ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
Γνωρίζουμε βεβαίως ὅλοι, ὅτι ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς ἥλιος ἀποστέλλει τὸ φῶς του σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο,«καὶ οὐκ ἔστιν (οὐδεὶς) ὡς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ» καὶ ἀπὸ τῆς διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ὁλόλαμπρες ἀκτίνες του καλύπτονται ἀπὸ νέφη καὶ ὁμίχλη ἢ ἀπὸ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ πνοὴ κάποιου ἀνέμου διαλύει τὸ νεφικὸ ἐπικάλυμμα καὶ τὴν ὁμίχλη ἐκείνη καὶ ἐπιτρέπει στὶς φεγγοβόλες ἀκτίνες νὰ ἐξαπλωθοῦν τρανῶς σὲ ὅλη τὴν κτίση. Τὸν δὲ πρὸ ἡλίου «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» τὸν νοητό, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη σήμερα ἀπὸ τὴν «κούφη νεφέλη», ἀπὸ τὴν φωτοφόρο καὶ ἡλιακὴ καὶ πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει ἡ τοῦ «δούλου μορφή», τὰ νηπιώδη σπάργανα καὶ τὸ σπήλαιο τὸ φτωχὸ καὶ συμφώνως μὲ τὴν οἰκονομία καὶ ὁρισμένα ἄλλα, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ταπεινότητα.
Καθὼς ὅμως ἤδη ἐλέχθη, ἡ πνοὴ καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου διασκορπίζει τὸ κάλυμμα τοῦ νέφους καὶ τῆς ὁμίχλης καὶ φανερώνει καθαρὰ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες· ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ Ὁποῖος καλύπτεται μὲ σπάργανα καὶ κρύπτεται σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων γιὰ τὴν πολλή του συγκατάβαση καὶ «δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος»· τὸ συνεργὸν Πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς τὸν φανερώνει καθαρά, αὐτὸν τὸν κρυπτόμενον στὴν φάτνη ἥλιον καὶ Θεὸν καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, νὰ προστρέξει καὶ νὰ κηρύξει τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Δημιουργὸ τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος κρύπτεται σὲ σπήλαιο καὶ φάτνη, περιτυλιγμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν ἀδιστάκτως καὶ «οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν» μετὰ δώρων πολυτελῶν νὰ δωροφορήσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστῶς. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι κατῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνακραύγαζαν μελωδικὰ, πρὸς τὸν «ἐν ὑψίστοις Θεὸν καὶ ἐπὶ γῆς» εἰρηνάρχην, γιὰ τὴν καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός· τοῦ ἀπένειμαν ὡς Βασιλέα τους τὴν ὀφειλόμενη ἐπευφημία καὶ ἀπεκάλυψαν τρανῶς τὸν κρυπτόμενον ἀκόμη Βασιλέα καὶ τὸν ἀνήγγειλαν στοὺς πλησιοχώρους ποιμένες ὅπως ἤρμοζε σὲ αὐτούς, ὡς «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν». «Ὅτι ἐτέχθη», λέγει, «ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὡς ἔστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνη».
Καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ «οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους. Διέλθωμεν δὴ εἰς Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ εὗρον τὴν τε Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, καὶ ἰδόντες διεγνώρισαν» στὸν λαόν, «καὶ ὑπέστρεψαν δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς».
Γιὰ ποιὸ λόγο διαφημίζεται καὶ μεγαλύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ὁ κρυπτόμενος ὡς νήπιον σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ γνωστοποιηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ὁρατὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.
Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ ὅλη ἡ κτίση, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, ἔμεινε ἀκίνητη ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν παράδοξο καὶ ἀπόρρητο ἐκεῖνο τοκετό, ὥστε οἱ ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀναβλύσεις τῶν πηγῶν καὶ οἱ κινήσεις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ πτήσεις τῶν πουλιῶν καὶ οἱ πορεῖες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν τετραπόδων καὶ γενικὰ ὅλη ἡ φύση καὶ ἡ κτίση, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος «ἔστη καὶ ἐξέστη καὶ ἤργησε» καὶ γιὰ μία στιγμὴ διέκοψε τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐργασία της, μέχρι νὰ τελειώσει τὸ μυστήριο τοῦ παραδόξου καὶ ἀπορρήτου ἐκείνου τοκετοῦ, ὅπως σαφῶς μᾶς ἐμήνυσε ἡ περὶ τούτων ἱστορία.
Καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι αὐτὸ καὶ τὸ πιστεύω πρόθυμα καὶ πείθομαι, ἐπειδὴ εἶναι ἀπίθανο τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο μεγάλο ἔργο νὰ τολμᾶ καὶ κάποιο ἄλλο νὰ λαμβάνει χώρα καὶ νὰ κινεῖται ἔστω κατ’ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα μαζὶ ἀκινητοποιήθηκαν σὰν νὰ ἀποδεσμεύτηκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, λογικὰ καὶ ἄλογα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, σεβόμενα ὡς δοῦλοι τὸν Δεσπότη. Διότι λέει, «ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, ὅτι τὰ σύμπαντα δούλα σά». Ἐπειδὴ λοιπὸν «τὰ σύμπαντα δούλα αὐτοῦ» καὶ ἠσθάνοντο τὸ μέγα ἔργον τοῦ Κυρίου των, τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα στάθηκε ἀπαρασάλευτο μέχρι ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἐκεῖνο τὸ θεῖο ἔργο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κτίση συνέχισε κανονικὰ τὴν ἐργασία της.
Ὄντως «ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα» «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ υἱὸς Θεοῦ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ καὶ συναϊδίου Πατρὸς καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Καὶ «ἄγγελος» μὲν λέγεται ἐπειδὴ φέρει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Εὐαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδὴ καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος υἱοθεσίας ἀξιωτήρια, καὶ τῆς φύσεώς μας ἀπὸ τὴν πονηρὴ δουλεία ἁπαλλακτήρια, καὶ τοῦ θανάτου παντελῶς ἀναιρετήρια καὶ τοῦ διαβόλου ἀσυμπαθῶς φυγαδευτήρια, καὶ τῆς τυραννίδος τῶν δαιμόνων δεσμωτήρια καὶ πολυχρονίων νεκρῶν ἐξαναστήρια, καὶ μυστηρίων νέων καὶ μεγάλων παραδοτήρια· καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ὑποσχετήρια καὶ γιὰ ὅσους ἐβίωσαν καλῶς ἀθανάτου κληρονομιᾶς ἀποδοτήρια.
Σὲ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια διασώζεται τὸ μυστήριο τῆς ἀμωμήτου πίστεως, ἡ σφραγὶς τοῦ τρισάγιου Θεοῦ· καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν καὶ μυστηρίων φρικτῶν Εὐαγγέλια ἔφερε, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε καὶ δοτήρας καὶ διδάσκαλος. Καὶ ὁπωσδήποτε εὐλόγως λέγεται καὶ «μεγάλης βουλῆς», θείας καὶ πρακτικῆς, «ἄγγελος». Τὸ δὲ «θαυμαστὸς σύμβουλος» τὸ λέγει ἐπειδὴ ἔχει τὴν ὕπαρξη «πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἐν ἀρχῇ» μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του καὶ τὸ Πνεῦμα συναΐδιον καὶ τῆς ἰδίας μὲ αὐτοὺς φύσεως. Σύμβουλός του εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή», ὁ Πατὴρ καὶ Θεός. Τί συμβούλευσε; Εἶναι φανερὸν ὅτι νὰ κτίσει τὸν ἀόρατο καὶ ὁρώμενο κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ καὶ νὰ συνέχωνται τὰ πάντα, ὥστε νὰ διαμένουν τὰ σύμπαντα καὶ νὰ διασώζονται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἀσυμβούλως, οὔτε πάλι τοῦ λέγει προστακτικῶς νὰ κτίσει τὸν κόσμο καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συμβουλευόμενος θαυμαστῶς τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ σύμβουλο καὶ Ἀγαπητὸ Υἱό Του, λέει· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ σημαίνει Θεὸν ἐπίγειο καὶ ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ αὐτεξουσίου εἰκονίζει τὸν Θεὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, δηλαδὴ ἀθάνατο καί, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, ἱκανὸ νὰ ὁμοιωθεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν Θεό. Πράγματι λοιπὸν «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» τοῦ θαυμαστοῦ συμβούλου, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἐν ὃ γέγονε», ὅπως ἔχει γραφεῖ.
Τὸ δὲ «Θεὸς ἰσχυρὸς» διακηρύσσει τρανῶς τὸ ἰσχυρό της θείας φύσεως· διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδωλικοὶ ψευδώνυμοι θεοί, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἰσχυροί. Ὥστε καὶ ἐσὺ ἀκούοντας «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη καὶ ἐδόθη ἡμῖν» νὰ μὴν ὑποπτευθεῖς ὅτι εἶναι ἁπλὸ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἐφάμιλλο μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι καὶ θαυμαστὸς σύμβουλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός· «καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἐστιν ὅριον», ὅπως ἤδη ἐλέχθη· διότι αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει ἀπεριόριστο καὶ ἀπέραντο πλοῦτο εἰρήνης μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα.
Τὸ δὲ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θέλει νὰ φανερώσει τὸ δημιουργικὸ καὶ προάναρχο τοῦπαιδιοῦ αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως δηλαδὴ κάποιος ποὺ ἔχει γίνει πατέρας πολλῶν παιδιῶν εἶναι αἴτιος τῆς πλάσεως καὶ τῆς γεννήσεώς τους, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι κτίστης καὶ γεννήτορας ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἄρχοντας καὶ πατέρας καὶ ἡγέτης τῶν ἑπτὰ παρερχομένων αἰώνων καὶ τοῦ ἀπέραντου ὀγδόου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» σήμερα καὶ σπαργανώθηκε παιδικά, αὐτὸς ποὺ σπαργάνωσε παλαιὰ μὲ ὁμίχλη τὴν θάλασσα. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι ἄναρχος καὶ τέλος δὲν ἔχει.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ, ὡς δούλα του, τὰ σύμπαντα· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς δούλα τὸ ὑπηρετοῦν καὶ τὸ ἐπευφημοῦν καὶ τοῦ προσφέρουν δῶρα· οἱ μάγοι καὶ ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ποιμένες, τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος Μητέρα ὑπερφυῶς καὶ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ὁ τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων. Λείπει ὅμως ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπὸ τὸν τίμιο ἐκεῖνο καὶ παράδοξο καὶ παρθενικὸ τοκετὸ διότι ἐκεῖ ποὺ γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μὲ τὴν ἐπισκίαση τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δὲν χρειάζονται. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ ἰσότιμα μὲ αὐτὰ φανέρωναν σαφῶς τὴν θεαρχία καὶ παντοκρατορία τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο χωρὶς πατέρα αὐτὸ ποὺ ἐγεννήθη «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου» ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς μητέρα.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ φανέρωσε σήμερα τὸ προαιώνιο μυστήριο, καὶ ἔτσι περατώθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διεῖδαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ Προφῆτες· προέλεγαν δηλαδὴ ὅτι «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει» καὶ ὅτι «ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» καὶ ὅτι «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ» καὶ τὰ λοιπά.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὴν γέννηση τοῦ ὁποίου ἐμυήθησαν οἱ μάγοι, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ ἦλθαν μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα νὰ τὸν προσκυνήσουν, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἀπὸ παλαιὰ Σεβωείμ, λέγοντας: «ὅτι ἄνδρες ὑψηλοὶ Σεβωεὶμ διαβήσονται πρὸς σὲ καὶ προσκυνήσουσι λέγοντες ὅτι ἐν σοί ὁ Θεός ἐστι καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλήν σου». Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνδρες ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ θεολογώντας τοῦ προσέφεραν δῶρα· χρυσὸν μὲν ἐπειδὴ εἶναι Βασιλεύς, λίβανον ἐπειδὴ εἶναι Θεὸς καὶ σμύρνα γιὰ τὸ ἄχραντον Πάθος· τὴν ἔκβαση αὐτοῦ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὅταν μετὰ τὸ Πάθος κήδευσαν τὸ ζωηφόρο Ἐκεῖνο σῶμα μὲ ἑκατὸ λίτρες σμύρνης καὶ ἀλόης.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ εἶναι τώρα ξαπλωμένο στὴ φάτνη, αὐτὸς ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στὸ χέρι του τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ συγκρατεῖ θεοπρεπῶς καὶ ἀνέτως ὅλη τὴν κτίση.
Καὶ γιὰ νὰ πῶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ πληρέστατο παραλείποντας τὰ περισσότερα, «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ἰατήριον. δαιμόνων ἀφανιστήριον, εἰδωλικῶν ξοάνων καὶ βωμῶν καταλυτήριον, θυσιῶν διαβολικῶν καὶ βέβηλων κνισσῶν ἐξαλειπτήριον, τυραννικῆς διαβόλου ἀποστασίας ἁλυσοδετήριον αἰώνιον. καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως νεκρῶν ἀρχετήριον.
Ποιὸς εἶδε ἢ ἄκουσε ποτὲ παρόμοιο παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο σὲ φάτνη περιτυλιγμένο μὲ σπάργανα καὶ νὰ κρατεῖ στὴν παλάμη του τὰ σύμπαντα, νὰ προσκαλεῖ στὰ ὕψη τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ τὸ διαχέει ὅπου θέλει, νὰ ἀναπαύεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ὄχημα τὰ χερουβίμ, νὰ γαλακτοτροφῆται ἀπὸ Μητέρα παρθένο καὶ νὰ «ἐξαποστέλλη πηγάς ὑδάτων ἐν φάραγξι», νὰ περικρατῆται σὲ παρθενικὲς ἀγκάλες καὶ νὰ κρατεῖ ἀσφαλῶς τὰ σύμπαντα: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!», ὅπως ἀναφωνεῖ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. Ὢ θαύματος παραδόξου, ἀπὸ τὰ σύγχρονα καὶ τὰ παλαιὰ καινοφανεστέρου. Ὢ θείας κηδεμονίας καὶ ἄκρας συγκαταβάσεως. Πῶς ὁ ἀπεριόριστος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς περιορίστηκε ἑκούσια μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου; Πῶς ὁ κατὰ φύσιν ἀσώματος περιεβλήθη μὲ σῶμα; Πῶς φάνηκε αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ στοὺς ἀγγέλους ἀθέατος; Πῶς ὁ κτίστης τῶν ἀθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε νὰ φορέσει σάρκα; Πῶς αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς θεότητος καὶ χαρίζει τὰ πλούσια δῶρα ἔφθασε στὴν ἔσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὸ βουστάσιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ σπήλαιο; Πῶς ὡράθη παραδόξως ὁ ἀόρατος; Πῶς ὁ Ὕψιστος κατέβηκε; Πῶς ὁ ὑπερουράνιος ἠθέλησε νὰ ζήσει μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς χαμηλούς; Πῶς ὁ περικυκλούμενος ἀπὸ στρατιὲς λαμπρότατων ἀγγέλων ἦλθε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς ὁ «περιβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» περιβάλλεται μὲ σπάργανα εὐτελῆ; Πῶς ὁ ὑπερκαθαρὸς κατῆλθε πρὸς ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμεθα στὸν λάκκο καὶ τὴν σαπρία τῶν ὀλέθριων παθῶν; Γιὰ ποιὸν λόγο, γιατί ἔγινε ἡ ἀσύλληπτος αὐτὴ καὶ πολλὴ συγκατάβαση; Εἶναι βεβαίως φανερὸ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἐρευνήσουν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου· θὰ τὸ διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα. Ὅπως κάποιος ποὺ ἔχει πέσει σὲ λάκκο βαθύτατο καὶ βορβορώδη δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέλθει μόνος του ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χέρι ἀπὸ ἐπάνω νὰ τὸν ἀνασύρει, κάτι παρόμοιο ἔπαθε καὶ ἡ φύση μας· ἐπωμίστηκε δεινῶς μὲ τὴν πτώση στὸ βόθρο τῆς παραβάσεως καὶ πεσμένη στὸ λάκκο τοῦ Ἅδη εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο χέρι πανίσχυρο γιὰ νὰ τὴν ἀνασύρει. Καὶ ἐπειδὴ κανενὸς συνδούλου χέρι δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἱκανότητα, ἐκτείνεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα «ἡ πανσθενουργὸς δεξιὰ» πρὸς τὰ κάτω, ἡ ὁποία, καὶ ὡς πατρικὴ δεξιά, ὄχι μόνο ἀνείλκυσε ἀπὸ τὸν λάκκο ἐκεῖνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἀλλὰ καὶ «τῷ πλήθει τῆς δόξης καὶ τῆς δυνάμεως αὐτῆς συνέτριψε τοὺς ὑπεναντίους», ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ λαμβάνοντας ὑπεφυῶς τὴ φύση μας, ἡ ὁποία εἶχε ριφθεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁδήγησε ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ τὴν κάθισε στὸ θρόνο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς τὴν ἀξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ προσκαλώντας ἐμᾶς ἐκεῖ ἔλεγε «εἰ τὶς ἐμοὶ διακονεῖ, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται». Ὁμοίως καὶ ὁ μακάριος Παῦλος συνιστᾶ: «Τὰ ἄνω ζητεῖν, τὰ ἄνω φρονεῖν, ἔνθα κάθηται Χριστὸς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».
Ἄς τόν ἐπαναλάβομε ἄλλη μιά φορά· «αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἔκανε ὁ Κύριος· εἶναι ἡμέρα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης γιά μᾶς» (Ψαλμ. 117, 24). Τή μέρα αὐτή ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ τό σκοτάδι καί ἡ ἔκταση τῆς νύκτας μέ τόν πλεονασμό τοῦ φωτός περιορίζεται ὁλοένα. Δέν εἶναι, ἀδελφοί μου, τυχαία κι αὐτόματη ἡ οἰκονομία αὐτή σχετικά μέ τήν ἑορτή, νά παρουσιαστεῖ τή στιγμή αὐτή ἡ θεία ζωή μέσα στήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἡ κτίση μέ τά φαινόμενα αὐτά διηγεῖται στούς πιό διορατικούς κάποιο μυστήριο καί σχεδόν φωνάζει καί λέει σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ ν᾿ ἀκούσει τί θέλει ἡ ἡμέρα πού μεγαλώνει κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ νύχτα πού κολοβώνεται.
Ἐγώ νομίζω πώς ἀκούω τήν κτίση νά διηγεῖται κάτι τέτοια. Βλέποντας αὐτά, ἄνθρωπε, σκέψου τό κρυφό πού σοῦ φανερώνουν τά φαινόμενα. Βλέπετε τή νύχτα πού προχώρησε στό ἀκρότατο σημεῖο της, ἐκεῖ σταμάτησε νά προχωρεῖ, κι ἄρχισε πάλι νά ἐπιστρέφει; Βάλε στό νοῦ σου ὅτι ἡ κακή νύχτα τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ μεγάλωσε ὅσο τῆς ἦταν δυνατό κι ἔφτασε μέ κάθε ἐπινόηση κακῶν στό ἀνώτερο μέγεθος τῆς κακίας, ἀνακόπηκε σήμερα ἀπό τήν παραπέρα προχώρησή της καί ἀπό δῶ καί πέρα ὠθεῖται πιά στόν περιορισμό καί στόν ἀφανισμό.
Βλέπεις ὅτι ἡ λάμψη τοῦ φωτός διαρκεῖ περισσότερο καί ὁ ἥλιος εἶναι πάνω ἀπό τό συνηθισμένο; Σκέψου τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, πού καταφωτίζει μέ τίς εὐαγγελικές ἀκτίνες ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἴσως καί γιά τό ὅτι δέν φανερώθηκε ὁ Κύριος ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά χάρισε τήν φανέρωση τῆς θεότητάς Του στήν ἀνθρώπινη ζωή στά τελευταῖα αὐτά χρόνια, θά σκεφτεῖ εὔλογα κανένας αὐτή τήν αἰτία, ὅτι αὐτός πού ἦταν νά κατεβεῖ μέσα στήν ἀνθρώπινη ζωή γιά τήν κατάλυση τῆς κακίας, περίμενε ὑποχρεωτικά νά βλαστήσει ὁλοκληρωτικά ἡ ἁμαρτία πού φύτεψε ὁ ἐχθρός. Καί τότε ὁδήγησε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, τό τσεκούρι στή ρίζα (Ματθ. 3, 10). Γιατί καί οἱ γιατροί, ὅσοι ὑπερέχουν στήν τέχνη τους, ὅσο ὁ πυρετός κρυφοκαίει ἀκόμα τό σῶμα καί ἐνῶ λίγο δυναμώνει ἀπό τίς νοσογόνες αἰτίες, ὑποχωροῦν σ᾿ αὐτόν, ὥσπου νά φτάσει στό ψηλότερό του σημεῖο, καί δέν προσφέρουν στόν ἄρρωστο καμιά βοήθεια μέσω τῶν τροφῶν. Ὅταν ὅμως τό κακό σταματήσει, τότε βάζουν σ᾿ ἐνέργεια τήν τέχνη τους, ὅταν ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια.
Ἔτσι κι αὐτός πού γιατρεύει ὅσους νοσοῦν στήν ψυχήν περίμενε νά ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια τῆς κακίας πού αἰχμαλώτισε τή φύση τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μή μείνει ἀθεράπευτο κανένα κακό ἀπό ὅσα κρύβονταν, ἀφοῦ ὁ γιατρός θά θεράπευε μόνο ὅ,τι φαινόταν. Γιά αὐτό οὔτε κατά τήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὁπότε εἶχε καταφθαρεῖ μέσα στήν ἀδικία ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, δέν ἐπιφέρει μέ τήν ἐμφάνισή Του τήν ἴαση, ἐπειδή δέν εἶχε βλαστήσει ἀκόμα ὁ βλαστός τῆς σοδομιτικῆς κακίας. Οὔτε φαίνεται ὁ Κύριος τόν καιρό τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων. Γιατί πολλά ἀκόμα κακά κρύβονταν μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση. Πράγματι ποῦ ἦταν ὁ θεομάχος Φαραώ; Ποῦ ἡ ἀκαταδάμαστη κακία τῶν Αἰγυπτίων;
Οὔτε τότε ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τόν ἐπανορθωτή τοῦ παντός, τήν ἐποχή ἐννοῶ τῆς κακίας τῶν Αἰγυπτίων, νά ἀναμιχθεῖ στή ζωή μας, ἀλλά ἔπρεπε νά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί ἡ παρανομία τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔπρεπε ἀκόμα νά φανερωθεῖ στή ζωή καί ἡ βασιλεία τῶν Ἀσσυρίων καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ Ναβουχοδονόσορα πού κρυφόκαιγε. Ἔπρεπε νά ξεπεταχτεῖ σάν ἕνα πονηρό ὅλο ἀγκάθια φυτό ὁ δόλιος φόνος τῶν ὁσίων ἀπό τήν κακή ρίζα τοῦ διαβόλου. Ἔπρεπε νά ἐκδηλωθεῖ ἡ λύσσα τῶν Ἰουδαίων κατά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού σκότωσαν τούς προφῆτες καί λιθοβολοῦσαν τούς ἀπεσταλμένους του καί τέλος διέπραξαν τόν ἀνόσιο φόνο τοῦ Ζαχαρία ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 35).
Πρόσθεσε στόν κατάλογο τῶν κακουργημάτων καί τήν παιδοκτονία τοῦ Ἡρώδη. Ἀφοῦ λοιπόν παρουσιάστηκε ὅλη ἡ δύναμη τῆς κακίας ἀπό τήν πονηρή ρίζα καί αὐξήθηκε θρασομανώντας σέ πολλά εἴδη στίς προαιρέσεις τῶν γνωστῶν γιά τήν κακία τους κάθε γενιᾶς τότε, ὅπως λέει ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους, παραβλέποντας ὁ Θεός τούς χρόνους τῆς ἄγνοιας, ἔρχεται στίς ἔσχατες ἡμέρες (Πράξ. 17, 30), ὅταν δέν ὑπῆρχε κανένας πού νά γνωρίζει καί ν᾿ ἀναζητεῖ τό Θεό.
Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ. Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.
Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα. Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά. Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.
Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους. Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.
Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα.
Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψομε στή χαρά τῆς ἡμέρας, πού εὐαγγελίζονται οἱ ἄγγελοι στούς ποιμένες καί οἱ οὐρανοί διηγοῦνται στούς μάγους, τήν ὁποία ἀνακηρύττει τό Πνεῦμα τῆς προφητείας μέ τά πολλά καί διάφορα πού λέει, ὥστε καί οἱ μάγοι νά γίνουν κήρυκες τῆς χάριτος. Γιατί Ἐκεῖνος πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο του γιά δίκαιους καί ἄδικους, πού βρέχει γιά πονηρούς καί ἀγαθούς, ἔφερε τή λάμψη τῆς γνώσης καί τή δρόσο τοῦ Πνεύματος ἀκόμα καί σέ ξένα στόματα, ὥστε μέ τή μαρτυρία τῶν ἀντιθέτων νά βεβαιωθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ ἀλήθεια σ᾿ ἐμᾶς. Ἀκοῦς τόν οἰωνοσκόπο Βαλαάμ νά κηρύττει στούς ἀλλόφυλους μέ ἀνώτερη ἔμπνευση ὅτι «θ᾿ ἀνατείλει ἕνα ἀστέρι ἀπό τόν Ἰακώβ». Βλέπεις τούς μάγους, πού ἕλκουν ἀπό ἐκεῖνον τή γενιά τους, νά παρακολουθοῦν κατά τήν πρόρρηση τοῦ προπάτορα τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἄστρου, πού μόνο αὐτό διαφορετικά ἀπό τή φύση τῶν ἄλλων ἄστρων καί κινήθηκε καί σταμάτησε κάνοντας ἀνάλογα μέ τό τί χρειαζόταν πότε τό ἕνα πότε τό ἄλλο. Ἐνῶ δηλαδή ἀπό τά ἄλλα ἄστρα ἡ μία κατηγορία εἶναι τοποθετημένα στήν ἁπλανή σφαίρα καί τούς ἔλαχε στάση ἀπαρασάλευτη, καί τά ἄλλα δέν παύουν ποτέ νά κινοῦνται, τό ἀστέρι τοῦτο καί κινεῖται ὁδηγώντας τούς μάγους ἀλλά καί σταματᾶ δείχνοντας τόν τόπο. Ἀκοῦς τόν Ἠσαΐα νά φωνάζει «γεννήθηκε γιά χάρη μας παιδί καί μᾶς δόθηκε υἱός» (Ἠσ. 9, 6). Μάθε ἀπό τόν ἴδιο τόν προφήτη πῶς γεννήθηκε τό παιδί, πῶς μᾶς δόθηκε υἱός. Ἄραγε κατά τό φυσικό νόμο; Ὄχι, λέει ὁ προφήτης. Ὁ Κύριος τῆς φύσης δέ γίνεται δοῦλος τῆς φύσης. Πές μου ὅμως, πῶς γεννήθηκε τό παιδί. «Νά», λέει, «ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού ἑρμηνεύεται ̒ὁ Θεός εἶναι μαζί μας᾿» (Ἠσ. 7, 14). Πώ πώ θαῦμα! Ἡ παρθένος γίνεται μητέρα καί παραμένει παρθένος.
Βλέπεις τήν καινοτομία τῆς φύσης. Στίς ἄλλες γυναῖκες ὅσο μία εἶναι παρθένος δέν εἶναι μητέρα, ὅταν ὅμως γίνει μητέρα δέν ἔχει πιά τό γνώρισμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ καί τά δύο ὀνόματα συνέπεσαν. Ἡ ἴδια εἶναι καί μητέρα καί παρθένος καί οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τή γέννηση οὔτε ἡ γέννηση κατάργησε τήν παρθενία. Ἔπρεπε αὐτός πού ἦρθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γιά ν᾿ ἀφθαρτοποιήσει τό πᾶν, ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν ἀφθαρσία πού ἐξυπηρετοῦσε τή γέννησή του.
Ἡ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζει ̒ἄφθορη᾿ αὐτήν πού δέν ἔχει πείρα γάμου. Αὐτό μοῦ φαίνεται ἔχει κατανοήσει πρῶτος Ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς ὁ μέγας μέ τή θεοφάνεια πού τοῦ ἔγινε μέ τό φῶς, ὅταν ἡ φωτιά ἄναβε στή βάτο καί ἡ βάτος δέν καιγόταν. Γιατί λέει, «θά μεταβῶ καί θά δῶ αὐτό τό μέγα ὅραμα» (Ἐξ. 3, 3). Δέ δηλώνει νομίζω τοπική κίνηση μέ τή μετάβαση, ἀλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Αὐτό δηλαδή πού προτυπώθηκε τότε μέ τή φλόγα καί τή βάτο, ἀφοῦ πέρασε ὁ ἐνδιάμεσος χρόνος, ἀποκαλύφθηκε φανερά στό μυστήριο μέ τήν Παρθένο. Ὅπως ἐκεῖ ὁ θάμνος ἐνῶ φλογίζεται δέν καίγεται, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ Παρθένος καί γεννᾶ τό φῶς ἀλλά καί δέν παθαίνει καμιά φθορά.
Ἄν τώρα ἡ βάτος προτυπώνει τό σῶμα τῆς Παρθένου, μήν ντραπεῖς γιά τό αἴνιγμα. Γιατί κάθε σάρκα ἐπειδή παραδέχεται τήν ἁμαρτία, εἶναι ἁμαρτία ἀκριβῶς κατά τό ὅτι εἶναι μόνο σάρκα (Β´ Βασ. 23, 6), ἐνῶ ἡ ἁμαρτία στή Γραφή παίρνει τό ὄνομα τοῦ ἀγκαθιοῦ. Καί γιά νά μήν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό θέμα μας, ἴσως δέν εἶναι ἄκαιρο νά φέρομε τόν Ζαχαρία πού σκοτώθηκε ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστηρίο ὡς μάρτυρα τῆς ἄφθορης μητέρας. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας καί ὄχι μόνο ἱερέας, ἀλλά εἶχε καί τό χάρισμα τῆς προφητείας (Λουκᾶ 1, 3 ἑ), πού ἡ δύναμή της διακηρύσσεται γραμμένη μέσα στό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν προετοίμαζε ἡ θεία Χάρη τούς ἀνθρώπους νά μή θεωρήσουν ἀπίθανη τή γέννηση τῆς Παρθένου, προετοιμάζει τή συγκατάθεση τῶν ἀπίστων μέ μικρότερα θαύματα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἡλικιωμένη στείρα ἀποχτᾶ παιδί. Αὐτό εἶναι τό προοίμιο τοῦ θαύματος τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδή ἡ Ἐλισάβετ δέ γίνεται μητέρα μέ τή φυσική της δύναμη, ἀφοῦ εἶχε γηράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, ἀλλά ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀποδίδεται στό θεῖο θέλημα, ἔτσι καί τό ἀπίστευτο τοῦ παρθενικοῦ κοιλοπονήματος, γίνεται πιστευτό μέ τήν ἀναφορά του στό θεῖο.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ υἱός πού προῆλθε ἀπό τή στείρα προλαμβάνει αὐτόν πού προῆλθε ἀπό τήν παρθενία, αὐτός πού σκίρτησε προτοῦ γεννηθεῖ μέσα στά σπλάχνα τῆς μητέρας του μέ τή φωνή ἐκείνης πού κυοφοροῦσε τόν Κύριο, ὅταν γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος τοῦ Λόγου, τότε μέ τήν προφητική ἔμπνευση λύεται ἡ σιωπή τοῦ Ζαχαρία. Καί ὅσα διατυπώνει ὁ Ζαχαρίας ἀποτελοῦσαν προφητεία γιά τό μέλλον. Αὐτός λοιπόν πού τό προφητικό πνεῦμα τόν χειραγωγεῖ στή γνώση τῶν κρυπτῶν, κατανοώντας τό μυστήριο τῆς παρθενίας στήν ἄφθαρτη γέννηση, δέν ἀποχώρισε μέσα στό ναό τήν ἄγαμη μητέρα ἀπό τόν τόπο τόν προκαθορισμένο ἀπό τό νόμο γιά τίς παρθένες, θέλοντας νά διδάξει τούς Ἰουδαίους ὅτι ὁ δημιουργός τῶν ὄντων καί βασιλεύς ὅλης τῆς κτίσης, μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔχει ὑποχείριά του καί τήν ἀνθρωπίνη φύση, τήν κατευθύνει μέ τή θέλησή του ὅπου αὐτός νομίζει καί δέν ἐξουσιάζεται αὐτός ἀπό ἐκείνην, ὥστε εἶναι στήν ἐξουσία καί τή δύναμή του νά δημιουργήσει νέα γέννηση. Ἡ γέννηση αὐτή δέ θ᾿ ἀφαιρέσει ἀπό αὐτήν πού ἔγινε μητέρα τό νά μείνει παρθένος.
Γι᾿ αὐτό δέν τήν ἀποχώρισε μέσα στό ναό ἀπό τή θέση τῶν παρθένων. Καί ἡ θέση αὐτή ἦταν ὁ τόπος ἀνάμεσα στό ναό καί τό θυσιαστήριο. Ἐπειδή λοιπόν ἄκουγαν ὅτι θά γεννηθεῖ κατ᾿ οἰκονομίαν σάν ἄνθρωπος ὁ βασιλιάς τῆς κτίσης, ἀπό φόβο νά μή γίνουν ὑποχείριοι σέ βασιλιά σκοτώνουν αὐτόν πού ἔδινε μαρτυρία γιά τή γέννηση, τόν ἱερέα πού ἱερούργησε κοντά στό ἴδιο τό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 25). Πλανηθήκαμε ὅμως μακριά ἀπό τό θέμα μας, ἐνῶ ἔπρεπε ὁ λόγος μας νά γυρίσει στή Βηθλεέμ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀληθινά ποιμένες κι ἀγρυπνοῦμε γιά τά ἴδια μας ποίμνια, τότε ἀπευθύνεται ὁπωσδήποτε σ᾿ ἐμᾶς ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων, πού εὐαγγελίζεται αὐτή τή μεγάλη χαρά (Λουκᾶ 2, 10).
Ἄς ὑψώσομε λοιπόν τό βλέμμα στήν οὐράνια στρατιά, ἄς δοῦμε τούς χορούς τῶν ἀγγέλων, ἄς ἀκούσομε τή θεία τους ὑμνωδία. Ποιός εἶναι ὁ ὕμνος τῶν ἑορταστῶν; Φωνάζουν, «δόξα νά ἔχει ὁ Θεός στόν οὐρανό» (Λουκᾶ 2, 14). Γιατί οἱ ἄγγελοι δοξάζουν τή θεότητα πού βλέπομε στά ὕψη; Γιατί λέγοντας «καί εἰρήνη πάνω στή γῆ» ἔγιναν ὁλόχαροι γιά τό ὅ,τι ἔβλεπαν οἱ ἄγγελοι«εἰρήνη πάνω στή γῆ». Ἡ προηγουμένως καταραμένη, αὐτή πού γενοῦσε ἀγκάθια καί τριβόλια, ὁ τόπος τῆς συμπλοκῆς, ἡ ἐξορία τῶν καταδικασμένων, ἡ γῆ δηλαδή δέχτηκε τήν εἰρήνη. Πώ πώ θαῦμα! «Ἡ ἀλήθεια ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ καί ἀπό τόν οὐρανό πρόβαλε ἡ δικαιοσύνη» (Ψαλμ. 84, 12)! Τέτοιο καρπό καρποφόρησε ἡ γῆ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά γίνονται γιά τήν ἐκδήλωση τῆς καλῆς διάθεσης πρός τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἀναμιγνύεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ὕψος τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἀκούσει αὐτά τά πράγματα ἄς πᾶμε στή Βηθλεέμ κι ἄς δοῦμε τό νέο θέαμα, πῶς χαίρεται ἡ Παρθένος γιά τή γέννηση, πῶς ἡ ἄσχετη μέ τό γάμο περιποιεῖται τό νήπιο. Καί πρῶτα ποιά εἶναι αὐτή καί ἀπό ποῦ θ᾿ ἀκούσομε νά μᾶς ἐξιστοροῦνται τά σχετικά μέ αὐτή.
Ἄκουσα λοιπόν μιά ἀπόκρυφη ἱστορία, πού διηγεῖται τά ἑξῆς. Ὁ πατέρας τῆς Παρθένου ἦταν ὀνομαστός γιά τήν αὐστηρή ζωή του σύμφωνα μέ τό νόμο καί γνωστός γιά τίς ἀρετές του. Εἶχε γεράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, γιατί ἡ γυναίκα του δέν ἦταν σέ θέση νά τεκνοποιήσει. Ὁ νόμος τιμοῦσε τίς μητέρες, καί τήν τιμή αὐτή δέν τήν εἶχαν οἱ στεῖρες. Μιμεῖται λοιπόν κι ἐκείνη ὅ,τι λένε οἱ διηγήσεις γιά τή μητέρα τοῦ Σαμουήλ (Α´ Βασ. 1, 12 ἑ). Μπαίνει μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἱκετεύει τό Θεό νά μή χάσει τίς εὐλογίες τῶν νόμων, χωρίς νά ἔχει παραβεῖ καθόλου τό νόμο, ἀλλά νά γίνει μητέρα καί ν᾿ ἀφιερώσει τό παιδί της στό Θεό. Δυναμωμένη ἀπό τό θεῖο σημάδι ἔλαβε τή χάρη πού εἶχε ζητήσει.
Ὅταν γεννήθηκε τό παιδί τό ὀνόμασε Μαρία, γιά νά δηλωθεῖ καί μέ τό ὄνομα ὅτι ἦταν θεϊκή χάρη. Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετά τό κοριτσάκι, ὥστε νά μή χρειάζεται νά θηλάζει, τό ἀποδίδει ἀμέσως στό Θεό, ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσή της καί τό παραδίνει στό ναό. Οἱ ἱερεῖς ἀνατρέφουν τήν κόρη μέσα στά Ἅγια ὅμοια ὅπως τό Σαμουήλ κι ὅταν μεγάλωσε, σκέφτηκαν τί νά κάνουν μέ τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα ὥστε νά μήν ἁμαρτήσουν στό Θεό. Νά τή δεσμεύσουν στό νόμο τῆς φύσης καί νά τήν ὑποδουλώσουν μέ τό γάμο σ᾿ αὐτόν πού θά τήν ἔπαιρνε, θά ἦταν τό πιό ἀπαράδεκτο. Θεωρήθηκε πέρα πέρα ἱεροσυλία, νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος κύριος τοῦ ἀφιερώματος στό Θεό, ἀφοῦ οἱ νόμοι ὁρίζουν ὅτι ὁ ἄνδρας εἶναι κύριος τῆς γυναίκας. Γιά τούς ἱερεῖς ὅμως νά τούς συναναστρέφεται μέσα στό ναό μιά γυναίκα καί νά τή βλέπουν μέσα στά Ἅγια καί νόμιμο δέν ἦταν κι ἀκόμα ἔλειπε ἀπό τό γεγονός ἡ σεμνότητα.
Καθώς σκέφτονται τί ν᾿ ἀποφασίσουν γι᾿ αὐτά, τούς ἔρχεται συμβουλή ἀπό τό Θεό, νά τή δώσουν σέ κάποιον μέ τόν τύπο τῆς μνηστείας, ἀλλά αὐτός νά εἶναι ἄνθρωπος κατάλληλος νά προστατεύσει τήν παρθενία της. Βρέθηκε λοιπόν ὁ Ἰωσήφ, ὅπως τόν ζητοῦσαν, ἀπό τήν ἴδια φυλή καί πατριά μέ τήν Παρθένο καί μνηστεύεται τήν κόρη κατά τή συμβουλή τῶν ἱερέων. Ἡ σχέση ἔμεινε ὥς τή μνηστεία. Τότε ἡ Παρθένος δέχεται τήν ἀγγελία τοῦ μυστικοῦ ἀπό τό Γαβριήλ. Τά λόγια τῆς ἀγγελίας ἦταν εὐλογία. «Χαῖρε», λέει, «ἐσύ πού ἔχεις τή χάρη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου» (Λουκᾶ 1, 26). Ἀντίθετος στό λόγο πρός τήν πρώτη γυναίκα εἶναι τώρα ὁ λόγος πρός τήν Παρθένο. Ἡ πρώτη καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία της στούς πόνους τοῦ τοκετοῦ (Γεν. 3, 16), ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Παρθένου ἡ χαρά διώχνει τή λύπη. Στήν πρώτη προηγήθηκαν ἀπό τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ οἱ λύπες, ἐδῶ ἡ χαρά ἀπομακρύνει τόν πόνο.
«Μή φοβᾶσαι», λέει. Ἐπειδή σέ κάθε γυναίκα ἡ προσδοκία τοῦ πόνου προκαλεῖ φόβο, ἡ ὑπόσχεση τῆς γλυκιᾶς ὠδίνης διώχνει τό φόβο. «Θά συλλάβεις», λέει, «καί θά γεννήσεις υἱό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του». Καί τί ἀπαντᾶ ἡ Μαρία; Ἄκουσε τό λόγο τῆς ἁγνῆς Παρθένου. Ὁ ἄγγελος τῆς εὐαγγελίζεται τή γέννηση κι αὐτή ἐπιμένει στήν παρθενία της, κρίνοντας προτιμότερη ἀπό τήν ἀγγελική ἐμφάνιση τό ὅτι ἦταν ἁγνή καί οὔτε πρός τόν ἄγγελο δείχνει δυσπιστία οὔτε τίς γνῶμες της ἐγκαταλείπει. Μοῦ ἔχει ἀποκλειστεῖ, λέει, ἡ σχέση μέ ἄνδρα· «πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄνδρα; ».
Αὐτός ὁ λόγος τῆς Μαρίας εἶναι ἀπόδειξη αὐτῶν πού ἱστοροῦνται συγκεκαλυμμένα. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωσήφ τήν εἶχε πάρει σέ γάμο, πῶς θά παραξενευόταν μ᾿ ἐκεῖνον πού τῆς προμηνοῦσε τή γέννηση, ἀφοῦ περίμενε ὅτι κάποτε θά γινόταν κι αὐτή μητέρα κατά τό φυσικό νόμο; Ἐπειδή ὅμως ἡ σάρκα πού εἶχε ἀφιερωθεῖ στό Θεό ἔπρεπε νά φυλάγεται ἀνέπαφη ὅπως ἕνα ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέει, ἀκόμα κι ἄν εἶσαι ἄγγελος κι ἄν ἔρχεσαι ἀπό τόν οὐρανό κι ὅ,τι βλέπω εἶναι πέρα ἀπό τ᾿ ἀνθρώπινα, ἀλλά τό νά γνωρίσω ἄνδρα εἶναι ἀπό τά ἀδύνατα. Καί πῶς θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Τόν Ἰωσήφ τόν ξέρω ὡς μνηστήρα μου, δέν τόν γνωρίζω ὡς ἄνδρα. Τί λέει λοιπόν ὁ νυμφαγωγός Γαβριήλ; Ποιό νυφικό θάλαμο προσφέρει στόν καθαρό κι ἀμίαντο γάμο; «Πνεῦμα», λέει, «ἅγιο θά ρθεῖ ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου». Ὤ σπλάχνα μακάρια πού ἀπέσπασαν ἀπό τήν ὑπερβολική καθαρότητα τους τά ἀγαθά τῆς ψυχῆς. Σέ ὅλους τούς ἄλλους, μόλις μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ καθαρή ψυχή. Ἐδῶ ὅμως δοχεῖο τοῦ Πνεύματος γίνεται ἡ σάρκα. Ἀλλά «καί θά σ᾿ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου».
Τί σημαίνει ὁ μυστικός αὐτός λόγος; Ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Α´ Κορ 1, 24). Ἡ δύναμη λοιπόν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός παίρνει μορφή στήν Παρθένο μέ τήν ἐπέλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως δηλαδή ἡ σκιά τῶν σωμάτων παίρνει τή μορφή τοῦ σώματος πού προηγεῖται, ἔτσι ὁ χαρακτήρας καί τά γνωρίσματα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ θά φανοῦν στή δύναμη αὐτοῦ πού γεννιέται, πού θά δείχνονται μέ τίς ἐκδηλώσεις τῆς θαυματουργίας, εἰκόνα καί σφραγίδα καί ἀποσκίασμα καί ἀπαύγασμα τοῦ πρωτοτύπου.
Ἀλλά τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μᾶς προτρέπει νά γυρίσομε στή Βηθλεέμ καί νά παρατηρήσομε τά μυστήρια τοῦ σπηλαίου. Ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτό; Ἕνα παιδί τυλιγμένο στά σπάργανα ν᾿ ἀναπαύεται μέσα σέ φάτνη, καί ἡ Παρθένος ἀκόμα καί μετά τή γέννηση, ἡ ἄφθορη μητέρα περιποιεῖται τό μικρό. Ἄς ποῦμε ἐμεῖς οἱ ποιμένες τό λόγο τοῦ προφήτη· «ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας» (Ψαλμ. 42). Δέν ἔγιναν ἄραγε αὐτά τυχαῖα κι ὅπως ἦρθαν καί συνέπεσαν νά ἐξιστοροῦνται γιά τό Χριστό ἤ ἡ ἱστορία ἔχει κάποιο λόγο; Τί νόημα ἔχει γιά τόν Κύριο τό κατάλυμα στό σπήλαιο καί τό πλάγιασμά του στή φάτνη, ἡ ἀνάμιξή του μέσα στή ζωή τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς τῶν φόρων; Ἤ εἶναι φανερό ὅτι ὅπως μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή νομική κατάρα μέ τό νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος κατάρα γιά χάρη μας (Γαλ. 3, 13) καί μεταφέρει στόν ἑαυτό του τά δικά μας τραύματα, γιά νά γίνομε καλά ἐμεῖς μέ τά δικά του τραύματα (Ἠσ. 53, 9), ἔτσι γίνεται καί μέ τή φορολογία, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας, πού ἔδεναν τό ἀνθρώπινο γένος καθώς τό φορολογοῦσε ὁ θάνατος;
Ἀλλά βλέποντας τό σπήλαιο ὅπου γεννιέται ὁ Κύριος, βάλε στό νοῦ σου τό σκοτεινό καί ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπου φθάνει καί ἐκεῖνος πού φανερώνεται σ᾿ αὐτούς πού κάθονται στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2). Καί τυλίγεται σφιχτά μέσα στά σπάργνα, αὐτός πού ἔχει φορέσει τίς σειρές τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων, ὅπου γεννιέται ὁ Λόγος, γιά νά καταλάβει τό βόδι τόν ἀφέντη του καί ὁ ὄνος τό παχνί τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3). Βόδι εἶναι αὐτός πού εἶναι στό ζυγό τοῦ νόμου, ἐνῶ ὄνος τό μεταφορικό ζῶο, τό φορτωμένο μέ τήν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.
Καί ἡ κατάλληλη βέβαια γιά τά ζῶα τροφή καί ζωή εἶναι τό χόρτο· «αὐτός πού κάνει νά φυτρώνει χόρτο γιά τά ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14), λέει ὁ προφήτης, ἐνῶ τό λογικό ζῶο τρέφεται μέ ψωμί. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ἑ) τοποθετεῖται μέσα στή φάτνη, πού εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων, γιά νά μεταλάβουν καί τά ἄλογα τροφή λογική καί νά γίνουν λογικά. Γίνεται λοιπόν μέσα στή φάτνη ἀνάμεσα στό βόδι καί τόν ὄνο ὁ Κύριος μεσίτης καί τῶν δύο, γιά νά γκρεμίσει τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καί νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τούς δύο σέ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργώντας τοῦ ἑνός τό βαρύ ζυγό τοῦ Νόμου καί τόν ἄλλο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπό τό φορτίο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλά ἄς ὑψώσομε τό βλέμμα στά οὐράνια θαύματα. Γιατί νά, δέ μᾶς εὐαγγελίζονται τή χαρά αὐτήν μόνο προφῆτες καί ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ οὐρανοί μέ τά δικά τους θαύματα διαλαλοῦν τή δόξα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Χριστός ἔχει ἀνατείλει γιά χάρη μας ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν καταφωτίζονται ἀπό αὐτόν πού ἀνέτειλε. Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι ἀπό τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι ἀπό τήν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στή γνώση ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν καί τό βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν. Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι τόν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρῆκαν αὐτόν πού ζητοῦσαν. Αὐτοί ταράζονται ἀπό τή γέννηση ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθεῖ. Γιατί λέει, «ὅταν εἶδαν οἱ μάγοι τό ἄστρο πάνω ἀπό τό μέρος ὅπου ἦταν τό παιδί δοκίμασαν μεγάλη χαρά. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε τό λόγο ταράχτηκε καί μαζί του ὅλα τά Ἰεροσόλυμα» (Ματθ. 2, 10).
Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿αὐτόν λίβανο ὅπως σέ Θεό, τιμοῦν μέ χρυσό τό βασιλικό ἀξίωμα, καί τήν οἰκονομία κατά τό πάθος τή δηλώνουν μέ τή σμύρνα κατά κάποια προφητική χάρη. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στήν ἐξόντωση ὅλη τήν παιδική ἡλικία, πράγμα πού μοῦ φαίνεται ὅτι τούς κατηγορεῖ ὄχι μόνο γιά τή σκληρότητα ἀλλά καί γιά τήν ἀνοησία τους. Ποιό λόγο δηλαδή εἶχε ὁ φόνος τῶν παιδιῶν; Καί γιά ποιό σκοπό τόλμησαν τό ἀνόσιο αὐτό ἔγκλημα; Ἐπειδή, λέει, ἕνα νέο θαυμαστό φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ μήνυσε στούς μάγους τήν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέα.
Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τό σημεῖο πού τόν μήνυσε εἶναι ἀληθινό ἤ θεωρεῖς ἀνυπόστατο, ὅ,τι λέγεται; Ἄν εἶναι τέτοιος ὥστε νά κάνει ὑποχείριους τούς οὐρανούς, αὐτό δέν εἶναι ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό τή δύναμή σου; Ἄν ὅμως δίνει στήν ἐξουσία σου τή ζωή καί τό θάνατό του, τόν φοβᾶσαι μάταια. Γιατί αὐτόν πού φέρεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ὑποχείριος στήν ἐξουσία σου, γιά ποιό λόγο εἶναι ἐπίφοβος; Γιατί ἐξαπολύεται ἡ φρικτή ἐκείνη διαταγή, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφαση κατά τῶν παιδιῶν, νά ἐξοντωθοῦν τά ἄμοιρα βρέφη; Ποιά ἀδικία ἔκαναν; Ποιά ἀφορμή θανάτου ἤ τιμωρίας ἔδωσαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους; Τό ἔγκλημά τους ἦταν ἕνα, ὅτι γεννήθηκαν καί εἶδαν τό φῶς.
Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά γεμίσει ἡ πόλη ἀπό δημίους καί νά μαζευτεῖ πλῆθος μητέρων καί νηπίων, κόσμος νά τούς συμπαραστέκεται καί οἱ γονεῖς καί ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό νά μαζεύονται γιά τή συμφορά τῶν συγγενῶν τους. Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει μέ τό λόγο τίς συμφορές; Ποιός μέ τή διήγησή του θά φέρει μπροστά στά μάτια μας τή δυστυχία; Τόν ἀνάμικτο ἐκεῖνο θρῆνο, τό γοερό μοιρολόι παιδιῶν, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων, πού κραύγαζαν ἀξιολύπητα μπροστά στήν ἀπειλή τῶν δημίων; Πῶς νά ζωγραφίσει κανένας τό δήμιο κοντά στό νήπιο μέ γυμνό τό ξίφος, μέ βλέμμα ὅλο κακία καί φόνο καί παρόμοια καί νά μιλᾶ, νά σέρνει πρός τόν ἑαυτό του τό βρέφος μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ὑψώνει τό ξίφος, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα νά τραβάει τό παιδί πρός τό δικό της μέρος καί ν᾿ ἁπλώνει τό δικό της τράχηλο στήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ, γιά νά μή δεῖ μέ τά μάτια της τό δόλιο της παιδί νά τό σκοτώνουν τά χέρια τοῦ δημίου;
Πῶς πάλι θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κάποιος τά ὅσα δοκίμασαν οἱ πατέρες; Τίς ἀνακλήσεις τῶν παιδιῶν τους, τίς κραυγές, τά σφιχταγκαλιάσματα, καί πολλά παρόμοια πού τά ἔκαναν ὅλα μαζί; Ποιός μπορεῖ νά διεκτραγωδήσει τήν πολλαπλή καί πολύτροπη συμφορά, τίς διπλές ὠδίνες τῶν μητέρων πού μόλις γέννησαν, τά διαπεραστικά μαχαίρια τῆς φύσης; Πῶς τό δόλιο βρέφος κολλοῦσε στό μαστό τῆς μητέρας καί στά σπλάχνα του δεχόταν τό θανάσιμο χτύπημα; Πῶς ἡ δύστυχη μάννα καί τό μαστό της ἔδινε στό παιδί καί τοῦ παιδιοῦ της τό αἷμα δεχόταν στούς κόρφους της; Πολλές φορές μάλιστα μέ τήν κίνηση τοῦ χεριοῦ του ὁ δῆμιος, μ᾿ ἕνα χτύπημα τοῦ ξίφους πέρασε μαζί πέρα γιά πέρα παιδί καί μητέρα καί τό αἷμα ἔκανε κοινό αὐλάκι ἀνακατεμένο ἀπό τό μητρικό τραῦμα καί τή θανάσιμη λαβωματιά τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή περιεῖχε κι αὐτό ἡ ἀνίερη διαταγή τοῦ Ἡρώδη, νά μή ἐφαρμοστεῖ ἡ θανατική ἀπόφαση μόνο στά ἀρτιγέννητα, ἀλλά κι ἄν κάποιο ἦταν δύο ἐτῶν νά φονευτεῖ κι αὐτό μαζί (Ματθ. 2, 16) (γιατί ἔγραφε ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω), ἄλλη συμφορά πάλι θέλει νά πεῖ ὁ λόγος μ᾿ αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, γιατί πολλές φορές τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκανε δύο φορές μητέρα τήν ἴδια γυναίκα. Θλιβερό πάλι θέαμα κι ἐδῶ, δύο δήμιοι ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἴδια μάννα, ὁ ἕνας νά τραβάει τό παιδί πού τρέχει γύρω στή μητέρα κι ὁ ἄλλος νά ξεκολλάει ἀπό τήν μάννα τό βρέφος τῆς ἀγκαλιᾶς.
Τί εἶναι φυσικό ὅτι θά ὑπόφερε ἡ δύστυχη μάνα; Σκιζόταν ἡ καρδιά της στά δύο παιδιά της κι ἔκαιγε καί τῶν δύο ὁ πόνος ἐξίσου τά μητρικά σπλάχνα καί δέν ἤξερε ποιόν ἀπό τούς δύο δημίους ν᾿ ἀκολουθήσει, πού ὁ ἕνας ἀπό δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ ἔσερναν τά παιδιά νά τά σφάξουν; Νά τρέξει στό νεογέννητο; τό κλάμα του εἶναι ἀκόμη χωρίς εἱρμό καί χωρίς ἔκφραση. Ἀκούει ὅμως τό ἄλλο πού μιλάει πιά καί φωνάζει τή μητέρα του κλαίγοντας καί μέ διακοπτόμενη φωνή. Τί νά κάνει; Πῶς ν᾿ ἀνταποκριθεῖ; Σέ ποιοῦ τό κάλεσμα ν᾿ ἀπαντήσει; Μέ ποιοῦ τήν κραυγή νά ἑνώσει τή δική της; Ποιόν θάνατο νά θρηνήσει, ἀφοῦ ἴσα τήν σκίζουν τά μαχαίρια τῆς φύσης;
Ἀλλά ἄς ἀπομακρύνομε τήν ἀκοή μας ἀπό τούς θρήνους γιά τά παιδιά κι ἄς στρέψομε τό νοῦ μας σέ πιό χαρούμενες σκέψεις πού ταιριάζουν καλύτερα στήν ἑορτή, ἄν καί ἡ Ραχήλ μέ δυνατές φωνές, ὅπως λέει ὁ προφήτης ( Ἰερ. 31, 15.. Ματθ. 2, 17), θρηνεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν της. Στήν ἑορτάσιμη ἡμέρα, λέει ὁ σοφός Σολομών, πρέπει νά ξεχνοῦμε τίς συμφορές. Καί ποιά ἄλλη ἑορτή πιό χαρμόσυνη ἀπό αὐτήν ἔχομε, κατά τήν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σκορπίζοντας τά πονηρά σκοτάδια τοῦ διαβόλου φωτίζει τήν κτίση μέ τήν ἴδια μας τή φύση, μέσα στήν ὁποία ὅ,τι ἔχει πέσει σηκώνεται, ὅ,τι βρίσκεται σέ πόλεμο ὁδηγεῖται στήν εἰρήνευση, τό ἀποκηρυγμένο ἐπαναφέρεται, ὅ,τι ἔχει ἐκπέσει ἀπό τή ζωή ἐπανέρχεται στή ζωή, ὅ,τι εἶχε ὑποδουλωθεῖ κι αἰχμαλωτιστεῖ ἀποκαθίσταται στό βασιλικό ἀξίωμα, κι ὅ,τι ἦταν δέμενο μέ τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐπιστρέφει ἐλευθερωμένο στή χώρα τῶν ζωντανῶν; Τώρα, σύμφωνα μέ τήν προφητεία, συντρίβονται οἱ χάλκινες πύλες τοῦ θανάτου (Ψαλμ. 106, 14)· θραύονται οἱ σιδερένιοι μοχλοί, πού πρῶτα κρατοῦσαν στήν εἱρκτή καί στή φύλαξη τοῦ θανάτου τό ἀνθρώπινο γένος. Τώρα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης (Ψαλμ. 117, 19).
Τώρα ἀκούγονται σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη ὁμόφωνα τά τραγούδια ὅσων ἑορτάζουν. Ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ὁ θάνατος καί ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος σήκωσε αὐτόν πού εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίστηκε τή γυναίκα. Ἡ πρώτη ἄνοιξε τήν εἴσοδο στήν ἁμαρτία, αὐτή ἐδῶ ὑπηρέτησε τήν εἴσοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη δέχτηκε τή συμβουλή τοῦ φιδιοῦ, αὐτή μᾶς ἔδωσε τόν ἀναιρέτη τοῦ φιδιοῦ καί γέννησε τό δημιουργό τοῦ φωτός. Ἐκείνη μᾶς ἔφερε μέ τό δέντρο τήν ἁμαρτία, αὐτή μέ τό ξύλο ἔφερε στή θέση τῆς ἁμαρτίας τό ἀγαθό. Ξύλο ἐννοῶ τό σταυρό. Ὁ καρπός τοῦ ξύλου αὐτοῦ δέ λείπει ποτέ καί γίνεται ζωή ἀμάραντη γι᾿ αὐτούς πού τόν γεύονται. Καί κανένας νά μή νομίζει ὅτι μόνο στό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία αὐτή. Ἄς σκεφτεῖ ὅτι τό Πάσχα εἶναι τό τέλος τῆς οἰκονομίας. Καί πῶς θά γινόταν τό πέρας, ἄς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀρχή; Ποιό εἶναι ἀρχικότερο ἀπό τό ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ γέννηση ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ πάθους.
Καί τοῦ Πάσχα λοιπόν οἱ ἔπαινοι εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς γέννησης. Κι ἄν ἀριθμήσει κανένας τά εὐεργετήματα ὅσων ἱστοροῦν τά εὐαγγέλια καί διηγηθεῖ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, τή διατροφή χωρίς τά ἀπαιτούμενα τρόφιμα, τήν ἐπιστροφή τῶν νεκρῶν ἀπό τά μνήματα, τήν αὐτοσχέδια παρασκευή τοῦ κρασιοῦ, τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἔπειτα ἀπό λογῆς ἀρρώστιες, τίς ἀνορθώσεις τῶν κουτσῶν, τήν ὅραση πού ἦρθε ἀπό τόν πηλό, τά θεῖα διδάγματα, τίς νομοθεσίες, τή μύηση πρός τά ὑψηλότερα μέ τίς παραβολές, ὅλα αὐτά εἶναι δωρεά τῆς σημερινῆς ἡμέρας· γιατί αὐτή ἔγινε ἀρχή στά ἀγαθά πού ἀκολούθησαν. «Ἄς χαροῦμε» λοιπόν «κι ἄς εὐφρανθοῦμε κατά τή διάρκεια αὐτῆς» (Ψαλμ. 43, 17). Ἄς μή φοβηθοῦμε τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων καί ἄς μήν νικηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθειά τους νά μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης. Αὐτοί χλευάζουν τό λόγο τῆς οἰκονομίας, ὅτι δέν ἁρμόζει νά λάβει ὁ Κύριος σῶμα ἀνθρώπου καί μέ τή γέννηση ν᾿ ἀναμιχθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγνοώντας, ὅπως φαίνεται, τό μυστήριο, πῶς δηλαδή οἰκονόμησε τή σωτηρία μας ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Πουληθήκαμε ἑκούσια μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποδουλωθήκαμε στόν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας σάν δοῦλοι ἀγορασμένοι.
Τί παραπάνω ἤθελες νά σοῦ προσφέρει ὁ Κύριος ; Ὄχι τό νά ἐξαιρεθεῖς ἀπό τή συμφορά; Τί λεπτολογεῖς τόν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στό νομοθέτη, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τίς εὐεργεσίες του; Εἶναι σάν νά ἀποκρούει κανένας τό γιατρό καί μέμφεται τήν εὐεργετική ἐπέμβασή του, ἐπειδή πραγματοποίησε τή θεραπεία μ᾿ αὐτόν κι ὄχι μέ ἄλλο τρόπο. Ἄν ἐπιζητεῖς ἀπό περιέργεια νά μάθεις τό μέγεθος τῆς οἰκονομίας, σοῦ φτάνει τόσο μόνο, ὅτι τό θεῖο δέν εἶναι ἕνα μόνο ὁρισμένο ἀγαθό, ἀλλά ὅποιο ἀγαθό μποροῦμε νά φανταστοῦμε, ἐκεῖνο εἶναι· δύναμη, δικαιοσύνη, ἀγαθότητα, σοφία, ὅσα ὀνόματα καί νοήματα ἔχουν σημασία κατάλληλη γιά τό θεῖο.
Πρόσεξε λοιπόν μήπως δέ συνεργάστηκαν ὅσα εἴπαμε στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔγινε, ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἀγάπησε τόν ἀποστάτη· ὡς σοφός, βρῆκε τρόπο νά ἐπανέλθουν οἱ ὑποδουλωμένοι· ὡς δίκαιος, δέν πιέζει αὐτόν πού ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπόκτησε μέ τό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀντάλλαγμα γιά τούς ὑποδουλωμένους, ὥστε, ἀναλαμβάνοντας σάν κάποιος ἐγγυτής τήν ὀφειλή, νά ἐλευθερώσει τόν κρατούμενο. Ὡς δυνατός πού ἦταν, δέν κρατήθηκε ἀπό τόν Ἅδη οὔτε τό σῶμα του γνώρισε τή φθορά. Οὔτε βέβαια ἦταν δυνατό νά νικηθεῖ ἀπό τή φθορά ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς. Ἀλλά ἦταν ντροπή νά ἀνεχθεῖ ἀνθρώπινη γέννηση καί νά δεχτεῖ τήν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τῆς σάρκας; Μιλᾶς γιά τήν ὑπερβολή τῆς εὐεργεσίας.
Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο. Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης. Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Κυρίου Ἡμῶν ‘Ιησοῦ Χριστοῦ
Γιά ποιό λόγο ἐνανθρώπησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ Πατήρ ἤ τό Πνεῦμα·
καί ποιές οἱ συνέπειες τῆς ἐνανθρώπησης.
Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου
και Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού
Ιερά Μονή Βατοπεδίου.Τοιχογραφία στο Καθολικό τού 1312 μ.Χ.
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟ ΘΕΟ
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ
ΜΕ ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣΔΟΤΗ ΧΑΡΑ
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Ε Τ Ε Χ Θ Η
“Λόγος στὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος”
Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος
Γνωρίζουμε βεβαίως ὅλοι, ὅτι ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς ἥλιος ἀποστέλλει τὸ φῶς του σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο,«καὶ οὐκ ἔστιν (οὐδεὶς) ὡς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ» καὶ ἀπὸ τῆς διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ὁλόλαμπρες ἀκτίνες του καλύπτονται ἀπὸ νέφη καὶ ὁμίχλη ἢ ἀπὸ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ πνοὴ κάποιου ἀνέμου διαλύει τὸ νεφικὸ ἐπικάλυμμα καὶ τὴν ὁμίχλη ἐκείνη καὶ ἐπιτρέπει στὶς φεγγοβόλες ἀκτίνες νὰ ἐξαπλωθοῦν τρανῶς σὲ ὅλη τὴν κτίση. Τὸν δὲ πρὸ ἡλίου «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» τὸν νοητό, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη σήμερα ἀπὸ τὴν «κούφη νεφέλη», ἀπὸ τὴν φωτοφόρο καὶ ἡλιακὴ καὶ πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει ἡ τοῦ «δούλου μορφή», τὰ νηπιώδη σπάργανα καὶ τὸ σπήλαιο τὸ φτωχὸ καὶ συμφώνως μὲ τὴν οἰκονομία καὶ ὁρισμένα ἄλλα, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ταπεινότητα.
Καθὼς ὅμως ἤδη ἐλέχθη, ἡ πνοὴ καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου διασκορπίζει τὸ κάλυμμα τοῦ νέφους καὶ τῆς ὁμίχλης καὶ φανερώνει καθαρὰ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες· ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ Ὁποῖος καλύπτεται μὲ σπάργανα καὶ κρύπτεται σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων γιὰ τὴν πολλή του συγκατάβαση καὶ «δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος»· τὸ συνεργὸν Πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς τὸν φανερώνει καθαρά, αὐτὸν τὸν κρυπτόμενον στὴν φάτνη ἥλιον καὶ Θεὸν καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, νὰ προστρέξει καὶ νὰ κηρύξει τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Δημιουργὸ τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος κρύπτεται σὲ σπήλαιο καὶ φάτνη, περιτυλιγμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν ἀδιστάκτως καὶ «οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν» μετὰ δώρων πολυτελῶν νὰ δωροφορήσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστῶς. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι κατῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνακραύγαζαν μελωδικὰ, πρὸς τὸν «ἐν ὑψίστοις Θεὸν καὶ ἐπὶ γῆς» εἰρηνάρχην, γιὰ τὴν καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός· τοῦ ἀπένειμαν ὡς Βασιλέα τους τὴν ὀφειλόμενη ἐπευφημία καὶ ἀπεκάλυψαν τρανῶς τὸν κρυπτόμενον ἀκόμη Βασιλέα καὶ τὸν ἀνήγγειλαν στοὺς πλησιοχώρους ποιμένες ὅπως ἤρμοζε σὲ αὐτούς, ὡς «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν». «Ὅτι ἐτέχθη», λέγει, «ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὡς ἔστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνη».
Καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ «οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους. Διέλθωμεν δὴ εἰς Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ εὗρον τὴν τε Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, καὶ ἰδόντες διεγνώρισαν» στὸν λαόν, «καὶ ὑπέστρεψαν δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς».
Γιὰ ποιὸ λόγο διαφημίζεται καὶ μεγαλύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ὁ κρυπτόμενος ὡς νήπιον σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ γνωστοποιηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ὁρατὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.
Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ ὅλη ἡ κτίση, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, ἔμεινε ἀκίνητη ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν παράδοξο καὶ ἀπόρρητο ἐκεῖνο τοκετό, ὥστε οἱ ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀναβλύσεις τῶν πηγῶν καὶ οἱ κινήσεις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ πτήσεις τῶν πουλιῶν καὶ οἱ πορεῖες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν τετραπόδων καὶ γενικὰ ὅλη ἡ φύση καὶ ἡ κτίση, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος «ἔστη καὶ ἐξέστη καὶ ἤργησε» καὶ γιὰ μία στιγμὴ διέκοψε τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐργασία της, μέχρι νὰ τελειώσει τὸ μυστήριο τοῦ παραδόξου καὶ ἀπορρήτου ἐκείνου τοκετοῦ, ὅπως σαφῶς μᾶς ἐμήνυσε ἡ περὶ τούτων ἱστορία.
Καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι αὐτὸ καὶ τὸ πιστεύω πρόθυμα καὶ πείθομαι, ἐπειδὴ εἶναι ἀπίθανο τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο μεγάλο ἔργο νὰ τολμᾶ καὶ κάποιο ἄλλο νὰ λαμβάνει χώρα καὶ νὰ κινεῖται ἔστω κατ’ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα μαζὶ ἀκινητοποιήθηκαν σὰν νὰ ἀποδεσμεύτηκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, λογικὰ καὶ ἄλογα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, σεβόμενα ὡς δοῦλοι τὸν Δεσπότη. Διότι λέει, «ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, ὅτι τὰ σύμπαντα δούλα σά». Ἐπειδὴ λοιπὸν «τὰ σύμπαντα δούλα αὐτοῦ» καὶ ἠσθάνοντο τὸ μέγα ἔργον τοῦ Κυρίου των, τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα στάθηκε ἀπαρασάλευτο μέχρι ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἐκεῖνο τὸ θεῖο ἔργο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κτίση συνέχισε κανονικὰ τὴν ἐργασία της.
Ὄντως «ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα» «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ υἱὸς Θεοῦ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ καὶ συναϊδίου Πατρὸς καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Καὶ «ἄγγελος» μὲν λέγεται ἐπειδὴ φέρει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Εὐαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδὴ καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος υἱοθεσίας ἀξιωτήρια, καὶ τῆς φύσεώς μας ἀπὸ τὴν πονηρὴ δουλεία ἁπαλλακτήρια, καὶ τοῦ θανάτου παντελῶς ἀναιρετήρια καὶ τοῦ διαβόλου ἀσυμπαθῶς φυγαδευτήρια, καὶ τῆς τυραννίδος τῶν δαιμόνων δεσμωτήρια καὶ πολυχρονίων νεκρῶν ἐξαναστήρια, καὶ μυστηρίων νέων καὶ μεγάλων παραδοτήρια· καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ὑποσχετήρια καὶ γιὰ ὅσους ἐβίωσαν καλῶς ἀθανάτου κληρονομιᾶς ἀποδοτήρια.
Σὲ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια διασώζεται τὸ μυστήριο τῆς ἀμωμήτου πίστεως, ἡ σφραγὶς τοῦ τρισάγιου Θεοῦ· καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν καὶ μυστηρίων φρικτῶν Εὐαγγέλια ἔφερε, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε καὶ δοτήρας καὶ διδάσκαλος. Καὶ ὁπωσδήποτε εὐλόγως λέγεται καὶ «μεγάλης βουλῆς», θείας καὶ πρακτικῆς, «ἄγγελος». Τὸ δὲ «θαυμαστὸς σύμβουλος» τὸ λέγει ἐπειδὴ ἔχει τὴν ὕπαρξη «πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἐν ἀρχῇ» μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του καὶ τὸ Πνεῦμα συναΐδιον καὶ τῆς ἰδίας μὲ αὐτοὺς φύσεως. Σύμβουλός του εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή», ὁ Πατὴρ καὶ Θεός. Τί συμβούλευσε; Εἶναι φανερὸν ὅτι νὰ κτίσει τὸν ἀόρατο καὶ ὁρώμενο κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ καὶ νὰ συνέχωνται τὰ πάντα, ὥστε νὰ διαμένουν τὰ σύμπαντα καὶ νὰ διασώζονται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἀσυμβούλως, οὔτε πάλι τοῦ λέγει προστακτικῶς νὰ κτίσει τὸν κόσμο καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συμβουλευόμενος θαυμαστῶς τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ σύμβουλο καὶ Ἀγαπητὸ Υἱό Του, λέει· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ σημαίνει Θεὸν ἐπίγειο καὶ ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ αὐτεξουσίου εἰκονίζει τὸν Θεὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, δηλαδὴ ἀθάνατο καί, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, ἱκανὸ νὰ ὁμοιωθεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν Θεό. Πράγματι λοιπὸν «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» τοῦ θαυμαστοῦ συμβούλου, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἐν ὃ γέγονε», ὅπως ἔχει γραφεῖ.
Τὸ δὲ «Θεὸς ἰσχυρὸς» διακηρύσσει τρανῶς τὸ ἰσχυρό της θείας φύσεως· διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδωλικοὶ ψευδώνυμοι θεοί, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἰσχυροί. Ὥστε καὶ ἐσὺ ἀκούοντας «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη καὶ ἐδόθη ἡμῖν» νὰ μὴν ὑποπτευθεῖς ὅτι εἶναι ἁπλὸ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἐφάμιλλο μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι καὶ θαυμαστὸς σύμβουλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός· «καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἐστιν ὅριον», ὅπως ἤδη ἐλέχθη· διότι αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει ἀπεριόριστο καὶ ἀπέραντο πλοῦτο εἰρήνης μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα.
Τὸ δὲ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θέλει νὰ φανερώσει τὸ δημιουργικὸ καὶ προάναρχο τοῦπαιδιοῦ αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως δηλαδὴ κάποιος ποὺ ἔχει γίνει πατέρας πολλῶν παιδιῶν εἶναι αἴτιος τῆς πλάσεως καὶ τῆς γεννήσεώς τους, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι κτίστης καὶ γεννήτορας ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἄρχοντας καὶ πατέρας καὶ ἡγέτης τῶν ἑπτὰ παρερχομένων αἰώνων καὶ τοῦ ἀπέραντου ὀγδόου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» σήμερα καὶ σπαργανώθηκε παιδικά, αὐτὸς ποὺ σπαργάνωσε παλαιὰ μὲ ὁμίχλη τὴν θάλασσα. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι ἄναρχος καὶ τέλος δὲν ἔχει.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ, ὡς δούλα του, τὰ σύμπαντα· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς δούλα τὸ ὑπηρετοῦν καὶ τὸ ἐπευφημοῦν καὶ τοῦ προσφέρουν δῶρα· οἱ μάγοι καὶ ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ποιμένες, τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος Μητέρα ὑπερφυῶς καὶ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ὁ τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων. Λείπει ὅμως ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπὸ τὸν τίμιο ἐκεῖνο καὶ παράδοξο καὶ παρθενικὸ τοκετὸ διότι ἐκεῖ ποὺ γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μὲ τὴν ἐπισκίαση τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δὲν χρειάζονται. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ ἰσότιμα μὲ αὐτὰ φανέρωναν σαφῶς τὴν θεαρχία καὶ παντοκρατορία τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο χωρὶς πατέρα αὐτὸ ποὺ ἐγεννήθη «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου» ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς μητέρα.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ φανέρωσε σήμερα τὸ προαιώνιο μυστήριο, καὶ ἔτσι περατώθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διεῖδαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ Προφῆτες· προέλεγαν δηλαδὴ ὅτι «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει» καὶ ὅτι «ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» καὶ ὅτι «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ» καὶ τὰ λοιπά.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὴν γέννηση τοῦ ὁποίου ἐμυήθησαν οἱ μάγοι, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ ἦλθαν μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα νὰ τὸν προσκυνήσουν, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἀπὸ παλαιὰ Σεβωείμ, λέγοντας: «ὅτι ἄνδρες ὑψηλοὶ Σεβωεὶμ διαβήσονται πρὸς σὲ καὶ προσκυνήσουσι λέγοντες ὅτι ἐν σοί ὁ Θεός ἐστι καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλήν σου». Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνδρες ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ θεολογώντας τοῦ προσέφεραν δῶρα· χρυσὸν μὲν ἐπειδὴ εἶναι Βασιλεύς, λίβανον ἐπειδὴ εἶναι Θεὸς καὶ σμύρνα γιὰ τὸ ἄχραντον Πάθος· τὴν ἔκβαση αὐτοῦ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὅταν μετὰ τὸ Πάθος κήδευσαν τὸ ζωηφόρο Ἐκεῖνο σῶμα μὲ ἑκατὸ λίτρες σμύρνης καὶ ἀλόης.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ εἶναι τώρα ξαπλωμένο στὴ φάτνη, αὐτὸς ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στὸ χέρι του τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ συγκρατεῖ θεοπρεπῶς καὶ ἀνέτως ὅλη τὴν κτίση.
Καὶ γιὰ νὰ πῶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ πληρέστατο παραλείποντας τὰ περισσότερα, «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ἰατήριον. δαιμόνων ἀφανιστήριον, εἰδωλικῶν ξοάνων καὶ βωμῶν καταλυτήριον, θυσιῶν διαβολικῶν καὶ βέβηλων κνισσῶν ἐξαλειπτήριον, τυραννικῆς διαβόλου ἀποστασίας ἁλυσοδετήριον αἰώνιον. καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως νεκρῶν ἀρχετήριον.
Ποιὸς εἶδε ἢ ἄκουσε ποτὲ παρόμοιο παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο σὲ φάτνη περιτυλιγμένο μὲ σπάργανα καὶ νὰ κρατεῖ στὴν παλάμη του τὰ σύμπαντα, νὰ προσκαλεῖ στὰ ὕψη τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ τὸ διαχέει ὅπου θέλει, νὰ ἀναπαύεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ὄχημα τὰ χερουβίμ, νὰ γαλακτοτροφῆται ἀπὸ Μητέρα παρθένο καὶ νὰ «ἐξαποστέλλη πηγάς ὑδάτων ἐν φάραγξι», νὰ περικρατῆται σὲ παρθενικὲς ἀγκάλες καὶ νὰ κρατεῖ ἀσφαλῶς τὰ σύμπαντα: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!», ὅπως ἀναφωνεῖ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. Ὢ θαύματος παραδόξου, ἀπὸ τὰ σύγχρονα καὶ τὰ παλαιὰ καινοφανεστέρου. Ὢ θείας κηδεμονίας καὶ ἄκρας συγκαταβάσεως. Πῶς ὁ ἀπεριόριστος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς περιορίστηκε ἑκούσια μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου; Πῶς ὁ κατὰ φύσιν ἀσώματος περιεβλήθη μὲ σῶμα; Πῶς φάνηκε αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ στοὺς ἀγγέλους ἀθέατος; Πῶς ὁ κτίστης τῶν ἀθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε νὰ φορέσει σάρκα; Πῶς αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς θεότητος καὶ χαρίζει τὰ πλούσια δῶρα ἔφθασε στὴν ἔσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὸ βουστάσιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ σπήλαιο; Πῶς ὡράθη παραδόξως ὁ ἀόρατος; Πῶς ὁ Ὕψιστος κατέβηκε; Πῶς ὁ ὑπερουράνιος ἠθέλησε νὰ ζήσει μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς χαμηλούς; Πῶς ὁ περικυκλούμενος ἀπὸ στρατιὲς λαμπρότατων ἀγγέλων ἦλθε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς ὁ «περιβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» περιβάλλεται μὲ σπάργανα εὐτελῆ; Πῶς ὁ ὑπερκαθαρὸς κατῆλθε πρὸς ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμεθα στὸν λάκκο καὶ τὴν σαπρία τῶν ὀλέθριων παθῶν; Γιὰ ποιὸν λόγο, γιατί ἔγινε ἡ ἀσύλληπτος αὐτὴ καὶ πολλὴ συγκατάβαση; Εἶναι βεβαίως φανερὸ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἐρευνήσουν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου· θὰ τὸ διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα. Ὅπως κάποιος ποὺ ἔχει πέσει σὲ λάκκο βαθύτατο καὶ βορβορώδη δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέλθει μόνος του ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χέρι ἀπὸ ἐπάνω νὰ τὸν ἀνασύρει, κάτι παρόμοιο ἔπαθε καὶ ἡ φύση μας· ἐπωμίστηκε δεινῶς μὲ τὴν πτώση στὸ βόθρο τῆς παραβάσεως καὶ πεσμένη στὸ λάκκο τοῦ Ἅδη εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο χέρι πανίσχυρο γιὰ νὰ τὴν ἀνασύρει. Καὶ ἐπειδὴ κανενὸς συνδούλου χέρι δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἱκανότητα, ἐκτείνεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα «ἡ πανσθενουργὸς δεξιὰ» πρὸς τὰ κάτω, ἡ ὁποία, καὶ ὡς πατρικὴ δεξιά, ὄχι μόνο ἀνείλκυσε ἀπὸ τὸν λάκκο ἐκεῖνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἀλλὰ καὶ «τῷ πλήθει τῆς δόξης καὶ τῆς δυνάμεως αὐτῆς συνέτριψε τοὺς ὑπεναντίους», ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ λαμβάνοντας ὑπεφυῶς τὴ φύση μας, ἡ ὁποία εἶχε ριφθεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁδήγησε ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ τὴν κάθισε στὸ θρόνο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς τὴν ἀξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ προσκαλώντας ἐμᾶς ἐκεῖ ἔλεγε «εἰ τὶς ἐμοὶ διακονεῖ, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται». Ὁμοίως καὶ ὁ μακάριος Παῦλος συνιστᾶ: «Τὰ ἄνω ζητεῖν, τὰ ἄνω φρονεῖν, ἔνθα κάθηται Χριστὸς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».
Η κατά σάρκαν Γέννησις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Εικόνα τού τέλους τού16ου αιώνα μ.Χ.
έργο τού αγιογράφου Εμμανουήλ Λαμπάρδου
(β’ μισό 16ου – α’ μισό 17ου αι.). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους της Κρητικής Σχολής, που εργάστηκε στην Κρήτη στο τέλος του 16ου και κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 17ου αι., όπως εικάζεται από έργα του χρονολογημένα μεταξύ 1593-1647. Ήταν ζωγράφος φορητών εικόνων, που διακρίνονταν για την τεχνική τους αρτιότητα τόσο στην κατασκευή όσο και στην εκτέλεση, οι οποίες πιθανολογείται ότι γνώρισαν μεγάλη διάδοση).
ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης
«Σαλπίστε τήν πρωτομηνιά μέ τή σάλπιγγα», λέει ὁ Δαβίδ, «τή χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς σας» (Ψαλ. 80, 4), καί οἱ διαταγές τῆς θεόπνευστης διδασκαλίας εἶναι ὁπωσδήποτε νόμος γιά ὅσους ἀκοῦνε. Ἐπειδή λοιπόν ἦλθε ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μας, ἄς ἐφαρμόσω κι ἐγώ τό νόμο κι ἄς γίνω σαλπιγκτής τῆς ἱερῆς ἡμέρας. Ἡ σάλπιγγα τοῦ νόμου, ὅπως ὑποδεικνύει νά ἐννοήσομε ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ὁ λόγος. Γιατί λέει ὅτι δέν πρέπει ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγας νά γίνεται ἀσαφής (Α´ Κορ 14, 7 ἑ), ἀλλά οἱ φθόγγοι νά εἶναι εὐδιάκριτοι, γιά νά εἶναι σαφεῖς σ᾿ ὅσους ἀκοῦνε.
Ἄς ἀφήσομε λοιπόν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, κάποια λαμπρή ἠχώ πού ν᾿ ἀκουστεῖ μακριά καί πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τόν ἦχο τῆς κεράτινης σάλπιγγας. Γιατί κι ὁ Νόμος πού προδιαγράφει τήν ἀλήθεια μέ τούς τύπους τῆς σκιᾶς, νομοθέτησε τόν ἦχο τῶν σαλπίγγων κατά τήν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας (Λευιτ. 23, 24). Καί τό θέμα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς σκηνοπηγίας. Σ᾿ αὐτήν συμπηγνύεται τό ἀνθρώπινο σκήνωμα ἐκείνου πού γιά χάρη μας φόρεσε τό ἀνθρώπινο σχῆμα.
Σ᾿ αὐτήν τά σκηνώματά μας, πού διαλύει ὁ θάνατος, συμπηγνύονται πάλι ἀπό ἐκεῖνον πού οἰκοδόμησε ἀπό τήν ἀρχή τήν κατοικία μας. Ἄς ποῦμε κι ἐμεῖς τά λόγια τῆς ψαλμωδίας, χορεύοντας ἀντάμα μέ τό μεγαλόφωνο Δαβίδ, «εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 117, 25). Πῶς ἔρχεται; Ὄχι βέβαια ὅπως μέ ἕνα πλοῖο ἤ μιά ἅμαξα, ἀλλά πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη ζωή χωρίς φθορά παρθενική. «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, αὐτός ὁ Κύριος φανερώθηκε γιά μᾶς, γιά νά συστήσει αὐτή τήν ἑορτή μέ φοινικοφόρους ὥς τήν ἄκρη τοῦ θυσιαστηρίου» (Ψαλμ. 117, 27).
Ὁπωσδήποτε δέν ἀγνοοῦμε, ἀδελφοί, τό μυστήριο πού κρύβεται στά λόγια αὐτά· ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι ἕνα ἀνάκτορο τοῦ Κυρίου τῆς Κτίσης. Ἀλλά, ἐπειδή ὅταν εἰσῆλθε ἡ ἁμαρτία κλείστηκαν τά στόματα ἐκείνων πού κυρίεψε ἡ κακία καί σώπασε ἡ φωνή τῆς χαρᾶς καί διαλύθηκε τό σύμφωνο τραγούδι τῶν ἑορταστῶν, ἀφοῦ τό ἀνθρώπινο γένος δέ συνεόρταζε μέ τήν ὑπερκόσμια φύση, γι᾿ αὐτό ἦρθαν οἱ σάλπιγγες τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων, πού ὁ νόμος τίς λέει «κεράτινες», ἐπειδή ἡ κατασκευή τους προερχόταν ἀπό τόν ἀληθινό μονόκερο. Αὐτές μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος ἠχολόγησαν τό λόγο τῆς ἀλήθειας, ὥστε ν᾿ ἀνοίξει ἡ ἀκοή ἡ φραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνει μιά σύμφωνη ἑορτή, πού μέ τόν εὐτρεπισμό τῆς σκηνοπηγίας τῆς κάτω κτίσης νά συμμελωδεῖ κι αὐτή μέ τίς ὑψηλές καί ὑπέρτερες δυνάμεις τίς γύρω ἀπό τό ἄνω θυσιαστήριο. Γιατί τά κέρατα τοῦ νοητοῦ θυσιαστηρίου εἶναι οἱ Δυνάμεις οἱ ὑψηλές κι ἐξέχουσες τῆς νοερῆς φύσης, Ἀρχές καί Ἐξουσίες καί Θρόνοι καί Κυριότητες.
Μ᾿ αὐτές, μέ τή συμμετοχή τους στήν ἑορτή, συνάπτεται κατά τή σκηνοπηγία τῆς ἀνάστασης ἡ ἀνθρώπινη φύση εὐτρεπισμένη μέ τήν ἀνακαίνιση τῶν σωμάτων. Γιατί τό ̒πυκάζομαι᾿σημαίνει ὅ,τι καί τό εὐτρεπίζομαι ἤ ντύνομαι, ὅπως τό ἑρμηνεύουν ὅσοι γνωρίζουν αὐτά τά πράγματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ξεσηκώσομε τίς ψυχές μας γιά τόν πνευματικό χορό κι ἄς βάλομε πρωτοχορευτή καί ἀρχηγό καί κορυφαῖο τοῦ χοροῦ μας τό Δαβίδ κι ἄς ποῦμε μαζί μ᾿ ἐκεῖνον τόν μελωδικό ἐκεῖνο στίχο πού ψάλαμε πρίν ἀπό λίγο.
Ἄς τόν ἐπαναλάβομε ἄλλη μιά φορά· «αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἔκανε ὁ Κύριος· εἶναι ἡμέρα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης γιά μᾶς» (Ψαλμ. 117, 24). Τή μέρα αὐτή ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ τό σκοτάδι καί ἡ ἔκταση τῆς νύκτας μέ τόν πλεονασμό τοῦ φωτός περιορίζεται ὁλοένα. Δέν εἶναι, ἀδελφοί μου, τυχαία κι αὐτόματη ἡ οἰκονομία αὐτή σχετικά μέ τήν ἑορτή, νά παρουσιαστεῖ τή στιγμή αὐτή ἡ θεία ζωή μέσα στήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἡ κτίση μέ τά φαινόμενα αὐτά διηγεῖται στούς πιό διορατικούς κάποιο μυστήριο καί σχεδόν φωνάζει καί λέει σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ ν᾿ ἀκούσει τί θέλει ἡ ἡμέρα πού μεγαλώνει κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ νύχτα πού κολοβώνεται.
Ἐγώ νομίζω πώς ἀκούω τήν κτίση νά διηγεῖται κάτι τέτοια. Βλέποντας αὐτά, ἄνθρωπε, σκέψου τό κρυφό πού σοῦ φανερώνουν τά φαινόμενα. Βλέπετε τή νύχτα πού προχώρησε στό ἀκρότατο σημεῖο της, ἐκεῖ σταμάτησε νά προχωρεῖ, κι ἄρχισε πάλι νά ἐπιστρέφει; Βάλε στό νοῦ σου ὅτι ἡ κακή νύχτα τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ μεγάλωσε ὅσο τῆς ἦταν δυνατό κι ἔφτασε μέ κάθε ἐπινόηση κακῶν στό ἀνώτερο μέγεθος τῆς κακίας, ἀνακόπηκε σήμερα ἀπό τήν παραπέρα προχώρησή της καί ἀπό δῶ καί πέρα ὠθεῖται πιά στόν περιορισμό καί στόν ἀφανισμό.
Βλέπεις ὅτι ἡ λάμψη τοῦ φωτός διαρκεῖ περισσότερο καί ὁ ἥλιος εἶναι πάνω ἀπό τό συνηθισμένο; Σκέψου τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, πού καταφωτίζει μέ τίς εὐαγγελικές ἀκτίνες ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἴσως καί γιά τό ὅτι δέν φανερώθηκε ὁ Κύριος ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά χάρισε τήν φανέρωση τῆς θεότητάς Του στήν ἀνθρώπινη ζωή στά τελευταῖα αὐτά χρόνια, θά σκεφτεῖ εὔλογα κανένας αὐτή τήν αἰτία, ὅτι αὐτός πού ἦταν νά κατεβεῖ μέσα στήν ἀνθρώπινη ζωή γιά τήν κατάλυση τῆς κακίας, περίμενε ὑποχρεωτικά νά βλαστήσει ὁλοκληρωτικά ἡ ἁμαρτία πού φύτεψε ὁ ἐχθρός. Καί τότε ὁδήγησε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, τό τσεκούρι στή ρίζα (Ματθ. 3, 10). Γιατί καί οἱ γιατροί, ὅσοι ὑπερέχουν στήν τέχνη τους, ὅσο ὁ πυρετός κρυφοκαίει ἀκόμα τό σῶμα καί ἐνῶ λίγο δυναμώνει ἀπό τίς νοσογόνες αἰτίες, ὑποχωροῦν σ᾿ αὐτόν, ὥσπου νά φτάσει στό ψηλότερό του σημεῖο, καί δέν προσφέρουν στόν ἄρρωστο καμιά βοήθεια μέσω τῶν τροφῶν. Ὅταν ὅμως τό κακό σταματήσει, τότε βάζουν σ᾿ ἐνέργεια τήν τέχνη τους, ὅταν ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια.
Ἔτσι κι αὐτός πού γιατρεύει ὅσους νοσοῦν στήν ψυχήν περίμενε νά ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια τῆς κακίας πού αἰχμαλώτισε τή φύση τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μή μείνει ἀθεράπευτο κανένα κακό ἀπό ὅσα κρύβονταν, ἀφοῦ ὁ γιατρός θά θεράπευε μόνο ὅ,τι φαινόταν. Γιά αὐτό οὔτε κατά τήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὁπότε εἶχε καταφθαρεῖ μέσα στήν ἀδικία ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, δέν ἐπιφέρει μέ τήν ἐμφάνισή Του τήν ἴαση, ἐπειδή δέν εἶχε βλαστήσει ἀκόμα ὁ βλαστός τῆς σοδομιτικῆς κακίας. Οὔτε φαίνεται ὁ Κύριος τόν καιρό τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων. Γιατί πολλά ἀκόμα κακά κρύβονταν μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση. Πράγματι ποῦ ἦταν ὁ θεομάχος Φαραώ; Ποῦ ἡ ἀκαταδάμαστη κακία τῶν Αἰγυπτίων;
Οὔτε τότε ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τόν ἐπανορθωτή τοῦ παντός, τήν ἐποχή ἐννοῶ τῆς κακίας τῶν Αἰγυπτίων, νά ἀναμιχθεῖ στή ζωή μας, ἀλλά ἔπρεπε νά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί ἡ παρανομία τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔπρεπε ἀκόμα νά φανερωθεῖ στή ζωή καί ἡ βασιλεία τῶν Ἀσσυρίων καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ Ναβουχοδονόσορα πού κρυφόκαιγε. Ἔπρεπε νά ξεπεταχτεῖ σάν ἕνα πονηρό ὅλο ἀγκάθια φυτό ὁ δόλιος φόνος τῶν ὁσίων ἀπό τήν κακή ρίζα τοῦ διαβόλου. Ἔπρεπε νά ἐκδηλωθεῖ ἡ λύσσα τῶν Ἰουδαίων κατά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού σκότωσαν τούς προφῆτες καί λιθοβολοῦσαν τούς ἀπεσταλμένους του καί τέλος διέπραξαν τόν ἀνόσιο φόνο τοῦ Ζαχαρία ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 35).
Πρόσθεσε στόν κατάλογο τῶν κακουργημάτων καί τήν παιδοκτονία τοῦ Ἡρώδη. Ἀφοῦ λοιπόν παρουσιάστηκε ὅλη ἡ δύναμη τῆς κακίας ἀπό τήν πονηρή ρίζα καί αὐξήθηκε θρασομανώντας σέ πολλά εἴδη στίς προαιρέσεις τῶν γνωστῶν γιά τήν κακία τους κάθε γενιᾶς τότε, ὅπως λέει ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους, παραβλέποντας ὁ Θεός τούς χρόνους τῆς ἄγνοιας, ἔρχεται στίς ἔσχατες ἡμέρες (Πράξ. 17, 30), ὅταν δέν ὑπῆρχε κανένας πού νά γνωρίζει καί ν᾿ ἀναζητεῖ τό Θεό.
Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ. Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.
Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα. Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά. Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.
Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους. Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.
Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα.
Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψομε στή χαρά τῆς ἡμέρας, πού εὐαγγελίζονται οἱ ἄγγελοι στούς ποιμένες καί οἱ οὐρανοί διηγοῦνται στούς μάγους, τήν ὁποία ἀνακηρύττει τό Πνεῦμα τῆς προφητείας μέ τά πολλά καί διάφορα πού λέει, ὥστε καί οἱ μάγοι νά γίνουν κήρυκες τῆς χάριτος. Γιατί Ἐκεῖνος πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο του γιά δίκαιους καί ἄδικους, πού βρέχει γιά πονηρούς καί ἀγαθούς, ἔφερε τή λάμψη τῆς γνώσης καί τή δρόσο τοῦ Πνεύματος ἀκόμα καί σέ ξένα στόματα, ὥστε μέ τή μαρτυρία τῶν ἀντιθέτων νά βεβαιωθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ ἀλήθεια σ᾿ ἐμᾶς. Ἀκοῦς τόν οἰωνοσκόπο Βαλαάμ νά κηρύττει στούς ἀλλόφυλους μέ ἀνώτερη ἔμπνευση ὅτι «θ᾿ ἀνατείλει ἕνα ἀστέρι ἀπό τόν Ἰακώβ». Βλέπεις τούς μάγους, πού ἕλκουν ἀπό ἐκεῖνον τή γενιά τους, νά παρακολουθοῦν κατά τήν πρόρρηση τοῦ προπάτορα τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἄστρου, πού μόνο αὐτό διαφορετικά ἀπό τή φύση τῶν ἄλλων ἄστρων καί κινήθηκε καί σταμάτησε κάνοντας ἀνάλογα μέ τό τί χρειαζόταν πότε τό ἕνα πότε τό ἄλλο. Ἐνῶ δηλαδή ἀπό τά ἄλλα ἄστρα ἡ μία κατηγορία εἶναι τοποθετημένα στήν ἁπλανή σφαίρα καί τούς ἔλαχε στάση ἀπαρασάλευτη, καί τά ἄλλα δέν παύουν ποτέ νά κινοῦνται, τό ἀστέρι τοῦτο καί κινεῖται ὁδηγώντας τούς μάγους ἀλλά καί σταματᾶ δείχνοντας τόν τόπο. Ἀκοῦς τόν Ἠσαΐα νά φωνάζει «γεννήθηκε γιά χάρη μας παιδί καί μᾶς δόθηκε υἱός» (Ἠσ. 9, 6). Μάθε ἀπό τόν ἴδιο τόν προφήτη πῶς γεννήθηκε τό παιδί, πῶς μᾶς δόθηκε υἱός. Ἄραγε κατά τό φυσικό νόμο; Ὄχι, λέει ὁ προφήτης. Ὁ Κύριος τῆς φύσης δέ γίνεται δοῦλος τῆς φύσης. Πές μου ὅμως, πῶς γεννήθηκε τό παιδί. «Νά», λέει, «ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού ἑρμηνεύεται ̒ὁ Θεός εἶναι μαζί μας᾿» (Ἠσ. 7, 14). Πώ πώ θαῦμα! Ἡ παρθένος γίνεται μητέρα καί παραμένει παρθένος.
Βλέπεις τήν καινοτομία τῆς φύσης. Στίς ἄλλες γυναῖκες ὅσο μία εἶναι παρθένος δέν εἶναι μητέρα, ὅταν ὅμως γίνει μητέρα δέν ἔχει πιά τό γνώρισμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ καί τά δύο ὀνόματα συνέπεσαν. Ἡ ἴδια εἶναι καί μητέρα καί παρθένος καί οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τή γέννηση οὔτε ἡ γέννηση κατάργησε τήν παρθενία. Ἔπρεπε αὐτός πού ἦρθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γιά ν᾿ ἀφθαρτοποιήσει τό πᾶν, ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν ἀφθαρσία πού ἐξυπηρετοῦσε τή γέννησή του.
Ἡ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζει ̒ἄφθορη᾿ αὐτήν πού δέν ἔχει πείρα γάμου. Αὐτό μοῦ φαίνεται ἔχει κατανοήσει πρῶτος Ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς ὁ μέγας μέ τή θεοφάνεια πού τοῦ ἔγινε μέ τό φῶς, ὅταν ἡ φωτιά ἄναβε στή βάτο καί ἡ βάτος δέν καιγόταν. Γιατί λέει, «θά μεταβῶ καί θά δῶ αὐτό τό μέγα ὅραμα» (Ἐξ. 3, 3). Δέ δηλώνει νομίζω τοπική κίνηση μέ τή μετάβαση, ἀλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Αὐτό δηλαδή πού προτυπώθηκε τότε μέ τή φλόγα καί τή βάτο, ἀφοῦ πέρασε ὁ ἐνδιάμεσος χρόνος, ἀποκαλύφθηκε φανερά στό μυστήριο μέ τήν Παρθένο. Ὅπως ἐκεῖ ὁ θάμνος ἐνῶ φλογίζεται δέν καίγεται, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ Παρθένος καί γεννᾶ τό φῶς ἀλλά καί δέν παθαίνει καμιά φθορά.
Ἄν τώρα ἡ βάτος προτυπώνει τό σῶμα τῆς Παρθένου, μήν ντραπεῖς γιά τό αἴνιγμα. Γιατί κάθε σάρκα ἐπειδή παραδέχεται τήν ἁμαρτία, εἶναι ἁμαρτία ἀκριβῶς κατά τό ὅτι εἶναι μόνο σάρκα (Β´ Βασ. 23, 6), ἐνῶ ἡ ἁμαρτία στή Γραφή παίρνει τό ὄνομα τοῦ ἀγκαθιοῦ. Καί γιά νά μήν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό θέμα μας, ἴσως δέν εἶναι ἄκαιρο νά φέρομε τόν Ζαχαρία πού σκοτώθηκε ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστηρίο ὡς μάρτυρα τῆς ἄφθορης μητέρας. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας καί ὄχι μόνο ἱερέας, ἀλλά εἶχε καί τό χάρισμα τῆς προφητείας (Λουκᾶ 1, 3 ἑ), πού ἡ δύναμή της διακηρύσσεται γραμμένη μέσα στό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν προετοίμαζε ἡ θεία Χάρη τούς ἀνθρώπους νά μή θεωρήσουν ἀπίθανη τή γέννηση τῆς Παρθένου, προετοιμάζει τή συγκατάθεση τῶν ἀπίστων μέ μικρότερα θαύματα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἡλικιωμένη στείρα ἀποχτᾶ παιδί. Αὐτό εἶναι τό προοίμιο τοῦ θαύματος τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδή ἡ Ἐλισάβετ δέ γίνεται μητέρα μέ τή φυσική της δύναμη, ἀφοῦ εἶχε γηράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, ἀλλά ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀποδίδεται στό θεῖο θέλημα, ἔτσι καί τό ἀπίστευτο τοῦ παρθενικοῦ κοιλοπονήματος, γίνεται πιστευτό μέ τήν ἀναφορά του στό θεῖο.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ υἱός πού προῆλθε ἀπό τή στείρα προλαμβάνει αὐτόν πού προῆλθε ἀπό τήν παρθενία, αὐτός πού σκίρτησε προτοῦ γεννηθεῖ μέσα στά σπλάχνα τῆς μητέρας του μέ τή φωνή ἐκείνης πού κυοφοροῦσε τόν Κύριο, ὅταν γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος τοῦ Λόγου, τότε μέ τήν προφητική ἔμπνευση λύεται ἡ σιωπή τοῦ Ζαχαρία. Καί ὅσα διατυπώνει ὁ Ζαχαρίας ἀποτελοῦσαν προφητεία γιά τό μέλλον. Αὐτός λοιπόν πού τό προφητικό πνεῦμα τόν χειραγωγεῖ στή γνώση τῶν κρυπτῶν, κατανοώντας τό μυστήριο τῆς παρθενίας στήν ἄφθαρτη γέννηση, δέν ἀποχώρισε μέσα στό ναό τήν ἄγαμη μητέρα ἀπό τόν τόπο τόν προκαθορισμένο ἀπό τό νόμο γιά τίς παρθένες, θέλοντας νά διδάξει τούς Ἰουδαίους ὅτι ὁ δημιουργός τῶν ὄντων καί βασιλεύς ὅλης τῆς κτίσης, μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔχει ὑποχείριά του καί τήν ἀνθρωπίνη φύση, τήν κατευθύνει μέ τή θέλησή του ὅπου αὐτός νομίζει καί δέν ἐξουσιάζεται αὐτός ἀπό ἐκείνην, ὥστε εἶναι στήν ἐξουσία καί τή δύναμή του νά δημιουργήσει νέα γέννηση. Ἡ γέννηση αὐτή δέ θ᾿ ἀφαιρέσει ἀπό αὐτήν πού ἔγινε μητέρα τό νά μείνει παρθένος.
Γι᾿ αὐτό δέν τήν ἀποχώρισε μέσα στό ναό ἀπό τή θέση τῶν παρθένων. Καί ἡ θέση αὐτή ἦταν ὁ τόπος ἀνάμεσα στό ναό καί τό θυσιαστήριο. Ἐπειδή λοιπόν ἄκουγαν ὅτι θά γεννηθεῖ κατ᾿ οἰκονομίαν σάν ἄνθρωπος ὁ βασιλιάς τῆς κτίσης, ἀπό φόβο νά μή γίνουν ὑποχείριοι σέ βασιλιά σκοτώνουν αὐτόν πού ἔδινε μαρτυρία γιά τή γέννηση, τόν ἱερέα πού ἱερούργησε κοντά στό ἴδιο τό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 25). Πλανηθήκαμε ὅμως μακριά ἀπό τό θέμα μας, ἐνῶ ἔπρεπε ὁ λόγος μας νά γυρίσει στή Βηθλεέμ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀληθινά ποιμένες κι ἀγρυπνοῦμε γιά τά ἴδια μας ποίμνια, τότε ἀπευθύνεται ὁπωσδήποτε σ᾿ ἐμᾶς ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων, πού εὐαγγελίζεται αὐτή τή μεγάλη χαρά (Λουκᾶ 2, 10).
Ἄς ὑψώσομε λοιπόν τό βλέμμα στήν οὐράνια στρατιά, ἄς δοῦμε τούς χορούς τῶν ἀγγέλων, ἄς ἀκούσομε τή θεία τους ὑμνωδία. Ποιός εἶναι ὁ ὕμνος τῶν ἑορταστῶν; Φωνάζουν, «δόξα νά ἔχει ὁ Θεός στόν οὐρανό» (Λουκᾶ 2, 14). Γιατί οἱ ἄγγελοι δοξάζουν τή θεότητα πού βλέπομε στά ὕψη; Γιατί λέγοντας «καί εἰρήνη πάνω στή γῆ» ἔγιναν ὁλόχαροι γιά τό ὅ,τι ἔβλεπαν οἱ ἄγγελοι«εἰρήνη πάνω στή γῆ». Ἡ προηγουμένως καταραμένη, αὐτή πού γενοῦσε ἀγκάθια καί τριβόλια, ὁ τόπος τῆς συμπλοκῆς, ἡ ἐξορία τῶν καταδικασμένων, ἡ γῆ δηλαδή δέχτηκε τήν εἰρήνη. Πώ πώ θαῦμα! «Ἡ ἀλήθεια ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ καί ἀπό τόν οὐρανό πρόβαλε ἡ δικαιοσύνη» (Ψαλμ. 84, 12)! Τέτοιο καρπό καρποφόρησε ἡ γῆ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά γίνονται γιά τήν ἐκδήλωση τῆς καλῆς διάθεσης πρός τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἀναμιγνύεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ὕψος τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἀκούσει αὐτά τά πράγματα ἄς πᾶμε στή Βηθλεέμ κι ἄς δοῦμε τό νέο θέαμα, πῶς χαίρεται ἡ Παρθένος γιά τή γέννηση, πῶς ἡ ἄσχετη μέ τό γάμο περιποιεῖται τό νήπιο. Καί πρῶτα ποιά εἶναι αὐτή καί ἀπό ποῦ θ᾿ ἀκούσομε νά μᾶς ἐξιστοροῦνται τά σχετικά μέ αὐτή.
Ἄκουσα λοιπόν μιά ἀπόκρυφη ἱστορία, πού διηγεῖται τά ἑξῆς. Ὁ πατέρας τῆς Παρθένου ἦταν ὀνομαστός γιά τήν αὐστηρή ζωή του σύμφωνα μέ τό νόμο καί γνωστός γιά τίς ἀρετές του. Εἶχε γεράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, γιατί ἡ γυναίκα του δέν ἦταν σέ θέση νά τεκνοποιήσει. Ὁ νόμος τιμοῦσε τίς μητέρες, καί τήν τιμή αὐτή δέν τήν εἶχαν οἱ στεῖρες. Μιμεῖται λοιπόν κι ἐκείνη ὅ,τι λένε οἱ διηγήσεις γιά τή μητέρα τοῦ Σαμουήλ (Α´ Βασ. 1, 12 ἑ). Μπαίνει μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἱκετεύει τό Θεό νά μή χάσει τίς εὐλογίες τῶν νόμων, χωρίς νά ἔχει παραβεῖ καθόλου τό νόμο, ἀλλά νά γίνει μητέρα καί ν᾿ ἀφιερώσει τό παιδί της στό Θεό. Δυναμωμένη ἀπό τό θεῖο σημάδι ἔλαβε τή χάρη πού εἶχε ζητήσει.
Ὅταν γεννήθηκε τό παιδί τό ὀνόμασε Μαρία, γιά νά δηλωθεῖ καί μέ τό ὄνομα ὅτι ἦταν θεϊκή χάρη. Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετά τό κοριτσάκι, ὥστε νά μή χρειάζεται νά θηλάζει, τό ἀποδίδει ἀμέσως στό Θεό, ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσή της καί τό παραδίνει στό ναό. Οἱ ἱερεῖς ἀνατρέφουν τήν κόρη μέσα στά Ἅγια ὅμοια ὅπως τό Σαμουήλ κι ὅταν μεγάλωσε, σκέφτηκαν τί νά κάνουν μέ τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα ὥστε νά μήν ἁμαρτήσουν στό Θεό. Νά τή δεσμεύσουν στό νόμο τῆς φύσης καί νά τήν ὑποδουλώσουν μέ τό γάμο σ᾿ αὐτόν πού θά τήν ἔπαιρνε, θά ἦταν τό πιό ἀπαράδεκτο. Θεωρήθηκε πέρα πέρα ἱεροσυλία, νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος κύριος τοῦ ἀφιερώματος στό Θεό, ἀφοῦ οἱ νόμοι ὁρίζουν ὅτι ὁ ἄνδρας εἶναι κύριος τῆς γυναίκας. Γιά τούς ἱερεῖς ὅμως νά τούς συναναστρέφεται μέσα στό ναό μιά γυναίκα καί νά τή βλέπουν μέσα στά Ἅγια καί νόμιμο δέν ἦταν κι ἀκόμα ἔλειπε ἀπό τό γεγονός ἡ σεμνότητα.
Καθώς σκέφτονται τί ν᾿ ἀποφασίσουν γι᾿ αὐτά, τούς ἔρχεται συμβουλή ἀπό τό Θεό, νά τή δώσουν σέ κάποιον μέ τόν τύπο τῆς μνηστείας, ἀλλά αὐτός νά εἶναι ἄνθρωπος κατάλληλος νά προστατεύσει τήν παρθενία της. Βρέθηκε λοιπόν ὁ Ἰωσήφ, ὅπως τόν ζητοῦσαν, ἀπό τήν ἴδια φυλή καί πατριά μέ τήν Παρθένο καί μνηστεύεται τήν κόρη κατά τή συμβουλή τῶν ἱερέων. Ἡ σχέση ἔμεινε ὥς τή μνηστεία. Τότε ἡ Παρθένος δέχεται τήν ἀγγελία τοῦ μυστικοῦ ἀπό τό Γαβριήλ. Τά λόγια τῆς ἀγγελίας ἦταν εὐλογία. «Χαῖρε», λέει, «ἐσύ πού ἔχεις τή χάρη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου» (Λουκᾶ 1, 26). Ἀντίθετος στό λόγο πρός τήν πρώτη γυναίκα εἶναι τώρα ὁ λόγος πρός τήν Παρθένο. Ἡ πρώτη καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία της στούς πόνους τοῦ τοκετοῦ (Γεν. 3, 16), ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Παρθένου ἡ χαρά διώχνει τή λύπη. Στήν πρώτη προηγήθηκαν ἀπό τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ οἱ λύπες, ἐδῶ ἡ χαρά ἀπομακρύνει τόν πόνο.
«Μή φοβᾶσαι», λέει. Ἐπειδή σέ κάθε γυναίκα ἡ προσδοκία τοῦ πόνου προκαλεῖ φόβο, ἡ ὑπόσχεση τῆς γλυκιᾶς ὠδίνης διώχνει τό φόβο. «Θά συλλάβεις», λέει, «καί θά γεννήσεις υἱό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του». Καί τί ἀπαντᾶ ἡ Μαρία; Ἄκουσε τό λόγο τῆς ἁγνῆς Παρθένου. Ὁ ἄγγελος τῆς εὐαγγελίζεται τή γέννηση κι αὐτή ἐπιμένει στήν παρθενία της, κρίνοντας προτιμότερη ἀπό τήν ἀγγελική ἐμφάνιση τό ὅτι ἦταν ἁγνή καί οὔτε πρός τόν ἄγγελο δείχνει δυσπιστία οὔτε τίς γνῶμες της ἐγκαταλείπει. Μοῦ ἔχει ἀποκλειστεῖ, λέει, ἡ σχέση μέ ἄνδρα· «πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄνδρα; ».
Αὐτός ὁ λόγος τῆς Μαρίας εἶναι ἀπόδειξη αὐτῶν πού ἱστοροῦνται συγκεκαλυμμένα. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωσήφ τήν εἶχε πάρει σέ γάμο, πῶς θά παραξενευόταν μ᾿ ἐκεῖνον πού τῆς προμηνοῦσε τή γέννηση, ἀφοῦ περίμενε ὅτι κάποτε θά γινόταν κι αὐτή μητέρα κατά τό φυσικό νόμο; Ἐπειδή ὅμως ἡ σάρκα πού εἶχε ἀφιερωθεῖ στό Θεό ἔπρεπε νά φυλάγεται ἀνέπαφη ὅπως ἕνα ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέει, ἀκόμα κι ἄν εἶσαι ἄγγελος κι ἄν ἔρχεσαι ἀπό τόν οὐρανό κι ὅ,τι βλέπω εἶναι πέρα ἀπό τ᾿ ἀνθρώπινα, ἀλλά τό νά γνωρίσω ἄνδρα εἶναι ἀπό τά ἀδύνατα. Καί πῶς θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Τόν Ἰωσήφ τόν ξέρω ὡς μνηστήρα μου, δέν τόν γνωρίζω ὡς ἄνδρα. Τί λέει λοιπόν ὁ νυμφαγωγός Γαβριήλ; Ποιό νυφικό θάλαμο προσφέρει στόν καθαρό κι ἀμίαντο γάμο; «Πνεῦμα», λέει, «ἅγιο θά ρθεῖ ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου». Ὤ σπλάχνα μακάρια πού ἀπέσπασαν ἀπό τήν ὑπερβολική καθαρότητα τους τά ἀγαθά τῆς ψυχῆς. Σέ ὅλους τούς ἄλλους, μόλις μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ καθαρή ψυχή. Ἐδῶ ὅμως δοχεῖο τοῦ Πνεύματος γίνεται ἡ σάρκα. Ἀλλά «καί θά σ᾿ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου».
Τί σημαίνει ὁ μυστικός αὐτός λόγος; Ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Α´ Κορ 1, 24). Ἡ δύναμη λοιπόν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός παίρνει μορφή στήν Παρθένο μέ τήν ἐπέλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως δηλαδή ἡ σκιά τῶν σωμάτων παίρνει τή μορφή τοῦ σώματος πού προηγεῖται, ἔτσι ὁ χαρακτήρας καί τά γνωρίσματα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ θά φανοῦν στή δύναμη αὐτοῦ πού γεννιέται, πού θά δείχνονται μέ τίς ἐκδηλώσεις τῆς θαυματουργίας, εἰκόνα καί σφραγίδα καί ἀποσκίασμα καί ἀπαύγασμα τοῦ πρωτοτύπου.
Ἀλλά τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μᾶς προτρέπει νά γυρίσομε στή Βηθλεέμ καί νά παρατηρήσομε τά μυστήρια τοῦ σπηλαίου. Ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτό; Ἕνα παιδί τυλιγμένο στά σπάργανα ν᾿ ἀναπαύεται μέσα σέ φάτνη, καί ἡ Παρθένος ἀκόμα καί μετά τή γέννηση, ἡ ἄφθορη μητέρα περιποιεῖται τό μικρό. Ἄς ποῦμε ἐμεῖς οἱ ποιμένες τό λόγο τοῦ προφήτη· «ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας» (Ψαλμ. 42). Δέν ἔγιναν ἄραγε αὐτά τυχαῖα κι ὅπως ἦρθαν καί συνέπεσαν νά ἐξιστοροῦνται γιά τό Χριστό ἤ ἡ ἱστορία ἔχει κάποιο λόγο; Τί νόημα ἔχει γιά τόν Κύριο τό κατάλυμα στό σπήλαιο καί τό πλάγιασμά του στή φάτνη, ἡ ἀνάμιξή του μέσα στή ζωή τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς τῶν φόρων; Ἤ εἶναι φανερό ὅτι ὅπως μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή νομική κατάρα μέ τό νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος κατάρα γιά χάρη μας (Γαλ. 3, 13) καί μεταφέρει στόν ἑαυτό του τά δικά μας τραύματα, γιά νά γίνομε καλά ἐμεῖς μέ τά δικά του τραύματα (Ἠσ. 53, 9), ἔτσι γίνεται καί μέ τή φορολογία, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας, πού ἔδεναν τό ἀνθρώπινο γένος καθώς τό φορολογοῦσε ὁ θάνατος;
Ἀλλά βλέποντας τό σπήλαιο ὅπου γεννιέται ὁ Κύριος, βάλε στό νοῦ σου τό σκοτεινό καί ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπου φθάνει καί ἐκεῖνος πού φανερώνεται σ᾿ αὐτούς πού κάθονται στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2). Καί τυλίγεται σφιχτά μέσα στά σπάργνα, αὐτός πού ἔχει φορέσει τίς σειρές τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων, ὅπου γεννιέται ὁ Λόγος, γιά νά καταλάβει τό βόδι τόν ἀφέντη του καί ὁ ὄνος τό παχνί τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3). Βόδι εἶναι αὐτός πού εἶναι στό ζυγό τοῦ νόμου, ἐνῶ ὄνος τό μεταφορικό ζῶο, τό φορτωμένο μέ τήν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.
Καί ἡ κατάλληλη βέβαια γιά τά ζῶα τροφή καί ζωή εἶναι τό χόρτο· «αὐτός πού κάνει νά φυτρώνει χόρτο γιά τά ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14), λέει ὁ προφήτης, ἐνῶ τό λογικό ζῶο τρέφεται μέ ψωμί. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ἑ) τοποθετεῖται μέσα στή φάτνη, πού εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων, γιά νά μεταλάβουν καί τά ἄλογα τροφή λογική καί νά γίνουν λογικά. Γίνεται λοιπόν μέσα στή φάτνη ἀνάμεσα στό βόδι καί τόν ὄνο ὁ Κύριος μεσίτης καί τῶν δύο, γιά νά γκρεμίσει τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καί νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τούς δύο σέ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργώντας τοῦ ἑνός τό βαρύ ζυγό τοῦ Νόμου καί τόν ἄλλο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπό τό φορτίο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλά ἄς ὑψώσομε τό βλέμμα στά οὐράνια θαύματα. Γιατί νά, δέ μᾶς εὐαγγελίζονται τή χαρά αὐτήν μόνο προφῆτες καί ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ οὐρανοί μέ τά δικά τους θαύματα διαλαλοῦν τή δόξα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Χριστός ἔχει ἀνατείλει γιά χάρη μας ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν καταφωτίζονται ἀπό αὐτόν πού ἀνέτειλε. Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι ἀπό τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι ἀπό τήν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στή γνώση ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν καί τό βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν. Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι τόν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρῆκαν αὐτόν πού ζητοῦσαν. Αὐτοί ταράζονται ἀπό τή γέννηση ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθεῖ. Γιατί λέει, «ὅταν εἶδαν οἱ μάγοι τό ἄστρο πάνω ἀπό τό μέρος ὅπου ἦταν τό παιδί δοκίμασαν μεγάλη χαρά. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε τό λόγο ταράχτηκε καί μαζί του ὅλα τά Ἰεροσόλυμα» (Ματθ. 2, 10).
Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿αὐτόν λίβανο ὅπως σέ Θεό, τιμοῦν μέ χρυσό τό βασιλικό ἀξίωμα, καί τήν οἰκονομία κατά τό πάθος τή δηλώνουν μέ τή σμύρνα κατά κάποια προφητική χάρη. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στήν ἐξόντωση ὅλη τήν παιδική ἡλικία, πράγμα πού μοῦ φαίνεται ὅτι τούς κατηγορεῖ ὄχι μόνο γιά τή σκληρότητα ἀλλά καί γιά τήν ἀνοησία τους. Ποιό λόγο δηλαδή εἶχε ὁ φόνος τῶν παιδιῶν; Καί γιά ποιό σκοπό τόλμησαν τό ἀνόσιο αὐτό ἔγκλημα; Ἐπειδή, λέει, ἕνα νέο θαυμαστό φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ μήνυσε στούς μάγους τήν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέα.
Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τό σημεῖο πού τόν μήνυσε εἶναι ἀληθινό ἤ θεωρεῖς ἀνυπόστατο, ὅ,τι λέγεται; Ἄν εἶναι τέτοιος ὥστε νά κάνει ὑποχείριους τούς οὐρανούς, αὐτό δέν εἶναι ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό τή δύναμή σου; Ἄν ὅμως δίνει στήν ἐξουσία σου τή ζωή καί τό θάνατό του, τόν φοβᾶσαι μάταια. Γιατί αὐτόν πού φέρεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ὑποχείριος στήν ἐξουσία σου, γιά ποιό λόγο εἶναι ἐπίφοβος; Γιατί ἐξαπολύεται ἡ φρικτή ἐκείνη διαταγή, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφαση κατά τῶν παιδιῶν, νά ἐξοντωθοῦν τά ἄμοιρα βρέφη; Ποιά ἀδικία ἔκαναν; Ποιά ἀφορμή θανάτου ἤ τιμωρίας ἔδωσαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους; Τό ἔγκλημά τους ἦταν ἕνα, ὅτι γεννήθηκαν καί εἶδαν τό φῶς.
Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά γεμίσει ἡ πόλη ἀπό δημίους καί νά μαζευτεῖ πλῆθος μητέρων καί νηπίων, κόσμος νά τούς συμπαραστέκεται καί οἱ γονεῖς καί ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό νά μαζεύονται γιά τή συμφορά τῶν συγγενῶν τους. Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει μέ τό λόγο τίς συμφορές; Ποιός μέ τή διήγησή του θά φέρει μπροστά στά μάτια μας τή δυστυχία; Τόν ἀνάμικτο ἐκεῖνο θρῆνο, τό γοερό μοιρολόι παιδιῶν, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων, πού κραύγαζαν ἀξιολύπητα μπροστά στήν ἀπειλή τῶν δημίων; Πῶς νά ζωγραφίσει κανένας τό δήμιο κοντά στό νήπιο μέ γυμνό τό ξίφος, μέ βλέμμα ὅλο κακία καί φόνο καί παρόμοια καί νά μιλᾶ, νά σέρνει πρός τόν ἑαυτό του τό βρέφος μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ὑψώνει τό ξίφος, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα νά τραβάει τό παιδί πρός τό δικό της μέρος καί ν᾿ ἁπλώνει τό δικό της τράχηλο στήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ, γιά νά μή δεῖ μέ τά μάτια της τό δόλιο της παιδί νά τό σκοτώνουν τά χέρια τοῦ δημίου;
Πῶς πάλι θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κάποιος τά ὅσα δοκίμασαν οἱ πατέρες; Τίς ἀνακλήσεις τῶν παιδιῶν τους, τίς κραυγές, τά σφιχταγκαλιάσματα, καί πολλά παρόμοια πού τά ἔκαναν ὅλα μαζί; Ποιός μπορεῖ νά διεκτραγωδήσει τήν πολλαπλή καί πολύτροπη συμφορά, τίς διπλές ὠδίνες τῶν μητέρων πού μόλις γέννησαν, τά διαπεραστικά μαχαίρια τῆς φύσης; Πῶς τό δόλιο βρέφος κολλοῦσε στό μαστό τῆς μητέρας καί στά σπλάχνα του δεχόταν τό θανάσιμο χτύπημα; Πῶς ἡ δύστυχη μάννα καί τό μαστό της ἔδινε στό παιδί καί τοῦ παιδιοῦ της τό αἷμα δεχόταν στούς κόρφους της; Πολλές φορές μάλιστα μέ τήν κίνηση τοῦ χεριοῦ του ὁ δῆμιος, μ᾿ ἕνα χτύπημα τοῦ ξίφους πέρασε μαζί πέρα γιά πέρα παιδί καί μητέρα καί τό αἷμα ἔκανε κοινό αὐλάκι ἀνακατεμένο ἀπό τό μητρικό τραῦμα καί τή θανάσιμη λαβωματιά τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή περιεῖχε κι αὐτό ἡ ἀνίερη διαταγή τοῦ Ἡρώδη, νά μή ἐφαρμοστεῖ ἡ θανατική ἀπόφαση μόνο στά ἀρτιγέννητα, ἀλλά κι ἄν κάποιο ἦταν δύο ἐτῶν νά φονευτεῖ κι αὐτό μαζί (Ματθ. 2, 16) (γιατί ἔγραφε ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω), ἄλλη συμφορά πάλι θέλει νά πεῖ ὁ λόγος μ᾿ αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, γιατί πολλές φορές τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκανε δύο φορές μητέρα τήν ἴδια γυναίκα. Θλιβερό πάλι θέαμα κι ἐδῶ, δύο δήμιοι ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἴδια μάννα, ὁ ἕνας νά τραβάει τό παιδί πού τρέχει γύρω στή μητέρα κι ὁ ἄλλος νά ξεκολλάει ἀπό τήν μάννα τό βρέφος τῆς ἀγκαλιᾶς.
Τί εἶναι φυσικό ὅτι θά ὑπόφερε ἡ δύστυχη μάνα; Σκιζόταν ἡ καρδιά της στά δύο παιδιά της κι ἔκαιγε καί τῶν δύο ὁ πόνος ἐξίσου τά μητρικά σπλάχνα καί δέν ἤξερε ποιόν ἀπό τούς δύο δημίους ν᾿ ἀκολουθήσει, πού ὁ ἕνας ἀπό δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ ἔσερναν τά παιδιά νά τά σφάξουν; Νά τρέξει στό νεογέννητο; τό κλάμα του εἶναι ἀκόμη χωρίς εἱρμό καί χωρίς ἔκφραση. Ἀκούει ὅμως τό ἄλλο πού μιλάει πιά καί φωνάζει τή μητέρα του κλαίγοντας καί μέ διακοπτόμενη φωνή. Τί νά κάνει; Πῶς ν᾿ ἀνταποκριθεῖ; Σέ ποιοῦ τό κάλεσμα ν᾿ ἀπαντήσει; Μέ ποιοῦ τήν κραυγή νά ἑνώσει τή δική της; Ποιόν θάνατο νά θρηνήσει, ἀφοῦ ἴσα τήν σκίζουν τά μαχαίρια τῆς φύσης;
Ἀλλά ἄς ἀπομακρύνομε τήν ἀκοή μας ἀπό τούς θρήνους γιά τά παιδιά κι ἄς στρέψομε τό νοῦ μας σέ πιό χαρούμενες σκέψεις πού ταιριάζουν καλύτερα στήν ἑορτή, ἄν καί ἡ Ραχήλ μέ δυνατές φωνές, ὅπως λέει ὁ προφήτης ( Ἰερ. 31, 15.. Ματθ. 2, 17), θρηνεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν της. Στήν ἑορτάσιμη ἡμέρα, λέει ὁ σοφός Σολομών, πρέπει νά ξεχνοῦμε τίς συμφορές. Καί ποιά ἄλλη ἑορτή πιό χαρμόσυνη ἀπό αὐτήν ἔχομε, κατά τήν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σκορπίζοντας τά πονηρά σκοτάδια τοῦ διαβόλου φωτίζει τήν κτίση μέ τήν ἴδια μας τή φύση, μέσα στήν ὁποία ὅ,τι ἔχει πέσει σηκώνεται, ὅ,τι βρίσκεται σέ πόλεμο ὁδηγεῖται στήν εἰρήνευση, τό ἀποκηρυγμένο ἐπαναφέρεται, ὅ,τι ἔχει ἐκπέσει ἀπό τή ζωή ἐπανέρχεται στή ζωή, ὅ,τι εἶχε ὑποδουλωθεῖ κι αἰχμαλωτιστεῖ ἀποκαθίσταται στό βασιλικό ἀξίωμα, κι ὅ,τι ἦταν δέμενο μέ τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐπιστρέφει ἐλευθερωμένο στή χώρα τῶν ζωντανῶν; Τώρα, σύμφωνα μέ τήν προφητεία, συντρίβονται οἱ χάλκινες πύλες τοῦ θανάτου (Ψαλμ. 106, 14)· θραύονται οἱ σιδερένιοι μοχλοί, πού πρῶτα κρατοῦσαν στήν εἱρκτή καί στή φύλαξη τοῦ θανάτου τό ἀνθρώπινο γένος. Τώρα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης (Ψαλμ. 117, 19).
Τώρα ἀκούγονται σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη ὁμόφωνα τά τραγούδια ὅσων ἑορτάζουν. Ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ὁ θάνατος καί ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος σήκωσε αὐτόν πού εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίστηκε τή γυναίκα. Ἡ πρώτη ἄνοιξε τήν εἴσοδο στήν ἁμαρτία, αὐτή ἐδῶ ὑπηρέτησε τήν εἴσοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη δέχτηκε τή συμβουλή τοῦ φιδιοῦ, αὐτή μᾶς ἔδωσε τόν ἀναιρέτη τοῦ φιδιοῦ καί γέννησε τό δημιουργό τοῦ φωτός. Ἐκείνη μᾶς ἔφερε μέ τό δέντρο τήν ἁμαρτία, αὐτή μέ τό ξύλο ἔφερε στή θέση τῆς ἁμαρτίας τό ἀγαθό. Ξύλο ἐννοῶ τό σταυρό. Ὁ καρπός τοῦ ξύλου αὐτοῦ δέ λείπει ποτέ καί γίνεται ζωή ἀμάραντη γι᾿ αὐτούς πού τόν γεύονται. Καί κανένας νά μή νομίζει ὅτι μόνο στό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία αὐτή. Ἄς σκεφτεῖ ὅτι τό Πάσχα εἶναι τό τέλος τῆς οἰκονομίας. Καί πῶς θά γινόταν τό πέρας, ἄς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀρχή; Ποιό εἶναι ἀρχικότερο ἀπό τό ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ γέννηση ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ πάθους.
Καί τοῦ Πάσχα λοιπόν οἱ ἔπαινοι εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς γέννησης. Κι ἄν ἀριθμήσει κανένας τά εὐεργετήματα ὅσων ἱστοροῦν τά εὐαγγέλια καί διηγηθεῖ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, τή διατροφή χωρίς τά ἀπαιτούμενα τρόφιμα, τήν ἐπιστροφή τῶν νεκρῶν ἀπό τά μνήματα, τήν αὐτοσχέδια παρασκευή τοῦ κρασιοῦ, τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἔπειτα ἀπό λογῆς ἀρρώστιες, τίς ἀνορθώσεις τῶν κουτσῶν, τήν ὅραση πού ἦρθε ἀπό τόν πηλό, τά θεῖα διδάγματα, τίς νομοθεσίες, τή μύηση πρός τά ὑψηλότερα μέ τίς παραβολές, ὅλα αὐτά εἶναι δωρεά τῆς σημερινῆς ἡμέρας· γιατί αὐτή ἔγινε ἀρχή στά ἀγαθά πού ἀκολούθησαν. «Ἄς χαροῦμε» λοιπόν «κι ἄς εὐφρανθοῦμε κατά τή διάρκεια αὐτῆς» (Ψαλμ. 43, 17). Ἄς μή φοβηθοῦμε τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων καί ἄς μήν νικηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθειά τους νά μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης. Αὐτοί χλευάζουν τό λόγο τῆς οἰκονομίας, ὅτι δέν ἁρμόζει νά λάβει ὁ Κύριος σῶμα ἀνθρώπου καί μέ τή γέννηση ν᾿ ἀναμιχθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγνοώντας, ὅπως φαίνεται, τό μυστήριο, πῶς δηλαδή οἰκονόμησε τή σωτηρία μας ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Πουληθήκαμε ἑκούσια μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποδουλωθήκαμε στόν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας σάν δοῦλοι ἀγορασμένοι.
Τί παραπάνω ἤθελες νά σοῦ προσφέρει ὁ Κύριος ; Ὄχι τό νά ἐξαιρεθεῖς ἀπό τή συμφορά; Τί λεπτολογεῖς τόν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στό νομοθέτη, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τίς εὐεργεσίες του; Εἶναι σάν νά ἀποκρούει κανένας τό γιατρό καί μέμφεται τήν εὐεργετική ἐπέμβασή του, ἐπειδή πραγματοποίησε τή θεραπεία μ᾿ αὐτόν κι ὄχι μέ ἄλλο τρόπο. Ἄν ἐπιζητεῖς ἀπό περιέργεια νά μάθεις τό μέγεθος τῆς οἰκονομίας, σοῦ φτάνει τόσο μόνο, ὅτι τό θεῖο δέν εἶναι ἕνα μόνο ὁρισμένο ἀγαθό, ἀλλά ὅποιο ἀγαθό μποροῦμε νά φανταστοῦμε, ἐκεῖνο εἶναι· δύναμη, δικαιοσύνη, ἀγαθότητα, σοφία, ὅσα ὀνόματα καί νοήματα ἔχουν σημασία κατάλληλη γιά τό θεῖο.
Πρόσεξε λοιπόν μήπως δέ συνεργάστηκαν ὅσα εἴπαμε στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔγινε, ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἀγάπησε τόν ἀποστάτη· ὡς σοφός, βρῆκε τρόπο νά ἐπανέλθουν οἱ ὑποδουλωμένοι· ὡς δίκαιος, δέν πιέζει αὐτόν πού ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπόκτησε μέ τό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀντάλλαγμα γιά τούς ὑποδουλωμένους, ὥστε, ἀναλαμβάνοντας σάν κάποιος ἐγγυτής τήν ὀφειλή, νά ἐλευθερώσει τόν κρατούμενο. Ὡς δυνατός πού ἦταν, δέν κρατήθηκε ἀπό τόν Ἅδη οὔτε τό σῶμα του γνώρισε τή φθορά. Οὔτε βέβαια ἦταν δυνατό νά νικηθεῖ ἀπό τή φθορά ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς. Ἀλλά ἦταν ντροπή νά ἀνεχθεῖ ἀνθρώπινη γέννηση καί νά δεχτεῖ τήν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τῆς σάρκας; Μιλᾶς γιά τήν ὑπερβολή τῆς εὐεργεσίας.
Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο. Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης. Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
Viteau Passions des saints Écaterine et Pierre d'Alexandrie Barbara et Anysia
(σελίδες 107 - 119 )
ΦΙΛΟΘΕΟΥ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
(σελίδες 99 -144 )
Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη
Eις δεξιάν νύττουσι πλευράν καιρίως, Πλευράς Aδάμ κύημα την Aνυσίαν. Πλευρήν Aνυσίης τριακοστή έγχος ένυξεν. | |||||
Βιογραφία Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Анисия Солунская, мц. (30 декабря) Миниатюра 985 г. Минология Василия II. Константинополь. Ватиканская библиотека. Рим. Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη Μικρογραφία (Μινιατούρα) τού έτους 985 μ.Χ. στό Μηνολόγιο τοῦ Βασίλειος Β '. Κωνσταντινούπολη. Τώρα εὑρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Ρώμη Анисия Солунская, мц. (30 декабря) Менологий на 30 декабря - 1 января Византия. Греция; XIV в.; памятник: Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 10 x 13 см.; местонахождение: Англия. Оксфорд. Бодлеанская Библиотека Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη Μηνολόγιο 30 Δεκεμβρίου - 1 Ιανουαρίου Βυζαντινή Μηνολόγιο τού 14ου αιώνα μ.Χ. Τώρα ευρίσκεται στην Αγγλία. Οξφόρδη. Bodleian Βιβλιοθήκη (Bodleian Library) Ιερά Λείψανα Racla cu Moaștele Sfintei Mucenițe Anisia (30 decembrie) aflată în Catedrala Sfântul Mare Mucenic Dimitrie - Tesalonic
Впоследствии над местом погребения Анисии в городе Салоники был выстроен молитвенный дом, теперь здесь находится Храм святого Димитрия Солунского, в котором хранятся мощи святой мученицы Анастасии Солунской. Μέρος των Ιερών Λειψάνων της Οσιομάρτυρος βρίσκονται στη Βασιλική του Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Οσιομάρτυρος βρίσκονται στις Μονές Αναλήψεως Πρώτης Σερρών καί Κύκκου Κύπρου. | |||||
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε. Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον. Минея - Декабрь (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии. Μηναῖο - Δεκέμβριος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας . Мч. и мц. Анисия. Шитьё. Русь. XVII в. Вологда. Μάρτυς Ανυσία Κέντημα τού 17ου αιώνα μ.Χ. στην περιοχή Βολόγκντα . Ρωσία Στιχηρὰ τῆς Ἁγίας Ἀνυσίας Ἦχος δ' Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ Παρθενίας λαμπρότησι, φαιδρυνθεῖσα Πανεύφημε, Μαρτυρίου ἤστραψας ἀγωνίσμασι· μὴ προσκυνῆσαι ἡλίῳ γάρ, πεισθεῖσα τὴν ἄδικον, καθυπέμεινας σφαγήν, φοινιχθεῖσα τοῖς αἵμασι· καὶ παρέστηκας, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης στεφηφόρος, ταῖς ἐκεῖθεν λαμπομέναις, αὐγαζομένη φαιδρότησιν. Ἦχος δ' Τὸν ἐγκάρδιον ἔρωτα, ὑποφαίνουσα δάκρυσι, κατανύξει Ἔνδοξε, γῆν κατέβρεχες, καὶ ταῖς θριξὶν ἐναπέσμηχες, Χριστοῦ ὑποπόδιον, ἐννοοῦσα καὶ αὐτόν, ὡς παρόντα προβλέπουσα, ὃν ἐπόθησας, καὶ ἰχνῶν ἁπτομένη διανοίᾳ, θεωρίαις θειοτάταις, τὴν σὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας. Ἦχος δ' Καὶ τὸν πλοῦτον σκορπίσασα, καὶ πτωχοῖς ἐπαρκέσασα, ἐνυμφεύθης ἄφθορος τῷ Ποιήσαντι, καὶ ὥσπερ προῖκα προσήγαγες, αὐτῷ παναοίδιμε, τῶν αἱμάτων τοὺς κρουνούς, καὶ τοῦ πάθους τὴν μίμησιν, οὗ ὑπέμεινεν, Ἀνυσία ὁ μόνος εἰς νυμφῶνα, κατοικίσας σε τὸν θεῖον, ὡς Ἀθληφόρον καὶ Μάρτυρα. Κάθισμα τῆς Μάρτυρος Ἦχος δ' Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ Κατὰ παθῶν τῶν τῆς σαρκὸς βασιλεύσασα, διὰ παθῶν ζωοποιῶν ἐβασίλευσας, ἐκ τοῦ οἰκείου αἵματος φοινίξασα σεμνή, χλαῖναν ἀδιάφθορον, εὐσεβῶς Ἀνυσία· ὅθεν τοῦ Παντάνακτος, Νύμφη ἄμωμος ὤφθης, ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας ἐν πίστει τὴν μνήμην σου. Ἐξαποστειλάριον τῆς Μάρτυρος Ἦχος β' Γυναῖκες ἀκουτίσθητε ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ Ἡ θήκη τῶν λειψάνων σου, μύρον εὐῶδες βρύουσα, ἰᾶται πάθη ποικίλα, τὰ τῶν βροτῶν Ἀνυσία, Παρθενομαρτυς ἔνδοξε· διὸ πανηγυρίζομεν, τὴν φωτοφόρον μνήμην σου, ἐν ᾗ Χριστὸν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν σὲ ἀνυμνούντων. ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ (μετάφραση GOOGLE) Άγιος Δημήτριος Ροστόφ Βίοι των Αγίων Το Μαρτύριο τής Αγιας Μάρτυρος Ανυσίας Μνήμη της 30ης Δεκεμβρίου Κατά την βασιλεία του αμαρτωλού αυτοκράτορα Μαξιμιανού 8895 ζούσε στη λαμπρή πόλη του Σόλωνα 8896 ένα κορίτσι με την ονομασία Ανισία, κόρη πλούσιων χριστιανών γονέων που την έστησαν από φόβο του Θεού, έτσι μεγάλωσε στην αρετή παρά για χρόνια, γιατί οι γονείς της την έτρωγαν περισσότερο με τις αλήθειες της πίστης και της ευσέβειας, παρά το γάλα. Όταν περάσουν τα βρέφη της χρόνια και η Ανισία μεγάλωσε για να είναι ένα όμορφο κορίτσι, οι γονείς της τα δίδαξαν προσεκτικά όλη την βιβλιοθήκη σοφία. Προικισμένος με το μυαλό, ο Ανισί γρήγορα και εύκολα έμαθε τα πάντα και έδειξε πραγματικά άξιους καρπούς της διδασκαλίας. Εκτελούμενο από το Πνεύμα του Θεού, κατείχε μια πραγματικά αγγελική διάθεση, το πρόσωπό της λάμπει με ασύγκριτη ομορφιά. Εκείνη την εποχή, σπάνια έφυγε από το σπίτι και, κρύβοντας την νεανική ομορφιά της στο πάνω δωμάτιο, συχνά είπε με λύπη: - Ω απατηλή ζωή της νεολαίας, καταστρέφοντας μερικούς και καταστράφηκε από τους άλλους! Η γήρανση είναι καλή, αλλά, δυστυχώς για μένα! Η θλίψη μου εκπληρώνει το μήκος του χρόνου, για πολλά χρόνια θα πρέπει να περιμένω γι 'αυτό, πολλά χρόνια με χωρίζει από τον ουρανό! Και η Αησία ποτέ δεν σταμάτησε να ζητά τη βοήθεια του Χριστού, γονατίζοντας και ρίχνοντας δάκρυα στο έδαφος. Όταν οι γονείς της πήγαν στον Κύριο και έγινε η κληρονόμος της περιουσίας του πατέρα της, άρχισε να σκέφτεται τι θα κάνει με τον πλούτο της. Επειδή οι γονείς της συγκέντρωναν μεγάλους θησαυρούς από ασήμι και χρυσό, τεράστιες εκτάσεις, τεράστιες αγέλες, αμέτρητους σκλάβους και σκλάβους, πολλά πολύτιμα μεταξωτά και χρυσά ενδύματα, χρυσά σκεύη διακοσμημένα με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους και λάμπει με μεγαλοπρέπεια. Βλέποντας όλα αυτά, ο Άγιος Ανισίος είπε: "Πώς να σωθείτε μέσα σε τόσα πολλά πλούτη της γης;" Πώς να βγείτε στο κεφάλι του αρχαίου φιδιού-διάβολου και να ξεπεράσετε τη δύναμή του; Αλλά ξέρω τι να κάνω: Θα χρησιμοποιήσω την πονηριά του φιδιού ενάντια στο φίδι. Καθώς ο ίδιος ανανεώνεται ετησίως, αναστέλλοντας το σκουρόχρωμά του δέρμα, έτσι θα απαλλαγούμε από τα πλούτη μου. Διότι προκαλούν σοβαρή βλάβη σε εκείνους που τους χρησιμοποιούν για το κακό και χτυπάνε με το ανίατο όρυγμα όλων εκείνων που τους συγκεντρώνουν, αλλά τα τσιγκούνα και τα αμήχανα δεσμεύονται από τις δέσμες και τα δίχτυα τους. Κάνοντας τα κτήματα συνηθισμένα στο θυμό και συσσωρεύοντας τον πλούτο με εξαπάτηση και αδικία, τα πολύτιμα ενδύματα διδάσκουν ασελλείς πράξεις και εμπλέκονται στην αμαρτία. οι χρυσές αλυσίδες και τα περιδέραια τους κάνουν να πετάξουν με υπερηφάνεια τα κεφάλια τους, γιατί θέλουν τους ανθρώπους να τους δουν και να τους επαινέσουν. Έτσι θα τα αντιμετωπίσω: θα είμαι η φυσική τους κυρία, πριν λάβουν αφύσικη κυριαρχία πάνω μου. Θα τους αρέσω αληθινά και θα τους περάσω για πάντα, παρακάμπτοντας ταυτόχρονα και από τους πειρασμούς που προκαλούν. Θα τους βρω μια ισχυρή φρουρά: θα τους βάλω, ως θησαυροφυλάκιο, στα σπίτια των χήρων, των ορφανών και των ζητιάων. Και η εγγύησή μου είναι σίγουρη, Κύριε, που δεν θα με κάνει μόνο διπλά, αλλά εκατό φορές και θα με κάνει συμμετέχοντα στην αιώνια ζωή. Τα πάντα διανέμονται σε όλους, για να πάρουν τα πάντα σε ένα κομμάτι, πολλαπλασιάζονται εκατό φορές και, έχοντας διανεμηθεί, θα πάρω τον σταυρό του Χριστού. Διότι τότε θα είναι εύκολο για μένα να ακολουθήσω τον Χριστό, αφήνοντας τη γη στη γη να ζήσει με τους Αγγέλους στον ουρανό. Είναι καλύτερο να αποφύγουμε τη ζωή του κακού και του ακάθαρτου και να επιθυμούμε τη ζωή των αβλαβών και πνευματικών πράξεων. Μια προσωρινή αλλαγή στο αιώνιο: το ταχυδρομείο είναι ένας άδικο γάμο, παραμένω στην αγνότητα και θα διατηρήσω το σώμα μου καθαρό για τον Δημιουργό. Τώρα είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί μια αγορά, ενώ υπάρχει μια αγορά. Δίωξη και δίωξη, επιτρέψτε μου να λάβω ανταμοιβή στον ουρανό. Οι κυνόδοντες και τα βασανιστήρια τους επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση στις παραδεισένιες απολαύσεις, οι πληγές και η φυλακή να με οδηγήσουν στην αίθουσα του Χριστού. γιατί όχι μόνο οι άνδρες λαμβάνουν ανταμοιβές, αλλά και οι γυναίκες είναι στεφανωμένες με κορώνα. Έτσι είπε στον εαυτό της και προσευχήθηκε με δάκρυα: "Κύριε Ιησού Χριστό!" Το φως μου! Η πηγή της αθανασίας! Η ρίζα της αγανάκτησης, ακούραστη κατά την παρθένο μήτρα, και μετά τα Χριστούγεννα διατήρησε την άφθαρτη, την ευλογημένη σας Μητέρα! Κύριε, κάνε το έτσι ώστε να πάω και στο παρθένο και να μην απογαλακτιστώ από το παλάτι σου! Συμπεριλάβετε με τον αριθμό των σοφών παρθένων ( Mf.25: 1-12 ) και είναι σε θέση να σας συναντήσω με ένα άσβεστο λαμπτήρα, εγώ θα συμμετάσχω στη δόξα σας, έχοντας εκτελέσει το κατόρθωμα σας χωρίς ψεγάδι! Προς το παρόν, η Αγία Ανισία πούλησε αμέσως όλα τα ακίνητά της και, επιπλέον, όχι με την τιμή που άξιζε, και όχι με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει συνήθως με τις πωλήσεις και τις αγορές στην αγορά. Γιατί είπε στους διαγωνιζόμενους: - Να γνωρίζετε ότι τα πωλούμενα προϊόντα ανήκουν στους φτωχούς και τους άθλιους. Επομένως, ορίστε ένα δίκαιο τίμημα για να συγκεντρώσετε και μια κάποια ανταμοιβή, γιατί ο Κύριος είναι δίκαιος και αγαπά τη δικαιοσύνη και ανταμείβει στην αλήθεια. Όταν πωλήθηκε όλο το ακίνητο, άρχισε να διανέμει τα έσοδα στους φτωχούς και να υποφέρει από την κράτηση. Μπαίνοντας σε όλα τα μπουντρούμια, ο άγιος όχι μόνο υπηρετούσε ό, τι χρειαζόταν, αλλά εξυπηρετούσε και τους δικούς του φυλακισμένους, ειδικά εκείνους που μετά από πολλά βασανιστήρια και πληγές δεν μπορούσαν να υπηρετήσουν. Τους αντιμετώπισε με το χρίσμα με αλοιφές και με επίδεσμο των πληγών τους, παρηγορώντας τους θλιμμένους, επισκέπτοντας τους άρρωστους στο κρεβάτι και βοηθώντας τους από τα πλούτη τους. περπάτησε γύρω από τις πλατείες και τους δρόμους και έδωσε γενναιόδωρη βοήθεια σε όλους τους φτωχούς και άρρωστους, ξαπλωμένους στο πύον, ακριβώς αυτό που είχε βρει. Την ίδια στιγμή, είπε στον εαυτό της: «Δεν θα επιδιώξω την άνεση και την απόλαυση στα πλούτη που ακόμα και σε μια ημέρα κρίσης δεν θα ισοδυναμούν ούτε με μια σταγόνα νερού». Όταν η Anisii ξόδεψε το τελευταίο νόμισμα, χωρίς να αφήσει τίποτα για τον εαυτό της, έκλεισε σε κάποια ανώτερη αίθουσα και με το δικό της έργο άρχισε να παίρνει το απαραίτητο φαγητό για το σώμα, τρώγοντας το δικό της ψωμί στον ιδρώτα του προσώπου της, ακολουθώντας τα λόγια του Απόστολου: «Αν δεν θέλει κανείς να δουλέψει, δεν τρώει επίσης " ( 2Thess. 3:10 ), επειδή είναι κατάλληλη για τους Χριστιανούς να τρώνε από την εργασία των χεριών τους. Αγωνιζόμενος στις προσευχές και στη νηστεία, η Anisia έζησε σαν αιθέρια. Έχοντας συνηθίσει σε κατορθώματα και σκληρή ζωή, πέρασε μέρες στα γραπτά και την ανάγνωση θεϊκών βιβλίων και νύχτες σε ψαλμοπενία και προσευχές. Το έδαφος το σερβίρεται σαν κρεβάτι, αντί για ένα μαλακό κρεβάτι είχε μόνο το κρεβάτι καλαμιού, αντί για ζεστά κουβέρτα - λεπτά χνουδωτά. κοιμήθηκε ελάχιστα, γιατί είπε στον εαυτό της: «Δεν είναι ασφαλές για μένα να κοιμηθώ όταν ο εχθρός μου είναι ξύπνιος». Επιπλέον, ο άγιος έριξε άφθονα δάκρυα και οι στεναγμοί της ήταν πιο πολυάριθμοι από ό, τι τα λόγια που προήλθαν από τα χείλη της. Σε τέτοιο βαθμό αγκαλιάστηκε από τη Θεία αγάπη, όταν πηδούσε το γόνατό της για να προσευχηθεί, ένιωσε ότι έπεσε στα πόδια του Σωτήρος και τα φίλησε και τα μαλλιά της σκούπισαν τη σκόνη από τα πόδια του Κυρίου 8897 . Αυτή η σκέψη προκάλεσε πηγές δακρύων, όπως εκείνη που είχε πλύνει τα πόδια της Βλαδίκας και σκούπισε το κεφάλι της σκουπίστηκε με δάκρυα ( Lk.7: 36-50 ). και είχε μια αδιάκοπη επιθυμία να απελευθερωθεί από τους δεσμούς του σώματος και να ζήσει με τον Χριστό. Και αυτή, προσευχόμενη, χτύπησε τον εαυτό της στο στήθος και είπε: - Παντοδύναμος Κύριος, Θεός, Πατέρα, ο μονογενής Υιός του Ιησού Χριστού, Κύριος και Θεός και Σωτήρας, ο οποίος κάθεται στο θρόνο της δόξας σας! Εκείνοι που υπηρετούν χιλιάδες χιλιάδες Αρχαγγέλοι και σε ποιους είναι το σκοτάδι αυτών των 8898 υπακούοντας στην εντολή των θρόνων, κυριαρχιών, αρχών και δυνάμεών Του, τα οποία οι χερουβείες επαίνεσαν και δοξάζουν ασταμάτητα τους σεραφείμ, 8899, η κραυγή του τριών ιερού τραγουδιού! Εσείς, βυθίσατε τις κακίες των πνευμάτων που εξεγέρθηκαν εναντίον σας και δεσμεύονταν τα άγια δεσμά της χάριτός σας που στερήθηκαν τη χάρη σας, που έριξε το θρόνο του στη γη, που τον στερούσε από την ουράνια υπηρεσία και την ευλογημένη ζωή και τη ντροπή του σταυρού που διόρθωσε την υπερηφάνειά του! Εσύ που μας έστειλε από τα άψονα εντόσθια του Θεού σου το Λόγο, τον αιώνιο Σωτήρα των ψυχών μας, που γεννήθηκε από το Άγιο Πνεύμα και τη Μαρία της Παναγίας, και ζήτησε τους χαμένους, επιβεβαίωσε τον άρρωστο και θεράπευσε το σπασμένο! Σας καλώ με όλη σας την καρδιά, τον ταπεινό και αμαρτωλό σας υπηρέτη. Εκείνος που ξέρει τις σκέψεις του κάθε ανθρώπου, ο οποίος πυροδότησε στην καρδιά μου μια καυτή αγάπη για σένα, έλα και με σώσει, άξιος του δούλου σου, γιατί σε θέλω, σε σ 'αναζητώ και σε προσκολλώντας σε σένα με όλη μου τη δύναμη. Κύριε Θεέ, ο Υιός, λάβετε την προσευχή μου, έφερε σε σένα μια σπασμένη καρδιά και ένα ταπεινό πνεύμα. Μην με περιφρονείτε για τον Ιησού Χριστό, για τον οποίο σας καρφώσατε στο σταυρό, χτυπήσατε στα μάγουλα και για τον οποίο πίπατε τη χολή με ξύδι, δοκιμάσατε το πικρό θάνατο, την τρίτη ημέρα ανέβηκε από τους νεκρούς και ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε στο δεξί χέρι του Πατέρα: Μη με απορρίπτετε από τους δικούς σας σκλάβους, αλλά θα μου χορηγήσετε χριστιανικό θάνατο, με την εικόνα του ιερού σας σταυρού! Κάνε με να συμμετάσχω στα βάσανα σου, για να είμαι άξιος να σου εμφανίσω το πρόσωπό σου. Κρατήστε μου πιστή σε σας! «Η σάρκα μου τρέμει με φόβο και φοβάμαι τις κρίσεις σου» ( Ps. 118: 120 ), "Απομακρύνετε τα μάτια μου, για να μην δω τη ματαιοδοξία. με ενθάρρυνε με το δρόμο σου " ( Ψαλμός 119: 37 ), αλλά «ανοίξτε τα μάτια μου , προσεύχομαι, » και θα δούμε τα θαύματα του νόμου σας » ( Ps. 118: 18 ). Ψαλμός. 118 -. Έχω αφιερωθεί σε σας από τη μήτρα της μητέρας μου, είσαι ο Κύριός μου! "Γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν" ( Ζ.26: 10 ). Εσείς, Κύριε, με καταλάβετε. Κάντε δίκιο μου, ας μην ντρέπεται ο δικός σου υπηρέτης, αλλά «δείξε μου ένα σημάδι για καλό» ( Ψαλμός 85: 17 ) και να εκπληρώσω την αίτησή μου, για "Κύριε! Μπροστά από σένα είναι όλες οι επιθυμίες μου και ο στεναγμός μου δεν είναι κρυμμένος από σένα " ( Ψ.37: 10 ). Και πάλι προσεύχομαι σε Θεέ, Θεέ του Πατέρα, με βοηθήστε, ας μην βρεθεί αμαρτία σε μένα, ο δούλος σου. γιατί σου προσφέρω θυσίες. Πάρτε μου ως ολοκαύτωμα πρόβατα και μοσχάρια, και όπως το σκοτάδι των λιπαρών αρνιών, η θυσία μου να είναι μπροστά σας. Και παραχωρήστε μου να ακολουθήσω το άσπρο, τον Ιησού Χριστό σας, με τον οποίο είναι μαζί σας, με το Άγιο Πνεύμα, τη δόξα, την τιμή και τη δύναμη για πάντα και πάντα, αμήν. Προσευχόμενος έτσι, η άγια Ανισία σηκώθηκε και έσκαψε με το σημάδι του σταυρού. Όλα αυτά είδαν έναν πονηρό εχθρό της ανθρώπινης φυλής και δεν μπορούσαν να αντέξουν την αγγελική και ουράνια ζωή του. Την είδε ως πνευματικό πνεύμα στον ουρανό και με όλη της την καρδιά που επιθυμούσε να υποφέρει για τον Χριστό και σκοντάψει τα δόντια της και προσπαθώντας να ταρακουνήσει και να ανατρέψει το δωμάτιό της, αλλά βλέποντάς την παντού προστατευμένο από το σημάδι του σταυρού, έφυγε μακριά, σαν να οδηγούσε αόρατες απεργίες. Ωστόσο, μερικές φορές κατόρθωσε να ενσταλάξει μια ιερή τεμπελιά και αποθάρρυνση, αλλά σύνθλιψε αμέσως την πονηριά του, προστατεύοντας τον εαυτό της, σαν τοίχο, με αδιάκοπη προσευχή. Και ο εχθρός της αλήθειας θρηνούσε και είπε στον εαυτό του: "Αλίμονο, είμαι καταραμένος!" Έχω αφαιρέσει τους αγγέλους από πίσω από τον ουρανό, έχω κατακτήσει πολλά ισχυρά, αλλά τώρα νέοι άντρες και κορίτσια γελούν σε μένα. Αγαπούν τον θάνατο περισσότερο απ 'ό, τι η ζωή και στέκονται από αυτό που ρέουν στον ουρανό και αφήνουν αυτόν τον κόσμο άδειο για μένα. Το αίμα των μαρτύρων μου με παρηγορούσε, αλλά η πίστη και οι εκμεταλλεύσεις τους και το κηρύγμα τους άλλαξαν ολόκληρες πόλεις και λαούς. Οι ναοί μου καταστρέφονται, τα προφητικά μάτια σιωπούν, οι βωμοί ανατρέπονται, οι ιερείς που χαίρονται πριν, αποθαρρύνονται. Για την καταστροφή μου, παντού ο σταυρός αναβλύζει και η βασιλεία μου πέφτει σε αποσύνθεση, επειδή οι χαρούμενοι στο μαρτύριο είναι τρομακτικοί στους τάφους: με καίνε, κτύπησαν και με έδιωξαν παντού. Και αυτό που εφευρέθηκα εναντίον τους, στράφηκε στη μεγάλη ατυχία μου. Αλλά ξέρω τι να κάνω με αυτούς: Βρήκα ένα νέο τέχνασμα. Και αμέσως ο εχθρός σκέφτεται τα εξής: θέλοντας να θάψει τη δόξα των αγίων μαρτύρων στη σκόνη της λήθης, έτσι ώστε οι επόμενες γενιές να μην τις θυμούνται, να κάνουν άγνωστα τα περιουσιακά τους στοιχεία και να στερούν τις περιγραφές, ο ζηλιάρης να οργανώνεται έτσι ώστε οι χριστιανοί να χάνουν παντού χωρίς δίκη και δίκη, , αλλά οι πιο απλοί και τελευταίοι άνθρωποι. Ο περιβόητος εχθρός δεν κατάλαβε ότι ο Θεός δεν απαιτεί λόγια, μόνο καλές πράξεις. Αφού κατέστρεψε ένα μεγάλο πλήθος χριστιανών, ο Μαξιμιανός, σύμφωνα με τη διαβολική διδασκαλία, προσποιήθηκε ότι ήταν εξασθενημένος. Έχοντας γεμίσει με το αίμα των αθώων, γινόταν σαν ένα αιματηρό θηρίο, το οποίο, όταν τρώει με κρέας και δεν θέλει πλέον να φάει, φαίνεται πενιχρό και παραμελεί τα ζώα που περπατούν, οπότε ο κακός αυτός θάρρος, έχοντας αηδιασθεί από τη δολοφονία, προσποιήθηκε ότι ήταν πεντανόστιμος. Είπε: Οι Χριστιανοί δεν είναι άξιοι να σκοτωθούν πριν από τα μάτια του βασιλιά. Ποια είναι η ανάγκη να τα δοκιμάσετε και να τα κρίνετε και να καταγράψετε τα λόγια και τις πράξεις τους; Γιατί αυτά τα αρχεία θα διαβαστούν και θα μεταδοθούν από γενιά σε γενιά από όσους διακηρύσσουν την ίδια χριστιανική πίστη και η μνήμη τους θα γιορτάζεται για πάντα. Γιατί δεν πρέπει να διατάξω να ζεσταίνονται σαν ζώα, χωρίς ανάκριση και αρχεία, έτσι ώστε ο θάνατός τους να είναι άγνωστος και η μνήμη τους σταματάει σιωπηλά; Αφού έλαβε τέτοια απόφαση, ο πονηρός βασιλιάς εξέδωσε αμέσως διάταγμα παντού, ώστε ο καθένας να μπορεί να σκοτώνει τους Χριστιανούς χωρίς φόβο, χωρίς φόβο για δίκη ή εκτέλεση για δολοφονία. Και άρχισαν να χτυπούν χριστιανούς χωρίς αριθμό καθημερινά και σε όλες τις χώρες και τις πόλεις και τα χωριά, στις πλατείες και στους δρόμους. Όποιος συναντούσε έναν πιστό, αμέσως μόλις έμαθε ότι ήταν χριστιανός, αμέσως τον χτύπησε με οτιδήποτε χωρίς λέξη ή τον τρύπησε με ένα μαχαίρι και τον έκοψε με ένα σπαθί ή άλλο όργανο, με πέτρα ή ραβδί και σκότωσε σαν θηρίο, έτσι ώστε να εκπληρώθηκαν τα λόγια της Γραφής: "Αλλά για σας, σκοτώνονται καθημερινά, μας θεωρούν πρόβατα, καταδικασμένα σε σφαγή" Ψ. 43: 23 ). Σε αυτή τη σκληρή εποχή για τους χριστιανούς, ο Άγιος Ανισιάς, που καίει στην καρδιά της με την επιθυμία να πεθάνει για τον Χριστό, βγήκε μια μέρα από το δωμάτιό της, ωθούμενο από το πνεύμα, και σκόπευε να πάει στο ναό του Κυρίου. Εισερχόμενος στην αποκαλούμενη Πύλη Cassotrioti, άκουσε ένα θόρυβο μεταξύ των ανθρώπων. Οι ασεβείς γιόρταζαν την ημέρα αυτή τις διακοπές του ήλιου και έφεραν τις ακάθαρτες θυσίες τους. Και ιδού, ένας από τους στρατιώτες του βασιλιά, με κατεύθυνση προς αυτόν, βλέποντας την πανέμορφη παρθένο, την άγια Anisii, την σταμάτησε, διδάσκοντας ο ίδιος ο διάβολος, και είπε: "Σταματήστε, κορίτσι, και πείτε μου πού πηγαίνετε;" Βλέποντας την αποτρόπαιη και ενοχλητική του σκέψη και πιστεύοντας ότι αυτός είναι ένας εχθρικός πειρασμός, προστατεύτηκε με ένα σταυρό σημάδι μπροστά του. Αλλά ο πολεμιστής δεν ντρεπόταν για τη γλυκιά σιωπή του παρθένου και θεωρώντας τον ανέντιμο για τον εαυτό του και εκφράζοντας την περιφρόνηση, όπως ένα θηρίο, την άρπαξε σαν λύκος να αρπάζει ένα πρόβατο, γιατί πραγματικά ήταν ένα άγριο θηρίο και με τρομερή φωνή την ρώτησε: ποια είναι και πού προέρχεται; Θέλοντας να απελευθερωθεί από τα χέρια του και ανυπότακτος, σταθεροποιημένος στις απόψεις του, ο υπηρέτης του Χριστού προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί με μια απάνθρωπη ανταπόκριση και είπε: - Είμαι υπηρέτης του Χριστού και πηγαίνω στην εκκλησία. Αλλά ο ξεδιάντροπος πολεμιστής, που προκάλεσε ο δαίμονας σε αυτόν, αντιτάχθηκε σε αυτήν: "Δεν θα σε αφήσω να φύγεις, αλλά θα σε οδηγήσω στον τόπο όπου θυσιάζονται οι θεοί μας, γιατί σήμερα θεωρούμε τον ήλιο σαν φεστιβάλ". Με αυτό τον τρόπο, προσπάθησε να αφαιρέσει με δύναμη το πέπλο που βρισκόταν στο κεφάλι της, θέλοντας να ανοίξει τελείως το πρόσωπό της, αλλά με αντοχή αντιστάθηκε και δεν επέτρεψε να ανοίξει το κεφάλι της, αλλά πέταξε στο πρόσωπό του και είπε: "Ο Θεός να σας απαγορεύει, διάβολος, ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός !" Τότε ένας πολεμιστής. που δεν έφερε το όνομα του Χριστού, εξέθεσε το σπαθί που ήταν μαζί του και, χτυπώντας το στο πλευρό, διέσχισε. Η αγία κοπέλα έπεσε στο έδαφος και, με εξωφρενικό αίμα, πρόδωσε την άγια ψυχή της στα χέρια του Χριστού του Θεού της, τον οποίο αγαπούσε και πέθανε για τον οποίο ζήτησε ζήλο όλες τις ημέρες της ζωής της. Οι περαστικοί που την είδαν περικύκλωσαν την ήδη νεκρή και ξαπλωμένη στο αίμα και μερικοί θρήνησαν τα νεανικά της χρόνια και έναν σκληρό θάνατο, ενώ άλλοι γκρίνιαζαν στον άνανδρο βασιλιά, ο οποίος εξέδωσε έναν τόσο αυστηρό νόμο για να καταστρέψει αθώους ανθρώπους. Μερικοί από τους πιστούς έλαβαν τα τίμια λείψανά της και, με τιμή, την απομάκρυναν, έθαψαν δύο στύλους από τις πύλες της Κασσοτριωτίνης, στην αριστερή πλευρά του μονοπατιού του λαού. Αργότερα, χτίστηκε ένα σπίτι προσευχής πάνω από τον τάφο της Ανισιάς. Αυτό συνέβη σε εκείνες τις στιγμές που ο Μαξιμιανός κυριάρχησε στη γη, ο Κύριος Ιησούς Χριστός κυριάρχησε πάνω σε πιστούς για πάντα και πάντα, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, με τον οποίο ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα τιμήθηκαν και δόξα, τώρα και για πάντα και για πάντα. Αμήν. * * * 8895 Ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός βασιλεύει από 284 έως 305. 8896 Η Θεσσαλονίκη ή η Θεσσαλονίκη είναι μια πολύ σημαντική, αρχαία πόλη της Μακεδονίας, που βρίσκεται στα βάθη του μεγαλύτερου κόλπου Solun ή Ferly κοντά στο Αιγαίο Πέλαγος (Αρχιπέλαγος). Τώρα αυτή η πόλη, με την ονομασία Θεσσαλονίκη, μετά την Κωνσταντινούπολη, είναι η πρώτη εμπορική και κατασκευαστική πόλη στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, με πολύ μεγάλο πληθυσμό. 8897 Η υπηρεσία του St. Anisii, το 2ο sticheron στο "Lord cry". 8898 Το σκοτάδι είναι δέκα χιλιάδες. 8899 Ο σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι θρόνοι, οι κυριαρχίες, οι δυνάμεις, οι αρχές, οι αρχές, οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι είναι αγγελικές τάξεις, των οποίων η ιερή Εκκλησία μετρά μόνο εννέα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου