ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ - Β΄ΑΙΩΝΑΣ



Ο αείμνηστος καθηγητής Στυλιανός. Παπαδόπουλος





ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ

Ό Απολογητής καί μάρτυς (+ Περί τά 165) 

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ό ίερός Ίουστΐνος, ό ίδρυτής τής πρώτης χριστιανικής θεολογικής σχολής, άποτελει νέα καί συγκλονιστική παρουσία στήν Εκκλησία. Τό μεγαλείο του βρίσκεται δχι τόσο στό Αποτέλεσμα τής προσπαθείας του δσο στήν πρωτοτυπία. Σκοπός του ήταν νά δημιουργήση τό νέο καί άληθινό τύπο φιλοσόφου, τό χριστιανό φιλόσοφο, σάν έκφραση τής ένό- τητος τής άληθείας στόν κόσμο καί άρα τής ένότητος τοϋ ίδιου τοΰ κόσμου. Μολονότι ώνομάσθηκε «φιλόσοφος», είναι κάτι τελείως διαφορετικό άπό ένα στοχαστή ή ενα έρευ- νητή φιλόσοφο. Είναι καί θέλει νά είναι πάντοτε κατηχητής ή μάλλον διδάσκαλος τής Εκκλησίας. Καί σάν γνήσιος διδάσκαλος τής Εκκλησίας άπαντα, μολονότι γενικά, στήν τριπλή πρόκληση τής έποχής του : τοϋ ιουδαϊσμού, τοΰ έλληνισμοϋ καί τοϋ γνωστικισμοϋ. Τό φιλοσοφικό του παρελθόν χρωματίζει βέβαια τό εργο του καί συχνά ορίζει τή μέθοδό του, άλλά οί προϋποθέσεις τής σκέψεώς του είναι ή Εκκλησία καί ή Γραφή της. Συγχρόνως είναι ό πρώτος μεγάλος θεολόγος τής Εκκλησίας πού αισθάνθηκε τήν άνάγκη τής έλληνικής φιλοσοφίας, τήν όποία κατάλαβε μέ τόν τρόπο τοϋ στωϊκοΰ Ποσειδωνίου καί τής όποιας πάντως χρησιμοποιεί λίγα μόνο στοιχεία


Άκόμη ό Ίουστΐνος δέν υπήρξε γνήσιος φιλόσοφος, διότι δέν είχε γνήσιο φιλοσοφικό προβληματισμό, όπως φαίνεται άπό τά έργα του. Δέν τοΰ έλειπε όμως ή καλή φιλοσοφική κατάρτιση, τήν όποία χρησιμοποίησε σάν όργανο καί όχι σάν βάση άληθείας. Έτσι δέ μεταστοιχείωσε τήν ευαγγελική αλήθεια σέ φιλοσοφική ούτε καί τήν παρεξή¬γησε. Άπλώς προσπάθησε νά τήν έκφράση μέ τή γλώσσα τής έποχής του καί μάλιστα κάτω άπό τό πλέγμα τής προσω¬πικής του πνευματικής όδοιπορίας, τής μεταστροφής του δηλαδή άπό τόν έθνισμό στό χριστιανισμό. Γι'αύτό σέδλη του σχεδόν τή ζωή αισθάνεται τήν άνάγκη νά άπαντα στό γιατί τής μεταστροφής του. Είναι λοιπόν βασικά άπολογη- τής τής προσωπικής του ζωής, τής μεταστροφής του,ή ό¬ποία στηρίζεται άποκλειστικά στό γεγονός ότι οί προφη¬τείες τής ΠΔ επαλήθευσαν στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ, κάτι πού έπίσης αναπτύσσει συνεχώς. Άλλά καί πάλι τό έργο τοϋ Ίουστίνου δέν θά γίνη θεωρητική φιλοσοφία, θά μένη πάν¬τοτε φιλοσοφία τής ζωής. Άλλωστε στά ισχυρά επιχειρή¬ματα ύπέρ τοΰ χριστιανισμού πρώτη θέση κατέχει ή ήθική ζωή τών χριστιανών, τήν όποία δείχνει καί άναλύει μέ πολλούς επαίνους καί απέραντο θαυμασμό, ώστε μποροϋμε νά εΐπωμε, ότι Άν δέν ήταν φιλόσοφος, ήταν ήθικολόγος.
Ή σκέψη καί ή θεολογία τοΰ Ίουστίνου, παρά τή γνησιότητά της, βρίσκεται σέ γραμμή διαφορετική καί άποτελεΐ κλίμα διαφορετικό άπό έκεΐνο, πού εκφράζει ό Ιγνάτιος λόγου χάρη καί ό Ειρηναίος. Οί τελευταίοι υιοθετήθηκαν πε¬ρισσότερο άπό τήν Έκκλησία, ώστε ή θεολογία τους νά γίνη Παράδοσή της. Τοΰτο ισχύει μόνο έν μέρει γιά τόν Ίουστΐνο καί ή έξήγηση δέν είναι δύσκολη : Ό Ίουστΐνος δέν προερχόταν άπό τούς κόλπους τής έκκλησιαστικής Πα¬ραδόσεως, όπως οί άλλοι. Έτσι ή προβληματολογία του ά- φορούσε γενικά στήν τριπλή πρόκληση τής εποχής πρός τήν Εκκλησία, άλλά ήταν σέ μεγάλο βαθμό προσωπική. Συγχρόνως πρέπει νά σημειώσωμε δτι τό ένα άπό τά δύο θέ¬ματα πού άπασχόλησαν τόν Ίουστΐνο, τό θέμα τής ένότητος τής άληθείας (σπερματικός λόγος καί Λόγος) καί τής καταλ- λαγής τοϋ χριστιανισμού μέ τή φιλοσοφική σκέψη, δε λύ¬θηκε ικανοποιητικά άπό τόν ιερό συγγραφέα μας καί ή θεο¬λογία του έπί τοΰ προκειμένου δέν έγινε ή θεολογία τής Εκ¬κλησίας. Άκόμη δέν είναι άνευ σημασίας δτι ό Ίουστινος δέ μίλησε στό πλαίσιο τής λατρείας τής Εκκλησίας, άλλά στήν Ιδιωτική του σχολή, πού μορφολογικά έμοιαζε μέ τις πολλές φιλοσοφικές σχολές. Απευθυνόταν μάλλον έξ ϊσου σέ πιστούς καί άπιστους, στήν έποχή μάλιστα πού ή Εκκλη¬σία δέν είχε βγή άπό τις κατακόμβες. Ή αίσθηση τοΰ λει- τουργικοϋ μυστηρίου λείπει άπό τό έργο του καί τά μοναδι¬κής άξίας κεφάλαιά του περί Βαπτίσματος καί Ευχαριστίας είναι πληροφοριακά, μολονότι έχουν τή θέρμη ένός μελλον¬τικού μάρτυρα τής πίστεως.
'Ολόκληρο τό έργο τοϋ Ίουστίνου κινείται γύρω άπό δύο βασικές θέσεις:
α) Ό άν&ρώπινος λόγος Βχει τή δυνατότητα νά προασεγίσει  την άλήϋεια έστω καί μέ τρόπο ατελή. "Ετσι, κόσμος καί ιστορία καταξιώνονται άπόλυτα, κάτι πού οδηγεί άβίαστα στή συνδιαλλαγή τής εκκλησίας μέ τόν πνευματικό κόσμο. Τοΰτο είναι δυνατό, διότι ή άλήθεια, τήν όποία ολόκληρη έχο¬με στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ, υπήρχε ανέκαθεν στόν κόσμο σέ βαθμό σπερματικό ή μερικό. Ό Χριστός, έπειδή είναι αύτοαλήθεια, δροϋσε ώς άλήθεια καί Λόγος καί πριν άπό τήν ένανθρώπησή του, γι' αύτό οί προ Χριστοΰ άνθρωποι καί μάλιστα οί φιλόσοφοι μέ τούς άνδρες τής ΠΑ δέν ήσαν έκτος Χριστοΰ. Ή άλήθεια στόν κόσμο είναι άρα ενιαία καί όλοκληρώνεται στό Χριστό. Οί περισσότεροι έθνικοί φιλό¬σοφοι δμως παρερμήνευσαν τή σπερματική άλήθεια κι έτσι κατέληξαν σέ λανθασμένα συστήματα, άπό τά όποια δέν έ- ξαιρεΐται τοΰ Πλάτωνα, στόν όποιο μάλιστα ό Ίουστινος είχε ιδιαίτερη προτίμηση. Φαίνεται δμως δτι ό Ίουστΐνος, πού δέν τοΰ έλειπε ό ρεαλισμός, δέν άναπαύθηκε μέ τήν πα¬ραπάνω θέση του, ή όποία στηρίζεται στήν ύπαρξη τοΰ σπερ- ματικοΰ λόγου (ή άληθείας). Γι' αύτό συχνά καταγγέλλει δτι όσα όρθά είπαν οί έλληνες φιλόσοφοι τά έλαβαν άπό τούς προφήτες τής ΠΔ κι έπομένως είναι «ήμών τών χριστιανών ». Άλλά σέ καμμιά περίπτωση δέ μας έξηγεΐ τό λόγο, γιά τόν όποιο οί έλληνες άναγκάσθηκαν νά δανεισθούν άπό τούς προφήτες, παρά τό γεγονός δτι ή σπερματική άλήθεια ύπήρ¬χε πάντοτε και γιά όλους. Αύτό δείχνει δτι ό φιλόσοφος τής Εκκλησίας διαπίστωσε άδιέξοδο, πού δέν κατώρθωσε νά ξεπεράση. Ή Έκκλησία θά ξεπεράση τό άδιέξοδο αύτό τοΰ Ίουστίνου είδικά καί τών άπολογητών της γενικά μέ τή θεο¬λογία περί «άνακεφαλαιώσεως» τοΰ Ειρηναίου λίγες δεκα¬ετίες άργότερα.
β) 01 προφητείες τής ΠΔ έπαλήϋ'ενσαν ατό πρόαωπο τον Χριστοΰ καί τοΰτο άποτελεΐ τό ισχυρότερο έπιχείρημα γιά τήν όρθότητα καί τήν ώλοκληρωμένη άλήθεια τοΟ χρι¬στιανισμού. Ό μωσαϊκός νόμος περιέχει άλήθεια, άλλά εί¬ναι άτελής καί γι' αύτό καιρικής σημασίας. Ή τελική καί τε¬λεία άποκάλυψη γίνεται άπό τό Θεό στό άνθρώπινο γένος διά τοΰ Χριστοΰ. Ή θέση αύτή άποτελεΐ κάτι περισσότερο άπό δεύτερο κέντρο, στή σκέψη καί τή ζωή τοΰ Ίουστίνου. Άποτελεΐ τή βάση, στήν όποία στήριξε τή μεταστροφή του καί τήν άφετηρία γιά κάθε θεολογική έρμηνεία. Άκόμη καί ή θεολογία του περί τής ένότητος τής άληθείας κατανοείται εύχερέστερα σάν συνέπεια άλλά καί σάν έπιχείρημα τής περί προφητείας θέσεώς του. Ό ίερός Ίουστΐνος, άναπτύσ- σοντας τή θέση του αύτή, άρχισε, αύτός πρώτος, στό χώρα τής Εκκλησίας, τή βαθύτερη άνάλυση κι έρμηνεία τής ΠΔ, χρησιμοποιώντας τήν άλληγορική καί τυπολογική μέθοδα τών Ιουδαίων, καθώς καί τή ραββινική τεχνική στήν έξή- γηση. Άκόμη αύτός πρώτος έρευνα τόν τίτλο Χριστός.
Γενικά τό έργο τοΰ Ίουστίνου δέν είναι συστηματικός άλλά έχει τή διάθεση νά δείξη τήν καθολικότητα τοΰ χρι- στιανισμοϋ, νά δείξη δτι είναι τό κορύφωμα τής ιστορίας καί τής άληθείας. Ή έπιστημονική κατανόηση τοϋ προσώ¬που καί τοϋ έργου τοΰ μεγάλου αύτοϋ διδασκάλου καί μάρτυ¬ρα τής 'Εκκλησίας γίνεται έξαιρετικά δύσκολη, διότι : υ¬πήρξε φύση άπλή καί θερμή, άλλά μέ πολλά προβλήματα- διότι συχνά πρωτοτύπησε' διότι θεολόγησε σέ κλίμα καί σέ χώρο πού ίστορικά δέ γνωρίζομε καλά (135-165)• διότι δέν ώλοκλήρωσε τό έργο του* διότι δέ σώθηκαν δλα τά έργα του* διότι μέρος άπό τή θεολογική του σκέψη δέν έγι¬νε Παράδοση τής Εκκλησίας. Ή 'Εκκλησία δμως δέ δυσκο¬λεύθηκε νά τόν κατανοήση καί νά τόν τιμήση, διότι ό δι¬δάσκαλος "Ιουστΐνος, πού ήταν μόνο λαϊκός, έγινε μάρτυρας τής πίστεώς της καί διότι πρώτος αύτός, έστω καί χωρίς απόλυτη έπιτυχία, έπιχείρησε σοβαρά, μέ τόλμη καί σύνεση, νά άντιπαραβάλη τή χριστιανική άλήθεια στή φιλοσοφική σκέψη καί μάλιστα τήν πλατωνική.

ΒΙΟΣ

Κυρία πηγή βιογραφικών στοιχείων τοϋ Ίουστίνου εϊναι τά έργα τοΰ ιδίου. Πληροφορίες δμως άντλοΰμεκαί άπό άρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, δπως άπό τό μαθητή του Τατιανό, τόν Ιππόλυτο, τόν Τερτυλλιανό καί τόν Εύσέβιο, ο! όποιοι μέ τήν ?δια σειρά χαρακτήρισαν τόν Ίουστΐνο «θαυμα- σιώτατον», «μάρτυρα», «φιλόσοφον καί μάρτυρα» καί μάρτυρα «έν φιλοσό¬φου σχήματι». Γεννήθηκε μέ τήν άνατολή τοΰ Β' αί. άπό εθνικούς καί μάλλον λατίνους γονείς στή Φλαβία Νεάπολη (σήμερα Ναπλούς) κοντά στή Σαμά¬ρεια της Παλαιστίνης. Άπό νεαρή ηλικία έδειξε πολύ ένδιαφέρον γιά τήν ά¬λήθεια. ΤΗταν κατ* εξοχήν άνήσυχο πνεΰμα καί σέ μικρό διάστημα γνώρισε καί άλλαξε διαδοχικά ένα στωικό, ένα περιπατητικό κι' ένα πυθαγόρειο δάσκα¬λο τής φιλοσοφίας. Τοΰτο οφείλεται στό άνυπόμονο καί τό άνικανοποίητο τοΰ Ίουστίνου, καθώς καί στό άναπτυγμένο αίσθητήριό του περί άληθείας. "Επειτα κατέφυγε σέ πλατωνικό φιλόσοφο, κοντά στόν όποιο βρήκε ικανοποίηση, μάλι¬στα μέ τή θεωρία τών ιδεών (Αιάλογ. 2), ή όποία νόμιζε δτι θά τόν όδηγήση στό νά ϊδη τό Θεό. Γρήγορα δμως αισθάνθηκε νέα άπογοήτευση. Κουρασμένος άπό τις άναζητήσεις του καί ποθώντας ειλικρινά τήν άλήθεια, περιδιάβαζε μελαγχολικός καί στοχαζόμενος σέ κάποια παραλία (πιθανόν της Εφέσου), δ- που συνάντησε μυστηριώδη σεβάσμιο γέροντα. Αύτός τοΰ τόνισε δτι ή φιλο¬σοφία δέν μπορεί νά θεραπεύση τήν έσώτατη περί Θεοΰ ζήτηση τοΰ άνθρωπου καί τοΰ υπέδειξε τή μοναδική σημασία τών προφητών, οί όποιοι «μόνοι τό αληθές καί είδον καί έξεΐπον άνθρώποις» (Διάλογ. 7).
"Εκτοτε δ Ίουστΐνος άφωσιώθηκε μέ ζέση στή μελέτη τών προφητών και διαπίστωνε συνεχώς τήν έπαλήθευσή τους στο πρόσωπο τοϋ Χριστοΰ, δπως τοΰ υπέδειξε ό πολιός γέροντας. "Οσα δ Ίουστΐνος καταγράφει στά κεφάλ. 1-8 τοϋ Διαλόγου του σχετικά μέ τίς πνευματικές του άναζητήσεις καί τό έ- πεισόδιο στήν παραλία, πού σήμαινε τή μεταστροφή του στό χριστιανισμός θεωροΰνται φιλολογική επένδυση καί έκφραση τής πνευματικής περιπλανή- σεως καί όδοιπορίας τοΰ συγγραφέα μέχρι τήν είσοδό του στήν Έκκλησία. Τή μεταστροφή τοΰ Ίουστίνου, πού τοποθετείται μεταξύ 132 καί 135, άκο- λούθησε διήμερη συζήτηση μεταξύ αύτοΰ καί τοΰ ιουδαίου νομοδιδασκάλου Τρύφωνα, τοΰ όποιου ή ταυτότητα παραμένει άγνωστη, παρά τίς προταθείσες ταυτίσεις. 'Αργότερα, φορώντας πάντοτε τό φιλοσοφικό του τρίβωνα, ήρθε στή Ρώμη (τό 150 ή λίγο νωρίτερα), δπου παρέμεινε σέ δύο περιόδους καί συνέστησε είδος ιδιωτικής κατηχητικής (γενικώτερα χριστιανικής) σχολής. Τό διάβημα τοΰτο τοΰ Ίουστίνου στό κέντρο τής αύτοκρατορίας εγκαινίαζε μιά νέα έποχή: Ή Έκκλησία τών κατακομβών προκαλοΰσε σχεδόν φανερά τούς διανοουμένους τής έποχής. Καί δ πνευματικός γενικά έθνικός κόσμος άναγκα- ζόταν νά άντιμετωπίση 6χι μόνο μέ ειρωνείες τό νέο πνευματικό μέγεθος, τήν Έκκλησία.
Τή σχολή, πού λειτούργησε μάλλον στήν οικία κάποιου Μαρτίνου πλησίον τοΰ λουτροΰ Τιμοθίνου, παρακολούθησε σημαντικός άριθμός μαθητών, μεταξύ τών οποίων καί εθνικοί, κάτι πού δείχνει τήν εύρύτητα σκοποΰ καί προγράμματος τοΰ Ίουστίνου, άλλά καί τήν έπιτυχία του σάν διδασκάλου. Ποιο τό πρόγραμμα καί τό περιεχόμενο τών μαθημάτων τοΰ Ίουστίνου στήν πρώτη χριστιανική θεολογική σχολή δέ γνωρίζομε. Βέβαιο είναι δμως δτι. οί 'Απολογίες καίό Διάλογός του είναι άπολύτως ενδεικτικά τοΰ περιεχομέ¬νου τής διδασκαλίας του. Βέβαιο είναι άκόμη δτι ό νεοφερμένος χριστιανός φιλόσοφος στή Ρώμη έγινε γρήγορα γνωστός καί δέ δίσταζε νά έλέγχη τούς εθνικούς φιλοσόφους. Αύτά προκάλεσαν τό φθόνο κάποιων φιλοσόφων, ένας άπό τούς όποιους μάλιστα, όΚρίσκης, κατάγγειλε γιά εκδίκηση τόν Ίουστινο στίς Ρωμαϊκές άρχές, μέ άποτέλεσμα τήν σύλληψή του καί τήν παρουσίασή του στόν έπαρχο της Ρώμης Ρουστικό (162-167). Αύτός ύπήρξε δάσκαλος τοΰ φιλοσόφου αύτοκράτορα Μάρκου Αύρηλίου (161-180), τοΰ οποίου ή φιλο¬σοφική καλλιέργεια καί ή καθημερινή αυτοκριτική δέν τόν εμπόδισαν νά κηρύξω τούς πιό σκληρούς διωγμούς έναντίον τών χριστιανών. Ενώπιον τοΰ Ρουστικοΰ λοιπόν κατά τό έτος 165, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ό Ίουστΐνος άπολογήθηκε, άρνήθηκε νά θυσιάση στούς θεούς, ώμολόγησε τήν πίστη του, κατηγόρησε τίς ρωμαϊκές άρχές γιά άδικη μεταχείρηση τών χριστιανών κι έπειτα παραδόθηκε στό μαρτύριο τής άποτομής τής κεφαλής μέ άλλους έξι άκόμη μαθητές του.
Ή 'Ορθόδοξη Έκκλησία εορτάζει τή μνήμη του τήν 1η Ιουνίου καί ή. Ρωμαϊκή στίς 14 'Απριλίου.

ΕΡΓΑ

Ό Ίουστΐνος χωρίς νά είναι ταλαντούχος συγγραφέας υπήρξε ό πολυ- γραφώτερος θεολόγος της έποχής του. Δυστυχώς δμως άπό τά έργα του σώ¬θηκαν μόνο τρία. Ό χαρακτήρας τους είναι άπολογητικός μέ άρνητική, άλλά καί άδιαμφισβήτητα θετική διάθεση. Γράφει περισσότερο γιά νά έκθέση καί νά άποτιμήση τή χριστ. διδασκαλία καί λιγώτερο γιά νά άρνηθή έξωχρ ιστία - νικές ή ψευδοχριστιανικές (Μαρκίων) αντιλήψεις. Ό χαρακτήρας πάντως αυ¬τός καθώρισε τή μορφή τών έργων, πού δέν είναιέπιμελημένη καί δέν έχει πάν¬τοτε συνέπεια. Συχνές παρεκβάσεις, έλλειψη βαθειάς άναλύσεως καί διεργα¬σίας, έπαναλήψεις καί άμετρία δέν είναι σπάνια φαινόμενα. Συγχρόνως ή πρω¬τοποριακή θεματολογία, ή πρωτοτυπία, ή θερμή πίστη, ή άπλότης, ή εύθύ- της καί ή άξιοθαύμαστη σαφήνεια συγκρατούν τό ενδιαφέρον τοΰ άναγνώστη άμείωτο καί δημιουργούν βαθειά εντύπωση.
Καί τά τρία έργα πού σώθηκαν, δύο 'Απολογίες καί ό Διάλογος πρός Τρύφωνα, παραδόθηκαν άπό ένα καί μοναδικό κώδικα, τόν Parisin. gr. 450 τοΰ έτους 1363. Νεώτερο άθωνικό χειρόγραφο μέ τά έργα τοΰ Ίουστίνου ά¬ποτελεΐ άντίγραφο τής πρώτης εκδόσεως τών έργων (1551) (βλ.\Υ. Eltester),.
Άπολογία Α'Πρώτος δ Εύσέβιος αναφέρει δύο 'Απολογίες τοΰ Ίουστίνου, πού απευθύνονται ή μία πρός τόν Άντωνΐνο (138-161) καί ή άλλη πρός τό Μάρκο Αύρήλιο. (Στήν πραγματικότητα δμως ή Β' Άπολογία, δπως τή γνωρίζομε σήμερα, παραλήπτη έχει τή ρωμαϊκή σύγκλητο). Ή άπολογία τοΰ• Ίουστίνου εΐναι τό σημαντικώτερο καί εκτενέστερο άπολογητικό κείμενο τής άρχαίας Εκκλησίας. Γράφηκε μεταξύ τών έτών 150 καί 155. 'Αρχίζει μέ τήν έμμεση άποδοχή τής φήμης δτι αύτοκράτορας, παλατιανοί καί συγκλητικοί, οί• άποδέκτες δηλ., εϊναι «εύσεβεΐς καί φιλόσοφοι, φύλακες δικαιοσύνης καί έρα- σταί παιδείας» (2). Αύτό άκριβώς τούς ύποχρεώνει νά σέβωνται τήν άλήθεια καί νά μή καταδικάζουν τούς χριστιανούς πριν μάθουν ποία εϊναι ή άλήθεια σχετικά μέ τό φρόνημα καί τή ζωή τους. Έάν μάθουν θά διαπιστώσουν δτι δσα λέγονται σέ βάρος τών χριστιανών είναι συκοφαντίες. Οί χριστιανοί δέν εϊναι άθεοι, άπλώς πιστεύουν στόν ένα καί άληθινό Θεό. Τοΰτο τούς κάνει ειρηνι¬κούς κι εύπειθεΐς καί δχι άνυπότακτους κι έπαναστατικούς πολίτες της ρω¬μαϊκής αύτοκρατορίας (4-12). 'Ακολουθοΰν τά τρία μεγάλα επιχειρήματα γιά τή δικαίωση τών χριστιανών, α) Ό ηθικός βίος τών χριστιανών, β) Ή εξόφθαλμη ήθική κατάπτωση τοΰ έθνικοΰ κόσμου γενικά, πού προσβάλλει άκόμη καί τόν κοινό άνθρώπινο νοΰ. γ) Ότι οί προφητείες τής Ι7Δ έγιναν ίστορικά γεγονότα, επαλήθευσαν, στά χρόνια της ΚΔ καί τής Εκκλησίας (30-53), εϊναι άνώτερες άπό τά φιλοσοφικά, γνωστικά (Μαρκίων) καί μυθολο¬γικά στοιχεία καί δτι ό Πλάτων δανείσθηκε (44) άλήθειες άπό τό Μωυσή, πού είναι ό άρχαιότερος άπ' δλουςτούς συγγραφείς (54-60 καί 44-46), Τά τελευταία κεφάλαια (61-67) καί μάλιστα τά 61, 65-67 περιγράφουν τή μυστηριακή καί λατρευτική ζωή τών χριστιανών. Περιγράφουν δηλαδή μέ άδρές γραμμές τό.
μυστήριο τοϋ Βαπτίσματος καί τής Θ. Ευχαριστίας, γι' αύτό καί είναι τεράστια ή σημασία τους, βχι μόνο ή θεολογική, άλλά καί ή ιστορική, άφοΰ ά- ττοτελοΰν τήν άρχαιότερη καί πληρέστερη περιγραφή τής Εύχαριστίας (κυ¬ρίως). Ή πληρότης μάλιστα αύτή ώδήγησε πολλούςσ τήν άρνηση τής γνησιό- τητος τών κεφ. 65-67 χωρίς δμως πειστικά επιχειρήματα. "Αλλωστε τά κε¬φάλαια περί τής έσωεκκλησίαστικής μυστηριακής ζωής τών χριστιανών συνι¬στούν άπόλυτα φυσιολογική άπόληξη τής πορείας τοϋ όλου έργου, στό όποιο ■δέ διαφαίνεται πρόθεση νά κρύψη κάτι άπό τούς έθνικούς. Υπάρχει άκόμη τό κεφ. 68, δπου έχομε τελική άποστροφή στούς άρχοντες, οί όποιοι δέν θ' άποφύγουν τήν κρίση τοΰ Θεοϋ, αν έπιμένουν ν' άδικοΰν τούς χριστιανούς. Τούς ύποδεικνύει δτι πρέπει ν' άκολουθοϋν τό παράδειγμα τοϋ αύτοκράτορα 'Αδριανού (117-138), πού έδινε μ' επιστολή του έντολή νά μή καταδικάζων- ται οί χριστιανοί μόνο βάσει φημών. Παρατίθεται μάλιστα ή όλιγόστιχη * Επιστολή.
'Απολογία Β', Τό σύντομο τοΰτο κείμενο, πού άποτελεϊται μόνο άπό 15 κεφάλαια, δημιούργησε μεγάλη συζήτηση σχετικά μέ τήν αυτοτέλεια καί τή γνησιότητά του άκόμα, οί όποΐες δμως γενικά δέν κλονίσθηκαν στή συνεί¬δηση τών έρευνητών. Ή δομή τοϋ κειμένου είναι υπέρ της αύτοτελείας του καί θέλει συγγραφέα τόν ίδιο τόν Ίουστΐνο, πού τώρα επιχειρεί ν* άξιολογήση θετικά τή φιλοσοφία, άναγνωρίζοντας σ' αύτή στοιχεία άληθείας. Ή άποψη αύτή στηρίζεται στήν περίφημη θεωρία περί σπερματικού λόγον (8,13), τόν οποίο έδωσε ό Θεός στόν κόσμο, ώστε κάθε άνθρωπος νά δύναται νά συλλο¬γίζεται ορθά. "Ετσι εξηγείται γιατί τά διδάγματα τοϋ Πλάτωνα δέν είναι «πάν- τη δμοια», άλλ' οΰτε καί «άλλότρια» πρός τά διδάγματα τών χριστιανών (13). Κατά τά άλλα έπαναλαμβάνει τις θέσεις ύπέρ τών χριστιανών τοΰ προηγουμέ¬νου έργου του.
Διάλογος πρός Τρύφωνα. Σπουδαιότατο θεολογικό έργο τής άρχαίας 'Εκκλησίας καί τό άρχαιότερο σωζόμενο άντιιουδαϊκό έργο, πού παρά ταΰτα εξισορροπεί θαυμάσια γιά πρώτη φορά στό χώρο τής 'Εκκλησίας τά ρεύ¬ματα τοΰ άντινομισμοΰ καί νομισμοΰ, τοΰ άντιιουδαϊσμοΰ (Μαρκίων, Γνω¬στικοί) καί φιλοϊουδαισμοϋ. Ό πυρήνας τοΰ Διαλόγου άναζητεΐται σέ συζή¬τηση πού είχε ό Ίουστΐνος μέ τόν ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Τρύφωνα στά έτη 132-135. Ή άναζήτηση τής ταυτότητος τοΰ Τρύφωνα συνεχίζεται άκαρπη. Ή μορφή τοΰ έργου δείχνει δτι πρόκειται γιά μεταγενέστερη επεξεργασία προφορικού διαλόγου, χωρίς μάλιστα νά άπαλειφθοΰν τελείως τά εγγενή μειο¬νεκτήματα τοΰ προφορικοΰ λόγου. 
Στήν άρχή τοΰ έργου, πού άπευθύνεται σέ κάποιο Μάρκο Πομπήϊο, έχομε τήν περίφημη {κεφ. 1-8) καταγραφή τής πνευματικής όδοιπορίας τοΰ Ί¬ουστίνου, μέχρι νά δεχθή τό χριστιανισμό μέ τή βοήθεια τοΰ πολιοΰ γέροντα, τό πρότυπο τοΰ οποίου μάλιστα βρίσκεται στήν ελληνική γραμματεία. 'Η ε¬νάτης Π καί ΚΔ εΈναι ό βασικός σκοπός τοϋ έργου, τό όποιο δμως έχει πολ¬λά μειονεκτήματα δομής καί γι' αύτό δύσκολα διαιρείται σέ συνεπή τμήματα. Διακρίνομε δμως τά έξης τρία μέρη: Πρώτο μέρος (9-31), στό όποιο τονίζεται ό καιρικός καί προπαρασκευαστικός χαρακτήρας τοΰ μωσαϊκού νόμου καί τής δλης ΠΔ. Δεύτερο μέρος (32-110), στό όποιο συνδέονται οί προφητείες μέ τό πρόσωπο καί τό έργο τοΰ Κυρίου, ό όποιος άποδεικνύεται Τίός τοΰ Θεοΰ καί ό έπηγγελμένος Μεσσίας, τοΰ οποίου ή λατρεία δέν άντιβαίνει στή μο- νοθεΐα. Τρίτο μέρος (111-141), δπου άναπτύσσεται ή άποψη δτι στό Θεό Πα¬τέρα τή θέση τοΰ έκλεκτοΰ λαοΰ τοΰ 'Ισραήλ έ'λαβαν τώρα δσοι εθνικοί πί¬στεψαν ή θά πιστέψουν στό Χριστό, πού είναι ή κεφαλή τοΰ νέου έκλεκτοΰ γέ¬νους, τοΰ γένους τών χριστιανών. Αύτοί είναι τέκνα Θεοΰ, θεοί (124), σύμφω¬να μέ τις προφητείες. Τό κεφ. 142 άποτελεϊ επίλογο, χωρίς νά έχωμε καί πρό¬λογο, πού μάλλον ξέπεσε, όπως ξέπεσε καί τμήμα τοΰ έργου μεταξύ τών
κεφ. 74,3 καί 74,4.
Μαρτύριον Πτολεμαίου καϊ Αουκίον. Είναι ιδιαίτερης σημασίας δτι ό Ίουστινος στή Β' Ά πολογία (2) του περιγράφει (κι επαναλαμβάνει ό Εύσέβιος: Έκκλησ. Ιστ. Δ 17) μέ πολλή συντομία τό γεγονός τοΰ μαρτυρίου δύο χριστια¬νών, τοΰ Πτολεμαίου καί τοΰ Λουκίου. Ή έ'μφαση βέβαια δίδεται στα αίτια πού προκάλεσαν τό μαρτύριο καί πού είναι ή άνηθικότης τών Ρωμαίων, άλλά ο¬πωσδήποτε έχομε ενώπιον μας τό πρώτο κείμενο περιγραφής μαρτυρίου. Δηλ. ό Ίουστΐνος είναι συντάκτης τοΰ πρώτου χριστιανικού Μαρτυρίου, τοϋ είδους πού ή θεμελίωσή του γίνεται μέ τό Μαρτύριο τοΰ Πολυκάρπου (167;). "Εκδοση τοΰ κειμένου τούτου τοΰ Ίουστίνου γίνεται καί στίς έκδόσεις Μαρτυρίων (βλ. Η. Musurillo, The Acts of the Christian Martyrs, Oxford 1972, σσ XVI- XVII, 3-41).

ΑΠΟΛΕΣΜΑΤΑ

Ό Ιερός Ίουστΐνος έγραψε καί άλλα έ'ργα, τά όποια δμως χάθηκαν ολοκληρωτικά καί πιθανώτατα οριστικά. Ό Εύσέβιος καί άλλοι συγγραφείς διασώζουν τούς παρακάτω τίτλους έργων τοΰ Ίουστίνου.
1.    Σύνταγμα κατά πασών τών αιρέσεων. Τό άναφέρει καί ό ΐδιος ό Ίουστΐνος ('Απολογία 26). 'Από τά άρχαιότερα άντιγνωστικά κείμενα πού άποτέλεσαν ϊσως τήν πηγή τών άναλόγων έργων τοΰ Ειρηναίου καί τοΰ Ιππο¬λύτου.
2.    Πρός 8λληνας (Εύσεβίου, Έκκλησ. ίστ. Δ 18). Περί τής φύσεως τών δαιμόνων.
3.    "Ελεγχος πρός ϋλληνας (αύτόθι).
4.    Περί Θεοϋ μοναρχίας (αύτόθι). "Εδειχνε τήν ενότητα τοΰ Θεοΰ διά τών Γραφών καί τών φιλοσόφων.
5.    Ψάλτης (αύτόθι).
6.    Περί "ψυχής σχολιχόν (αύτόθι). Σημειώσεις μάλλον άπό τις παραδό¬σεις του, στίς όποιες ανέφερε τις σχετικές άπόψεις τών φιλοσόφων. Ύποσχό- τα ν δτι σέ άλλο σύγγραμμα θά τις άντικρούση εκθέτοντας καί τίς δικές του.
7.    Πρός Μαρκίωνα (αύτόθι). Τδ άναφέρει δ Είρηναΐος ("Έλεγχος Δ 6,2"Ε 26,2), πού παραθέτει καί δύο βραχύτατα άποσπάσματα:
«αύτφ τω Κυρίω ουκ άν έπείσθην άλλον Θεόν καταγγέλλοντι παρά τδν δημιουργών» καί
«πρό μέν της τοΰ Κυρίου παρουσίας ουδέποτε έτόλμησεν δ Σατανάς βλασφημήσαι τδν Θεόν, άτε μηδέπω είδώς αύτοΰ τήν κατάκρισιν».
8.    Έρμηνεία είς τήν Άποχάλνψιν ('Ιερωνύμου, De viris ill. 9).
9.    Πρός σοφία τήν Ενφράαιον περί προνοίας xal πίστεως (Μάξιμος Όμολογητής, PG 91, 280).
Ό ιερός Φώτιος στή Μυριόβιβλό του (125) άναφέρει διασωθέντα καί ά- πολεσθέντα έργα τοΰ Ίουστίνου μέ τρόπο πού δέν μπορεί κανείς νά διακρίνη άν πρόκειται γιά τά παραπάνω ή γιά τελείως διαφορετικά: «Άνεγνώσθη Ί¬ουστίνου τοΰ μάρτυρος *Απολογία υπέρ Χριστιανών καί κατά Έλλήν(ον καί κατά 'Ιουδαίων καί έτι έτέρα αύτοΰ πραγματεία κατά τοϋ πρώτου και δευτέ¬ρου της φυσικης άκροάσεως, ήτοι κατά είδους καί ύλης καί στερήσεως, επι¬χειρηματικοί καί βίαιοι καί χρειώδεις λόγοι* καί κατά τοϋ πέμπτου σώματος δμοίως, καί κατά τής άϊδίου κινήσεως, ήν Αριστοτέλης δεινότητι λογισμών έναπέτεκεν" έτι τε 'Αποριών κατά τής εύσεβείας κεφαλαιώδεις επιλύσεις» (.PG 103, 405). ΝΟΘΟΣ
Ή μεγάλη τιμή πού ή άρχαία Έκκλησία άπέδωσε στόν Ίουστΐνο έγινε άφορμή γιά τό εξής φαινόμενο: Διάφοροι συγγραφείς τής άρχαίας Εκκλη¬σίας επιχείρησαν καί πέτυχαν νά διαδώσουν τίς άντιλήψεις τους, στεγάζοντας τά έργα τους κάτω άπό τό γνωστότατο καί σεβαστό ονομα τοΰ Ίουστίνου. "Ετσι αποδόθηκαν σ' αύτόν έξεπίτηδες—χωρίς βέβαια ν' άποκλείεται κάποτε καί λάθος άθέλητο—τά εξής μεταγενέστερα έργα, πού θά έξετασθοΰν δμως στή χρονολογική τους σειρά. Παρατηροΰμε δτι πολλά νόθα έργα έχουν τίτλους λί¬γο πολύ δμοιους ή σχετικούς μέ τίτλους άπολεσθέντων έργων τοΰ Ίουστίνου, πράγμα πού άποδεικνύει τή σκόπιμη πλαστογράφηση. Οι μεταγενέστεροι δηλαδή αύτοί συγγραφείς γνώριζαν πιθανώτατα τήν άπώλεια έργων τοΰ Ί¬ουστίνου κι εκμεταλλεύθηκαν τό γεγονός:
1. Λόγος πρός έλληνας. "Εργο τοΰ Γ' αί. 2. Δόγος παραινετικός πρός έλληνας. Τοΰ Γ' αί. 3. ΙΓερΙ μοναρχίας. Τοΰ Β' αί. 4.Περϊ άναστάσεως. Τοΰ Β'αί. 5. Πρός Ζηνάν χαϊ Σερήνον (επιστολή). Τοΰ Δ' αί. 6. "Εχ&εοις τής όρ&ής όμολογίας. Μερικοί τό νόμισαν έργο τοΰ Θεοδωρήτου Κύρου.Τοΰ Ε' μάλ" λον αI. 7. 'Ερωτήσεις χριοτιανιχαΐ πρός τούς έλληνας. "Οχι πρό τοΰ Ζ αί. 8. Ερωτήσεις έλληνικαΐ πρός τούς χριστιανούς. "Οχι πρό τοΰ Ζ' αί. 9. 'Αποκρίσεις πρός τονς όρ&οδόξονς περί τίνων άναγχαίων ζητημά¬των. Τοΰ Δ' αί. 10. 'Ανατροπή δογμάτων χιν&ν άριστοτελιχών. Τοΰ Ε-ΣΤ' αί. 11. Πρός Διόγνηνον έπιατολή. Τοΰ Β' αί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις :
'Απολογίες: Ή πρώτη ϊκδοση τών ϊργων τοΰ Ίουστίνου ίγίνε στό Παρίσι τδ 1551 άπό τό Στέφανο Ροβέρτο. J. G. ΤΗ. OTTO, Corpus Apologitarum Christianorum, I-V, Iena 1847-1850. A.W.F. BLUNT, The Apologies of Justin Martyr, Cambridge 1891. B. L. GILDERSLEEVE, The Apologies of Justin Martyr, New York 1904. G. RAUSCHEN, Florilegium Patristicum fasc. 2: S. Justini Apologiae duae, Bonnae 1904 (καί Sx8. τοϋ 1911). L. PLAUTIGNIS, Les Apologies de Justin, Paris 1904. J. M. PFATTISCH, Justinus des Philosophen und Martyrers Apologien, I: Text- II: Kommentar, Mun- ster 1912. ED. GOODSPEED, Die Apologeten, Gottingen^ 1914. G. KRIJGER, Die Apolo¬gien Justins des Martyrers, Freiburg i. Β. *19l5 (άνατύπωση τό 1968 στό Leiden). S. FRASCA, S. Justinus, Apologie. Testo, versione, introducione, Torino 1938. BEIT 3 (1955) 162-208. Α. HAMMAN (μετάφρ. γαλλ.: G. ARCHAMBAULT), La philosophie passe au Christ (Lettres chr6tiennes 3), Paris 1958. J. GIORDANI, Justinus, Le Apo¬logie. Introd. e trad, (editrice Citta Nuova), Roma 1962, 144 σσ. R. GRANT, Frag¬ments of Greek Apologists and Irenaeus, είς Biblical and Patristic Studies in memory of R.P Casey, σσ. 82-183 (πρόκειται γιά τέσσαρα πολύ μικρά άποσπάσματα). Κ. BAYER, Justin, Philosoph und Martyrer. Die erste Apologie. Ausgewahlt-erl&u- tert, είς Humanitas Christiana 4 (1967) 7-144.
Διάλογος : G. ARCHAMBAULT, Justin. Dialogue avec Tryphon. Text grec, traduction fran^aise, introdution, notes et index (Textes et Documents 8, 11),I-II,Paris 1909. PG 6, 229-804. ΒΕΠ 3, 209-338. AL. WILLIAMS, The Dialogue with Trypho, Translation, Introduction and Notes, London 1930. MERCATI, είς Biblica, 1941, σσ. 339-366 (νέο άπόσπασμα). J. C. Μ. van WINDEN, An Early christian philosopher. Justin Martyr's Dialogue with Trypho, Chapters one to nine (Introduction, Text and commentary), Leiden 1971.
Μελέτες :
Γ. ΜΗΤΣΑΚΗ, "Έννοια τοϋ σπερματικοΰ λόγου κατά τόν 1ερόν Ίουστΐνον, είς ΝΣ 4 (1906) 68-74. Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Ή νομική θέσις τών χριστιανών κατά τήν Άπολογίαν τοϋ Ίουστίνου, είς ΝΣ 10 (1910) 581-596 καί 11(1911) 100-111. J. Μ. PFATTISCH, Der Einflnss Platos auf die Theologie Justins des Martyrers, Paderborn 1910. A. HAR- HACK, Judentum und Judenchristentum in Justins Dialog mit Trypho (TU XXXIX), Leipzig 1913. I. ΦΩΚΥΑΙΔΟΥ, Ίουστΐνος, φιλόσοφος καί μάρτυς, είς ΕΦ 21 (1922) 213¬237 καί 336-352. Β.Α. ΑΝ ΤΟΝ ΙΑΔΟ Υ, Ίουστίνου τοΰ φιλοσόφου άνθρωπολογία,είς Άρχεϊον Φιλοσοψας, 1930, σ. 207 έξ. E.R. GOODENOUGH, The Theology of Justin Martyr, Jena 1923 (άνατύπωση τό 1968). Ε. SEEBERG, Die Geschichtstheologie Justins des MSrtyrers, Kiel 1939. B. KOMINIAK, The Theophanies of Old Testament in the Wri¬tings of Justin Martyr, Wash. 1948. H. BACBT, Die Lehre des hi. Justins Martyr von der prophetischen Inspiration, Scholastik 1951. C. AWDRESEN, Justin und der mit- tlere Platonismus, είς ZNW 44 (1952/3) 157-195. A BENOIT, Le bapt€me chr^tien an lie sifecle, Paris 1953. ΑΝΘ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ή περί Μυστηρίων διδασκαλία τοΰ Ίου¬στίνου, είς 'Ορθοδοξία, 31 (1956) 321-30. ΧΡ. ΚΡΙΚΠΝΗ, Ή περί Λόγου διδασκαλία τοΰ Ίουστίνου, είς ΓρΠ 40 (1957) 55-60. Λ. ΧΑΤΖΗ ΚΩΣΤΑ, Ή θεία εύχαριστία κατά τ&ν Ί¬ουστΐνον, είς ΓρΠ 40 (1957) 144-151. R. HOLTE, Logos Spermatikos, Christianity and Ancient Philosophy according to St. Justin's Apologies, είς Studia Theological 12 (1958) 109-168. J. ROMANIDES, Justin Martyr and the Fourth Gospel, είς Greek Orthodox Theological Rev. 4 (1958/9) 115-134. Ι. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ό Ίουστΐνος ό φι¬λόσοφος καί μάρτυς περί τοΰ άρχαίου κόσμου, θεσσαλ. 1959. Ά. ΘΒΟΛΩΡΟΥ, Ή θεολογία τοϋ Ίουστίνου, φιλοσόφου καί μάρτυρος καί αϊ σχέσεις αΰτής πρός τήν έλλην. φιλοσοφίαν, 'Αθήνα 1960. Ν. PYCKE, Connaissance rationelle et connaissance de grace chez S. Justin, είς EThL 37 (1961) 52-85. W. ELTESTER, Bericht uber eine neue Justinhand- schrift...,είς Studien zum N.T.und zum Patristik, E. Klostermann zum 90. Geburts- tag, TU 77, 1961, σσ. 161-176. J. S. SIBINGA, The Old Testament Text of Justin Martyr, 1 : The Pentateuch, Leiden 1963. R. JOLY, Christianisme et philosophie. Etude sur Justin et les apoligistes grecs du II Steele, Bruxelles 1963. P. PRIGENT, Justin et l'Ancien Testament, Paris 1964. J. II. WASZINK, Bemerkungen zu Justins Lehre vom Logos Spermatikos, είς Mullus (Festschrift Th. Klauser), Miinster 1964, σσ. 380-390. W. A. SHOTWELL, The Biblical Exegesis of Justin Martyr, London 1965. H. CHADWICK, Justin Martyr's Defence of Christianity, είς BJR 47 (1965) 275-297. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Early Christian Thought and classical Tradition. Studies in Justin..., Oxford 1966. N. HYLDAHL, Philosophie und Christentum. Eine Interpretation der Einleitung zum Dialog Justins, Copenhagen 1966 (βιβλιογρ.στίς σσ. 301-308). (Βλ. κριτική στί» βιβλίο αύτό άπδ τόν Τ. CHRISTENSF.N στδ DTT 29 (1966) 193-232). Α. GOMEZ-NOGUEIRA, La inspiracibn biblico-prof^tico en el pensamiento de S. Justino, είς Helmantica 18 ( 1967) 55 - 87. L. W. BARNARD, Justin Martyr. His Life and Thought, Cambridge 1967. A. J. BELLINZONI, The sayings of Jesus in the Writings of Justin Martyr, Leiden 1967. I. COMAN, Elemente de antropologie in operele sf. Justin martirul si filozoful, είς Orlodoxia (Bucuresti) XX 3 (1968) 378-394. B. R. Voss, Der Dialog in der fruchristlichen Literatur, Munchen 1970.Χ. ΚΡΙΚΩΝΗ, Ό Αόγος καί ή περί αύτοΰ διδασκαλία τοϋ φιλοσόφου καί μάρτυρος Ίουστίνου, Θεσσαλ. 1970. L. W. BARNARD, The Logos theology of St. Justin Martyr, είς DR 89 (1971) 132—141. E. C. RATCLIFF, The Eucharistic institution narrative of Justin Martyr's first Apology, είς JEH 22 (1971) 97-102. R. WEIJENBORG, Die Berichte iiber Justin und Crescens bei Tatian, είς Antonianum 47 (1972) 372-390. S. SABUGAL, EI titulo Χριστές en los Padres apostolicos y apologistas griegos, είς Augustinianum 12 (1972) 407-423. Κ. ΤΣΙΡΠΑΝΛΗ, Ή θεολογία τής ιστορίας κατά τόν Κλήμεντα τον Άλεξανδρέα, είς Πλάτων 24 (1972) 252-274. P. J. DONAHUE, Jewish-Christian controversy in the second century. A study in the Dialogus of Justin Martyr (διατριβή), New Haven 1973. E. F. OSBORN, Justin Martyr, Tubingen 1973. S. SABUGAL, EI vocabulario pneu- matol0gico en la obra de S. Justino..., είς Augustinianum 13 (1973) 459-467. A. DA¬VIDS, Irrtum und Haresie. 1 Clem.-Ignatius v. Antoch-Justinus, είς Kairos 15(1973) 165-187. J. P. MARTIN, El Espiritu santo en los origines del cristianismo. Estudio sobre I Clemente... y Justino Martir, Zurich 1971. ΔΗΜ. ΤΡΑΚΑΤΕΛΛΗ, Ή χριστολο- γική έρμηνεία τών Οεοφανειών τής Π.Δ. παρά τω μάρτυρι Ίουστίνω, είς Εισηγήσεις Α' 'Ορθοδόξου 'Ερμηνευτικοί Συνεδρίου, 'Αθήνα 1973, σσ. 139-150. Α. ΜΕΗΑΤ, Le «lieu supraceleste de S. Justin a Origfene, είς Forma futuri (πρός τιμήν Μ. Pellegrino), To¬rino 1975, σσ. 282-294. C.I.K. STORY, The nature of truth in the Gospel of truth and in the writings of Justin Martyr..., Leiden 1971. Th. STYLIANOPOULOS, Justin Mar¬tyr and the Mosaic low, Missaula 1975. WILLIAMS GEORGE H, Baptismal theology and practice in Rome as reflected in Justin Martyr, εις Russia and Orthodoxy, Essays in honor of Georges Florovsky, III, The Hague 1975, σσ. 9-34. G. OTRAN- TO, La tipologia di Gisud nel «Dialogo con Trifone ebreo» di Giustino, είς Augusti¬nianum 15 (1975) 29-48. O. SKARSAUNE, The conversion of Justin martyr, είς STh 30 (1976) 53-73. L. KLINE, Harmonized sayngs of Jesus in ... Justin, είς ZNW 66 (1975) 223-241.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου