Του Αγ. Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου
Όσοι δεχόμεθα την έλλαμψιν της εν Πνεύματι Αγίω θεωρίας διά του αΰλου και καθαρωτάτου φωτός και χειραγωγούμεθα λογικώς διά των αδιδάκτων μυσταγωγιών του Πνεύματος προς τα υψηλά δόγματα της θεολογίας, εμπρός ας απεκδυθούμε όλοι μαζί την εμπαθή βιοτική προσκόλλησι εις τα γήινα και τα υλικά ας συγκραθούμε μυστικώς με ολόκληρο το Άγιον Πνεύμα και ας προστρέξουμε όλοι μαζί εις την νοητή και πολύφωτο πανδαισία της Θεοτόκου, έχοντας προηγουμένως απαλλαγή από την γήινη και σκοτεινή ομίχλη των παθών και έχοντας περιβληθεί το φως της ελλάμψεως που κατέρχεται άνωθεν από τον Πατέρα των φώτων.
Γιατί φαίνεται πως ο ίδιος ο Χριστός, αυτός που απαστράπτει ανάρχως και ανεκφοιτήτως από τον ήλιο Πατέρα, ως φως από φως, επιθυμεί να συναθροισθούμε εις τον ίδιο τόπο και να μας φιλεύση μυστικώς, καθώς ήδη θα έχουμε λαμπρυνθεί και διά της πράξεως και διά της γνώσεως και θα ακτινοβολούμε ολόγυρα από το κάλλος των αρετών. Και τούτο συμπεραίνεται σαφώς από το ότι σήμερα την κατά σάρκα μητέρα του, προς την οποία είχε κατέλθει άνωθεν από τα υπερκόσμια ύψη και ενεδύθη την ιδική μας φύσι, την μεθιστά από τους τόπους της γης ως βασίλισσα ολοκλήρου της ανθρωπινής φύσεως, αφήνοντας τελείως αφώτιστο και ανεξερεύνητο το βάθος του μυστηρίου του που την κατέταξε ή που την μετέστησε.
Ευρίσκετο λοιπόν εστρωμένη ενώπιον μας αυτή η εορτή, τράπεζα πνευματική μυστηρίων τελεσθέντων παρά Θεού, παράδοξος πρόξενος ευτυχίας. Αυτής της τραπέζης εστιάτωρ είμαι σήμερα και εγώ, ο ξένος και αλλόφερτος και, υπεράνω της αξίας μου, παρουσιαστής υψηλών θεαμάτων. Αλλά κανείς μη δειχθή ακατάδεκτος προς αυτήν μας την εστίασι αποβλέποντας προς το ταπεινόν της ευτελείας μας. Γιατίόχι από εμάς, αλλά από αυτήν την ίδια την Θεοτόκο έχουν ετοιμασθή τα ωραία διηγήματα των ενθεαστικών τούτων μυστηρίων. Καθώς λοιπόν είναι ήδη πλήρης η τράπεζα και ευπρεπισμένο το συμπόσιο, ας προχωρήσουμε επαξίως του Πνεύματος εις τα βάθη αυτά του Πνεύματος, τα οποία έχουμε αντικρύσει.
Ήδη λοιπόν έχει συναθροισθή ο πολυάνθρωπος εκείνος στόλος των θεοφόρων Αποστόλων, και ολόκληρη σχεδόν η νοητή διακόσμησις των υπερκοσμίων δυνάμεων αοράτως ίπταται άνωθεν και συνενώνεται διά το παράδοξο θέαμα. Και βεβαίως παρευρίσκοντο, νομίζω, και των Αγίων οι θεόληπτες ψυχές σχηματίζοντας χορούς γύρω από την κλίνη, τις οποίες η βίβλος των Ασμάτων κατά μυστικήν θεωρίαν αποκαλεί «νεάνιδας». Άρμοζε πράγματι να συμπαρευρίσκονται με την βασίλισσα της φύσεως οι θεοειδείς ψυχές των κεκοιμημένων Αγίων και να προετοιμάζουν την οδό διά την έξοδο, να προηγούνται μπροστά της, να προπορεύονται εις την πομπήν και επιπλέον να ψάλλουν τα εξόδια υμνολογήμαια. Έκειτο λοιπόν ενώπιον τους εκεί εις την μέσην το τρίπηχυ και φωτοειδές εκείνο σώμα της Θεοτόκου, αυτό που εχώρησε ολόκληρο το πλήρωμα του θεαρχικού Λόγου. Έκειτο εις κοινήν θέαν επάνω εις την κλίνην και ευωδίασε ολόκληρη την κτίσι με το μύρο του αγιασμού.
Ποίος νους και ποία γλώσσα θα μπορούσε να εξιχνιάση τας εννοίας όσων τότε εθεάθησαν εκεί; Γιατί όλα εκείνα ίσταντο υπεραπείρως έξω από κάθε αγνωσία και αβλεψία. Κατά συνέπειαν λοιπόν και οι πρόκριτοι των θεοσόφων παρισταμένων, κυριευμένοι από το θείον Πνεύμα και περιχαρείς από την θεοτερπή ευφροσύνη, μετέτρεπαν την περίσσεια έλλαμψι εις έκσιασιν και ήρχιζαν. όσο μπορούσε ο καθένας και εναλλασσόμενοι μεταξύ ίων, τις ενθεασπκές εκείνες υμνωδίες, τουτέστιν εις εφύμνιες αλληγορίες.
Και οι ύμνοι τούτοι δεν ήταν από αυτούς, όπου οδηγείται ο ιδικός μας νους, ούτε τέτοιοι, όπως πρόχειρα θα τους σχεδίαζε κανείς, αλλά όπως το Πνεύμα τους υπετύπωνε να λέγουν και τους επέτρεπε να ακούνε. Και ο ίδιος ο ύμνος, και τα πράγματα που υμνούν από τους υμνολόγους, ελέγοντο και ηκούοντο ως πράγματα, που ευρίσκονται υπεραπείρως έξω από την γήινη και ανθρώπινη ευαρμοσία και συμφωνία και που ολίγον ή καθόλου δεν υπολείπονται από τον ήχο των αγγέλων, που εορτάζουν εις τους ουρανούς. Των οποίων και το ύψος και το βάθος και η άπειρος βραιότης δεν είναι διά να τα σχεδιάζουμε εμείς, που ούτε εις το ελάχιστον δεν έχουμε γευθή τέτοια γλυκύτητα, αλλά διά να τιμώμεν μάλλον διά της σιωπής ως ακατάληπτα και ανείπωτα. Και είναι ασφαλές διά εμάς να καταπιανόμαστε με αυτά, διά τα οποία και το να επιτύχη κανείς είναι περιπόθητο και το να αποτύχη ακίνδυνο, και τα οποία ούτε τον γνωστικό λυπούν ούτε τον αγροίκο κουράζουν. Ο ύμνος λοιπόν και τα υμνούμενα, αν και ξεφεύγουν από την ιδική μας αντίληψι, τουλάχιστον όσο μπορούμε να φθάσουμε και χονδρικώς να αναφέρουμε, κάπως έτσι θα ήταν:
«Τούτο εδώ είναι το πέρας των διαθηκών που συμφώνησε μαζί μας ο Θεός. Τούτο είναι η φανέρωσις των αποκρύφων βυθών της θείας ακαταληψίας. Αυτός είναι ο σκοπός που είχε σκεφθεί ο Θεός προ των αιώνων. Αυτή είναι η κορωνίς των θείων χρησμών. Αυτό εδώ είναι το άρρητο και υπεράγνωστο σχέδιο της προανάρχου μερίμνης του Θεού διά τον άνθρωπο. Τούτο είναι η απαρχή της κοινωνίας και συμφυΐας του παγγενέτου Θεού προς το ιδικόν Του πλάσμα. Αυτή είναι η ενυπόστατος εγγύησις της συμφιλιώσεως με τον Θεό. Η Θεοτόκος, το εκλεκτόν κάλλος, ο θεόγλυπτος ανδριάς, η καλοζωγραφισμένη εικών του θεϊκού αρχετύπου, το έρεισμα κάθε θεωρίας και αναβάσεως. Η παναγιωτάτη σκηνή του Παντοκτίστου, ο θεοδόχος κρατήρ της ακένωτου σοφίας, το ασύλητο ταμείο της ζωής, η ανεξάντλητη πηγή των θείων ακτινοβολιών. Η ασάλευτη κυριότης – καθ’ όσον δεν εκυριεύθη από τα πάθη και εξυψώθη κατά την καθαρότητα υπεράνω πάντων. Δι’ αυτής μας εδόθησαν ως εγγύησις τα ενέχυρα της σωτηρίας.
«Και βεβαίως το να φθάση μέχρι τα δικά μας μέτρα η τόσο θαυμασμένη και να αποτίση το κοινόν χρέος, είναι ίδιον της ανθρωπινής φύσεώς της. Αλλά το να διαφέρουν τελείως από εμάς τα ιδιώματα του τρόπου με τον οποίον ζούσε, αυτό είναι γνώρισμα της εγγύτητας της προς το θείον. Πλην όμως η απόδειξις της άκρας απαθείας της είναι προφανής.
«Και ποίο δηλαδή από τα πάρα πολύ μεγάλα κατορθώματα της αρετής δεν εμφανίσθηκε εις αυτήν και με το παραπάνω; Ποίο δε από τα θαύματα προς απόδειξιν τούτων δεν παρουσιάσθηκε παραδόξως; Ούτως ώστε να αποδειχθή αυτή η ιδία ενδιαίτημα όλων των θαυμάτων που, οπωσδήποτε και οποτεδήποτε, αλλά και τώρα ακόμη, εφανερώθησαν ή επιτελούνται. Των όποιων έσχατο μέρος αποτελεί βεβαίως και το τωρινό γεγονός, παρόλο που είχε προκαθορισθή προ παντός χρόνου, τότε που η θεία βουλή διώρισε εξ αρχής κατ’ αυτόν τον τρόπον να λαμβάνη πέρας ο βίος του καθενός από εμάς.
«Ω της προνοίας, εις τα βάθη της οποίας κανείς γεννητός άνθρωπος δεν έφθασε ποτέ, ούτε ίχνος της μπόρεσε να ανακάλυψη· της οποίας έργον αποτελεί και το τώρα επιτελούμενον μυστήριον της Παρθένου. Διότι πραγματικώς μυστήριον είναι, έστω κι αν άφορα ένα τέλος όπως όλων μας· κι αυτή είναι η μερίς που εξ αρχής εκληρονομήθη εις την ανθρωπίνην φύσιν.
«Αλλ’ ω, πώς διεκόπη εκείνος ο φραγμός, ο συνδεδεμένος με την αμαρτία; Πώς διεσπάσθη και ο δεσμός, ο συμπλεγμένος με την παράβαση; Πώς έγινε και κατεφρονήθη ο θάνατος ωσάν όνειρο ημέρας; Απεχώρησε ο φόβος και δεν τρομάζει πια όσους νηπιάζουν κατά Χριστόν. Ή μήπως, αν υποθέσουμε πώς δεν πέθαινε το χωρίον τού Θεού, δεν θα διελύετο η φθορά που εγεννήθη διά της παρακοής; Ναι, διελύθη διά του προηγηθέντος θανάτου του Χριστού.
«Δηλαδή η ιδία η φύσις ανεκάλεσε εαυτήν από την εις φθοράν καταδίκην, αναλαμβάνοντας την δι’ αφθαρσίας κατάστασιν. Ω νεοφανών αμοιβών! Ω θεϊκών ανταλλαγμάτων! Εβλάστησε η φύσις ακανθωτή προαίρεσι. Αντεβλάστησεν πάλιν η ιδία τον εκπληρωτήν του Πατρικού θελήματος. Απεκύησε η φύσις εκ παρακοής αυτοπροαίρετο θάνατο, ανταπεκύησε και πάλιν η ιδία Αυτόν που διά της υπακοής εθανάτωσε τον θάνατο. Μόνη δηλαδή, ναι μόνη, διαλεγμένη αντιθέτως προς την φύσιν διά την ανακαίνισιν της φύσεως, μόνη υπηρέτησε εις τον Πλαστουργόν ολοκλήρου της φύσεως.
«Επειδή λοιπόν προτίθεται ενώπιον μας τώρα αυτή η θεοχρημάτιστη σορός του θεόληπτου σκήνους, προτρέποντας τους φιλοκάλους ωσάν κάποια άφθονος αγαθοδότις, κανείς ας μην αργοπορήση εις το κάλεσμα. Διότι δεν χρειάζεται κόπο το χάρισμα, πάρα μόνον προαίρεσι. Λοιπόν ας έλθη πρόθυμος όποιος έχει πίστιν αδίστακτον. Ας έλθη εις το ιερόν της Παρθένου και θα γνωρίση εκ πείρας την πραγμάτωσι των βαθύτερων επιθυμιών του. Ενώπιον σας ευρίσκεται κοινόν μέσον συμφιλιώσεως, συνδιαλλαγήτε όλοι με τον Θεό. Ιδού η ακένωτη πηγή της αθανασίας, ελάτε οι νεκρωμένοι, αντλήσατε. Ιδού οι αστείρευτοι ποταμοί της ζωής, ελάτε όλοι να γίνετε αθάνατοι.
«Ω θύγατερ Αδάμ και Μήτερ Θεού! Ω άνανδρε Μήτερ και παιδοτόκε Παρθένε! Ω ποίημα Εκείνου που εποιήθη μέσα σου χρονικώς, χωρίς να μεταβληθή η ιδική Του αιωνιότης. Περί σου προεκελάδησαν όλοι οι προφήται του Πνεύματος. Πρώτος ο Μωυσής σε είδε ως βάτον και προέλεγε: «Ας πλησιάσω να ιδώ το όραμα τούτο το μεγάλο» (Εξοδ. γ’,3). Περί σου ο θεοπάτωρ Δαυίδ ικέτευσε τον Χριστόν λέγοντας: «Ανάστηθι, Κύριε, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου» (Ψαλμ. ρλα’,8). Περί σου ο ίδιος προτυπώνοντας την έξοδόν σου. προϋπέψαλλεν: «Το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού» (Ψαλμ. μδ’,13). Διότι «Ιδού» λέγει, «όλη η δόξα της θυγατρός του βασιλέως προέρχεται από το εσωτερικό της· με κροσσωτό χρυσοκέντητο ένδυμα είναι ντυμένη και στολισμένη». Εσένα υπαινίσσετο μυστικώς η αγιογράφος βίβλος των Ασμάτων, προζωγραφίζοντας τα εξής: «Ποιά είναι αυτή, που ανεβαίνει από την έρημο περιβαλλόμενη με τολύπας καπνού θυμιαμάτων σμύρνας, λιβάνου και όλων των αρωμάτων του μυροποιού» (Άσμα γ’,6). Περί σου πάλι προϋπέγραψε η ιδία βίβλος λέγοντας: «Ιδού το φορείον του Σολομώντος· οι κίονές του είναι αργυροί και το ανάκλιντρόν του χρυσούν· τα στηρίγματα από πορφύρα, το δάπεδο μέσα ψηφιδωτόν, δώρον της αγάπης των θυγατέρων της Ιερουσαλήμ» (Άσμα γ’,7-10). Και πάλι: «Εξέλθετε θυγατέρες της Σιών και ίδετε τον βασιλέα Σολομώντα με τον στέφανον επί της κεφαλής του, με τον οποίον τον εστεφάνωσε η μητέρα του κατά την ημέρα του γάμου του, την ημέρα ευφροσύνης της καρδίας του» (Άσμα γ’, 1). «Ίδετέ την, θυγατέρες της Σιών, και μακαρίσατε την βασίλισσαι και παλλακαί αινέσατέ την, διότι η ευωδία των φορεμάτων της είναι ανωτέρα από όλα τα αρώματα» (Άσμα δ’, 10 και στ’, 8).
«Εσένα προέβλεπε ο Ησαΐας όταν ενθέως ανέκραξε: «Ιδού η Παρθένος θα συλλάβη εις την κοιλίαν της». (Ησ. ζ’, 14). Και «θα είναι η ρίζα του Ιεσσαί» (Ησ. ία ‘, 10) και «Μακάρια η ρίζα του Ιεσσαί» και «θα φυτρώση κλωνάρι από την ρίζα του Ιεσσαί και άνθος από την ρίζα αυτήν θα αναβλαστήση» (‘Ησ. ια’, 1). Για χάρι σου προανήγγειλε ο μέγας Ιεζεκιήλ, λέγοντας: «Ιδού η πύλη κατ’ ανατολάς· και θα είναι η πύλη κλεισμένη και κανείς δεν θα περάση διά μέσου αυτής. Και μόνος ο ίδιος ο Κύριος ο Θεός θα εισέλθη δι’ αυτής και θα εξέλθη, και θα μένη και πάλιν κλεισμένη» (Ιεζεκ. μδ’, 2). Εσένα προφήτευε και ο Δανιήλ, ο «ανήρ επιθυμιών», αποκαλώντας σε «όρος» και ομιλώντας περί «λίθου, ο οποίος άνευ χειρός ανδρός από εσέ» (Δαν. β», 35) ελατομήθη, αλλά δεν απεκόπη, αφηρέθη αλλά δεν διηρέθη, με την πρόσληψι της ιδικής μας ανθρωπίνης φύσεως.
«Εσύ είσαι το μεγαλείον της φρικτής οικονομίας «εις το οποίον επιθυμούν οι άγγελοι να σκύψουν να ιδούν» (Α΄ Πετρ. α’, 12). Εσύ είσαι το περικαλλές κατοικητήριον της θείας συγκαταβάσεως, η όντως επιθυμητή γη. Διότι «επεθύμησε ο βασιλεύς την δόξαν του κάλλους σου, και επόθησε» (Σοφ. Σολ., η’, 2) τον πλούτο της παρθενίας σου, και κατοίκησε μέσα σου και «διέτριψε μεταξύ μας» (Ιωάν. α’, 14) και διά σου μας συνδιήλλαξε με τον Θεό και Πατέρα. Συ αποτελείς το θησαυροφυλάκιο «του αποκεκρυμμένου μυστηρίου προ των αιώνων» (Εφ. γ’, 9). Συ είσαι αληθώς η ζώσα βίβλος του πνευματικού Λόγου, που αφθέγκτως εγγράφεται μέσα σου με την ζωοποιό κάλαμο του Πνεύματος. Συ και μόνη είσαι αψευδώς ο θεόγραφος τόμος της νέας διαθήκης, την οποία συνέταξε εις το παρελθόν ο Θεός προς τους ανθρώπους. Συ είσαι το «μυριοπλάσιον άρμα του Θεού» (Ψαλμ. ξζ’, 18), που προσήγαγες «χιλιάδες ευτυχισμένων» εις αυτόν όταν εσαρκώθη. Συ είσαι το όρος Σιών «το παχύ όρος, το στερεόν όρος, εις το οποίο ευδόκησε ο Θεός να κατοική» (Ψαλμ. ξζ’, 16-17), και από το οποίο συνέπηξε δι’ Εαυτόν σάρκα ο Υπερούσιος, καταρτίζοντας την ομοίαν με την ιδικήν μας, νοερώς εμψυχωμένην.
«Ω ναέ θεϊκέ και συγχρόνως άνθρωπε χοϊκέ! Ω στήλη νεκρά και συγχρόνως στύλε ζωοποιέ, που δεν φωταγωγείς τον σαρκικόν Ισραήλ καθώς φυγαδεύεται, αλλά καταπυρσεύεις ενθέως τον πνευματικόν Ισραήλ καθώς οδηγείται προς το απλανές φως της γνώσεως. Ω νεφέλη ολόφωτε και «όρος κατάσκιον» (Αββ. γ’, 3) που δεν επισκιάζεις τον αγνώμονα λαό των Ιουδαίων, αλλά φωταγωγείς με τας μητρικάς σου δαδουχίας τον εκλεκτό λαό του Θεού, «το έθνος το άγιον» (Α’ Πετρ. β’, 9). Ω, συ που είσαι καθαρωτέρα από κάθε χρυσό και από κάθε αισθητή και άϋλη κτίσι! Ω γη παρθενική, από την οποία προήλθε ο δεύτερος, αλλά και αρχαιότερος του παλαιού, Αδάμ!
«Τί λογής τάφος θα σα καλύψει; Τί λογής γη θα δεχθή εσέ που υπερέβης κατά την αγιότητα τον ουρανό και την φύσι του ουρανού; Ποία τα εντάφιά σου; Ποία τα σπάργανα; Ποίοι οι στολισμοί; Και ποία μύρα θα κατασμυρνίσουν το σώμα σου, το ευώδες, το άχραντον, που είναι γεμάτο από κάθε καλό, που αναβρύει την άφεσι, που πηγάζει την αφθαρσία, από το οποίο προήλθε η θέωσις, εις το οποίον ετελέσθη η τελείωσις, διά του οποίου επετεύχθη η σωτηρία; Διότι συ είσαι η όντως «ωραία και ψεγάδι δεν υπάρχει εις εσέ» (Άσμα δ’, 7). Ας σου ψάλη κάτι λίγο και πάλι ο Σολομών ο θειότατος: «Ωραία ως Ιερουσαλήμ και οσμή ιματίων σου ως οσμή λιβάνου» (Ασμα δ’, 11, στ’, 3).
«Συ είσαι του ακενώτου μύρου η νέα μυροθήκη· συ η αγαλλίασις του ελαίου της χρίσεως. Συ το θυμίαμα των νοητών αρωμάτων. Συ είσαι το άνθος της αφθαρσίας· η αρωματοφόρος γη· η ζωηφόρος θήκη, η φωτοειδής λυχνία, η θεοΰφαντος πορφύρα, το βασιλικό ένδυμα, η θεοποίκιλτος στολή, η χρυσοειδής διπλοΐς· η ακατονόμαστη συρραφή της νοητής αλουργίδος του Λόγου· το πλεγμένο από χέρια αρχιερέων διάδημα της βασιλείας· ο «θρόνος ο υψηλός» (Ήσ. στ’, 1), η υψωμένη πύλη του ουρανού των ουρανών, η βασίλισσα ολοκλήρου της ανθρωπίνης φύσεως· συ που έχεις ανόθευτη την κλήσι, όπως και την πράξι· συ που είσαι ανωτέρα πάντων, εκτός μόνον από τον Θεό.
«Τί λογής χέρια θα σε ενταφιάσουν; Με τί αγκάλες θα βαστάσουμε αυτήν που εβάστασε τον αχώρητον; Τί επιτύμβια προσευχή θα κάνουμε διά εσέ; Με τί άσματα θα σε προπέμψουμε; Με τί χείλη θα εξυμνήσουμε την έξοδό σου; Με πόση φωνή; Με τί λόγους θα καλλολογήσουμε τα δικά σου μεγαλεία; Διά τούτο αντί πάντων σου προσάγουμε αυτούς τους λόγους: «Μακαρία συ εν γυναιξί’ (Λουκ. α’, 42) και μεταξύ γενεών γενεών. Ευλογημένη εις τους ουρανούς και δοξασμένη εις την γην. Πράγματι εσέ ευγνωμόνως κάθε γλώσσα δοξολογεί, ανακηρύττοντας σε Μητέρα της ζωής. Εγέμισε όλη η κτίσις από την δόξα σου· ηγιάσθη το παν με το μύρον της ευωδίας σου. ‘Εξηφανίσθη διά σου η αφορμή της αμαρτίας. Μετεβλήθη εις χαράν η κατάρα της προμήτορος. Οι πάντες ψάλλουν διά σου μαζί με εμάς: «Δόξα εν ουρανώ, ειρήνη επί γης» (Λουκ. β’, 14).
«Τάφος εσένα δεν μπορεί να κρατήσει, διότι τα φθειρόμενα δεν μπορούν να κρατήσουν εις το σκότος ένα δεσποτικόν σώμα. Ο Άδης δεν έχει την δύναμι να κυριαρχήσει πάνω σου, διότι τα ομόδουλα δεν αγγίζουν ψυχή βασιλική.
«Πήγαινε λοιπόν, πήγαινε εν ειρήνη. Μετανάστευσε από τας διαμονάς αυτής της κτίσεως· εξιλέωνε τον Κύριον διά το κοινόν πλάσμα. Διότι όσον καιρό διέτριβες εις τα επίγεια, σε κατείχε μικρό μέρος της γης· αφ’ ότου όμως μετετέθης από την γη, ολόκληρος ο κόσμος σε αγκαλιάζει ως κοινόν ιλαστήριον. Δέξου τώρα δόξαν μεγαλυτέραν του Ενώχ μέσα εις ευφροσύνην, εις χαράν ανεκλάλητον, εις φως αΐδιον εκεί όπου υπάρχει το αληθώς ζην, η ολόφωτος βασιλεία, η ακατάληπτος χορεία των αγγέλων. Και επί πλέον απόλαυσε το κάλλος του Υιού σου. Κατατρύφησε την ακένωτη χαρά και την αγέραστη μακαριότητα· εκεί όπου ρέει ο χείμαρρος της αιωνίου τρυφής, όπου τα λειβάδια της αφθαρσίας, αι πηγαί της αενάου ζωής, τα ρείθρα του θεοβλύστου φωτός, οι ποταμοί της αειζώου φωτοχυσίας. Εκεί ευρίσκεται το πέρας όλων όσα ηλπίσθησαν ποτέ και ελπίζονται τώρα η θησαύρισις πάντων των αγαθών, η φανέρωσις αυτών που μένουν κρυμμένα και τότε μόνον θα ιδωθούν το έσχατον τέλος πέραν του οποίου τίποτε παντελώς δεν υπάρχει. Εκεί ο Πατήρ προσκυνείται και ο Υιός δοξάζεται και το Άγιον Πνεύμα ανυμνείται· η ενιαία φύσις της μιας εν Τριάδι θεότητος.»
Τέτοιους λόγους και ύμνους νομίζω πως έλεγαν τότε οι θεόληπτοι εκείνοι άνδρες, και άλλα υψηλότερα από αυτά. Διότι δεν γνωρίζω τί περισσότερο να είπω, αφού είμαι χώμα και στάκτη και σκέτη σαπίλα, και έρπω με την κοιλιά μου ωσάν τα φίδια. Έχω πάντως αρκούντως αποτίσει κατά δύναμιν το χρέος του λόγου, χωρίς, νομίζω, να έχω παραβλέψει κάτι από τα αφορώντα εις την παρούσαν εορτήν. Και εάν κανείς έχει να πρόσθεση εις αυτά κάτι υψηλότερον, θα συνεισφέρη κάτι το χρήσιμο και διά εμάς και διά την πανήγυριν. Αφού δε είπω ολίγα ακόμη, έδώ κάπου θα καταπαύσω την κωπηλασία του λόγου. Από το κατ’ αξίαν λοιπόν ομοίως όλοι υπολειπόμεθα· διά να επιδείξουμε όμως το κατά δύναμίν μας, είναι ίση η προθυμία του καθενός. Θα δεχθή λοιπόν, το γνωρίζω καλώς, και αυτόν τον βραχύτατο λόγο μας Αυτή που εγέννησε τον Λόγον και θα ανταποδώση, αν όχι ίσως όσα ζητούμε, πάντως όσα είμεθα άξιοι να λάβουμε. Διότι αγαπά η Παναγία, ως πολύδωρος, να ανταποδίδη εις τα ελάχιστα τα μεγαλύτερα.
Ας έχουν λοιπόν έτσι αυτά· Εμείς δε, ω λαμπρά και περιφανεστάτη ομήγυρις (σας προσκαλώ τουτέστιν και πάλι προς το κλείσιμο του λόγου), εμπρός, ας προπορευθούμε εις την ιεράν προπομπήν του παρθενικού σώματος, ψάλλοντας επικηδείους ύμνους, και ας στεφανώσουμε με τας κατά δύναμιν τιμάς την Αρχηγόν της εορτής μας. Διά να γίνη δε τούτο με λαμπρότερο τρόπο, ας παρευρεθή σήμερα κάθε ομήγυρις ουρανίων και επιγείων και ας μου συμπληρώση την εξόδιο εξύμνησι, η οποία απαρτίζεται από αυτούς τους λόγους:
«Απήλθε, απήλθε η παρεμβολή του Θεού από τα σκηνώματα Κηδάρ» (Ψαλμ. ριθ’, 5) προς τας αΰλους και ζωογόνους σκηνάς. Η επουράνιος σκηνή, το αρχέτυπον εκείνης της νομικής σκηνής, υπεδέχθη την υπερκόσμιον κιβωτόν, της οποίας τύπος ήτο η νομική κιβωτός (Εβρ. η’, 5). «Εσηκώθη ψηλά ο γείσος των ανω θυρών» (Ης. στ’, 4), διά να δεχθούν εις τους κόλπους των βασιλικώς τα βασίλεια των ουρανίων την υπερουράνιον πύλην του Θεού. Υποδεχθήτε την λευκοφορεμένοι άγγελοι· υμνήσατε ουρανοί· δοξάσατε, κάτοικοι της γης· υψώσατε «την πόλιν του Θεού του βασιλέως του μεγάλου» (Ψαλμ. μζ’, 3). Γη, πανηγύρισε, ανευφήμησε, διηγήσου τα ένδοξα της Παρθένου, του τόκου τα σπάργανα, του τάφου τα θαύματα. Πώς ετάφη, πώς μετετέθη· πώς βλέπει κανείς τον τάφο κενό να προσκυνήται;
«Ιουδαία, συνάθροισε τους υιούς σου· κήρυττε την βασίλισσαν εκ φυλής Ιούδα, έχε θάρρος, μη φοβάσαι. Εόρταζε τας εορτάς σου, Ιερουσαλήμ· αναβόησε, αλάλαξε, πρόπεμψε την μητρόπολι του Θεού, ψάλλε μαζί με τον Δαυίδ, λέγε δυνατά: «Εν εξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου…»(Ψαλμ. ριγ’, 1). Μήτηρ Σιών, την οποία προετίμησε ο Κύριος, την οποία εδιάλεξε· κάλεσε τας θυγατέρας σου, τας εξ εθνών Εκκλησίας. Ψάλλε κάπως λυπητερά, αλλά όχι τραγικά αλαλάζοντας, όχι γογγύζοντας. Διότι η παρούσα πανήγυρις εύθυμη είναι, όχι πένθιμη.
«Γεθσημανή, υποδέξου την νέα βασίλισσα. Ευτρέπισε τον τάφο· βγάλε τα εντάφια· καταστόλισε με μύρα την σορό. Η λάρνακα ας γίνη διά σε φύλαξ του θησαυρού· ας φρουρηθή με κάθε ασφάλεια το άγιον. Εάν μεν φυλαχθή και μείνη μέσα εις τον τάφον, θα αποτελέση κοινόν απόκτημα δι’ αγγέλους και ανθρώπους, που θα το προσκυνούν. Εάν δε συμβεί τίποτε παράδοξον και μεταστή το άχραντον, μείνε εκεί να κηρύττεις το θαύμα. Να διηγήσαι εις τις μετέπειτα γενεές την μετάθεσι. Εις μεν τα άνω πνεύματα παραχώρησε το πνεύμα της Θεομήτορος, εις εμάς δε μυροδότησε τον αγιασμό του σώματος, ωσάν από πηγήν αέναον.
«Όλοι μαζί ας προτρέξουμε εις την Θεοτόκον. Χοροί πατέρων και πατριαρχών πνεύματα προφητών και συναθροίσεις ιερέων αποστόλων ομήγυρις· μαρτύρων πλήθη· διδασκάλων συνάξεις· δικαίων ψυχαί οσίων τάξεις·· κάθε αξία και ηλικία· βασιλείς και δυνάσται· άρχοντες και αρχόμενοι «νεανίσκοι και παρθένοι πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, αινέσατε» (Ψαλμ. ρμη’, 2), ικετεύσατε, είπατε εις την Μητέρα του Θεού, είπατε: Πόσο μακάριος είναι ο οίκος του Δαυίδ, από την γενεά του οποίου εβλάστησες, Θεομήτορ.
«Μητέρες και παρθένοι, δοξάσατε την μόνην και μητέρα και αειπάρθενον. Και σεις νύμφαι, σπεύσατε πλησίον εις την ανύμφευτον μεταξύ των νεανίδων και άφθορον και την μόνην που χωρίς ωδίνας τοκετού απεκύησε τον Ακατάληπτον. Στείραι και χήραι, χειροκροτήσατε αυτήν που χωρίς να λάβη πείραν ανδρός μετέβαλε τους κανόνας της απαιδίας. Θυγατέρες, σκιρτήσατε προπέμποντας την παιδοποιό αφθαρσία. Ευλογήσατε λαοί μακαρίσατε γλώσσαι ψάλατε προς την Μητέρα του Θεού πάσαι αι φυλαί της γης, ψάλατε· οδηγήσατε χορούς με ωδάς και κύμβαλα, αλαλάξατε, μεγαλύνατε, άσατε. Πάρε, πάρε, Μαριάμ, το τύμπανο και προχώρα μπροστά από τας παρθένους. Δαυίδ, κτύπα την λύρα σου· σήκωσε την φωνή, ύμνησε την βασίλισσά σου· χόρευσε, ύψωσε τα κτυπήματα της κινύρας· κάλεσε τας παρθένους· σύναξε τους χορούς των ψαλτών. Κανόνισε τας χορείας· ας τρέχουν οπίσω από την κλίνη και μπροστά από την κλίνη, ας οδηγούν τα πλήθη προς την κλίνη, ας συγκροτούν χορούς γύρω από την σορό.
«Διότι ιδού η νέα κιβωτός της δόξης του Θεού, μέσα εις την οποίαν ευρίσκονται «η στάμνος η πάγχρυσος και η ράβδος Ααρών η βλαστήσασα και αι πλάκες της διαθήκης» (Εβρ. δ’, 4). Ιδού το κεφαλαιώδες θέμα, περί του οποίου ανέκραξαν οι χρησμωδοί προφήται (Ησ. ζ’, 8 κ. έ.). Ιδού η κλίμαξ την οποία είδε ο Ιακώβ καθώς εμυείτο τα θεία, γύρω από την οποία έβλεπε τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν (Γεν. κη’, 12) (ό,τι και να σήμαινε η τέτοια κατάβασις ή άνάβασις). Αυτή είναι ηπύλη των ουρανών, περί της οποίας είπε εκείνος: «Πόσο φοβερός είναι ο τόπος αυτός! Δεν μπορεί να είναι τούτο, παρά οίκος Θεού· και αυτή είναι η πύλη του ουρανού» {Γεν. κη’, 17). Ιδού το ιλαστήριον που ως Άγιον κατετέθη εις τα Άγια των Αγίων της θεομύστου σκηνής και των αδύτων και άλλοτε μεν κατασκιάζεται από τας πτέρυγας των Χερουβίμ (Β’ Παρ. ε’, 7), άλλοτε δε εξιλεώνει τας αμαρτίας μας διά της μυστικής εποπτείας του Ιησού. Δεν φοριέται πλέον ζυγός νομικής δουλείας επάνω εις τον αληθινό Ισραήλ, καθ’ ότι ο Χριστός μας εχειρογράφησε την ελευθερία διά της εν πνεύματι λατρείας (Ιωάν. δ’, 24) χρησιμοποιώντας αντί χαρτίου το σώμα το ληφθέν εκ της Θεοτόκου. Δεν ενεργείται πλέον ο ετήσιος κύκλος των αρχιερέων εις τα Άγια (Εβρ. ε’, 7). Διότι ο ίδιος ο μέγας Αρχιερεύς, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος διήλθε τους ουρανούς με την σάρκα που προσέλαβε, η οποία είχε ψυχήν λογικήν και νοεράν, εισερχόμενος διαπαντός χάριν ημών ωσάν εις ναόν μυστικώς εις το παρθενικόν αγίασμα, θυμιάζει και θύει, και προσάγεται αναφερών τας ολοκαρπώσεις, και αγιάζων Εαυτόν υπέρ ημών, αγιάζει αυτούς που Τον αγιάζουν».
Τέτοια, Θεοτόκε, είναι τα μυστήρια της υπερκοσμίου σου κοιμήσεως. Αυτοί οι επιτάφιοι λόγοι της ιεράς προπομπής του θεοκηδεύτου σου σκήνους· η εξόδιος ύμνησις· όσα εμνημονεύθησαν προ της ταφής και μετά την ταφήν οι προπεμπτήριοι λόγοι της υπεραγνώστου μεταθέσεως. Αυτές είναι οι δι’ αινιγμάτων απεικονίσεις των σχετικών με σε θείων μυστηρίων και μακαρίων ελλάμψεων. Διότι δεν φθάνει ο δικός μας ο νους να στοχασθή κάτι περισσότερο από όσα ειπώθησαν. Αυτός ο σύντομος λόγος κατεστρώθη με κάθε φροντίδα από εμάς διά σε· ευχαριστήριος ταυτοχρόνως ο ίδιος και ικετήριος. Εάν με έχη κάτι άξιον της μεγαλειότητός σου, εις εσέ το χρεωστούμε, η οποία και έδωσες και εδέχθης ευχαρίστως την προθυμία μας. Εάν δε, πράγμα που είναι απαραιτήτως ανάγκη να το πάθη όποιος επιχειρεί να ειπή κάτι περί σου, αποδειχθή κατώτερος της άξιας, εσύ θα μας συγχωρήσης οπωσδήποτε, εφ’ όσον εκ φύσεως έχεις την συμπάθεια, λόγω της αυτονοήτου οικείας εγγύτητας σου προς τον Υιόν σου και κηδεμόνα σου. Θα τον δεχθής δε τούτον, το ξέρω, ως το πιο όμορφο δώρο, αν και συνετάγη από τους πενιχρούς μου κόπους. Διότι δεν είχα τι περισσότερο να προσφέρω εις του Λόγου την Μητέρα, που από όλους υπερέχει, παρά μόνον λόγον που να αναβρύη από τας αυτορρύτους πηγάς της χάριτος που ενυπάρχει εις εσέ. Αλλά βεβαίως η φρικτή και υπεράγνωστος κατάστασις της θείας διατριβής σου εις την αγέραστο μακαριότητα, καθ’ ότι παντελώς αδιάγνωστος και άρρητος, ας τιμάται διά της σιωπής. Διότι δίκαιον είναι να μην ανήκη εις εμάς το να απλώνουμε το χέρι μας εις όσα είναι ανώτερα των δυνάμεων μας και διά της ακαταληψίας ορθώνονται ως τείχος απαγορεύοντας κάθε έρευνα.
Διά εσέ λοιπόν, ω πανολβία τρισάνασσα Θεογεννήτρια, όσα ωφείλοντο από εμάς, οι οποίοι από σε και διά των ευπαρρησιάστων ικεσιών σου προς το θείον κατηχηθήκαμε τους σχετικούς με σε αποκρύφους λόγους, αυτά τώρα μετρίως και κατά δύναμιν ιχνογραφήσαμε. Εις εμάς δε ποίος θα παράσχη φωνήν σύμμετρον, που να αναλογή με το ύψος και το μέγεθος των υπερενδόξων νοημάτων περί σου, και δύναμιν να ομιλήσουμε;
Αλλ’ ω Δέσποινα πάντων ανθρώπων και χωρητική της αυτοσοφίας και ενυποστάτου Λόγου, του πρώτου και αρχικού και των πάντων αιτίου! Ω ζωής χορηγέ και ζωή των ζώντων και συνεργέ του αιτίου της ζωής! Ω αγία και των αγίων αγιωτέρα και υπεράγιο θησαυροφυλάκιο παντός αγιασμού! Ω μερίς, η οποία ήνωσες το ανθρώπινον γένος με τον Θεόν αλύτως και όχι μεριστώς! Ω βασιλεία των χοϊκών ανθρώπων της γης, η οποία έχει λάβει δύναμιν απροσμάχητον εκ της άνω δόξης! Ω προπύργιον της πίστεως των Χριστιανών και υπέρμαχε όσων αποθέτουν εις σε τας ελπίδας των! Δέξου από εμάς, οι οποίοι διά σου εδέχθημεν το φως της αληθείας, τα εγκώμια σου, τα οποία μυστικώς εννοήσαμε, όσο ήταν εφικτόν από αμυδράς εικόνας.
Εις εμάς δε, που καυχώμεθα διά σε, ανταπόδωσε διά την μικρή ετούτη προσφορά μας αυτή την αμοιβή: να έχουμε, ως απόκτημα πολυτιμώτερον και λαμπρότερον από όλους τους θησαυρούς και κάθε πολυτελή πλούτο, την ιδικήν σου ικετήριον δέησιν προς τον Υιόν σου και Δεσπότη μας και Βασιλέα και Θεόν και Κύριον. Δι’ αυτής της δεήσεώς σου, όταν αμαρτάνουμε, εξιλεώνουμε το θείον και όταν βαδίζουμε καλώς, κερδίζουμε δι’ εμάς το ακόμη καλύτερο. Χάρις εις αυτήν τα όπλα των βαρβάρων τα θεωρούμε βέλη νηπίων και το δόρυ και το κράνος και το ρίξιμο του τόξου ατελέσφορα μένουν και άπρακτα. Και τέλος δι’ αυτής κατορθώνεται κάθε αγαθόν διά τους χριστιανούς, ως και η ομοίωσις προς το θείον.
Έχεις, αγαπητέ, την έκθεσιν των εννοιών του μυστηρίου, αν και υπολείπεται πάρα πολύ της προσδοκίας· ωστόσο δεν ήταν ελλιπεστέρα από όσο μπορούσε η προθυμία μας. Την δε μυσπκωτέραν και υψηλοτέραν μπορείς να την ζήτησης από τον ίδιο τον Λόγο που εκενώθη διά σε και επαχύνθη με σάρκα και σε ήνωσε ολόκληρο με τον Εαυτό του χάριν φιλανθρωπίας. Καλύτερα δε να ειπώ ότι και ενηνθρώπησε, διά να σε θεοποίηση ολόκληρον διά του Πνεύματος και να αναλύση το κατώτερο μέσα εις το ανώτερο και να σε συνανυψώση μαζί με τον Εαυτό του από την γη και να σε βάλη να καθίσης εις τους πατρικούς θρόνους.
Προς Αυτόν λοιπόν να ανέρχεσαι πάντοτε διά βίου και θεωρίας καθαράς, πολιτευόμενος με θείους λόγους και θεία ήθη. Βλέποντας τον Θεό, όσον είναι εφικτόν, και βλεπόμενος από Αυτόν. Να αγωνίζεσαι Αυτός να λάμπη μέσα σου με τας ελλάμψεις της θεωρίας και τας αναβάσεις της αρετής, ούτως ώστε και από τα δύο, δηλαδή και από την πράξι και την θεωρία, να καταστής άρτιος και στερεός, προκύπτοντας εις άνδρα πληρέστατον, «εις μέτρον ηλικίας του Χριστού» (Εφεσ. δ’, 13). Εις Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Μετάφραση: Ιερομόναχος Ιωάννης Αγιαννανίτης. Από το πρωτότυπο κείμενο, το οποίο ελήφθη από τον κώδικα 283 Ι. Σκ. Αγ. Άννης και των PG97, 1089- 1109)
Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου