Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, τῆς ἐγκρατείας, σκεῦος ἔμψυχον, τῆς ἀπαθείας, ἀνεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε, τὸν γὰρ Θεὸν θεραπεύσας τοὶς ἔργοις σου, τῶν παρ' αὐτῶν δωρημάτων ἠξίωσαι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Φωτός καταστολήν, ἱερῶς ἐξυφαίνων, τριχίνῳ σεαυτόν, περιέστελλες ῥάκει, Θεόδωρε πανόσιε, Παρακλήτου κειμήλιον· ὅθεν χάριτος ὑπερφυοῦς ἠξιώθης, μύρον εὔοσμον, ἀπό τοῦ τάφου βλυστάνων, ψυχῶν καθαρτήριον.
Μεγαλυνάριον.
Ράκεσι τριχίνοις σκέπων σαυτόν, το κώδιον Πάτερ, της νεκρώσεως και φθοράς, εναπεξεδύθης, και της αθανασίας, την χλαίναν εστολίσω, μάκαρ Θεόδωρε.
Άγιος Ζακχαίος ο Απόστολος
Οὐχὶ κατάβα, ἀλλ' ἀνάβα σοι λέγει,
Ζακχαῖε, Χριστὸς προσκαλῶν σε εἰς πόλον.
|
Βιογραφία
Η Ιστορία του Ζακχαίου βρίσκεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο κεφάλαιο ΙΘ 1-10.
|
Από το μοναστήρι του Προφήτου Ελισσαίου στήν Ιεριχώ |
Είναι ο γνωστός αρχιτελώνης της Ιεριχούς, που ανέβηκε στη συκομουριά
|
Στον χώρο του μοναστηριού του Προφήτου Ελισσαίου στήν Ιεριχώ βρίσκεται το δέντρο της συκομορέας, στην οποία είχε ανέβει ο Ζακχαίος για να δει τον Κύριο. Το δέντρο είναι προστατευμένο, ώστε να διατηρείται και να μας θυμίζει το περιστατικό. Δίπλα έχουν φυτρώσει κι άλλα τέτοια δέντρα, τα οποία είναι σπάνια και δεν τα συναντάμε σχεδόν πουθενά αλλού.
|
(επειδή δεν τον ευνοούσε το ύψος του) για να δει τον διερχόμενο Ιησού.
Ο Κύριος θαύμασε την πίστη του, διέταξε να κατεβεί από το δένδρο και να μεταβούν μαζί στο σπίτι του, αφού συγχώρησε όλα τα αμαρτήματα που είχε διαπράξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Λέγεται, ότι μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Ζακχαίος ακολούθησε τον Απόστολο Πέτρο, από τον όποιο και χειροτονήθηκε αργότερα Επίσκοπος Καισαρείας.
Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε
Όσιος Αθανάσιος κτήτωρ Μονής Μετεώρου
Aθανάσιε τον λίθον Mετεώρου,
Προς λίθον ακρόγωνον τρίβον ειργάσω.
|
Βιογραφία
Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Ανδρόνικος, γεννήθηκε στη Νέα Πάτρα, τη σημερινή Υπάτη, κοντά στο όρος Μολύβιον, το 1305 μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1303 μ.Χ.) από γονείς επιφανείς και πλούσιους. Μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και παραδόθηκε στην επιμέλεια του θείου του. Αλλά όταν κατέλαβαν την πατρίδα του οι Φράγκοι το 1319 μ.Χ., αναχώρησε στη Θεσσαλονίκη και από 'κει στο Άγιο Όρος.
Στην μεγάλη μοναχική μητρόπολη όμως, τηρούσαν μια ευλαβή συνήθεια, και δεν δέχονταν αγένειους νέους, προς αποφυγήν του σκανδαλισμού των πατέρων και βέβαια για την πλήρη ωρίμανσή των. Με απογοήτευση τότε αναχώρησε ο Αθανάσιος και περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη. Πήγε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον περίφημο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, κι αργότερα μετέβηκε στην Κρήτη, κι όταν απέκτησε ηλικία, στα 30 του χρόνια, ξαναγύρισε για να μείνει στο Όρος. Διέμεινε σε μια περιοχή που ανήκει στην Μονή Ιβήρων. Από εκεί, τον κάλεσαν οι πατέρες Γρηγόριος ο Πολίτης και Μωυσής, και του μετέδωσαν το μοναχικό και αγγελικό σχήμα.
Την εποχή εκείνη έκαμαν πολλές επιδρομές στο Άγιον Όρος οι Τούρκοι. Πολλοί μοναχοί αισθάνθηκαν ανασφάλεια και κατέφυγαν στα ενδότερα της ηπειρωτικής χώρας για προστασία. Το ίδιο συνέβη την ίδια περίπου εποχή με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ανάμεσα στους μοναχούς που αποφάσισαν να αυτοεξοριστούν υπήρξαν κι ο Γρηγόριος ο Πολίτης με μαθητές του τον Άγιο Αθανάσιο και τον Γαβριήλ. Έτσι η σεπτή αυτή τριάδα με ιδιάζουσα πνευματικότητα κατευθύνθηκαν δυτικά, πέρασαν την Θεσσαλονίκη και την Βέροια κι ανέβηκαν ευλαβικά για προσκύνημα στη Σκήτη.
Το ακριβές μέρος της παραμονής τους δεν είναι γνωστό. Σκήτη Βεροίας ονομάζεται όλη η κοιλάδα του Αλιάκμονα, η οποία αριθμούσε πολλές μονές. Καταχρηστικώς βεβαίως αναφέρεται ως τόπος διαμονής η Μονή του Προδρόμου, η οποία εκείνη την εποχή ίσως να μην υφίστατο ακόμη.
Κατά την μαρτυρία του Γέροντα του Αγίου, του Γρηγορίου του Πολίτου, ο Αγιος Αθανάσιος λάτρευε την ησυχία κι αποστρέφονταν την ταραχή της πόλεως. Έτσι αν και πάρα πολλοί τους κατέτρεχαν για να τους κρατήσουν στην διακονία της πόλης, αυτοί έψαχναν μέρη να ησυχάσουν. Στη Σκήτη έφθασαν το 1340, τέσσερα-πέντε χρόνια μετά την αναχώρηση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η παράδοση μας διασώζει πως εδώ, διέτριψαν τρία χρόνια. Αλλά η καρδιά του Αγίου Αθανασίου ετρώθη και εστερεώθη ακραιφνώς πλέον στην αναζήτηση της ησυχίας. Όχι της απλής ησυχίας, αλλά της απόλυτης μόνωσης και ανύψωσης στους πνευματικούς ουρανούς. Για τον λόγο αυτό σκίρτησε η καρδιά του Αγίου όταν άκουσε από τα χείλη του Επισκόπου Σερβίων Ιακώβου πως νοτιότερα υπήρχαν βράχια πανύψηλα που ούτε αετοί δεν φώλιαζαν. Εκεί είχε δει ασκητές να μην μιλούν σε κανένα και να κρύβονται όσο πιο απόμερα γίνεται.
Σχεδόν αμέσως ο Άγιος έβαλε μετάνοια στους αδελφούς, άφησε τη Σκήτη Βεροίας και κατέφυγε στους Σταγούς (Καλαμπάκα). Εκεί επάνω στα πανύψηλα βράχια και συγκεκριμένα επάνω σε μια πέτρα την λεγόμενη Στύλο, κατοίκησε με δύο μαθητές του και έκτισε ναό. Την πέτρα εκείνη ονόμασε Μετέωρο. Επειδή όμως οι προσερχόμενοι για άσκηση πολλαπλασιάσθηκαν, ίδρυσε κοινόβιο με Ναό στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Χριστού.
Εκεί λοιπόν πέρασε ασκητικά τα χρόνια του, και αφού έζησε 78 ετών, απεβίωσε ειρηνικά το 1383 μ.Χ. (κατά άλλους το 1373 μ.Χ.).
Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή Μεγάλου Μετεώρου
1) Ιστορικά στοιχεία.
Το μοναστήρι, που είναι σκαρφαλωμένο πάνω σε επιβλητικό βράχο, είναι το παλαιότερο, το μεγαλύτερο και το πιο σπουδαίο από τα σωζόμενα μέχρι σήμερα μοναστήρια των Μετεώρων. Ιδρύθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 14ου αι. (γύρω στα 1340) από έναν λόγιο και αγιορείτη μοναχό, τον όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη. Στην αρχή ο όσιος έκτισε στον βράχο ναό της Θεομήτορος, στην οποία αφιέρωσε και το μοναστήρι (της Παναγίας της Μετεωρίτισσας Πέτρας). Επίσης έκτισε και κελιά για την εξυπηρέτηση των μοναχών που άρχισαν να συρρέουν εκεί. Αργότερα έκτισε άλλον ναό προς τιμήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, ο οποίος αποτέλεσε το καθολικό του μοναστηριού και έδωσε από τότε την οριστική ονομασία σ’ αυτό.
Σημαντική φυσιογνωμία υπήρξε και ο διάδοχός του και δεύτερος κτίτορας της μονής, ο μοναχός όσιος Ιωάσαφ, πρώην βασιλιάς Ιωάννης Ούρεσης Παλαιολόγος. Στα 40 περίπου χρόνια της μοναχικής του ζωής ο όσιος Ιωάσαφ έφτιαξε κελιά, νοσοκομείο, στέρνα, ανακαίνισε τον ναό της Μεταμορφώσεως (πρόκειται για το σημερινό ναόσχημο ιερό) και ήταν μεταξύ των πρωτεργατών που ίδρυσαν τη μονή της Υψηλοτέρας (των Καλλιγράφων), σε απότομο και απρόσιτο βράχο απέναντι από το Μεγάλο Μετέωρο.
Στα μέσα του 16ου αι. το μοναστήρι γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και’ άνθηση. Είχε προικισθεί με αυτοκρατορικές και ηγεμονικές χορηγίες και υπερτερούσε από τα υπόλοιπα μετεωρίτικα μοναστήρια. Στα 1544-1545 κτίστηκε ο σημερινός μεγαλοπρεπής κυρίως ναός και ο νάρθηκας του επιβλητικού καθολικού. (Ο παλιός ναός έγινε ‘Aγιο Βήμα). Λίγο αργότερα κτίστηκαν η τράπεζα, το μαγειρείο (εστία), το νοσοκομείο-γηροκομείο, ο πύργος και μικρά παρεκκλήσια και σκάλες ανόδου από τον πύργο και πάνω. Δεν έλειψαν βέβαια οι καταστροφές που έπληξαν το μοναστήρι: επιδρομές, κλοπές, λεηλασίες και πυρκαγιές.
Το Μεγάλο Μετέωρο διανύει ήδη την έβδομη εκατονταετία από την ίδρυσή του. Συνέχισε χωρίς διακοπή τη μοναστική του παρουσία και ακτινοβολία. Αποτελεί ζωντανή έπαλξη του ορθόδοξου μοναχισμού και αληθινό προπύργιο της Χριστιανοσύνης.
2) Οι κτίτορες
Ο όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης γεννήθηκε το 1302 στην Υπάτη (τότε Νέα Πάτρα). Από τους ψηλούς και απότομους βράχους διάλεξε ως τόπο ασκήσεως μια έκταση περίπου 50 στρεμμάτων, τον «Πλατύ Λίθο» ή «Πλατύλιθο», που ο ίδιος τον ονόμασε «Μεγάλο Μετέωρο». Από τότε η ονομασία αυτή καθιερώθηκε, διατηρήθηκε, γενικεύτηκε στο σύνολο των μοναστηριών και βράχων και ξεπέρασε πολύ τα όρια της Ελλάδας. Στον ακούραστο αυτό πνευματικό άνδρα οφείλεται επίσης το κοινοβιακό σύστημα, καθώς και ο αρχαιότερος έγγραφος Κανονισμός των μετεωρίτικων μοναστηριών.
Η αγιασμένη προσωπικότητα του Αθανασίου διακρινόταν για την ασκητικότητα, την ησυχαστική διάθεση, την οργανοτικότητα, το χάρισμα να θαυματουργεί και να προλέγει τα μέλλοντα και κυρίως για το ταπεινό του φρόνημα. Στην ταπείνωσή του αυτή οφείλεται ίσως και το γεγονός ότι ο ίδιος δεν άφησε γραπτά κείμενα, αν και διέθετε την απαραίτητη παιδεία και τις απαιτούμενες γνώσεις. Παρέμεινε σε όλη του την ζωή απλός μοναχός μέχρι που πέθανε ειρηνικά το 1380, σε ηλικία 78 χρόνων.
Ο όσιος Ιωάσαφ γεννήθηκε γύρω στα 1349-1350 και ήταν γιος του Ελληνοσέρβου βασιλιά Θεσσαλίας και Ηπείρου, με έδρα τα Τρίκαλα, Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου, ο οποίος πέθανε το 1370. Έτσι ο Ιωάννης πήρε την εξουσία. Γρήγορα όμως την απαρνήθηκε και αντάλλαξε την πολυτελή βασιλική πορφύρα με το φτωχό τριβώνιο του μοναχού. Ήρθε στο μοναστήρι στις αρχές του 1373,έγινε μοναχός και μετονομάστηκε σε Ιωάσαφ. Ήταν τότε 22 χρόνων. Η αγιασμένη προσωπικότητα του Ιωάσαφ διακρινόταν για τη γλυκύτητα, τη φιλανθρωπία, την πραότητα, την ησυχαστική διάθεση και για την εξυπνάδα του. Πέθανε πιθανότητα γύρω στα 1422-1423.
3) Μοναχοί- Ηγούμενοι με ξεχωριστή δράση
Οι δύο κτίτορες του μοναστηριού, Αθανάσιος και Ιωάσαφ, παρέμειναν μέχρι το τέλος της ζωής τους απλοί μοναχοί. Γύρω τους όμως μαζεύτηκαν κι άλλοι. Στα χρόνια της ακμής του (μέσα του 16ου αι.) το μοναστήρι αριθμούσε 300 περίπου μοναχούς και αποτελούσε έτσι μια πνευματική κυψέλη. Αργότερα ο αριθμός των μοναχών ελαττώθηκε και σήμερα, δυστυχώς, υπάρχουν σ’ αυτό μόνον 3 μοναχοί. Ηγούμενος είναι ο αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Αναστασίου, που έχει αναπτύξει μεγάλη ανακαινιστική, οικοδομική και φιλανθρωπική δραστηριότητα.
Εκτός από τους δύο κτίτορες, στο σπουδαίο έργο των οποίων αναφερθήκαμε προηγουμένως, μεταξύ των άλλων ηγουμένων ξεχωρίζουν για τη δράση τους :
Α) Ο ιερομόναχος Συμεών, επί ηγουμενίας του οποίου το 1552 αγιογραφήθηκε ο κυρίως ναός και κτίστηκε η τράπεζα του μοναστηριού.
Β) Ο ιερομόναχος Παρθένιος Ορφίδης, (τέλη 18ου– αρχές 19ου αι.). Σε επιγραφές αναφέρεται ως ανακαινιστής και δωρητής εικόνων. Στις ημέρες του αναγέρθηκε (1789) το παρεκκλήσι των Αγίων Κων/νου και Ελένης και κατασκευάστηκε το 1791 το αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο του κυρίως ναού του καθολικού της μονής.
Γ) Τέλος ο λόγιος και πολυπράγμονας ιερομόναχος Πολύκαρπος Ραμμίδης (τέλη του 19ου αι.), συγγραφέας (1882) της πρώτης γενικής ιστορίας των μετεωρίτικων μοναστηριών.
4) Το καθολικό και η αγιογράφησή του
Το καθολικό του μοναστηριού είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Κυρίου και έγινε σε 3 φάσεις :
- Αρχικά το ιερό του σημερινού καθολικού αντιπροσώπευε τον πρώτο ναό της μονής, που έκτισε στα μέσα του 14ου αι. ο όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης.
- Αργότερα στα 1387-1388 ο δεύτερος κτίτορας της μονής όσιος Ιωάσαφ τον επεξέτεινε και τον ξανάχτισε. Γι αυτό, αφού τότε ήταν καθολικό, έχει την μορφή μικρού ανεξάρτητου ναού, που ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς δικιόνιου εγγεγραμμένου με τρούλο. Αγιογραφήθηκε το 1483 και οι τοιχογραφίες του καλύπτουν θεματικά τον πλήρη σχεδόν αγιογραφικό και δογματικό κύκλο ενός κανονικού ναού. Από τις τοιχογραφίες του ξεχωρίζουν : ο Χριστός ως Παντοκράτορας, οι 3 Ιεράρχες, η Παναγία ένθρονη, στρατιωτικοί ‘Aγιοι, οι κτίτορες του μοναστηριού και σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη του Χριστού. Όλες μαζί αποτελούν ένα επιβλητικό ζωγραφικό σύνολο, αντιπροσωπευτικό των τάσεων λίγο μετά την άλωση της Κων/πολης. Ανήκουν στη Μακεδονική Σχολή, γιατί έχουν ως πρότυπά τους την αγιογράφηση ναών της Μακεδονίας το 14ο αι.
- Τέλος στα 1544-1545 ανηγέρθησαν ο μεγαλοπρεπής κυρίως ναός και ο νάρθηκας του σημερινού επιβλητικού καθολικού της μονής. Ο ναός ακολουθεί τον γνωστό αρχιτεκτονικό αγιορείτικο τύπο, είναι δηλ. σταυροειδής τετρακιόνιος εγγεγραμμένος με δωδεκάπλευρο τρούλο και με δύο χαρακτηριστικές πλευρικές κόγχες των ψαλτών, αριστερά και δεξιά. Ο νάρθηκας είναι ευρύχωρος με 4 κίονες και 9 σταυροθόλια. Αγιογραφήθηκαν το 1552. Οι πιο χαρακτηριστικές τοιχογραφίες του κυρίως ναού είναι : ο Παντοκράτορας, η Μεταμόρφωση, η Ανάσταση του Λαζάρου, η Βαϊφόρος, ο Μυστικός Δείπνος, η Κάθοδος στον ‘Αδη, οι εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάστασή Του, η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, η Αναστήλωση των Εικόνων και φυσικά οι κτίτορες Αθανάσιος και Ιωάσαφ. Στο νάρθηκα οι τοιχογραφίες που ξεχωρίζουν είναι: τα μαρτύρια αγίων, ολόσωμοι οι 2 κτίτορες του μοναστηριού, ο ‘Aγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η Βάπτιση του Χριστού, η Α και Ζ Οικουμενικές Σύνοδοι και μεγάλες μορφές του ασκητισμού. Δεν είναι γνωστός ο αγιογράφος όλων αυτών των ανυπέρβλητων τοιχογραφιών, αφού δεν μας παρέδωσε το όνομά του. Πρέπει όμως να ανήκει στην Κρητική Σχολή. Έτσι οι τοιχογραφίες αυτές έχουν αποδοθεί στον μεγάλο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη ή σε συνεργείο μαθητών του ή τέλος, στον αγιογράφο της Μονής Δουσίκου (Αγίου Βησσαρίωνος,1557) Τζώρτζη. Εντυπωσιάζουν με την λάμψη, την ποικιλία των χρωμάτων και την τελειότητα της εκτέλεσής τους.
5) Φορητές εικόνες
Μεγάλη σπουδαιότητα έχουν και προκαλούν τον θαυμασμό των επισκεπτών και οι φορητές εικόνες του μοναστηριού.
Α) Στον ναό στα δύο ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια, που στηρίζονται στους κίονες, υπάρχουν η Παναγία στα δεξιά και ο ‘Aγιος Νικόλαος στα αριστερά (14ος-15ος αι.). Οι εικόνες του τέμπλου είναι λίγο νεότερες και ανήκουν χρονολογικά σε διάφορες εποχές (16ος-19ος αι.). Ξεχωρίζουν για την τέχνη και την παλαιότητά τους οι εικόνες του Χριστού (16ος αι.), της Παναγίας Βρεφοκρατούσας (16ος αι.), του Τιμίου Προδρόμου, της Παναγίας με τον Χριστό (Ρόδον το Αμάραντον, 1790), του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και των Αρχαγγέλων. Ενδιαφέρουσες επίσης είναι οι εικόνες των δύο μπροστινών ξυλόγλυπτων προσκυνηταρίων κοντά στην είσοδο του ναού. Αριστερά είναι οι κτίτορες της μονής και δεξιά η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Β) Μεγάλης σπουδαιότητας όμως είναι και οι φορητές εικόνες του μουσείου της μονής. Ξεχωρίζουν δύο περίφημες εικόνες που δώρισε στο μοναστήρι η Μαρία Παλαιολογίνα, αδελφή του δεύτερου κτίτορα της μονής Ιωάσαφ. Στη μια εικονίζεται η Παναγία στο κέντρο, που πλαισιώνεται από 14 προτομές αγίων. Η άλλη εικόνα είναι η Ψηλάφιση του Θωμά. Και στις δύο εικόνες εικονίζεται η Μαρία Παλαιολογίνα. Η δωρεά προς το μοναστήρι πρέπει να έγινε ανάμεσα στα χρόνια 1372 και 1384.’Aλλες φορητές εικόνες μεγάλης αξίας είναι : ένα δίπτυχο του 14ου αι. με την Παναγία Θρηνούσα και τον Χριστό ως ‘Aκρα Ταπείνωση, μια σειρά 12 εικόνων του 16ουαι. με τους αγίους του μηνολογίου και τέλος οι εικόνες του Δωδεκάορτου (κι αυτές του 16ου αι.). Όλες οι εικόνες δημιουργούν στους Χριστιανούς προσκυνητές συναισθήματα κατανύξεως, ενώ οι αδιάφοροι ή οι αλλόθρησκοι μένουν εκστατικοί μπροστά στην επιβλητικότητά τους.
6)’Aλλα κτίσματα
Στο κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού, εκτός από το καθολικό, ξεχωρίζουν ακόμα :
- Το ασκηταριό του πρώτου ιδρυτή της μονής οσίου Αθανασίου του Μετεωρίτη. Είναι ένα μικρό κτίσμα χωμένο κυριολεκτικά στον βράχο, αριστερά καθώς ανεβαίνουμε τη σκάλα, λίγο πριν από την είσοδο της μονής.
- Η εστία (μαγειρείο). Πρόκειται για θολωτό κτίσμα με τεράστια πυροστιά πάνω στην οποία, με τη βοήθεια βαρούλκου, τοποθετούσαν το μεγάλο καζάνι για το μαγείρεμα του φαγητού.
- Η παλιά τράπεζα (1557), αξιόλογο αρχιτεκτονικό δημιούργημα. Έχει μήκος 35 και πλάτος 12 μέτρων. Πάνω σε 5 κίονες στηρίζεται η οροφή της, που έχει μονούς και διπλούς θόλους. Στην κόγχη δεσπόζει η μορφή της Παναγίας εν μέσω των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ.
- Το νοσοκομείο-γηροκομείο (1572), σπουδαίο κι αυτό από αρχιτεκτονική άποψη κτίριο, με την περίφημη πλινθόκτιστη οροφή του ισογείου του, με κεντρικό θόλο που στηρίζεται σε 4 κίονες, και με 8 πλευρικά σταυρολίθια.
- Τρία παλιά παρεκκλήσια :
- Του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1682). Είναι μικρός μονόχωρος ναός, θολοσκέπαστος, με τρίριχτη εξωτερικά στέγη, δίπλα στο ιερό του καθολικού.
- Την Ισαποστόλων Κων/νου και Ελένης (1789). Και αυτός είναι μικρός μονόχωρος ναός με ωραίο τρούλο, προσαρμοσμένο μορφολογικά στον επιβλητικό τρούλο του καθολικού. Βρίσκεται πολύ κοντά σ’ αυτό.
- Της Κυρίας Θεοτόκου. Βρίσκεται στο σπήλαιο όπου ασκήτευε ο κτίτορας της μονής όσιος Αθανάσιος.
- Και τέλος ένα νεότερο παρεκκλήσι: του Αγίου Νεκταρίου, με άριστης τέχνης σύγχρονες τοιχογραφίες. Βρίσκεται στο ισόγειο της ανακαινισμένης βορειοδυτικής πτέρυγας των κελιών.
7) Η βιβλιοθήκη
Η βιβλιοθήκη του μοναστηριού είναι από τις πιο πλούσιες και αξιόλογες μοναστηριακές βιβλιοθήκες. Παρά τις αντίξοες ιστορικές συγκυρίες οι μοναχοί διαφύλαξαν με ευλάβεια και διέσωσαν μέχρι σήμερα τους ανεκτίμητους θησαυρούς του μοναστηριού τους : χειρόγραφους κώδικες, έγγραφα και σπάνια έντυπα.. Η συστηματική καταγραφή των χειρογράφων και εγγράφων της μονής από τον Νικόλαο Βέη (1908-1909) σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα δείχνει ότι οι απώλειες, ευτυχώς, υπήρξαν πολύ λίγες και ασήμαντες.
- Χειρόγραφα. Στο μοναστήρι ανήκουν σήμερα 640 χειρόγραφα από 1200 συνολικά των μετεωρίτικων μοναστηριών. Χρονολογικά καλύπτουν 10 περίπου αιώνες πνευματικής παραγωγής (9ος-19ος αι.). Το περιεχόμενό τους είναι ποικίλο. Βασικά είναι θεολογικό και εκκλησιαστικό : λειτουργικά βιβλία, η Αγία Γραφή, πατερικά κείμενα, βίοι και μαρτύρια αγίων, απολογητικά, ασκητικά, παραινετικά κ.α. Υπάρχουν όμως και χειρόγραφα της λεγόμενης «Θύραθεν παιδείας», δηλ. κείμενα αρχαίων συγγραφέων, καθώς και νεότερα κείμενα φιλοσοφικά, γραμματικά, αλχημείας, χρονικογραφικά κ.α. Πρέπει εδώ να πούμε ότι η σπουδαιότητα των χειρογράφων είναι ξεχωριστή και για δύο ακόμα λόγους :
- Έχουν και παλαιογραφική σημασία, αφού μπορεί κανείς να παρακολουθήσει σ’ αυτά και να μελετήσει την εξέλιξη της γραφής μέσα στους αιώνες. Φαίνεται ότι κατά τον 16ο και 17ο αι. λειτουργούσε στο μοναστήρι συστηματικό βιβλιογραφικό εργαστήριο με έμπειρους καλλιγράφους και γραφείς κωδίκων.
- Πολλά χειρόγραφα αποτελούν και αξιόλογα έργα τέχνης. Είναι πλούσια διακοσμημένα με εντυπωσιακές μικρογραφίες, πολύχρωμα επίτιτλα, πρωτογράμματα και άλλα διακοσμητικά μοτίβα.
- Έγγραφα. Είναι βυζαντινά, μεταβυζαντινά και νεότερα. Πρόκειται για χρυσόβουλα, μητροπολιτικά έγγραφα, πατριαρχικά σιγίλια κ.α. Αποτελούν σπουδαία κειμήλια και πολύτιμα ιστορικά ντοκουμέντα. Αναφέρουμε ενδεικτικά το χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ Παλαιολόγου (1336), το χρυσόβουλο του Στέφανου Δουσάν (1348) και τα δύο χρυσόβουλα του βασιλιά Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου, πατέρα του δεύτερου κτίτορα της μονής Ιωάσαφ (1359 κ’ 1366).
- Έντυπα. Όπως και με τα χειρόγραφα, έτσι κι εδώ ένα μεγάλο μέρος των εντύπων είναι λειτουργικά βιβλία, αρκετά από τα οποία δυσεύρετες εκδόσεις Βενετίας. Υπάρχουν επίσης και αρκετά αρχέτυπα κλασικών Ελλήνων συγγραφέων (πάλι εκδόσεις Βενετίας), καθώς και γραμματικών έργων. Έχουμε ακόμα και τη σπάνια έκδοση του Λεξικού του Σουΐδα (Σούδα) από το Δημήτριο Χαλκοκονδύλη το 1499 στο Μιλάνο.
8) Έργα ξυλογλυπτικής
Αριστουργήματα ξυλογλυπτικής, που προκαλούν τον θαυμασμό του επισκέπτη, αποτελούν :
- Το ξύλινο τέμπλο του κυρίως ναού του καθολικού (1791) και τα έξι προσκυνητάρια που υπάρχουν σ’ αυτόν και στον νάρθηκα. Είναι όλα επιχρυσωμένα και έχουν ποικιλία στη διακόσμησή τους: φύλλα, άνθη, σταφύλια, ρόδακες, ‘Aγγελοι, πτηνά, λιοντάρια, δράκοντες κ.α.
- Το ξύλινο τέμπλο του παρεκκλησίου των Αγίων Κων/νου και Ελένης και του ΤιμίουΠροδρόμου. Δεν είναι επιχρυσωμένα αλλά πλούσια διακοσμημένα.
- Παλιό ξύλινο προσκυνητάρι και δύο ξύλινα αναλόγια του κυρίως ναού, πλούσια διακοσμημένα με ένθετες παραστάσεις από φίλντισι (ελεφαντόδοντο).
- Ο δεσποτικός θρόνος του κυρίως ναού, πλούσια και αυτός διακοσμημένος, όπως το τέμπλο, με ένθετες παραστάσεις από φίλντισι και μάρμαρο. Η οροφή του θόλου μιμείται τον ουρανό και είναι γεμάτη από φιλντισένια αστέρια.
- Τέλος, οι τρεις ξύλινοι σταυροί του ιεροδιακόνου Δανιήλ (αρχές του 16ου αι.), θαύμα υπομονής και επιδεξιότητας. Οι δύο σταυροί έχουν το όνομα του Δανιήλ, ενώ ο τρίτος αποδίδεται σ’ αυτόν. Και οι τρεις σταυροί έχουν την ίδια λεπτή κατεργασία, τις ίδιες περίπου παραστάσεις και αποτελούν πραγματικά αριστουργήματα ξυλογλυπτικής και μικροτεχνίας.
9) Χρυσοκέντητα υφάσματα
Πλούσια και πολύ αξιόλογη είναι και η συλλογή χρυσοκέντητων υφασμάτων που φυλάγονται στο μοναστήρι. Ανάμεσα στα άλλα ξεχωρίζουν :
- Χρυσοκέντητη ποδιά-κάλυμμα αγίας Τραπέζης (14ος αι.), χρυσοκέντητοι αέρες σε πορφυρό χρώμα, χρυσοκέντητοι σταυροί από ωμοφόριο, επιμάνικα, επιτραχήλια (14ος-15ος αι.) και ενεπίγραφη ζώνη του 1794 του επισκόπου Σταγών Παϊσίου του Κλεινοβίτη.
- Ξεχωριστή σημασία για την ιστορία του μοναστηριού έχει και η χρυσοποίκιλτη και χρυσοκέντητη, πάνω σε βελούδο, μήτρα του ηγουμένου Συμεών (μέσα 16ου αι.).
- Ιδιαίτερος λόγος αξίζει να γίνει για τους δύο χρυσοκέντητους επιτάφιους. Ο πρώτος είναι του 14ου αι., κεντημένος σε πορφυρό ύφασμα και έχει διαστάσεις 1,70 m με 1,16 m. Ο δεύτερος επιτάφιος είναι του 1620-1621, κεντημένος σε πράσινο ύφασμα και έχει διαστάσεις 0,98 m με 0,75 m.
10) Έργα αργυροχοΐας
Είναι αποκλειστικά σχεδόν λειψανοθήκες, αφού το μοναστήρι φυλάγει ως ιερά σεβάσματα τα τίμια λείψανα πολλών και σπουδαίων αγίων της Εκκλησίας μας. Τα έργα αργυροχοΐας χρονολογούνται σε διάφορες εποχές (16ος-19ος αι.) και φέρουν διάφορες παραστάσεις αγίων και άλλα διακοσμητικά θέματα.
Ιδιαίτερη σημασία για το μοναστήρι έχουν οι κάρες των οσίων κτιτόρων του, που φυλάγονται μέσα σε αργυρές και πλούσια διακοσμημένες λειψανοθήκες. Βρίσκονται στον νάρθηκα του καθολικού πάνω από τον τάφο τους. Από τις άλλες αργυρές λειψανοθήκες αναφέρουμε αυτή της κάρας του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος (1614), της κάρας του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος (1617), τη θήκη λειψάνου του αγίου Ανδρέα Κρήτης (1760) και τη θήκη λειψάνου του χεριού του Μεγάλου Βασιλείου.
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου