La tomba di S. Nicola era già pronta il 1° ottobre del 1089 quando il papa Urbano II ne consacrò l’altare. All’interno si sono conservate due iscrizioni del tempo, una di Sikelgaita, la moglie guerriera di Roberto il Guiscardo (+1091), e l’altra di Goffredo (Iosfridus), probabilmente il conte di Conversano. Severa e sobria come un’ara pagana, la tomba fu ben presto rivestita d’argento, assumendo la sua conformazione definitiva nel 1319 con la copertura (altare d’argento e cielo della cappella) donata dallo zar di Serbia Uroš II Milutin (1282-1321). Quando prevalse il gusto barocco, questo altare fu considerato “antiquato” e quindi, fuso con altri argenti, rinacque dalle abili mani degli artisti napoletani Domenico Marinelli ed Ennio Avitabile. L’antistante porticina, guardata da due angeli con bottiglie della manna, era concepita appunto per potersi introdurre e venerare le reliquie, oltre che ad estrarre la santa manna. In concomitanza coi recenti restauri del 1953/57 l’altare d’argento fu trasferito nel transetto destro della Basilica superiore, il che ridiede alla tomba il suo originale carattere austero. Le ossa del Santo (circa il 65 % dello scheletro) si trovano all’altezza del piano di calpestio, racchiuse in blocchi di cemento armato. La non completezza si spiega col fatto che varie reliquie erano già sparse per il mondo e che i baresi dovettero agire in fretta per timore dell’arrivo dei saraceni, e quindi dovettero accontentarsi delle ossa più grandi immerse nel sacro liquido. Qualche anno fa, quando gli operatori della BBC di Londra calarono una sonda, si vedeva il cranio in posizione piuttosto centrale ed il resto delle ossa sparse intorno. La ricostruzione dello scheletro realizzata nel 1988 dal professore Luigi Martino mostra un uomo di media statura. La parte restante delle ossa potrebbe trovarsi in varie chiese del mondo e soprattutto a Venezia, considerando il fatto che i Veneziani nel 1099/1100 si inoltrarono anch’essi fino a Mira e rapirono le ossa di alcuni personaggi sepolti nell’antica basilica di S. Nicola. Il fatto, però, di aver preso le reliquie di vari personaggi ha reso difficile l’individuazione delle eventuali ossa di Nicola rispetto a quelle degli altri.
Ο τάφος του Αγίου Νικολάου ήταν έτοιμος για 1, Οκτωβρίου 1089, όταν ο Πάπας Urban II εγκαινιάστηκε το βωμό. Μέσα που σώζονται δύο επιγραφές της εποχής, ένα Sikelgaita, η γυναίκα πολεμιστής του Roberto il Guiscardo (1091), και η άλλη του Godfrey (Iosfridus), ίσως το Καταμέτρηση των Conversano. Σοβαρή και νηφάλια ως ειδωλολατρικό βωμό, ο τάφος σύντομα καλύπτεται με ασημένιο, αναλαμβάνοντας την τελική του μορφή το 1319 με κάλυμμα (ασημί βωμό και τον ουρανό παρεκκλήσι) δώρισε ο τσάρος της Σερβίας Uroš Β Μιλούτιν (1282- 1321). Είναι επικράτησε όταν το στυλ μπαρόκ, αυτό το βωμό θεωρήθηκε "ντεμοντέ" και, στη συνέχεια, συγχωνεύθηκε με άλλα αργυρά, αναβίωσε από τους ειδικευμένους χέρια του καλλιτέχνη ναπολιτάνικης Domenico Marinelli και Ennio Avitabile. Η μπροστινή πόρτα, που φρουρείται από δύο αγγέλους με τα μπουκάλια μάννα, σχεδιάστηκε ακριβώς για να είναι σε θέση να εισαγάγει και να προσκυνήσουν τα λείψανα, καθώς και να αφαιρέσετε το ιερό μάννα. Σε συνδυασμό με την πρόσφατη αναστήλωση του 1953-1957 η ασημένια βωμός μετακινήθηκε στη δεξιά πτέρυγα της άνω εκκλησίας, η οποία έδωσε πίσω στον τάφο στην αρχική λιτό χαρακτήρα του. Τα οστά του αγίου (περίπου 65% του σκελετού) βρίσκεται στο επίπεδο του εδάφους, μέσα σε τσιμεντόλιθους. Η ατέλεια αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι διάφορα κειμήλια είχαν ήδη διάσπαρτα σε όλο τον κόσμο και ότι Μπάρι έπρεπε να δράσει γρήγορα για το φόβο της άφιξης των Σαρακηνών, και τότε θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι με τα μεγαλύτερα οστά βυθισμένο στο ιερό υγρό. Πριν από μερικά χρόνια, όταν οι φορείς του BBC στο Λονδίνο υποχώρησε έναν ανιχνευτή, θα μπορούσαμε να δούμε το κρανίο σε αρκετά κεντρική τοποθεσία και τα υπόλοιπα οστά διάσπαρτα γύρω. Σκελετικών ανακατασκευή γίνεται το 1988 από τον καθηγητή Luigi Martino δείχνει έναν άνθρωπο μέσου ύψους. Το υπόλοιπο των οστών μπορεί να βρίσκονται σε διάφορες εκκλησίες του κόσμου και ιδιαίτερα στη Βενετία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι Βενετοί το 1099/1100 που διείσδυσε και μέχρι Mira και απήγαγε τα οστά του μερικούς ανθρώπους θαμμένος στην αρχαία βασιλική της Σ Nicola. Το γεγονός, όμως, ότι πήρατε τα λείψανα των διαφόρων χαρακτήρων κατέστησε δύσκολο να αξιολογηθεί η πιθανή οστά του Νικολάου σε σύγκριση με εκείνες των άλλων
Рака с мощами Cвятителя Николая Мирликийского,
в церкви Святителя Николая на Лидо
τα λείψανα του Αγίου Νικολάου τών Μύρων ,
στην Εκκλησία τού Αγίου Νικολάου στο νησί Λίντο.
Βενετία
Ковчег с частицей мощей Свт. Николая
в Преображенском соборе Николо-Угрешского монастыря.
Απότμημα τών λειψάνων τού Αγίου Νικόλαου
στον Καθεδρικό Ναό τής Μεταμόρφωσης τού Σωτήρος
τής Ιεράς Μονής Νικολάου-Ουγκρέσκι.
(Ορθόδοξο ανδρικό σταυροπηγικό μοναστήρι της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας , που βρίσκεται στην περιοχή: Μόσχα , Πόλη Dzerzhinsky , Πλατεία Αγίου Νικολάου)
Мощи свт. Николая Чудотворца
Храм Троицы Живоначальной
Камчатский край город Елизово улица Вилюйская дом
Απότμημα τών λειψάνων τού Αγίου Νικόλαου
στον Ιερό Ναό τής της Αγίας Τριάδας της Ζωοδόχου
Περιφέρειας Καμτσάτκα, η πόλη του Ελιζόβου,
Ρωσία
Мощи свт. Николая
Иоанно-Богословский монастырь.
Рязанская область, Рыбновский район, село Пощупово,
Απότμημα τών λειψάνων τού Αγίου Νικόλαου
στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου
περιοχή Ryazan, περιοχή Rybnovsky, χωριό Poshchupovo
Ρωσία
Ковчег с частицей святых мощей святителя
и чудотворца Николая, архиепископа Мир Ликийских
Вознесенская Давидова пустынь Московская
Απότμημα τών λειψάνων τού Αγίου Νικόλαου
στην Ιερά Μονή Αναλήψεως τού Κυρίου
" Η έρημος του Δαβίδ". Μόσχα. Ρωσία
Τα αποτμήματα του λειψάνου του Αγίου Νικολάου φυλάσσονται στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Αγίου Νικολάου στην Άνδρο
ΤΟ ΜΥΡΟ & ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Η ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ
ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΡΙ
LUIGI MARTINO
Φωτίου Νικητοπούλου, Θεολόγου
Στις 9 Μαΐου του 1087 τρία εμπορικά καράβια από το ιταλικό Bari έμπαιναν ξανά στο λιμάνι τους, υστέρα από ένα ταξίδι στην Αντιόχεια της Κοίλης Συρίας. Ή πόλη τα υποδέχτηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό — και είχε τον λόγο της. Ένα από αυτά της έφερνε κάποιο «παράξενο φορτίο», που προκάλεσε τη συγκίνηση της. Το είχε παραλάβει από τα Μύρα της Μικρασιατικής Λυκίας, όπου προσέγγισε μαζί με τ’ άλλα δύο. Το φορτίο αυτό δεν ήταν άλλο από τα ιερά λείψανα του Αγίου Επισκόπου των Μύρων Νικολάου του θαυματουργού. Τα είχαν αρπάξει οι ναύτες τους από τον τάφο του, σ’ ένα ληστρικό τους εγχείρημα κατά της Βασιλικής του Αγίου, όπου αναπαύονταν από αιώνες. Το Bari τα δέχθηκε ως θησαυρό ανεκτίμητο. Για να τα στεγάσει μάλιστα, έκτισε μια μεγαλόπρεπη νέα Βασιλική του Αγίου στο όνομα και την 1η Οκτωβρίου του 1089 τα απόθεσε εκεί πανηγυρικά, σε μια κρύπτη της κάτω από τη μεγάλη μαρμαρένια Αγία Τράπεζα, ό Πάπας Ουρβανός ό Β΄. Από τότε και για 864 χρόνια κανένας δεν μπόρεσε να τ’ αγγίξει ούτε να τα δει
Το άνοιγμα του τάφου και ή αντίληψη της διερεύνησης του περιεχομένου του
Πρώτη φορά, ύστερα από τόσους αιώνες, ό νέος αυτός τάφος του Αγίου ανοίχτηκε τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953. Ό λόγος που προκάλεσε το άνοιγμα του ήταν ή ανάγκη για την εκτέλεση ορισμένων αναστηλωτικών και αναπαλαιωτικών εργασιών στη Βασιλική. Με την ευκαιρία αυτή συγκροτήθηκε μια Ποντιφική Επιτροπή, προεδρευόμενη από τον τότε Αρχιεπίσκοπο του Bari Enrico Nicodemo, ή οποία θα πρόβαινε στην κανονική αναγνώριση των ιερών λειψάνων του Αγίου.
Ό αναγνωριστικός έλεγχος και ή καταμέτρηση των οστών που βρέθηκαν στον τάφο που ανοίχτηκε, ανατέθηκε στον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Bari Luigi Martino, ό όποιος περάτωσε αυτό το έργο την ίδια εκείνη νύχτα βοηθούμενος από τον ιατρό Δρ. Venezia Luigi. Μετά, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σε γυάλινη κάψα και τέθηκαν σε προσκύνημα στη Βασιλική του Αγίου.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 7ης προς την 8η Μαΐου του 1957, ό ίδιος καθηγητής, με τον ίδιο βοηθό, στον όποιο προστέθηκε και ό ιατρός Δρ. Venezia Luigi, πραγματοποίησε μια δεύτερη εξέταση των ιδίων λειψάνων, μετά την οποία τοποθετήθηκαν αμέσως στη σαρκοφάγο που τα φιλοξενούσε και πριν. Επρόκειτο για μια ανατομική ανθρωπολογική μελέτη, που απέβλεπε στον προσδιορισμό και την αποτύπωση της εικόνας και των χαρακτηριστικών των οστών και κυρίως στην ανασύνθεση της φυσικής εμφάνισης ή ακόμη και της εικονογραφικής μορφής του ατόμου, στο όποιο άνηκανε τα υπό εξέταση οστικά λείψανα.
Ή διενέργεια των ερευνών αυτών κατά τη διάρκεια της νύχτας οφειλόταν στις λειτουργικές ανάγκες της Βασιλικής του Αγίου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα Ι. λείψανα δεν έπρεπε να απομακρυνθούν από το χώρο της.
Η κατάσταση των ιερών λειψάνων
Όταν ανοίχτηκε ή σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα διαυγές άχρωμο και άοσμο υγρό, όμοιο με νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα περίσσευαν πάνω από τη στάθμη του, που έφτανε στα 2-3 εκ. μ. από τον πυθμένα της, ήταν υγρά όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της, ενώ οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών ήταν γεμάτες από το ίδιο υγρό. Ή ποιότητα του ήταν ή ίδια που είχε διαπιστωθεί και σε προηγούμενη εξέταση του στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Bari. Επρόκειτο δηλ. για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Άλλωστε και όταν οι βαρηνοί ναύτες έσπασαν την πλάκα, που κάλυπτε τον τάφο του Αγίου στα Μύρα, βρήκαν τα λείψανα του μέσα σε «Θείο μύρο», (άλλοι γράφουν Sanctus liguor ή oleum) σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, τις όποιες μας διέσωσαν τα σχετικά Αγιολογικά κείμενα. Ή ύπαρξη πάντως του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο, σύμφωνα με τη γνώμη του ερευνητή καθηγητή, επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν.
Τις τρεις επάλληλες πλάκες, που κάλυπταν την από σκληρή και συμπαγή πέτρα μονολιθική λάρνακα, τις διαπερνούσε κάθετα ένα σωληνωτό άνοιγμα, μέσα από το όποιο μπορούσε να ανασύρεται το «Manna» με τη βοήθεια απορροφητικού βαμβακερού νήματος και να συγκεντρώνεται σε φιαλίδια, που μοιράζονταν προς ευλογία και αγιασμό, όπως γίνεται και σήμερα, μετά την επανατοποθέτηση σ’ αυτή των ι. οστών του Αγίου και τη σφράγιση της. Πέρα από αυτό το άνοιγμα, δεν διαπιστώθηκε καμιά ρωγμή στα στερεά και παχιά τοιχώματα της, τα όποια, αφού αδειάστηκε από το περιεχόμενο της και στεγνώθηκε καλά, διερευνήθηκαν προσεκτικά με τη βοήθεια ισχυρού φωτισμού.
Ή εικόνα που παρουσίασαν τα οστά μέσα στη λάρνακα δεν ήταν εκείνη που εμφανίζει ένας τάφος μέσα στον όποιο έχει λιώσει νεκρό ανθρώπινο σώμα. Τούτο, βέβαια, έχει την εξήγηση του, αφού γνωρίζομε καλά ότι δεν επρόκειτο για τον αρχικό τάφο του Αγίου, όπως ξέρουμε καλά και πώς βρέθηκαν τα οστά αυτά εκεί μέσα. Εκείνος πάντως που τα τοποθέτησε εκεί δεν έλαβε καθόλου την πρόνοια να τους δώσει, έστω με στοιχειώδη τρόπο, τη θέση που θα είχαν σε ένα φυσιολογικό ανθρώπινο σκελετό.
Έτσι, εκτός από την κάρα του Αγίου, που φαίνεται να αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας σ’ όλη τη περιπέτεια των ιερών αυτών λειψάνων, τα άλλα οστά βρέθηκαν σε ολότελα αφύσικη θέση. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν εκδηλώθηκε καμία επιμέλεια στην τοποθέτηση τους. Το βλέπουμε από τη θέση που είχαν δύο μακρά οστά, πλαισιώνοντας από δεξιά και αριστερά την κάρα, που βρισκόταν στο μέσο της μιας στενής άκρας της λάρνακας με τη βάση ακουμπισμένη στον πυθμένα της, καθώς και από τη συγκέντρωση των όστοαρίων και οστικών μικροτεμαχίων σε μία αργυρή κούπα και μεγαλύτερων τεμαχίων σε μία άλλη επίσης αργυρή. Τα υπόλοιπα, τα και μεγαλύτερα, ήταν ακατάστατα τοποθετημένα και κατασπασμένα. Άλλωστε όλα ήταν εξαιρετικά εύθραυστα..
ωσική εικόνα του 19ου αιώνα
Αναγνώριση και καταγραφή των ί. οστών
Ό καθηγητής Martino, στην πρώτη αυτή φάση της ερευνάς του, για την οποία είχε στη διάθεση του 2.30΄ ώρες, μπόρεσε να διακρίνει και να καταγράψει τα οστά που βρέθηκαν στη λάρνακα, (έξω από τα θρυμματισμένα εκείνα που βρίσκονταν στις ασημένιες κούπες και είχαν χάσει τα χαρακτηριστικά τους) καθώς και να διαπιστώσει την κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν, άφοΰ προηγουμένως τα στέγνωσαν όλα και τα καθάρισαν προσεκτικά με υδρόφιλο βαμβάκι και γάζες.
Ό έλεγχος — σημειώνομε σε γενικές γραμμές — επεσήμανε την ύπαρξη της κάρας σε καλύτερη κατάσταση από όλα τα οστά, σπονδύλους, λίγα τεμάχια πλευρικών οστών και ωμοπλάτης, μεγάλα τμήματα των αντιβραχίων και του ενός βραχιωνίου, πολλά οστάρια των καρπών, των μετακαρπίων και των φαλαγγών, ένα λαγόνιο, από τα κάτω άκρα που βρέθηκαν σε καλύτερη κατάσταση, τα μηριαία, όχι όμως ακέραια, τις επιγονατίδες, τμήματα από τις περόνες, τα οστά των κνημών και αρκετά των ταρσών, των μεταταρσίων και των φαλαγγών. Ένα σημαντικό μέρος του όλου σκελετού, όπως γίνεται αντιληπτό, έλειπε βέβαια.
Ή εμφάνιση αυτή των οστών του Αγίου (άλλα να λείπουν, άλλα να είναι κατασπασμένα και άλλα θρυμματισμένα) σχετίζεται όχι μόνο με το χρόνο που πέρασε από πάνω τους, αλλά πιο πολύ με τη μεγάλη περιπέτεια της αρπαγής και της μεταφοράς τους στο Bari, ύστερα μάλιστα από ένα πολυήμερο θαλασσινό ταξίδι. Ή απουσία ιδιαίτερα πολλών από αυτά μέσα από τη λάρνακα, βρίσκει εύκολη εξήγηση στις συνθήκες κάτω από τις όποιες έγινε ή αφαίρεση τους από τον τάφο των Μύρων, πέρα από το ενδεχόμενο της υπεξαίρεσης ή μη κάποιων από αυτά κατά τη μεταφορά τους και πριν από την οριστική τοποθέτηση τους στη λάρνακα της Βασιλικής του Αγίου στο Bari. Ή σπουδή των ναυτών και ή υπερκάλυψη των οστών από το μύρο μέσα στον αρχικό τάφο τους δεν ευνοούσαν, όπως ήταν φυσικό, την περισυλλογή τους στο ακέραιο. Ή παρατήρηση αυτή μπορεί να εξηγήσει πώς βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο της Αττάλειας δύο οστά του Αγίου Νικολάου, όπως δηλώνουν οι Τούρκοι, οι όποιοι μάλιστα προθυμοποιήθηκαν να παραδώσουν φωτογραφίες και σχετικά τεκμήρια γι’ αυτά στη Βαρηνή Βασιλική του Αγίου.
Η ανθρωπολογική διερεύνηση
Ή δεύτερη φάση της ερευνάς του Καθηγητή Martino, που κράτησε 7.30 νυκτερινές ώρες, και κάτω από συνθήκες ακατάλληλες, αφού δεν έγινε σε ειδικό εργαστήριο, κάλυψε την ανθρωπομετρική — ανθρωπολογική διάγνωση των λειψάνων του Αγίου. Ή εξέταση αυτή θα έδινε απάντηση σε μία σειρά από ερωτήματα για τη φυσική κατάσταση και εμφάνιση του σώματος του Αγίου και ιδιαίτερα της μορφής του προσώπου του, για την ηλικία που είχε, όταν πέθανε, τη φυλή στην οποία ανήκε και ότι άλλο.
Για να φθάσει στο σκοπό του ό καθηγητής, βάσισε τις εκτιμήσεις του στη ανασύνθεση του σκελετού, την οποία πέτυχε με τα οστά που είχε στη διάθεση του, στις ακτινογραφίες και τις φωτογραφίες που πήρε, και στις απαραίτητες μετρήσεις που έκαμε, εφαρμόζοντας καθαρά επιστημονικές μεθόδους. Τα συμπεράσματα στα όποια κατέληξε ήταν σημαντικά.
Αναφέρομε τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να περιπλεκόμαστε στις ανατομικές και άλλες λεπτομέρειες, που θα ενδιέφεραν μόνο τους ειδικούς. Να, λοιπόν, τι μας αποκαλύπτει ό καθηγητής Martino:
Όλα τα οστά που εξέτασε άνηκαν σε ένα και το αυτό άτομο και μάλιστα σε άνδρα που είχε ύψος 1.67 μ. περίπου, τρεφόταν κυρίως με προϊόντα φυτικής προέλευσης και πέθανε σε ηλικία μεγαλύτερη από τα 70 χρόνια. Το άτομο αυτό άνηκε στην λευκή ευρωπαϊκή μεσογειακή φυλή και μάλιστα στην ανατολική παραλλαγή της, χωρίς να μπορεί να βεβαιωθεί αν άνηκε ή όχι στο λεγόμενο «λεβαντίνο» τύπο, ενώ αποκλείστηκε ότι θα μπορούσε να ήταν άρμενοαλπικής φυλής. Καμιά ή σχέση του, βέβαια, με τους μογγολικής καταγωγής Τούρκους, οι όποιοι άλλωστε πέρασαν στη Μικρά Ασία αρκετούς αιώνες μετά τον θάνατο του Αγίου και συγκεκριμένα στην περιοχή των Μύρων μόλις τον 11ο αιώνα, εποχή που φυγαδεύτηκαν τα οστά του από εκεί, ενώ βάρυναν ήδη πάνω τους περισσότερα από επτάμιση εκατοντάδες χρόνια.
Ή κατάσταση ορισμένων οστών έδειξε ακόμη ότι το άτομο στο όποιο άνηκαν πρέπει να είχε υποφέρει πολύ κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, που του άφησαν τα σημάδια τους σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ή αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και η διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση, που επισημάνθηκαν στα ανάλογα οστά, πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, γεγονός που μαρτυριέται και από τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Άλλωστε ή θέση στην οποία καταλήγει, γενικά, ο Καθηγητής Martino είναι ότι τα αποτελέσματα της επιστημονικής άνατομο-ανθρωπολογικής μελέτης των λειψάνων, που βρίσκονται στη λάρνακα της Βασιλικής του Αγ. Νικολάου στο Bari, όταν αυτή ανοίχτηκε τη νύκτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953 και ξανατοποθετήθηκαν σ’ αυτή το πρωί της 8ης Μαΐου του 1957, όχι μόνο δεν συγκρούονται πουθενά με τη γνωστή Ιστορία του Αγ. Νικολάου, Επισκόπου των Μύρων, αλλά και βρίσκονται σε αρμονικότατη συμφωνία μαζί της.
Η ανάπλαση της φυσιογνωμίας του Αγίου
Ό καθηγητής Martino θέλησε να προχωρήσει ακόμη περισσότερο: αναζήτησε την αυθεντική μορφή του προσώπου του Αγίου πάνω στα οστικά υπολείμματα της κάρας που είχε μπροστά του.
Ή πιο παλιά εικόνα του Αγίου Νικολάου, την οποία γνώριζε, ήταν μία τοιχογραφία του στη S. Maria Antiqua της Ρώμης, που ανάγεται στον Η΄ ή κατ’ άλλους στον Θ΄ αιώνα. Πόσο όμως μπορούσε να είναι κοντά στα πραγματικά χαρακτηριστικά του Αγίου αυτή ή εικόνα, που τη χώριζαν τέσσερις αιώνες, τουλάχιστο από το ζωντανό πρότυπο της ή και όποια άλλη όμοια ή διαφορετική απεικόνιση του;
Ή πρόκληση ήταν μεγάλη, για να μπορέσει να την αποφύγει. Έτσι καταπιάστηκε να αναπλάσει την αυθεντική μορφή του Αγίου Νικολάου αξιοποιώντας με τις ειδικές γνώσεις του τα στοιχεία που είχε στα χέρια του. Πήρε φωτογραφικές απόψεις της κάρας του Αγίου, τις τοποθέτησε κάτω από διαφανή χάρτη και αποτύπωσε πάνω του ιχνογραφικά και με τις απαιτούμενες αναλογίες τα στοιχεία, που ταίριαζαν σ’ αυτή και της έλειπαν.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά! Τα τρία ίχνο-γραφήματα που σχεδίασε, από διαφορετική έποψη, βρέθηκαν να μοιάζουν μεταξύ τους καταπληκτικά! Την ομοιότητα αυτή απέδωσε ό Καθηγητής Martino στο ότι και τα τρία επαναλάμβαναν τις αυτές αναλογίες του προσώπου, τις όποιες προφανώς είχε διατηρήσει αναλλοίωτες ή σκελετική επιφάνεια πάνω στην οποία βασίστηκε, για να αναπαραστήσει τη μορφή του Αγίου. Δεν αποκλείει, βέβαια, την πιθανότητα να μη συνέλαβαν τα ιχνογραφήματα αυτά κάτι από την έκφραση του προσώπου, το όποιο θα συνδεόταν αποκλειστικά με ότι έλειπε εξωτερικά από την κάρα· θεωρεί όμως ότι η εικόνα του προσώπου, την οποία κατόρθωσε να σχηματίσει, δεν πρέπει να διέφερε πολύ, τουλάχιστον κατά τις ουσιώδεις αναλογίες της, από την πραγματική.
Η αναπλασμένη με αυτό τον τρόπο μορφή, σημειώνει ό καθηγητής Martino, δείχνει ένα πρόσωπο ασκητικό, ευγενικό, με αρμονικές αναλογίες, με υψηλό και πλατύ φωτεινό μέτωπο, με μεγάλα μάτια, ελαφρά βαθουλωτά, γλυκά και μαζί αυστηρά, μάτια ανθρώπου σκεπτικού και βασανισμένου. Ένα πρόσωπο με ζυγωματικά κάπως έντονα, που προβάλλουν πάνω από παρειές που μόλις βαθουλώνουν, με μύτη που δεν είναι ούτε λεπτή, ούτε πλατιά, με ένα σκάψιμο στη βάση της και μια ελαφριά απόκλιση προς τα δεξιά στην πάνω μοίρα της ράχης της, με στόμα κάπως πλατύ, με δόντια λίγο πλατιά και προεξέχοντα, με σαγόνι μάλλον να προβάλλει ανάμεσα από την ελαφριά κεντρική χωρίστρα του πώγωνα, γναθικές γωνίες λίγο πλατιές, κεφάλι μέσου μεγέθους, υποδόλιχο και με καλοστρογγυλεμένο ινίο.
Η σύγκριση των ανθρωπομορφικών χαρακτηριστικών, που έβγαιναν από τη σκελετική ανασύνθεση των μελετώμενων λειψάνων, προς τις παλαιότερες εικονογραφικές αναπαραστάσεις της φυσικής εμφάνισης του Αγίου Νικολάου έπεισε τον Καθηγητή Martino ότι δε θα πρέπει να είχε χαθεί, τουλάχιστο από την προφορική παράδοση, ή ανάμνηση της όψης του κατά τους αιώνες που ακολούθησαν την κοίμηση του, ώσπου να αποτυπωθούν οριστικά τα χαρακτηριστικά του στις πρώτες εικόνες του.
Μία ιδιαίτερη παρατήρηση
Παρατηρώντας Καθηγητής Martino τις παλιές ζωγραφικές απεικονίσεις του Αγ. Νικολάου, σταμάτησε σε μία, που τη θεώρησε ότι πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλη στα ανθρωπομετρικά στοιχεία των λειψάνων που είχε εξετάσει. Ήταν μια παράσταση σε μωσαϊκό (του ΙΒ΄ αιώνα.) που βρίσκεται στο Παρεκκλήσιο του Άγ. Ισιδώρου της Βασιλικής του Άγ. Μάρκου Βενετίας και δείχνει ολόσωμα, ψηλά στο τυφλό αψίδωμα της απέναντι από το ιερό πλευράς, την Παναγία Βρεφοκρατούσα στο μέσο, δεξιά της τον Πρόδρομο και αριστερά της τον Άγιο Νικόλαο. Για την απεικόνιση αυτή του Αγίου έχει λεχθεί ότι η έκφραση του προσώπου, ή κοσμιότητα της αμφίεσης, ή λεπτή εμφάνιση και το ευλαβικό σχήμα, δεν μπορούν να είναι γέννημα της επιθυμίας του καλλιτέχνη. Την ίδια γνώμη εκφράζει και ο καθηγητής Martino, o όποιος πιστεύει ότι το χέρι του καλλιτέχνη δεν το οδήγησε ή φαντασία του αλλά μια κάποια γνώση της φυσικής εμφάνισης του Αγίου, ώστε να την παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο στην εικόνα του, που να ταιριάζει ιδιαίτερα με τα φυσικά χαρακτηριστικά που αποκάλυψε ή μελέτη των λειψάνων του.
Ό καθηγητής Martino έκαμε και κάτι άλλο ακόμη. Βρήκε ένα άτομο του οποίου τα σωματικά χαρακτηριστικά πλησίαζαν ιδιαίτερα σ' εκείνα που έδειχναν τα λείψανα, τα όποια είχε εξετάσει. Στο άτομο αυτό (που το ονομάζει: δείγμα) θεωρεί επίσης ότι πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλη η απεικόνιση του Αγίου Νικολάου στο μωσαϊκό του Παρεκκλησίου που προαναφέραμε. Φωτογραφία του, ανάμεσα σ’ ένα ιδεατά και με βάση τα μελετηθέντα λείψανα αναδομημένο σκελετό και σε μία ιχνογραφική αναπαράσταση του Αγ. Νικολάου, δημοσιεύει ό Καθηγητής στην αυτοτελή έκδοση της σχετικής μελέτης θέλοντας να μας δώσει κατά κάποιο πλαστικό τρόπο, το σωματικό σύνολο του ατόμου του οποίου τα λείψανα είχε μελετήσει.
Η πρόταση μας
Με όλα αυτά τα δεδομένα, νομίζομε πώς θα είχε ενδιαφέρον ή εξακολούθηση της ερευνάς στο πεδίο της αναζήτησης της αυθεντικής μορφής του Αγ. Νικολάου και μάλιστα στο χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής, από τους ιστορικούς της χριστιανικής Τέχνης και τους θεράποντες της Χριστιανικής Αρχαιολογίας. Ότι υπάρχουν περιθώρια για την ενασχόληση με το θέμα, πέρα από την παρατήρηση του Καθηγητή Martino για το μωσαϊκό του παρεκκλησίου του Αγ. Ισιδώρου, φαίνεται και από το συμπέρασμα, με το όποιο κατακλείει ο Καθηγητής στο Θεολογικό Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bari π. Γεράρδος Cioffari την εισήγηση του για την παλαιά εικονογραφία του Άγ. Νικολάου σε σχέση με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, στό Γ΄ Διεκκλησιαστικό Ιστορικό Συνέδριο του Bari (11/13 Μαΐου 1987). Ό έγκριτος αυτός ερευνητής της Ιστορίας του Άγ. Νικολάου και της βαρηνής Βασιλικής του δεν δίστασε να δηλώσει ότι καμιά εικόνα του Αγίου, από όσες έφθασαν ως εμάς, δεν μπορεί να μας δώσει μια αυθεντική Ιδέα για το πώς ήταν στην πραγματικότητα ό Άγιος Νικόλαος. Βέβαια δεν κάνει καμία αναφορά στις θέσεις του Καθηγητή Martino και ιδιαίτερα στην παρατήρηση του για το μωσαϊκό που προαναφέραμε, μολονότι, λίγο-πολύ, όλα αυτά ήταν γνωστά από το 1957 και η λεπτομερειακή έκθεση για τη σχετική ερευνά του είχε δημοσιευθεί πριν από την έκδοση των Πρακτικών του Συμποσίου, στο όποιο ό π. Cioffari ανακοίνωσε τα δικά του συμπεράσματα. Η παράλειψη οφείλεται προφανώς στο ότι ό εισηγητής περιόρισε την ερευνά του ως τον Γ΄ αιώνα, με αποτέλεσμα να μείνει έξω από τα ενδιαφέροντα του ή περίπτωση του μωσαϊκού της Βενετίας. Πάντως, όπως και αν είναι, νομίζομε πώς το ζήτημα μπορεί να θεωρείται ακόμη ανοικτό, περιμένοντας και άλλες απαντήσεις από τους ειδικούς, για την πληρέστερη διαφώτιση του. Είναι μία πρόκληση, στην οποία τα δημοσιεύματα του Καθηγητή L. Martino δίνουν ιδιαίτερη οξύτητα. H προβολή τους εδώ έχει σκοπό την ευρύτερη ενημέρωση του ελληνόφωνου κοινού, που δε θα είχε αλλιώς τη δυνατότητα ή την ευκαιρία να προσεγγίσει το θέμα· πιο πολύ όμως θέλει να παρακινήσει τους ειδικούς επιστήμονες για την ανάλογη αξιολόγηση και αξιοποίηση τους.
Κάτι ανάλογο θα λέγαμε και για τους αγιογράφους μας, τους τωρινούς και τους μελλοντικούς. Θα μπορούσαν να στρέψουν και αυτοί την προσοχή τους στην ανθρωπομετρική μελέτη, στην ανάπλαση της μορφής του Αγίου και σε όποια άλλα στοιχεία τους ενδιαφέρουν, από όσα προσφέρει o καθηγητής Martino, να τα συνεκτιμήσουν στα πλαίσια της παράδοσης και της τεχνοτροπίας που ακολουθούν και να τα αξιοποιήσουν κατάλληλα. Από τη στροφή της προσοχής τους στα στοιχεία αυτά και την ενδεχόμενη υιοθέτηση τους στην τέχνη τους, θα μπορούσε ενδεχομένως να σημειωθεί ένας σταθμός στην εικονογραφική αναπαράσταση του Αγίου Επισκόπου των Μύρων Νικολάου του Θαυματουργού.
Πηγή: Κατακόμβη, Εξαμηνιαία έκδοση Μητροπολιτικού –Καθεδρικού Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Βόλου, Αφιέρωμα στον Άγιο Νικόλαο, Ανάπλαση της μορφής του Αγ. Νικολάου από τον καθηγητή της ανατομίας στο πανεπιστήμιο του Bari, Luigi Martino, Φωτίου Νικητοπούλου,, Θεολόγου, Δεκέμβριος 1998, σσ. 38 - 52
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ποταμὸν ἰαμάτων ὑπερχειλῆ, καὶ πηγήν σε θαυμάτων ἀνελλιπῆ, ἔδειξε Νικόλαε, τοῦ ἐλέους ἡ ἄβυσσος· οἱ γὰρ βαρείαις νόσοις, πικρῶς πιεζόμενοι, καὶ συμφοραῖς τοῦ βίου, δεινῶς ἐταζόμενοι, πάσης ἀθυμίας, ἀκεσώδυνον ὄντως, εὑρίσκουσι φάρμακον, τὴν θερμήν σου ἀντίληψιν· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τοῖς Μύροις Ἅγιε, ἱερουργὸς ἀνεδείχθης· τοῦ Χριστοῦ γὰρ Ὅσιε, τὸ Εὐαγγέλιον πληρώσας, ἔθηκας τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ λαοῦ σου, ἔσωσας τοὺς ἀθώους ἐκ τοῦ θανάτου· διὰ τοῦτο ἡγιάσθης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Ὁ Οἶκος
Ἀνυμνήσωμεν νῦν τὸν Ἱεράρχην ᾄσμασι, τὸν ἐν Μύροις λαοὶ ποιμένα καὶ διδάσκαλον, ἵνα ταῖς πρεσβείαις αὐτοῦ ἐλλαμφθῶμεν· ἰδοὺ γὰρ ὤφθη ὅλος καθάρσιος, ἀκήρατος πνεύματι, Χριστῷ προσάγων θυσίαν ἄμωμον, τὴν εἰλικρινῆ καὶ Θεῷ εὐπρόσδεκτον, ὡς ἱερεὺς κεκαθαρμένος τῇ ψυχῇ καὶ τῇ σαρκί· ὅθεν ὑπάρχει ἀληθῶς, τῆς Ἐκκλησίας προστάτης, καὶ ὑπέρμαχος ταύτης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου