σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας το άκτιστο φως φώτιζε εκ των έξω τους θεόπτες, τώρα που έχει ανακραθεί με τους πιστούς και υπάρχει μέσα τους, τους φωτίζει εκ των έσω.

Минея - Сентябрь  (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в.
 Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии.
Μηναίο - Σεπτέμβριος (τεμάχιο). Εικονίδιο. Russ. Αρχές τού 17ου αιώνα, 
στήν Εκκλησία  καί τό Αρχαιολογίκό Γραφείο τής Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας.

Με τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός αποκαλύφθηκε λέγοντας «Εγώ ειμί». Η θεοφάνεια της Καινής Διαθήκης, που πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ολοκληρώθηκε με τη διαβεβαίωση του Χριστού «Εγώ μεθ’ υμών ειμί»· με την συνύπαρξη Θεού και ανθρώπου, που καθιστά τον άνθρωπο θεό κατά πάντα «χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος» . Αντίστοιχα βέβαια και οι θεοπτίες των Αποστόλων του Χριστού, όπως και των αγίων της Εκκλησίας, είναι τελειότερες από τις προηγούμενες. Είναι θεοπτίες που δεν αποκαλύπτουν προσωπικά ή υποστατικά μόνο τον Θεό, αλλά μαζί με τον Θεό ανυψώνουν στο επίπεδο του αληθινού προσώπου ή της υποστάσεως και τον άνθρωπο. Είναι θεοπτίες του ανθρώπου που γίνεται όμοιος με τον Θεό και μέλος της κοινωνίας της θεώσεως.
πηγή: Γεώργιος Μαντζαρίδης, Ομότιμ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α. Π. Θ., «Αγ. Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος» -Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλο. Εκδ. Π. Πουρναρά, σ. 287-293


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου