Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

 




ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ




Ο Άγιος Μηνάς «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ» 
ο Μεγαλομάρτυς

Άγιος Μηνάς «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ» ο Μεγαλομάρτυρας -
Εικόνα  στις αρχές  τού 17ου αιώνα μ.Χ.
έργο τού Εμμανουήλ Λαμπάρδου,
(β’ μισό 16ου – α’ μισό 17ου αι.). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους της Κρητικής Σχολής, που εργάστηκε στην Κρήτη στο τέλος του 16ου και κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 17ου αι., όπως εικάζεται από έργα του χρονολογημένα μεταξύ 1593-1647. Ήταν ζωγράφος φορητών εικόνων, που διακρίνονταν για την τεχνική τους αρτιότητα τόσο στην κατασκευή όσο και στην εκτέλεση, οι οποίες πιθανολογείται ότι γνώρισαν μεγάλη διάδοση).




Ο  Κύριος ημών Ιησούς Χριστός  και ο Άγιος Μηνάς 
σε Εικόνα τού 6ου αιώνα μ.Χ.
 από το Μοναστήρι Βαουϊτ τής Αιγύπτου, 
σήμερα ευρίσκεται στο Λούβρο.








Вмч. Мина, мчч. Викентий и Виктор.
 Кипр. X в. 31,9 х 22,4. 
На иконе изображы празднуемые в один день свв. Икона из Ларнаки.
Άγιοι Μάρτυρες Μηνάς Βικέντιος και Βίκτωρ. 
Εικόνα τού 10ου αιώνα μ.Χ.  στην Λάρνακα Κύπρου




Αἴγυπτος ὄντως, εἰ τέκοι, τίκτει μέγα.
Τμηθεὶς ἀληθὲς τοῦτο Μηνᾶς δεικνύει.
Μηνᾶς ἑνδεκάτῃ ἔτλη ξίφος γηθόσυνος κῆρ.





Βιογραφία

Ο Άγιος Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα μ.Χ. από γονείς ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το ειδωλολατρικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, δεν κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά του η οποία, όταν ήλθε η στιγμή, σκίρτησε ακούγοντας την φωνή του «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμοί 7,10) Θεού και έτσι ο, έφηβος ακόμη, Μηνάς έγινε χριστιανός.


Свв. Мина, Виктор и Викентий. 
Икона. Греция. Начало XVII в. Ризница монастыря Хиландар. Афон.
Εικόνα Του Αγίου Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου.στις αρχές τού 17ου αιώνα στο Σκευοφυλάκιο τής Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου Άγιον Όρος






Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σταδιοδρομήσει στον Ρωμαϊκό στρατό, στο ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την διοίκηση του Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας του ήταν στο Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε και για την φρόνησή του αλλά και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στο κύκλο των στρατιωτικών.




Святой Великомученик Мина. 
Фреска церкви Св. Николая Каснициса в Кастории, Греция.
Конец XII века.
Άγιος Μεγαλομάρτυρας Μηνάς
Τοιχογραφία (Fresco) τού τέλους τού 12ου αιώνα μ.Χ.
στον Ιερό Ναό τού Αγίου Νικολάου στην Καστοριά 





Святой Великомученик Мина. 
Фреска монастыря Высокие Дечаны, Косово, Сербия. 
Около 1350 года.
Άγιος Μεγαλομάρτυρας Μηνάς
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους περίπου 1350 μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι 
Κοσσυφοπέδιο. Σερβία 














Δυστυχώς όμως, τρεις αιώνες μετά την έλευση του Χριστού και ο παλαιός κόσμος ακόμη δεν ήθελε να δεχθεί το λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως, παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος στη φθορά και το σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,14). Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό εναντίον των λογικών προβάτων του Χριστού, διωγμό ο οποίος κράτησε από το 303 έως το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν να συλλαμβάνουν και να τυραννούν τους χριστιανούς προσπαθώντας να τους κάνουν να αλλαξοπιστήσουν. Αυτή ήταν και η πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Μηνάς κλήθηκε να πει «το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Η πίστη του στον Χριστό νίκησε την κοσμική «σύνεση» και λογική.



Άγιος Μεγαλομάρτυρας Μηνάς
Ιερός Ναός Αγίου Μηνά Ναούσης



 Saint Menas 
by Georgios Kastrofylakas (1738).
 From the old metropolitan church of Agios Minas and Pantanassa, 
now part of the Collection of Agia Aikaterini.
Άγιος Μεγαλομάρτυρας Μηνάς
Εικόνα τού έτους 1738 μ.Χ.
από τον παλαιό Μητροπολιτικό Ναό τού Αγίου Μηνά καί τής Παντανάσσης Ηρακλείου Κρήτης, 
τώρα  αποτελεί μέρος τής Συλλογής 
τού Ιερού Ναού  Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου Κρήτης
έργο τού αγιογράφου Γεώργιου Καστροφύλακα ή Τζώρτζη
(γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και εργάστηκε μεταξύ του 1723 και του 1758 στη γενέτειρά του και στη μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Στον παλιό Άγιο Μηνά του Ηρακλείου βρίσκονται τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Γέννηση του Χριστού και η Ιστορία του Αγίου Ματθαίου. Τα έργα του συνδυάζουν τη βυζαντινή παράδοση με την αναγεννησιακή, συγκερασμένες με τη λαϊκή ζωγραφική αντίληψη της εποχής του. Διέθετε μεγάλη καλλιτεχνική ικανότητα με άκρατη διακοσμητική διάθεση.
Η καλλιτεχνική του δράση τοποθετείται στο α’ μισό του 18ου αι. Χωρίς να υπάρχει καμιά είδηση για την οικογένεια ή τη ζωή του, είναι γνωστός από τις 30 περίπου φορητές εικόνες του (1719 – 52)



St Menas. 16th c. Mary’s Presentation in


Ο Άγιος δεν άντεξε, πέταξε στη γη την στρατιωτική του ζώνη απεκδυόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα του στρατιώτη - διώκτη των χριστιανών, και διέφυγε στο παρακείμενο όρος. Εκεί ασκήτευε, προτιμώντας την συντροφιά των θηρίων της φύσης από την συντροφιά των αποθηριωμένων ειδωλολατρών. Εκεί, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Προς Εβραίους 11,38), έζησε επί αρκετό διάστημα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Η ασκητική ζωή και η ησυχία εθέρμαναν την καρδιά του ανάβοντας τον θείο έρωτα και τον πόθο του μαρτυρίου.

Έτσι, σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, μετά από θεία αποκάλυψη ότι είχε φτάσει η ώρα του μαρτυρίου, κατέβηκε στην πόλη, σε μέρα ειδωλολατρικού πανηγυριού και με παρρησία, εν μέσω των μαινομένων ειδωλολατρών, ομολόγησε τον Χριστό ως τον ένα και αληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Συνελήφθη και σύρθηκε δερόμενος μπροστά στον Πύρρο, τον διοικητή της πόλεως. Εκεί, μιλώντας με θάρρος, αποκάλυψε το όνομά του, την καταγωγή του, το στρατιωτικό του παρελθόν και, φυσικά, διεκήρυξε με τόλμη και αταλάντευτη επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Οδηγήθηκε στη φυλακή και το πρωί της επομένης ημέρας, μετά το πέρας του ειδωλολατρικού πανηγυριού, τον παρουσίασαν και πάλι ενώπιον του ηγεμόνος ο οποίος τον κατηγόρησε ότι εξύβρισε τους θεούς και μάλιστα μπροστά του και ότι λιποτάκτησε από τον στρατό. Ο Άγιος αποδέχθηκε τις κατηγορίες χωρίς δισταγμό.

Ο Πύρρος, ευλαβούμενος στην αρχή την ηλικία και την ευκοσμία του, προσπάθησε με λόγια και υποσχέσεις αλλά και με απειλές στη συνέχεια, να τον αποσπάσει από την πίστη του Χριστού. Όταν οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην σταθερή άρνηση του Αγίου, διέταξε να τον υποβάλουν σε ανυπόφορα βασανιστήρια. Οι δήμιοι τον μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε άλλαξαν δύο και τρεις φορές οι μαστιγωτές του. Τον κρέμασαν και τον έγδερναν μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα εσωτερικά όργανα του Αγίου. Έπειτα, σαν να μην έφθαναν αυτά, έτριβαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο ύφασμα και στο τέλος τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικά αγκάθια. Όλα τα υπέμενε με γενναιότητα και καρτεροψυχία ο Μάρτυς του Χριστού, εφαρμόζοντας το Ευαγγελικό «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθαίος 10,28).

Μάλιστα, την ώρα του μαρτυρίου, κάποιοι παλιοί συστρατιώτες του τον προέτρεπαν να θυσιάσει στα είδωλα λέγοντας ότι ο Θεός του θα τον δικαιολογήσει βλέποντας τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλλαν. Ο Άγιος αρνήθηκε αποφασιστικά και τους απάντησε ότι προσφέρει θυσία ακόμη και τον εαυτό του στον Χριστό, ο οποίος τον ενδυναμώνει για να υπομένει τις πληγές.

Ο ηγεμόνας, θαυμάζοντας την ευστοχία και την σοφία των απαντήσεων του Μάρτυρα, τον ρώτησε απορημένος πώς είναι δυνατόν ένας τραχύς στρατιώτης σαν αυτόν να μπορεί να απαντά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και ο Άγιος, με τη φώτιση του Θεού, του αποκρίθηκε ότι αυτή την ικανότητα την χαρίζει στους μάρτυρές του ο Χριστός, όπως έχει υποσχεθεί στο Ευαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τᾶς συναγωγᾶς καὶ τᾶς ἀρχὰς καὶ τᾶς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τὴ ὥρα ἃ δεῖ εἰπειν» (Λουκά ιβ’, 11-12).

Τότε, απελπισμένος ο τύραννος, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας προς τον τόπο της εκτέλεσης ο Άγιος πρόλαβε να ζητήσει από κάποιους κρυπτοχριστιανούς να μεταφέρουν το λείψανό του στην Αίγυπτο.




Миниатюра Минология Василия II. Константинополь. 985 г. Ватиканская библиотека. Рим.
Άθλησις των Αγίων Μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου.  Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο τοῦ Βασίλειος Β '. 985 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. 
Τώρα εὑρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Ρώμη







Мина Котуанский, вмч., Феодор Студит, прп., Викентий Августопольский, мч., (11 ноября)
Менологий на 9 - 12 ноября
Византия. Греция; XIV в.; памятник: 
Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 
10 x 13 см.;  местонахождение: Англия. Оксфорд. 
Бодлеанская Библиотека 

Άθλησις των Αγίων Μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. 
Μηνολόγιο 9 - 12 Νοεμβρίου
Βυζαντινή Μηνολόγιο  τού 14ου αιώνα μ.Χ. 
Τώρα ευρίσκεται στην  Αγγλία. Οξφόρδη. 
Bodleian Βιβλιοθήκη (Bodleian Library)





Ο αποκεφαλισμός του έγινε την 11η Νοεμβρίου στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. (πιθανότατα το 304 μ.Χ.) και έτσι η ψυχή του πέταξε χαρούμενη προς τον Σωτήρα Χριστό τον οποίο τόσο επόθησε ο Άγιος και για τον οποίο θυσιάσθηκε. Οι δήμιοι άναψαν φωτιά για να κάψουν το σώμα του.

Ότι κατάφεραν οι χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν στην Αίγυπτο και το έθαψαν κοντά στην Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας.


Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε τα λείψανα αρνούμενη πεισματικά να προχωρήσει. Έτσι οι χριστιανοί κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να ενταφιασθούν εκεί τα λείψανα του Αγίου.


Η περιοχή του τάφου πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε προσκυνηματικό - λατρευτικό κέντρο.


Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες εγκαταστάσεις.




Ι Ε Ρ Α   Λ Ε Ι Ψ Α Ν Α



Απότμημα Ιερού Λειψάνου τού Αγίου Μηνά  στον Ιερό Ναό Αγίου Μηνά Ηρακλείου Κρήτης





Απότμημα Ιερού Λειψάνου τού Αγίου Μηνά  στον Ιερό Ναό Αγίου Μηνά Νάουσας



Απότμημα Ιερού Λειψάνου τού Αγίου Μηνά τον Ιερό Ναό Αγίου Μηνά Κεστρίνης Θεσπρωτίας. 




Απότμημα Ιερού Λειψάνου τού Αγίου Μηνά τον Ιερό Ναό Αγίου Μηνά
στα΄Φηρά Σαντορίνης  (βλ. Ἱερά Μονή Προφήτου Ἠλιού Σαντορίνης)



Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες εγκαταστάσεις.


Минея - Ноябрь (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии.
Μηναῖο - Νοέμβριος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας .





ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ

 

 
Άγιου Δημήτριου του Ροστόφ


Τα πάθη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά

Εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου

Ο Άγιος Μάρτυρας Μηνάς ήταν Αιγύπτιος στην καταγωγή. Ομολόγησε την χριστιανική πίστη και υπηρέτησε στον στρατό που βρισκόταν στην περιοχή Κοτουάν ( 7222) , υπό τη διοίκηση του χιλίαρχου Φιρμιλιανού. Εκείνη την εποχή, δύο ασεβείς αυτοκράτορες, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, βασίλευαν ταυτόχρονα στη Ρώμη ( 7223 ). Αυτοί οι αυτοκράτορες εξέδωσαν διάταγμα σε όλες τις χώρες που διέταζε τα βασανιστήρια και τον θάνατο όλων των Χριστιανών που δεν λάτρευαν είδωλα. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα, οι πιστοί στον Χριστό παντού αναγκάζονταν να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Τότε, ο ευλογημένος Μηνάς, μη θέλοντας να δει τέτοια συμφορά και την προσκύνηση άψυχων ειδώλων, εγκατέλειψε τον στρατιωτικό του βαθμό και αποσύρθηκε στα βουνά, σε ερημικούς τόπους, επιθυμώντας να ζήσει με άγρια ​​θηρία παρά με ανθρώπους που δεν γνώριζαν τον Θεό. Ο Άγιος Μηνάς περιπλανήθηκε για πολύ καιρό στα βουνά και τις ερήμους, μελετώντας τον Νόμο του Θεού, καθαρίζοντας την ψυχή του με νηστεία και προσευχή, και υπηρετώντας τον Ένα Αληθινό Θεό μέρα και νύχτα. Πολύς χρόνος πέρασε έτσι.

Μια μέρα, στην πρωτεύουσα της περιοχής Κοτουάν πραγματοποιήθηκε μια βέβηλη γιορτή, στην οποία συμμετείχε πλήθος ειδωλολατρών. Γιόρταζαν διάφορα παιχνίδια, θεάματα, ιπποδρομίες και αγώνες πάλης προς τιμήν των ασεβών θεών τους. Όλη η πόλη παρακολουθούσε αυτά τα θεάματα από ειδικά κατασκευασμένους υψηλούς τόπους. Ο ευλογημένος Μηνάς, προβλέποντας αυτή τη γιορτή μέσω του Αγίου Πνεύματος, άναψε από ζήλο για τον Θεό και, αφήνοντας τα βουνά και τις ερήμους, μπήκε στην πόλη. Μπαίνοντας στο κέντρο των θεαμάτων, ο μάρτυρας στάθηκε σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα, ώστε όλοι να μπορούν να τον δουν, και φώναξε με δυνατή φωνή: «Βρέθηκα από εκείνους που δεν με ζητούσαν· αποκαλύφθηκα σε εκείνους που δεν με ρωτούσαν» ( Ρωμαίους 10:20 ).

Όταν ο Άγιος Μηνάς αναφώνησε έτσι, όλοι οι παρευρισκόμενοι στο θέαμα έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω του και σιώπησαν, έκπληκτοι από την τόλμη του. Ο πρίγκιπας της πόλης, ονόματι Πύρρος, που ήταν επίσης παρών, διέταξε να συλληφθεί ο άγιος και τον ρώτησε:

- Ποιος είσαι;

Η Αγία Μηνά φώναξε δυνατά σε όλο τον λαό:

- Είμαι δούλος του Ιησού Χριστού, Κυρίου του ουρανού και της γης.

Ο πρίγκιπας ρώτησε ξανά τον άγιο:

- Είσαι ξένος ή ντόπιος; Από πού πήρες τόσο θάρρος που τόλμησες να φωνάξεις έτσι μέσα σε αυτό το θέαμα;

Όταν ο πρίγκιπας τα έλεγε αυτά, και ο άγιος δεν είχε ακόμη προλάβει να απαντήσει στα λόγια του, μερικοί από τους πολεμιστές που ήταν κοντά στον πρίγκιπα αναγνώρισαν τη Μίνα και φώναξαν:

- Αυτή είναι η Μίνα, μια πολεμίστρια που υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Φιρμιλιανού του χιλίαρχου.

Τότε ο πρίγκιπας είπε στον Άγιο Μηνά:

– Ήσουν στ’ αλήθεια πολεμιστής, όπως λένε για σένα;

Ο άγιος απάντησε:

«Ναι, είναι αλήθεια, ήμουν στρατιώτης και βρισκόμουν σε αυτή την πόλη, αλλά βλέποντας την ανομία των ανθρώπων που εξαπατούνταν από δαίμονες και λάτρευαν είδωλα αντί για τον Αληθινό Θεό, εγκατέλειψα τον στρατιωτικό μου βαθμό και έφυγα από την πόλη, για να μην συμμετάσχω στην ανομία και την καταστροφή τους. Μέχρι σήμερα, περιπλανιόμουν στις ερήμους, αποφεύγοντας την επαφή με τους ασεβείς, τους εχθρούς του Θεού μου. Τώρα, ακούγοντας ότι έχετε οργανώσει μια ασεβή γιορτή, γέμισα με ζήλο για τον Θεό μου και ήρθα εδώ για να αποκαλύψω την τύφλωσή σας και να σας κηρύξω για τον Έναν Αληθινό Θεό, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη με τον Λόγο Του και προνοεί για ολόκληρο το σύμπαν».

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο πρίγκιπας διέταξε να οδηγηθεί ο άγιος στη φυλακή και να φρουρηθεί μέχρι το πρωί, ενώ ο ίδιος συμμετείχε στις εορταστικές εκδηλώσεις και τα θεάματα όλη εκείνη την ημέρα.

Το επόμενο πρωί, ο πρίγκιπας κάθισε μπροστά στην αυλή και, διατάζοντας την προσαγωγή του Αγίου Μηνά από τη φυλακή, προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον δελεάσει στην ειδωλολατρία: τόσο υποσχόμενος δώρα όσο και απειλώντας με βασανιστήρια. Όταν δεν μπόρεσε να πείσει τον άγιο να διαπράξει ασέβεια με λόγια, άρχισε να τον αναγκάζει να το κάνει διατάζοντας τέσσερις στρατιώτες να γδύσουν και να τεντώσουν τον άγιο και να τον χτυπήσουν ανελέητα με λουριά βοδιού, έτσι ώστε να τρέχει αίμα από τις πληγές του μάρτυρα. Ένας άνδρας ονόματι Πήγασις, που ήταν παρών, είπε στον Άγιο Μηνά:

«Λυπήσου τον εαυτό σου, άνθρωπέ μου, και εκπλήρωσε την εντολή του πρίγκιπα πριν καταστραφεί ολοσχερώς το σώμα σου. Σε συμβουλεύω: λατρέψε τους θεούς έστω και για λίγο, για να ελευθερωθείς από αυτά τα βασανιστήρια, και μετά επέστρεψε να υπηρετήσεις τον Θεό σου, ο οποίος δεν θα θυμώσει μαζί σου για αυτή την αποστασία, αν προσφέρεις έστω και αυτή τη μία θυσία στα είδωλα και στραφείς σε αυτά για λίγο, από ανάγκη, για να ελευθερωθείς από αυτά τα τρομερά βασανιστήρια».

Αλλά ο άγιος απάντησε σε αυτό με θυμό:

«Φύγε από μένα, εσύ που εργάζεσαι την ανομία, εγώ ήδη πρόσφερα θυσία αίνου και θα την προσφέρω ξανά μόνο στον Θεό μου, ο Οποίος μου δίνει τη βοήθειά Του και με ενδυναμώνει στην υπομονή, ώστε αυτά τα βάσανα να μου φαίνονται πολύ ελαφριά και χαρούμενα, και όχι δύσκολα».

Ο βασανιστής, έκπληκτος από την υπομονή του μάρτυρα, διέταξε να υποβληθεί ο Άγιος Μηνάς σε ακόμη μεγαλύτερα βασανιστήρια. Ο άγιος κρεμάστηκε από ένα δέντρο και το σώμα του ξύθηκε με σιδερένια νύχια, ενώ ο βασανιστής, χλευάζοντας τον άγιο, του είπε:

- Νιώθεις πόνο, Μίνα, ή μήπως αυτά τα βασανιστήρια είναι πολύ ευχάριστα για σένα, και θέλεις να τα αυξήσουμε κι άλλο;

Αλλά ο άγιος μάρτυρας, αν και υπέφερε πολύ, απάντησε στον πρίγκιπα με σταθερότητα:

«Δεν θα με νικήσεις, βασανιστή, με αυτά τα βραχυπρόθεσμα βασανιστήρια, γιατί με βοηθούν οι πολεμιστές του Ουράνιου Βασιλιά, αόρατοι σε εσένα».

Ο πρίγκιπας διέταξε τους υπηρέτες του να βασανίσουν τον άγιο ακόμα περισσότερο και να του πουν:

– Μην ομολογείτε εδώ κανέναν άλλο βασιλιά εκτός από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες.

Ο μάρτυρας απάντησε σε αυτό:

«Εάν γνωρίζατε τον αληθινό Βασιλιά, δεν θα βλασφημούσατε Εκείνον που εγώ κηρύττω, επειδή αυτός είναι ο αληθινός Βασιλιάς του ουρανού και της γης, και εκτός από Αυτόν δεν υπάρχει άλλος. Αλλά εσείς τον βλασφημείτε, μη γνωρίζοντάς τον, και τον συγκρίνετε με τους φθαρτούς βασιλιάδες σας, που δημιουργήθηκαν από χώμα, στους οποίους έδωσε βασιλική αξιοπρέπεια και βασιλική εξουσία, αφού είναι Κύριος όλης της κτίσης».

Τότε ο πρίγκιπας είπε στον άγιο:

- Ποιος είναι αυτός που δίνει εξουσία στους βασιλιάδες και κυβερνά τους πάντες;

Ο μάρτυρας απάντησε στον πρίγκιπα:

- Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο κατοικών εις τους αιώνας, εις τον οποίον υποτάσσονται τα πάντα, και εν ουρανώ και επί γης· ο εγείρων βασιλείς εις θρόνους και βασιλεύει, δίδει εξουσίαν και έχει εξουσίαν.

Ο βασανιστής είπε στον Άγιο Μηνά:

– Δεν ξέρετε ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είναι πολύ θυμωμένοι με όλους όσους ομολογούν το όνομα του Χριστού και διατάζουν να θανατώνονται τέτοιοι άνθρωποι;

Ο μάρτυρας απάντησε:

«Ο Κύριος βασιλεύει· ας τρέμουν τα έθνη· αυτός κάθεται ανάμεσα στα χερουβείμ· ας τρέμει η γη» ( Ψαλμός 99:1 ). Αν οι βασιλιάδες σας είναι θυμωμένοι με τον Χριστό και με τους Χριστιανούς που ομολογούν το όνομά Του, τι με νοιάζει αυτό; Δεν δίνω σημασία στην οργή τους, γιατί είμαι δούλος του Χριστού μου, και έχω μόνο μία επιθυμία: να είμαι ομολογητής του παναγίου ονόματός Του μέχρι θανάτου και να απολαμβάνω την γλυκιά Του αγάπη, από την οποία κανείς δεν μπορεί να με αποσπάσει: «Τις θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή πείνα ή γυμνότητα ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» ( Ρωμαίους 8:35 ).

Μετά από αυτό, ο βασανιστής διέταξε να τρίψουν δυνατά τις πληγές του αγίου με ένα μαντήλι φτιαγμένο από τα μαλλιά του. Και όταν έγινε αυτό, ο άγιος μάρτυρας είπε:

– Τώρα βγάζω τα δέρματά μου και ντύνομαι το ένδυμα της σωτηρίας.

Εκτός αυτού, ο βασανιστής διέταξε να καεί ο άγιος με αναμμένα κεριά, αλλά ακόμα και όταν έκαψαν ολόκληρο το σώμα του αγίου, αυτός παρέμεινε σιωπηλός.

Τότε ο πρίγκιπας τον ρώτησε:

– Νιώθεις αυτή τη φωτιά, Μίνα;

Ο άγιος απάντησε: «Ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει» ( Εβρ. 12:29 ).

Αυτός για τον Οποίο υποφέρω με βοηθάει, και γι' αυτό δεν νιώθω τη φωτιά με την οποία με καίτε, και δεν φοβάμαι τα πολλά και διάφορα βασανιστήρια σας, γιατί θυμάμαι τα λόγια του Ευαγγελίου του Κυρίου μου: «Μη φοβάστε εκείνους που θανατώνουν το σώμα, αλλά δεν μπορούν να θανατώσουν την ψυχή· αλλά φοβηθείτε μάλλον αυτόν που μπορεί να απολέσει και την ψυχή και το σώμα στην κόλαση» ( Ματθαίος 10:28 ).

Τότε ο πρίγκιπας είπε στον μάρτυρα:

«Από πού βρήκες τόση ευγλωττία; Πάντα ήσουν πολεμιστής, πώς μπορείς λοιπόν να μιλάς σαν κάποιος που έχει διαβάσει τόσα πολλά βιβλία;»

Ο άγιος απάντησε στον πρίγκιπα:

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μάς είπε: «Και θα σας φέρουν ενώπιον ηγεμόνων και βασιλιάδων εξαιτίας μου, για μαρτυρία σε αυτούς και στα έθνη. Όταν όμως σας παραδώσουν, μη μεριμνάτε για το πώς ή τι θα μιλήσετε· επειδή, θα σας δοθεί εκείνη την ώρα τι να μιλήσετε» ( Ματθαίος 10:18-19 ).

Ο πρίγκιπας ρώτησε τον άγιο:

– Και ήξερε ο Χριστός σου ότι θα υπέμενες τέτοιο μαρτύριο για Εκείνον;

Ο μάρτυρας απάντησε:

– Επειδή είναι Αληθινός, έχει επίσης γνώση του μέλλοντος. Γνώριζε και γνωρίζει όλα όσα υπάρχουν· και γνωρίζει όλα όσα θα συμβούν, και γνωρίζει όλες τις σκέψεις μας εκ των προτέρων.

Ο πρίγκιπας, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσει στον άγιο, του είπε:

«Άσε τα άσκοπα λόγια σου, Μίνα, και διάλεξε ένα από τα δύο: ή γίνε δικός μας και θα σταματήσουμε να σε βασανίζουμε, ή γίνε του Χριστού και θα σε σκοτώσουμε».

Σε αυτό ο άγιος απάντησε με δυνατή φωνή:

- Ήμουν του Χριστού, και είμαι, και θα είμαι του Χριστού.

Ο πρίγκιπας είπε:

«Αν θέλεις, θα σε αφήσω να φύγεις για δύο ή τρεις μέρες, ώστε να το σκεφτείς καλά και να μας πεις την τελευταία σου λέξη.»

Αλλά ο άγιος απάντησε:

«Όχι για δύο ή τρεις μέρες, αλλά για πολλά χρόνια ομολογώ την χριστιανική πίστη, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να απαρνηθώ τον Θεό μου, και ως εκ τούτου δεν είναι πρέπον να επιμείνω σε αυτό τώρα. Μην περιμένετε να ακούσετε τίποτα άλλο από μένα, Πρίγκιπα, αλλά ιδού τα τελευταία μου λόγια: Δεν θα απαρνηθώ τον Θεό μου, δεν θα προσφέρω θυσία στους δαίμονές σας και δεν θα γονατίσω μπροστά σε άψυχα είδωλα.»

Η σταθερή απάντηση του μάρτυρα εξόργισε πολύ τον πρίγκιπα, ο οποίος διέταξε να σκορπιστούν στο έδαφος άγκιστρα, τρίαινες και διάφορα σιδερένια καρφιά και να συρθεί πάνω τους ο δεμένος άγιος μάρτυρας. Αλλά αυτός, σαν να τον έσερναν μέσα από απαλά λουλούδια, κατήγγειλε ακόμη πιο έντονα τον πολυθεϊσμό των ειδωλολατρών και χλεύασε την τρέλα των μαγεμένων από δαίμονες ανθρώπων. Ο πρίγκιπας διέταξε τότε να ξυλοκοπηθεί ο συρμένος άγιος με κασσίτερες ράβδους. Και έτσι ο Άγιος Μηνάς βασανίστηκε για πολύ καιρό.

Εκείνη τη στιγμή, ένας από τους παρευρισκόμενους στρατιώτες, ονόματι Ηλιόδωρ, είπε στον βασανιστή:

«Πρίγκιπα, δεν γνωρίζει η Εξοχότητά σας ότι οι Χριστιανοί είναι τρελοί και δεν φοβούνται τα βασανιστήρια, τα υπομένουν σαν να ήταν άψυχες πέτρες ή δέντρα, και θεωρούν τον θάνατο γλυκό ποτό; Μην ασχολείστε άλλο, αλλά διατάξτε να θανατωθεί γρήγορα αυτός ο σκληραγωγημένος Χριστιανός.»

Και ο πρίγκιπας αμέσως απήγγειλε την ακόλουθη ποινή στον άγιο: «Διατάζουμε να αποκεφαλιστεί με σπαθί ο κακός πολεμιστής Μηνάς, ο οποίος έπεσε στην χριστιανική ασέβεια και δεν θέλησε να υπακούσει στη βασιλική εντολή και να προσφέρει θυσία στους θεούς, και το σώμα του να καεί μπροστά σε όλο τον λαό».

Οι στρατιώτες πήραν τον άγιο μάρτυρα Μηνά και τον οδήγησαν έξω από την πόλη, όπου έκοψαν το κεφάλι του και, αφού άναψαν μια μεγάλη φωτιά, έριξαν μέσα το πολύπαθο σώμα του αγίου μάρτυρα.

Μερικοί από τους πιστούς, όταν η φωτιά έσβησε, ήρθαν σε αυτό το μέρος και συνέλεξαν τα τμήματα των λειψάνων του αγίου που είχαν απομείνει μετά την καύση, τα τύλιξαν σε ένα καθαρό σάβανο και τα άλειψαν με αρωματικά μπαχαρικά . Λίγο αργότερα, έφεραν αυτά τα ιερά λείψανα στην πατρίδα τους, την Αλεξάνδρεια , όπου τα έθαψαν σε ένα σεβάσμιο μέρος. Στη συνέχεια, χτίστηκε μια εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο μάρτυρα σε αυτό το σημείο και, χάρη στις προσευχές προς τον άγιο, πολλά θαύματα έγιναν εκεί.

Η ιστορία του Τιμόθεου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, για τα θαύματα του αγίου μεγαλομάρτυρα Μηνά

Μετά τον θάνατο των ασεβών και μισούντων τον Θεό Ρωμαίων αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, ο ευσεβής Μέγας Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό αυξήθηκε πολύ. Εκείνη την εποχή, ορισμένοι φιλόχριστοι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας, έχοντας ανακαλύψει τον τόπο των πολύτιμων λειψάνων του αγίου και ενδόξου μάρτυρα Μηνά, έχτισαν μια εκκλησία στο όνομά του σε αυτό το σημείο.

Συνέβη ένας ευσεβής έμπορος από τη γη της Ισαυρίας να φτάσει στην Αλεξάνδρεια για να αγοράσει αγαθά. Ακούγοντας για τα πολλά θαύματα και θεραπείες που γίνονταν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, είπε στον εαυτό του:

«Θα πάω κι εγώ να προσκυνήσω τα τιμία λείψανα του αγίου μάρτυρα και θα δώσω δώρα στην εκκλησία του, ώστε ο Θεός να με ελεήσει μέσω της προσευχής του παθόντος Του».

Σκεπτόμενος αυτό, πήγε στην εκκλησία, παίρνοντας μαζί του ένα σακί γεμάτο με χρυσό. Φτάνοντας σε μια λίμνη κοντά στο Πομόριε και βρίσκοντας ένα πλοίο, έπλευσε προς ένα μέρος που ονομαζόταν Λοσονέτα. Αφού αποβιβάστηκε εδώ, ο έμπορος αναζήτησε ένα μέρος για να διανυκτερεύσει, γιατί ήταν ήδη βράδυ. Έτσι, μπαίνοντας σε ένα σπίτι, είπε στον ιδιοκτήτη:

«Φίλε, σε παρακαλώ, άσε με να μπω στο σπίτι σου να περάσω τη νύχτα, γιατί ο ήλιος έχει δύσει και φοβάμαι να φύγω μόνος μου, αφού δεν έχω κανέναν που να μπορεί να με συνοδεύσει».

«Έλα μέσα, αδερφέ», του απάντησε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, «και πέρασε τη νύχτα εδώ μέχρι να ξημερώσει».

Ο φιλοξενούμενος δέχτηκε την πρόσκληση και, μπαίνοντας στο σπίτι, πήγε για ύπνο. Ο οικοδεσπότης, ωστόσο, βλέποντας τον σάκο με το χρυσό του ταξιδιώτη, μπήκε σε πειρασμό και, με την υποκίνηση ενός κακού πνεύματος, σχεδίασε να σκοτώσει τον φιλοξενούμενό του για να πάρει τον χρυσό του για τον εαυτό του. Σηκώθηκε τα μεσάνυχτα, στραγγάλισε τον έμπορο, έκοψε το σώμα του σε κομμάτια, τα έβαλε σε ένα καλάθι και τα έκρυψε σε ένα εσωτερικό δωμάτιο. Μετά τη δολοφονία, ταράχτηκε πολύ και, κοιτάζοντας γύρω του, αναζήτησε ένα κρυφό μέρος για να θάψει το σώμα.

Καθώς συλλογιζόταν αυτά, ο άγιος μάρτυρας Μηνάς του εμφανίστηκε έφιππος, σαν πολεμιστής που ερχόταν από τον βασιλιά. Μπαίνοντας στις πύλες του σπιτιού του δολοφόνου, ο μάρτυρας τον ρώτησε για τον δολοφονημένο φιλοξενούμενο. Ο δολοφόνος, επικαλούμενος άγνοια, είπε στον άγιο:

- Δεν ξέρω τι λέτε, κύριε, δεν είχα κανέναν.

Αλλά ο άγιος, κατεβαίνοντας από το άλογό του, πήγε στο εσωτερικό δωμάτιο και, παίρνοντας το καλάθι, το μετέφερε έξω και είπε στον δολοφόνο:

- Τι είναι αυτό;

Ο δολοφόνος φοβήθηκε πολύ και έπεσε αναίσθητος στα πόδια του αγίου. Ο άγιος, αφού συναρμολόγησε ξανά τα κομμένα μέλη, προσευχήθηκε και ανέστησε τον νεκρό, λέγοντάς του:

– Δώστε δοξολογία στον Θεό.

Σηκώθηκε, σαν να ξύπνησε από τον ύπνο, και συνειδητοποιώντας ότι είχε υποφέρει στα χέρια του νοικοκύρη, δόξασε τον Θεό και υποκλίθηκε με ευγνωμοσύνη στον πολεμιστή που είχε εμφανιστεί. Ο άγιος, παίρνοντας το χρυσό από τον δολοφόνο, το έδωσε στον αναστημένο, λέγοντας:

— Πήγαινε εν ειρήνη στον δρόμο σου.

Στρεφόμενος τότε προς τον δολοφόνο, ο άγιος τον άρπαξε και τον έδειρε άγρια. Ο δολοφόνος μετανόησε και ζήτησε συγχώρεση. Τότε ο μάρτυρας του έδωσε συγχώρεση για τον φόνο και, αφού προσευχήθηκε γι' αυτόν, ανέβηκε στο άλογό του και έγινε αόρατος.

Στην Αλεξάνδρεια ζούσε ένας άνθρωπος ονόματι Ευτρόπιος. Αυτός ο Ευτρόπιος είχε υποσχεθεί να δωρίσει ένα ασημένιο πιάτο στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Γι' αυτό, κάλεσε έναν χρυσοχόο και του διέταξε να φτιάξει δύο πιάτα. Στη μία έγραψε: «Πλάκα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά» και στην άλλη «Πλάκα του Ευτροπίου, Πολίτη της Αλεξάνδρειας». Ο χρυσοχόος άρχισε να κάνει ό,τι του είπε ο Ευτρόπιος και όταν τελείωσαν και τα δύο πιάτα, το πιάτο για τον Άγιο Μηνά ήταν πολύ πιο όμορφο και λαμπερό από το άλλο. Αφού έγραψε τα ονόματα των Αγίων Μηνά και Ευτρόπιου στις πλάκες, ο χρυσοχόος τις έδωσε στον Ευτρόπιο.

Μια μέρα, ενώ έπλεε με ένα πλοίο, ο Ευτρόπιος έτρωγε και τα δύο καινούργια πιάτα στο δείπνο. Βλέποντας ότι το πιάτο που προοριζόταν για τον Άγιο Μηνά ήταν πολύ πιο όμορφο από το δικό του, αρνήθηκε να το δώσει στον άγιο. Αντ' αυτού, διέταξε τον υπηρέτη του να σερβίρει το δικό του φαγητό από αυτό, σκοπεύοντας να στείλει το πιάτο με το όνομά του στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Μετά το γεύμα, ο υπηρέτης πήρε το πιάτο με το όνομα του μάρτυρα και, πηγαίνοντας στην άκρη του πλοίου, άρχισε να το πλένει στη θάλασσα. Ξαφνικά, τον κατέλαβε τρόμος και είδε έναν άνθρωπο να αναδύεται από τη θάλασσα, να παίρνει το πιάτο από τα χέρια του και μετά να εξαφανίζεται. Ο σκλάβος, καταβεβλημένος από φόβο, βούτηξε στη θάλασσα πίσω από το πιάτο. Βλέποντας αυτό, ο κύριός του φοβήθηκε κι αυτός και, κλαίγοντας πικρά, άρχισε να λέει:

«Αλίμονό μου, ταλαίπωρε, γιατί επιθύμησα να πάρω το πιάτο του Αγίου Μηνά για τον εαυτό μου· έτσι κατέστρεψα και το πιάτο και τον δούλο μου. Αλλά Εσύ, Κύριε Θεέ μου, μην οργιστείς εντελώς μαζί μου, και δείξε το έλεός Σου στον δούλο μου. Ιδού, δίνω αυτή την υπόσχεση: αν βρω το σώμα του δούλου μου, θα φτιάξω ένα παρόμοιο πιάτο και θα το προσφέρω ως δώρο στον άγιο δούλο Σου Μηνά, ή θα δώσω την αξία του πιάτου στην εκκλησία του αγίου».

Όταν το πλοίο προσάραξε, ο Ευτρόπιος αποβιβάστηκε και άρχισε να ψάχνει κατά μήκος της ακτής, ελπίζοντας να βρει το ξεβρασμένο σώμα του υπηρέτη του και να το θάψει. Ενώ παρακολουθούσε, είδε τον δούλο του να αναδύεται από τη θάλασσα με ένα πιάτο στα χέρια του. Φοβισμένος και πανευτυχής, φώναξε με δυνατή φωνή:

– Δόξα τω Θεώ! Μέγας αληθινά είσαι, Άγιε Μάρτυρα Μηνά!

Ακούγοντας την κραυγή του, όλοι στο πλοίο βγήκαν στην ακτή και βλέποντας τον δούλο να κρατάει το πιάτο, γέμισαν θαυμασμό και δόξασαν τον Θεό. Όταν ρώτησαν τον δούλο πώς έπεσε στη θάλασσα και παρέμεινε ζωντανός, και πώς βγήκε σώος και αβλαβής, εκείνος απάντησε:

– Μόλις έπεσα στη θάλασσα, με πήρε ένας όμορφος άντρας με δύο άλλους και με περπάτησε μαζί μου χθες και σήμερα και με έφερε εδώ.

Ο Ευτρόπιος, παίρνοντας τον σκλάβο και το πιάτο, πήγε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά και, αφού προσκύνησε και άφησε το πιάτο που είχε υποσχεθεί στον άγιο ως δώρο, αναχώρησε, ευχαριστώντας τον Θεό και δοξάζοντας τον άγιο άγιο Μηνά Του.

Μια γυναίκα ονόματι Σοφία πήγαινε να προσκυνήσει στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Ένας στρατιώτης τη συνάντησε στο δρόμο και, βλέποντάς την μόνη, αποφάσισε να την βιάσει. Εκείνη αντιστάθηκε σθεναρά, επικαλούμενη τον άγιο μάρτυρα Μηνά για βοήθεια. Ο άγιος δεν της στέρησε τη βοήθειά του, αλλά τιμώρησε τον άνδρα που θα την βιάσει και την κράτησε άθικτη. Όταν ο στρατιώτης, έχοντας δέσει ένα άλογο στο δεξί του πόδι, προσπάθησε να βιάσει τη γυναίκα, το άλογο εξοργίστηκε και όχι μόνο ματαίωσε τις προθέσεις του αφεντικού του, αλλά και τον έσυρε στο έδαφος, χωρίς να σταματήσει ούτε να ηρεμήσει μέχρι που τον έσερνε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Χλιμουρίζοντας και μαινόμενο μανιωδώς, προσέλκυσε πολλούς ανθρώπους στο θέαμα, γιατί ήταν ημέρα γιορτής και η εκκλησία ήταν πολύ γεμάτη. Ο στρατιώτης, βλέποντας τόσο κόσμο να συγκεντρωθεί και βλέποντας ότι το άλογο ήταν ακόμα εξοργισμένο και ότι δεν είχε κανέναν να στραφεί για βοήθεια, φοβήθηκε μήπως υποστεί κάτι ακόμη πιο τρομερό από το άλογό του. Γι' αυτό, αφήνοντας πίσω την ντροπή του, ομολόγησε την πονηρή του πρόθεση ενώπιον όλου του λαού, και το άλογο αμέσως ηρέμησε και έγινε πράο, και ο στρατιώτης, μπαίνοντας στην εκκλησία και προσκυνώντας μπροστά στα λείψανα του αγίου, προσευχήθηκε, ζητώντας συγχώρεση για την αμαρτία του.

Κοντά στην εκκλησία του αγίου μάρτυρα, μαζί με πολλούς άλλους, στέκονταν ένας κουτσός άνδρας και μια άλαλη γυναίκα, περιμένοντας να θεραπευτούν. Τα μεσάνυχτα, όταν όλοι κοιμόντουσαν, ο Άγιος Μηνάς εμφανίστηκε στον κουτσό άνδρα και του είπε:

- Περπάτησε σιωπηλά προς τη σιωπηλή γυναίκα και πιάσε την από το πόδι.

Ο κουτσός απάντησε στον μάρτυρα:

- Δούλε του Θεού, μήπως είμαι πόρνος που μου προστάζεις να το κάνω αυτό;

Αλλά ο άγιος του επανέλαβε τα λόγια του τρεις φορές και πρόσθεσε:

- Αν δεν το κάνετε αυτό, δεν θα λάβετε θεραπεία.

Ο κουτσός, εκτελώντας την εντολή του αγίου, σύρθηκε και άρπαξε την άλαλη γυναίκα από το πόδι. Εκείνη, ξυπνώντας, άρχισε να ουρλιάζει, αγανακτισμένη με τον κουτσό. Ο τελευταίος, φοβισμένος, σηκώθηκε όρθιος και έτρεξε γρήγορα. Έτσι, και οι δύο ένιωσαν την ίασή τους - η άλαλη γυναίκα μίλησε και ο κουτσός έτρεξε τόσο γρήγορα όσο ένα ελάφι. Και οι δύο, θεραπευμένοι, ευχαρίστησαν τον Θεό και τον άγιο μάρτυρα Μηνά.

Ένας Εβραίος είχε έναν Χριστιανό φίλο. Κάποτε, ενώ ταξίδευε σε μια μακρινή χώρα, έδωσε στον φίλο του ένα μικρό σεντούκι που περιείχε χίλια χρυσά νομίσματα για φύλαξη. Όταν έμεινε σε εκείνη τη χώρα, ο Χριστιανός αποφάσισε να μην δώσει το χρυσό στον Εβραίο κατά την επιστροφή του, αλλά να το κρατήσει για τον εαυτό του, κάτι που έκανε. Κατά την επιστροφή του, ο Εβραίος πλησίασε τον Χριστιανό και ζήτησε την επιστροφή του χρυσού που του είχε δώσει για φύλαξη. Αλλά ο Χριστιανός αρνήθηκε, λέγοντας:

– Δεν ξέρω τι μου ζητάς; Δεν μου έδωσες τίποτα και δεν σου πήρα τίποτα.

Ακούγοντας αυτή την απάντηση από τον φίλο του, ο Εβραίος λυπήθηκε και, θεωρώντας το χρυσό του χαμένο, άρχισε να λέει στον Χριστιανό:

«Αδελφέ, κανείς δεν το ξέρει αυτό παρά μόνο ο Θεός, και αν αρνηθείς να επιστρέψεις το χρυσό που σου δόθηκε για φύλαξη, ισχυριζόμενος ότι δεν το πήρες ποτέ από μένα, τότε ορκίσου σε αυτό. Ας πάμε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, και εκεί ορκίσου σε μένα ότι δεν πήρες ποτέ από μένα το κουτί που περιέχει τα χίλια χρυσά νομίσματα.»

Ο Χριστιανός συμφώνησε και πήγαν και οι δύο μαζί στην εκκλησία του αγίου, όπου ο Χριστιανός ορκίστηκε στον Εβραίο ενώπιον του Θεού ότι δεν είχε πάρει το χρυσό του για να το φυλάξει. Αφού έδωσαν τον όρκο, έφυγαν μαζί από την εκκλησία και μόλις ανέβηκαν στα άλογά τους, το άλογο του Χριστιανού άρχισε να τρελαίνεται, τόσο πολύ που ήταν σχεδόν αδύνατο να το συγκρατήσουν. Έσπασε το χαλινάρι του, σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και έριξε τον αφέντη του στο έδαφος. Καθώς ο Χριστιανός έπεφτε, ένα δαχτυλίδι έπεσε από το χέρι του και ένα κλειδί από την τσέπη του. Ο Χριστιανός σηκώθηκε, πήρε το άλογο, το εξημέρωσε, το ανέβηκε και έφυγε με τον Εβραίο. Αφού οδήγησε για μια μικρή απόσταση, ο Χριστιανός είπε στον Εβραίο:

- Φίλε, εδώ είναι ένα βολικό μέρος, ας κατέβουμε από τα άλογά μας να φάμε λίγο ψωμί.

Κατεβαίνοντας από τα άλογά τους, άφησαν τα άλογά τους να βόσκουν ενώ εκείνοι άρχισαν να τρώνε. Λίγο αργότερα, ο Χριστιανός σήκωσε το βλέμμα του και είδε τον σκλάβο του να στέκεται μπροστά τους, κρατώντας στο ένα χέρι το σεντούκι του Εβραίου και στο άλλο το δαχτυλίδι που είχε πέσει από το χέρι του. Βλέποντάς το αυτό, ο Χριστιανός τρομοκρατήθηκε και ρώτησε τον σκλάβο:

- Τι σημαίνει;

Ο σκλάβος του απάντησε:

Ένας τρομερός πολεμιστής έφιππος ήρθε στην κυρία μου, της έδωσε ένα κλειδί και ένα δαχτυλίδι και της είπε: Στείλε το σεντούκι του Εβραίου το συντομότερο δυνατό, για να μην συμβεί μεγάλο κακό στον άντρα σου. Και μου ανατέθηκε να στο πάρω, όπως πρόσταξες.

Βλέποντας αυτό, ο Εβραίος έμεινε έκπληκτος από το θαύμα και επέστρεψε με χαρά με τον φίλο του στην εκκλησία του Αγίου Μάρτυρα Μηνά. Υποκλίνοντας μέχρι το έδαφος στην εκκλησία, ο Εβραίος ζήτησε άγιο βάπτισμα, έχοντας πιστέψει χάρη στο θαύμα που είχε δει, ενώ ο Χριστιανός προσευχόταν στον Άγιο Μηνά για συγχώρεση, επειδή είχε παραβιάσει την εντολή του Θεού. Και οι δύο έλαβαν τα αιτήματά τους - ο ένας άγιο βάπτισμα, ο άλλος συγχώρεση της αμαρτίας του - και ο καθένας ακολούθησε τον δικό του δρόμο, χαρούμενος και δοξάζοντας τον Θεό και εξυψώνοντας τον άγιο δούλο Του Μηνά.







Θαύματα του Αγίου Μηνά


Ένας από τους ασκητές της εποχής μας, ο γέρων Πορφύριος, είχε πει στα πνευματικά του τέκνα ότι μετά την κοίμησή του θα είναι πιο κοντά τους απ’ όσο ήταν εν ζωή, διότι πλέον δεν θα υπάγεται στους βιολογικούς νόμους του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι και ο Άγιος Μηνάς, επί χίλια επτακόσια χρόνια τώρα μετά την εκδημία του, δεν έχει πάψει να βρίσκεται κοντά στους πιστούς, βοηθώντας όσους με πίστη και ελπίδα στον Θεό τον επικαλούνται.

Από τα πολλά θαύματα του Αγίου που διασώζει η παράδοση θα αναφερθούν στη συνέχεια λίγα και χαρακτηριστικά.

α) Ο άπληστος ξενοδόχος
Κάποιος χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη, οδεύοντας για το πανηγύρι του Αγίου Μηνά και έχοντας μαζί του αρκετά χρήματα, κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος είδε τα ξένα χρήματα και, κυριευμένος από απληστία, σκότωσε τον προσκυνητή, τον διεμέλισε και έβαλε τα κομμάτια του σε μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ενώ σκεφτόταν που να θάψει τα μέλη του θύματός του για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα, καταφθάνει στο ξενοδοχείο ένας έφιππος στρατιώτης, ο Άγιος Μηνάς, και τον ρωτάει επίμονα πού βρίσκεται ο προσκυνητής. Ο ξενοδόχος τον διαβεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε αλλά ο Άγιος ξεπεζεύει, εισέρχεται στα ενδότερα του ξενώνα, βρίσκει την σπυρίδα, την φέρνει μπροστά του και τον ρωτάει με φοβερό και άγριο βλέμμα να του πει ποιος είναι ο νεκρός.

Τότε ο φονιάς έφριξε, πέφτοντας άφωνος και τρέμων στα πόδια του άγνωστου ιππέα. Ο Άγιος συνάρμοσε τα μέλη του θύματος, προσευχήθηκε και ανέστησε το νεκρό προσκυνητή παραγγέλνοντάς του να δοξάζει τον Θεό. Ο αναστημένος, σαν να είχε εγερθεί από τον ύπνο, κατάλαβε όσα έπαθε, εδόξασε τον Θεό και προσκύνησε τον Άγιο.

Μόλις ο φονιάς συνήλθε από τον τρόμο του και σηκώθηκε, του πήρε ο Άγιος τα κλεμμένα χρήματα και τα επέστρεψε στον προσκυνητή λέγοντάς του να συνεχίσει τον δρόμο του.

Έπειτα, για να ολοκληρώσει την ευεργεσία του Θεού, στράφηκε προς τον ξενοδόχο, τον έδειρε όπως του άξιζε, τον ενουθέτησε, του έδωσε συγχώρηση για το έγκλημά του προσευχόμενος γι’ αυτόν, καβάλησε το άλογό του και έγινε άφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ο ξενοδόχος ότι ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Άγιος Μηνάς, γεγονός που θυμίζει την εμπειρία των δύο Αποστόλων κατά την πορεία τους προς Εμμαούς, με την συντροφιά του αναστημένου Χριστού. (Λουκά κδ’,31).

β) Η σωτηρία του υπηρέτη
Κάποιος πλούσιος χριστιανός έταξε στον Άγιο Μηνά να προσφέρει έναν ασημένιο δίσκο στο ναό του. Παρήγγειλε λοιπόν στον αργυροχόο δύο δίσκους και του ζήτησε στον μεν ένα να γράψει το όνομα του Αγίου στον δε άλλον το όνομα το δικό του. Επειδή όμως ο δίσκος ο προορισμένος για τον Άγιο έγινε λαμπρότερος και ωραιότερος, ο χριστιανός, από απληστία κινούμενος, δίχως να ντραπεί τον κράτησε για τον εαυτό του.

Ταξιδεύοντας λοιπόν στη θάλασσα, δείπνησε στο πλοίο χρησιμοποιώντας ασυλλόγιστα και χωρίς ευλάβεια τον δίσκο του Αγίου. Μετά το δείπνο ο υπηρέτης του ανευλαβούς χριστιανού προσπάθησε να πλύνει τον δίσκο στη θάλασσα με αποτέλεσμα να του πέσει στο νερό και να βυθισθεί. Τότε ο νεαρός υπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε και, προσπαθώντας να πιάσει τον δίσκο, έπεσε κι αυτός στη θάλασσα.

Όταν ο κύριός του αντελήφθη το συμβάν, συναισθάνθηκε ότι πλήρωνε τα επίχειρα της απληστίας του και τυπτόμενος από την συνείδησή του, παρακαλούσε τον Θεό να βρει έστω το λείψανο του μικρού υπηρέτη του, τάζοντας να δώσει στο ναό του Αγίου Μηνά και τον δεύτερο δίσκο, και τα χρήματα που άξιζε ο χαμένος στη θάλασσα δίσκος. Αφού βγήκε στη στεριά περίμενε με αγωνία στην ακρογιαλιά μήπως και εκβρασθεί το πτώμα του υπηρέτη. Και ενώ παρατηρούσε τη θάλασσα, βλέπει τον μικρό να βγαίνει ζωντανός από το νερό κρατώντας στα χέρια του και τον ασημένιο δίσκο του Αγίου!

Ο πλούσιος έφριξε από το θαύμα και έβγαλε φωνή μεγάλη την οποία ακούγοντας οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και, βλέποντας το συμβάν, ρωτούσαν τον υπηρέτη, που τους διηγήθηκε τα εξής: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεις άνθρωποι. Ο μεγαλύτερος από αυτούς φορούσε στρατιωτική στολή, ο άλλος ήταν νεαρός και ο τρίτος ήταν Διάκονος. Αυτοί οι τρεις με πήραν μαζί τους από τον βυθό και περπατώντας χθες και σήμερα, με έφεραν μέχρι εδώ».

Ο κύριος του παιδιού και οι επιβάτες του πλοίου ακούγοντας το εξαίσιο θαύμα, εδόξαζαν τον Θεό και εθαύμαζαν για τους τρόπους που χρησιμοποιεί προκειμένου οι άνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Προς Τιμόθεο Β' 3,7).

Οι τρεις που έσωσαν τον υπηρέτη ήταν ο Άγιος Μηνάς (ο στρατιωτικός), ο Άγιος Βίκτωρ (ο νεαρός) (βλέπε ίδια ημέρα) και ο Άγιος Βικέντιος (ο Διάκονος) (βλέπε ίδια ημέρα).

Οι δύο τελευταίοι Άγιοι εμαρτύρησαν την ίδια ημέρα με τον Άγιο Μηνά. Τον 2ο αι. μ.Χ.. ο Άγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανός από τους ειδωλολάτρες και τον 3ο αι. μ. Χ. ο Άγιος Βικέντιος πέθανε έπειτα από σταύρωση και εξάρθρωση των μελών στην οποία τον υπέβαλαν οι βασανιστές του.

γ) Το θαύμα στο Ηράκλειο της Κρήτης που έγινε το 1826 μ.Χ.
Ακόμη ένα θαύμα του Αγίου Μηνά έλαβε χώρα το 1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος. Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.

Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.

Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.

Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του. Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.

δ) Το θαύμα στον πατήρ Γεώργιο
«Μεταξύ των αδικημένων Πατέρων της Εκκλησίας μας είναι και ο Οσιώτατος πατήρ Γεώργιος, ο Χατζη-Γεώργης, ο οποίος είναι ένας σύγχρονος Άγιος της εποχής μας, αλλά, μπορούμε να πούμε, και μεγάλος Άγιος, ανάλογα με την εποχή μας.», γράφει ο Γέρων Παϊσιος ο Αγιορείτης.

Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης (1809 - 1886 μ.Χ.), «ο μέγας και περιβόητος ασκητής», ασκήτευσε στο Άγιον Όρος επί μακρό χρονικό διάστημα. Επί αρκετά χρόνια έμενε στην Κερασιά, στο μεγάλο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά, ως υποτακτικός του Παπα-Νεόφυτου στην αρχή και ως Γέρων της Συνοδείας από το 1848 μ.Χ. και έπειτα. «Κάποτε, ενώ ο Γέροντας ησχολείτο με το εργόχειρο, κατά λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα και προσευχήθηκε προς τον μεγαλομάρτυρα Μηνά.

Στάθηκε τότε ο άγιος ενώπιόν του, έβαλε το χέρι στον λαιμό του και έβγαλε την βελόνα».

ε) Το θαύμα στο Ελ Αλαμέιν το 1942 μ.Χ.
Το 1942 μ.Χ., κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπό τον Ρόμμελ δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική είχαν καταφέρει να προελάσουν τόσο ώστε να είναι ορατός ο κίνδυνος να φθάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ. Στην περιοχή του Ελ Αλαμέιν (αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά), όπου βρισκόταν τα ερείπια ναού του Αγίου Μηνά και ίσως και ο τάφος του, οι αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν για την αποφασιστική σύγκρουση η οποία θα έκρινε το αν οι Σύμμαχοι θα κατάφερναν να παραμείνουν στην Αφρική.

Μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν και ελληνική στρατιωτική δύναμη, η οποία πήρε μέρος στη μάχη. Ένα από τα βράδια εκείνα, πολλοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Μηνά να βγαίνει από τα ερείπια του ναού του οδηγώντας ένα καραβάνι με καμήλες, όπως απεικονίζεται σε μία από τις παλαιές αγιογραφίες του ναού του, και να μπαίνει μέσα στο στρατόπεδο των εχθρικών δυνάμεων.

Η εμφάνιση αυτή κατατρόμαξε τους Γερμανούς και υπονόμευσε καίρια το ηθικό τους, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.

Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής του Αγίου παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος εκείνος και ξανακτίσθηκε ο ναός καθώς και μοναστήρι του Αγίου Μηνά.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στρατείαν κατέλιπες τὴν κοσμικήν, ἀθλητά, οὐράνιον εἴληφας τὴν κληρουχίαν, σοφέ, καὶ στέφος ἀμάραντον, δόξαν ἀποδιώξας βασιλέως γηϊνου, ἄθλους δὲ διανύσας μαρτυρίου γενναίου. Διό, μεγαλομάρτυς Μηνᾷ, πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Tρισάριθμον σύνταγμα τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ συμφώνως τιμήσωμεν ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδημον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν, Χριστέ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Τους μεγίστους αγώνας του μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως ανύσας Μεγαλομάρτυς Μηνά, ουρανίων δωρεών λαμπρώς ηξίωσαι, και θαυμάτων αυτουργός, εκ Θεού αναδειχθείς, προστάτης ημίν εδόθης, και βοηθός εν ανάγκαις, και αντιλήπτωρ εναργέστατος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.

 

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Ἡ τὸ πρὶν ἀγνωσίας σκότει δεινῷ, κρατουμένη θεόφρον, Μάρτυς Μηνᾶ, Αἴγυπτος ἀνέτειλε, σὲ φωστῆρα παγκόσμιον, ἀθεΐας νύκτα, συντόνως ἐλαύνοντα, ταῖς βολίσι Μάκαρ, τῶν θείων ἀγώνων σου· ὅθεν τὴν φωσφόρον, καὶ σεπτήν σου ἡμέραν, φαιδρῶς ἑορτάζοντες, ἐκτενῶς σοι κραυγάζομεν, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

 

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς στρατειᾶς ἥρπασε, τῆς ἐπικήρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, σὲ Ἀθλοφόρε κοινωνόν, Μηνᾶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.

 

Ὁ Οἶκος
Μεγάλης πρόξενος ἡμῖν, ὑπάρχει θυμηδίας, ἡ μνήμη τῶν Μαρτύρων, κατὰ παθῶν ἀνδρείαν, καὶ ἀριστείαν κατ' ἐχθρῶν ἐπιδεικνυμένη, ἐν φαιδρᾷ καὶ προσηνεῖ ὁμολογίας χάριτι· Δεῦτε οὖν ἐν ταύτῃ, φιλέορτοι πάντες εὐφρανθῶμεν, τῆς προσκαίρου εὐφροσύνης τὴν κρείτονα καὶ τελεωτέραν, Μηνᾶ τοῦ Ἀθλητοῦ τὴν μνήμην τελοῦντες, καὶ λαμβάνοντες παθῶν δῶρον τὴν λύσιν, τούτων δὲ δοτήρ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.





Ο Άγιος Βίκτωρ

ο Μεγαλομάρτυρας



Мч. Виктор. Феофан Критский и Симеон. Фреска церкви свт. Николая. Монастырь Ставроникита. Афон. 1546 год.
Μεγαλομάρτυς Βίκτωρ Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1546 μ.Χ. από τους. Θεοφάνη τον Κρήτα και Συμεών στο Παρεκκλήσιο τού Αγίου Νικολάου.  Ιερά Μονή Σταυρονικήτα Άγιο Όρος



Мч. Виктор. Фреска. Кипр (Аракос). 1192 г.
Μεγαλομάρτυς Βίκτωρ. Τοιχογραφία  (Fresco) τού έτους 1192 μ.Χ.στην Κύπρο (Άραξος).



Οὐ δειλιῶν ἦν οὐδὲ Βίκτωρ πρὸς ξίφος,
Πᾶσαν μακρὰν που καρδίας θεὶς δειλίαν.





Βιογραφία

Ο Άγιος Βίκτωρ ανήκει στο μαρτυρικό χορό, που με το αίμα του πότισε το ζωηφόρο δένδρο της χριστιανικής πίστης τον δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν, όταν βασιλιάς ήταν ο Αντωνίνος (160 μ.Χ.). Οι υπηρεσίες του υπέρ του Ευαγγελίου, είχαν σαν στάδιο την Ιταλία. Εκεί ο Βίκτωρ έτρεχε σε διάφορες πόλεις και έσπερνε το λόγο της σωτηρίας. Συλλαμβάνεται γι' αυτό και εκβιάζεται να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Επειδή όμως δεν λύγισε, του έβγαλαν τα μάτια και τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω. Έτσι παρέδωσε τη γενναία και άγια ψυχή του.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Tρισάριθμον σύνταγμα τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ συμφώνως τιμήσωμεν ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδημον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν, Χριστέ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.





ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ

 

 
Άγιου Δημήτριου του Ροστόφ


Τα βάσανα των αγίων μαρτύρων Βίκτωρος και Στεφανίδας

Εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αντωνίνου το 7227 , ένας στρατιώτης ονόματι Βίκτωρ, με καταγωγή από την Ιταλία, υπηρέτησε υπό τον στρατηγό Σεβαστιανό. Αυτός ο Βίκτωρ πίστεψε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και ομολόγησε ανοιχτά το πανάγιο όνομά Του ενώπιον όλων. Όταν εκείνη την εποχή ξεκίνησε διωγμός κατά των Χριστιανών, ο στρατηγός κάλεσε τον μακάριο Βίκτωρ και του είπε:

«Ένα βασιλικό διάταγμα μας έχει φτάσει, που διατάζει να αναγκαστείτε εσείς οι Χριστιανοί να θυσιάσετε στους θεούς μας και όσοι δεν υπακούσουν να υποβληθούν σε σκληρά βασανιστήρια. Γι' αυτό, Βίκτωρ, πρέπει κι εσύ να θυσιάσεις στους θεούς, για να μην υποβληθείς σε βασανιστήρια και χάσεις την ψυχή σου».

Αλλά ο Άγιος Βίκτωρ απάντησε στον διοικητή:

«Δεν θα ακούσω την ασεβή εντολή ενός θνητού βασιλιά και δεν θα εκπληρώσω το θέλημά του, γιατί είμαι δούλος του αθάνατου Βασιλιά, Θεού και Σωτήρα μου Ιησού Χριστού, του οποίου η Βασιλεία είναι ατελείωτη, και όσοι εκπληρώνουν του οποίου το θέλημα θα ζήσουν αιώνια ζωή, αλλά ο θνητός βασιλιάς και η βασιλεία σας είναι προσωρινά, και όσοι εκπληρώνουν το πονηρό του θέλημα θα χαθούν για πάντα».

Σε αυτό ο κυβερνήτης είπε στον Βίκτωρ:

- Είσαι πολεμιστής του βασιλιά μας, εκπλήρωσε την εντολή του και κάνε μια θυσία.

«Όχι», απάντησε ο Βίκτωρ, «δεν είμαι πλέον πολεμιστής του επίγειου βασιλιά σας, αλλά του Ουράνιου. Ακόμα κι αν ήμουν προσωρινά πολεμιστής υπό την κυριαρχία του βασιλιά σας, δεν έπαψα ποτέ να υπηρετώ τον Βασιλιά μου, και τώρα δεν θα Τον εγκαταλείψω, ούτε θα θυσιάσω στα είδωλά σας. Κάντε με ό,τι θέλετε: το σώμα μου είναι στα χέρια σας, και εσείς έχετε εξουσία πάνω του, αλλά πάνω στην ψυχή μου, μόνο ο Θεός μου έχει εξουσία».

Τότε ο κυβερνήτης άρχισε να πείθει τον Βίκτορα:

«Εσύ ο ίδιος», είπε, «προκαλείς συμφορά στον εαυτό σου επειδή δεν εκπληρώνεις την εντολή του βασιλιά· σε συμβουλεύω να κάνεις μια θυσία στους θεούς για να απαλλαγείς από τα βάσανα που σε περιμένουν».

«Αυτό επιθυμώ», απάντησε σταθερά ο Άγιος Βίκτωρ, «να υπομείνω βασανιστήρια για τον Κύριό μου και χαίρομαι πολύ που θα κριθώ άξιος να υποφέρω για το όνομά Του».

Ο διοικητής διέταξε αμέσως να σπάσουν και να εξαρθρωθούν τα δάχτυλά του. Ο βασανιστής διέταξε στη συνέχεια να θερμανθεί το καμίνι σε υψηλή θερμοκρασία και να ριχτεί μέσα ο Άγιος Βίκτωρας. Ο μάρτυρας παρέμεινε στο καμίνι για τρεις ημέρες και παρέμεινε ζωντανός και αβλαβής, όπως ακριβώς και οι τρεις νέοι στο βαβυλωνιακό καμίνι ( Δανιήλ 3:50 ). Ο βασανιστής, μη περιμένοντας ότι ο Άγιος Βίκτωρας θα παρέμενε ζωντανός, διέταξε να ανοίξει το καμίνι την τρίτη ημέρα, να αφαιρεθεί η τέφρα του μάρτυρα και να χυθεί στο ποτάμι. Αλλά όταν άνοιξε το καμίνι, ο άγιος βγήκε αβλαβής, δοξάζοντας τον Θεό που η φωτιά δεν τον είχε αγγίξει ούτε τον είχε βλάψει.

Βλέποντας την αποτυχία του, ο διοικητής κάλεσε έναν μάγο και τον διέταξε να σκοτώσει τον Άγιο Βίκτωρα με δηλητήριο. Ο μάγος έβρασε κρέας με το θανατηφόρο δηλητήριο και το έδωσε στον άγιο να φάει.

Ο άγιος είπε:

«Αν και δεν μου αρμόζει να πάρω ακάθαρτο κρέας από εσάς και να το φάω, παρόλα αυτά θα το φάω για να καταλάβετε ότι το θανατηφόρο δηλητήριό σας δεν μπορεί να κάνει τίποτα ενάντια στη δύναμη του Ζωοδόχου του Κυρίου μου».

Έπειτα, αφού προσευχήθηκε, ο μάρτυρας έφαγε το δηλητηριασμένο κρέας και δεν έπαθε τίποτα. Ο μάγος, βλέποντας ότι ο άγιος δεν έπαθε τίποτα από το δηλητήριο, ετοίμασε ένα άλλο κομμάτι κρέας με ένα πιο ισχυρό δηλητήριο και είπε στον άγιο:

«Αν φας αυτό το κρέας και μείνεις ζωντανός, τότε θα αφήσω όλη μου τη μαγεία και τη μαγεία και θα πιστέψω στον Θεό σου».

Ο Άγιος Βίκτωρ έφαγε αυτό το κρέας, που είχε λερωθεί με ένα ισχυρό δηλητήριο, αλλά παρέμεινε άθικτος. Τότε ο μάγος φώναξε με δυνατή φωνή:

«Κατακτήσατε τη δύναμη της μαγείας μου, Βίκτωρ, και ελευθερώσατε την ψυχή μου, η οποία είχε χαθεί προ πολλού, από την κόλαση, επειδή πίστεψα στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίο κηρύττετε».

Μετά από αυτό, ο μάγος πήγε στο σπίτι του και, αφού μάζεψε όλα τα μαγικά του βιβλία και όλα τα μαγικά του φυλαχτά, τα έκαψε και έγινε αληθινός Χριστιανός.

Ο διοικητής, βλέποντας ότι τίποτα δεν μπορούσε να βλάψει τον άγιο, εξοργίστηκε και διέταξε να αφαιρεθούν οι τένοντες από το σώμα του μάρτυρα, μετά από αυτό διέταξε να ριχτεί ο μάρτυρας σε βραστό λάδι.

Και ο άγιος εκείνη την ώρα είπε:

– Απολαμβάνω αυτό το βραστό λάδι όσο ένας διψασμένος απολαμβάνει κρύο νερό.

Η αποφασιστικότητα του Αγίου Βίκτωρα εξόργισε ακόμη περισσότερο τον βασανιστή, ο οποίος διέταξε να κρεμαστεί ο άγιος από ένα δέντρο και το σώμα του να καεί με κεριά. Για να επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο τα βασανιστήρια, ανακάτεψαν σκόνη με ξύδι και έριξαν αυτό το μείγμα στο στόμα του μάρτυρα.

Αλλά είπε:

– Αυτό το ξίδι και το θανατηφόρο δηλητήριό σου είναι το ίδιο για μένα με μέλι και κηρήθρες.

Τότε ο βασανιστής, ολοένα και πιο εξοργισμένος, διέταξε να βγάλουν τα μάτια του μάρτυρα του Χριστού. Μετά από αυτό, οι στρατιώτες κρέμασαν τον άγιο ανάποδα και τον άφησαν κρεμασμένο εκεί για τρεις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα, νομίζοντας ότι ο μάρτυρας είχε ήδη πεθάνει, οι στρατιώτες ήρθαν να τον δουν και, βρίσκοντάς τον ζωντανό, έμειναν έκπληκτοι. Αυτό τους τρόμαξε και τυφλώθηκαν, και ο καθένας τους άρχισε να ψάχνει για έναν οδηγό.

Ο άγιος, ελεώντας τους, προσευχήθηκε θερμά στον Θεό και τους είπε:

– Εις το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, λάβε το φως σου!

Αμέσως ξαναβρήκαν την όρασή τους και, πηγαίνοντας στον διοικητή, του είπαν τι είχε συμβεί. Αλλά ο διοικητής εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο και διέταξε τους στρατιώτες να γδάρουν τον Άγιο Βίκτωρα. Καθώς εκτελούνταν αυτή η ασεβής εντολή, μια γυναίκα ονόματι Στεφανίδα, χριστιανή στην πίστη και σύζυγος ενός από τους στρατιώτες, που είχε έρθει να παρακολουθήσει τα βασανιστήρια του αγίου, είδε δύο όμορφα στέμματα να κατεβαίνουν από τον ουρανό. Το ένα από αυτά τα στέμματα κατέβηκε στο κεφάλι του αγίου μάρτυρα Βίκτωρα και το άλλο στο κεφάλι της.

Βλέποντας αυτό, η Στεφανίδα άρχισε να δοξάζει τον μάρτυρα με δυνατή φωνή:

– Μακάριος είσαι, Βίκτωρ, και μακάρια τα παθήματά σου για τον Χριστό, η θυσία σου ευάρεστη στον Θεό, σαν τη θυσία του Άβελ ( Γέν. 4:4 ), γιατί πρόσφερες τον εαυτό σου σε Αυτόν με δίκαιη καρδιά! Ο Θεός σε δέχτηκε όπως κάποτε δέχτηκε τον δίκαιο Ενώχ, τον οποίο πήρε από τη γη στον παράδεισο, για να μην γευτεί πρόσκαιρο θάνατο ( Γέν. 5:24 )· είσαι δίκαιος σαν τον Νώε, γεμάτος αγαθά έργα και ο αγιότερος του λαού του ( Γέν. 6:9 )· πίστεψες σαν τον Αβραάμ , πρόσφερες τον εαυτό σου ως θυσία στον Θεό σαν τον Ισαάκ, υπέμεινες κόπους σαν τον Ιακώβ. Σοφός είσαι σαν τον Ιωσήφ, στον οποίο δόθηκε να προβλέπει το μέλλον· υπέμεινες πειρασμό σαν τον Ιώβ , ο οποίος μετά από πολλά βάσανα νίκησε τον διάβολο και έδειξε παράδειγμα υπομονής (Βιβλίο Ιώβ, Ιάκωβος 5:10-11 )! Είσαι σαν τον Ησαΐα , που πριονίστηκε με εντολή του βασιλιά Μανασσή· η φωτιά δεν σε άγγιξε, όπως τους τρεις νέους στο καμίνι του Ναβουχοδονόσορα ( Δαν. 3:1-100 )· Έχετε εναποθέσει την ελπίδα σας στον Θεό, όπως ο Δαβίδ , ο γιος του Ιεσσαί. Ιδού, βλέπω δύο στέμματα να κατεβαίνουν από τον ουρανό, το ένα μεγαλύτερο και ωραιότερο, το άλλο μικρότερο. Το μεγαλύτερο σας το φέρνουν δώδεκα άγγελοι, και το μικρότερο σε εμένα. Γιατί κι εγώ, αν και αδύναμο σκεύος, είμαι έτοιμος να δεχτώ το κατόρθωμα του μαρτυρίου και να υποφέρω με θάρρος για το όνομα του Κυρίου μας και να θυσιάσω τη ζωή μου για Αυτόν.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια από τη Στεφανίδα, ο διοικητής διέταξε τους στρατιώτες του να την συλλάβουν και να την φέρουν σε αυτόν. Κοιτάζοντάς την με υπερηφάνεια, ρώτησε:

- Ποιος είσαι;

«Είμαι Χριστιανός», απάντησε ο άγιος.

Τότε ο κυβερνήτης τη ρώτησε για το όνομα και την ηλικία της, και αφού έμαθε ότι ονομαζόταν Στεφανίδα, ότι ήταν δεκαπέντε ετών και οκτώ μηνών και ότι ήταν παντρεμένη εδώ και ένα χρόνο και τέσσερις μήνες, άρχισε να της μιλάει με πραότητα:

- Γιατί θέλεις τόσο γρήγορα να εγκαταλείψεις αυτόν τον υπέροχο κόσμο, την καλή ζωή και τον γάμο, και θέλεις να καταστρέψεις τη νεανική σου ζωή, παραδίδοντας οικειοθελώς τον εαυτό σου στον θάνατο για τον Εσταυρωμένο;

Ο άγιος απάντησε στον βασανιστή:

«Αφήνω αυτόν τον πρόσκαιρο και μάταιο κόσμο και όλες τις γήινες σαρκικές επιθυμίες και τον θνητό σύζυγό μου, για να πάω μαζί με τις φρόνιμες παρθένες να συναντήσω τον άφθαρτο και αθάνατο Νυμφίο, τον Χριστό τον Σωτήρα μου».

Ο κυβερνήτης της είπε:

- Μην λέτε τέτοια ανούσια και άχρηστα λόγια για τον Θεό σας, στραφείτε στους θεούς μας και κάντε μια θυσία σε αυτούς.

Αλλά η Αγία Στεφανία απάντησε κατηγορηματικά:

«Εσύ και οι θεοί σου είστε γεμάτοι ψέματα, αλλά εγώ λέω την αλήθεια, γιατί ο Κύριός μου είναι αληθινός και δεν υπάρχει αδικία σε Αυτόν. Δεν θα θυσιάσω σε ψεύτικους θεούς, αλλά θέλω να είμαι μια ευάρεστη θυσία στον Αληθινό Θεό που κατοικεί στον ουρανό, για να μην στερηθώ το στέμμα που ετοιμάστηκε για μένα στη Βασιλεία Του».

Τότε ο βασανιστής διέταξε να λυγίσουν τις κορυφές δύο χουρμαδιών μέχρι το έδαφος και να δέσουν την αγία σε αυτές, για να την ξεσκίσουν. Έδεσαν το ένα της πόδι στην κορυφή ενός λυγισμένου χουρμαδιού και το άλλο στην άλλη, και μετά τα άφησαν ελεύθερα. Οι φοίνικες, σηκώνοντας ψηλά, ξεσχίσαν τη μάρτυρα στα δύο. Η αγία ψυχή της μάρτυρας, σαν πουλί που πετάει από σκισμένο δίχτυ, βρήκε μια φωλιά στον ουρανό μέσα στο στέμμα που είχε προετοιμαστεί γι' αυτήν.

Μετά από αυτό, ο διοικητής διέταξε να αποκεφαλιστεί ο Άγιος Βίκτωρας με σπαθί. Ακούγοντας αυτή την εντολή, ο Άγιος Βίκτωρας ευχαρίστησε τον Θεό. Πριν θελήσουν να του κόψουν το κεφάλι, προείπε τον θάνατο των βασανιστών του, λέγοντας:

- Σε δώδεκα μέρες θα πεθάνεις και σε είκοσι τέσσερις μέρες ο διοικητής σου θα πιαστεί αιχμάλωτος από τον εχθρό.

Αφού το προείπε αυτό, ο άγιος προσευχήθηκε και έσκυψε το κεφάλι του για να αποκεφαλιστεί. Και η σεβάσμια κεφαλή του αγίου μάρτυρα αποκόπηκε με σπαθί.

Μετά τον αποκεφαλισμό του Αγίου Βίκτωρα, έρεε γάλα και αίμα από το σώμα του, και πολλοί άπιστοι, βλέποντας ένα τέτοιο θαύμα, πίστεψαν στον Χριστό. Ακόμα περισσότερο, πολλοί πίστεψαν όταν είδαν την προφητεία του μάρτυρα να εκπληρώνεται, γιατί όπως προείπε, έτσι και έγινε: οι βασανιστές χάθηκαν ξαφνικά και ο διοικητής συνελήφθη από τον εχθρό.

Ο Άγιος Βίκτωρ και η αγία μάρτυρας Στεφανίδα μαρτύρησαν στις 11 Νοεμβρίου στην πόλη της Δαμασκού. Τώρα έχουν εγκατασταθεί σε αυτήν την πόλη, η οποία δεν έχει ανάγκη από ήλιο ούτε από σελήνη για να λάμψει, γιατί η δόξα του Θεού τη φωτίζει, και το Αρνί του Θεού είναι το λυχνάρι της.


 






Άγιος Βικέντιος

ο Διάκονος Ιερομάρτυρας




Святой мученик Викентий Августопольский. 
Мозаика церкви монастыря Хора в Константинополе. 1315 - 1321 годы.
Άγιος Βικέντιος ο Διάκονος Ιερομάρτυρας
Μωσαϊκό μεταξύ τών ετών 1315 - 1321 μ.Χ.
 στην Μονή τής Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Τουρκία


Βληθεὶς ὁ Βικέντιος ἐν φρουρᾷ φέρει.
Λυθεὶς δὲ φρουρᾶς σαρκικῆς ἄνω τρέχει.




Βιογραφία

Ο Άγιος Βικέντιος γεννήθηκε στην Ουέσκα της Ισπανίας και από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στα γράμματα. Ψυχή φλεγόμενη από τη θεία φλόγα προσεκολλήθει, από τα εφηβικά του χρόνια, στον επίσκοπο της Σαραγόσης, Ουαλέριο.

Ο Ουαλέριος εκτιμώντας την αγνότητα, τη σύνεση και τον ευσεβή ζήλο του Βικέντιου τον χειροτόνησε διάκονο στην Αυγουστόπολη (Σαραγόσα). Επειδή δε ο ίδιος αν και μορφωμένος πολύ, δεν είχε την ευκολία του λόγου συχνά χρησιμοποιούσε τον Βικέντιο ως δάσκαλο του Θείου Λόγου. Γι' αυτό, συχνά, ο Ουαλέριος, χαριτολογώντας έλεγε ότι ο Άγιος Βικέντιος είναι η φωνή μου στην Εκκλησία.

Με το πέρασμα του χρόνου ο Βικέντιος αύξανε την ικανότητά του λέγειν του, την θερμότητα του ζήλου του και την ακούραστη προσπάθειά του να προσελκύσει στους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας τους ειδωλολάτρες. Τα περισσότερα βράδια του τα διέθετε για την κατήχηση και τον διαφωτισμό των συνανθρώπων του. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο Δακιανός (περί το 211 μ.Χ.), που διετέλεσε διοικητής επί του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, διέταξε και έφεραν  τον Βικέντιο δεμένο, στην Σαραγόση της Βαλέντιας. Παρόλο τις απειλές που δέχθηκε ο Άγιος ομολόγησε την πίστη του Ιησού Χριστού και μπροστά στον έπαρχο. Γι' αυτό το λόγο διατάχθηκε να τον μαστιγώσουν μέχρι να ματώσουν οι σάρκες του. Κατόπιν τον έδεσαν σε σιδερένια κλίνη, κάτω από την οποία ήταν αναμμένη φωτιά. με αυτόν τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε ο Άγιος Βικέντιος το πνεύμα στον Κύριο.




Ι Ε Ρ Α   Λ Ε Ι Ψ Α Ν Α





Сокровищница Базилики Сан Никола (г. Бари, Италия)
Мощи священномученика Сарагосского Викентия.
Θησαυροφυλάκειο της Βασιλικής του Αγίου Νικολάου (Μπάρι, Ιταλία).
Απότμημα λειψάνων τού Αγίου Βικεντίου (Σαραγόσα)







Τό αριστερό χέρι στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς Βαλένθιας Ἰσπανίας.

Святой мученик Викентий Сарагосский

здесь в одной из каплиц собора Валенсии сейчас находятся мощи святого мученика Викентия.

Вернее большая часть од имеющихся в христијанском мире мощей , святая рука мученика .

Σε ένα από τα παρεκκλήσια του Καθεδρικού Ναού της Βαλένθια,

στεγάζονται τώρα τα λείψανα του αγίου μάρτυρα Βικεντίου.

Ή μάλλον, η πλειονότητα των λειψάνων που βρίσκονται στον χριστιανικό κόσμο, το άγιο χέρι του μάρτυρα.











Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Tρισάριθμον σύνταγμα τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ συμφώνως τιμήσωμεν ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδημον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν, Χριστέ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.





ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ

 

 

Άγιου Δημήτριου του Ροστόφ


Τα βάσανα του αγίου μάρτυρα Βικεντίου

Εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου

Η πατρίδα του Αγίου Βικεντίου ήταν η Ισπανία. Από τη νεότητά του, ο άγιος αυτός αφιερώθηκε στην υπηρεσία του Θεού και, μελετώντας επιμελώς τις Θείες Γραφές, μελετούσε τον Νόμο του Θεού μέρα και νύχτα. Είχε έναν σοφότατο διδάσκαλο, τον μακάριο Βαλέριο, επίσκοπο της πόλης Αυγουστοπόλεως ( 7228 ). Αυτός ο επίσκοπος, βλέποντας ότι ο μαθητής του Βικέντιος ήταν συνετός και ευσεβής, τον χειροτόνησε διάκονο και τον έκανε κήρυκα του λόγου του Θεού. Διότι, αν και ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή, όντας γλωσσοδέτης και ανίκανος να μιλήσει καθαρά, εμπιστεύτηκε τον διάκονό του, τον μακάριο Βικέντιο, ως άξιο, σοφό και εύγλωττο άνθρωπο, να διδάσκει τον λαό στην εκκλησία, κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Ο Άγιος Βικέντιος, έχοντας λάβει αυτή την εντολή και την ευλογία από τον επίσκοπό του, όχι μόνο στην εκκλησία, αλλά και σε κάθε μέρος όπου ήταν βολικό, δίδασκε και εκπαίδευε επιμελώς τον λαό, δείχνοντας τον δρόμο προς τη σωτηρία της ψυχής.

Εκείνη την εποχή, ο ασεβής αυτοκράτορας Διοκλητιανός έστειλε έναν δικαστή στην Ισπανία ονόματι Δατιανό, Έλληνα στην καταγωγή, σκληρό στη φύση και άγριο διώκτη και βασανιστή των Χριστιανών. Ο Δατιανός στάλθηκε για να θανατώσει ανελέητα όλους όσους ομολογούσαν το όνομα του Χριστού. Αυτός ο δικαστής, έχοντας φτάσει στην ισπανική πόλη της Βαλένθια το 7229 , έχυσε εκεί πολύ χριστιανικό αίμα, αρπάζοντας τα πρόβατα του Χριστού σαν λύκο. Ακούγοντας για τον Επίσκοπο Βαλέριο και τον διάκονό του Βικέντιο, που ζούσαν στην Αυγουστόπολη, ο Δατιανός έστειλε τους στρατιώτες του να τους καταδιώξουν, διατάζοντας να τους αλυσοδέσουν και να τους φέρουν σε αυτόν αλυσοδεμένους για δίκη. Οι στρατιώτες, εκτελώντας την εντολή του Δατιανού, πήραν και τους δύο αγίους, τους αλυσόδεσαν με βαριά σιδερένια δεσμά και τους οδήγησαν στη Βαλένθια, προκαλώντας τους μεγάλες ταλαιπωρίες στην πορεία, εξαντλημένοι από την πείνα, τη δίψα και τον γρήγορο ρυθμό, γιατί οι ίδιοι οι στρατιώτες έτρεχαν γρήγορα πάνω στα άλογα, και οι άγιοι, μη μπορώντας να συμβαδίσουν με τους στρατιώτες που έτρεχαν πάνω στα άλογα, έπεσαν και σύρθηκαν για πολλή ώρα, σαν κορμούς, δεμένοι στα άλογα.

Όταν τους έφεραν στην πόλη της Βαλένθια, ο βασανιστής διέταξε να τους ρίξουν αμέσως σε ένα σκοτεινό και δυσώδες μπουντρούμι, όπου κρατήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς φαγητό και ποτό. Αλλά ο Θεός τους ενίσχυσε με τη χάρη Του, για να μην εξαντληθούν και χάσουν τη δύναμη να τελέσουν το μαρτύριό τους. Εν τω μεταξύ, ο βασανιστής, φοβούμενος ότι οι κρατούμενοι θα πέθαιναν και ότι δεν θα είχε κανέναν να ξεσπάσει την οργή του, διέταξε να τους φέρουν σε αυτόν. Βλέποντας ότι δεν είχαν υποστεί καμία βλάβη από την πείνα, τη δίψα ή τα βαριά δεσμά, αλλά μάλλον είχαν δυναμώσει στο σώμα και τα πρόσωπά τους είχαν γίνει λαμπερά, ο βασανιστής είπε στον δεσμοφύλακα:

- Γιατί τους έδωσες φαγητό και ποτό; Έχουν παχύνει τόσο πολύ.

Ο φρουρός του ορκίστηκε ότι δεν είχε δώσει τίποτα στους κρατούμενους.

Τότε ο βασανιστής άρχισε να μιλάει αυστηρά στον επίσκοπο, νομίζοντας ότι αν μπορούσε να τον εκφοβίσει με την αυστηρότητά του, θα έκανε τον διάκονο ακόμα πιο πράο και δειλό. Αλλά αυτό δεν συνέβη, γιατί ο Κύριος, που ρίχνει τους ισχυρούς από τους θρόνους τους και εξυψώνει τους ταπεινούς, χαιρόταν που η υπερηφάνεια αυτού του υπεροπτικού βασανιστή ταπεινώθηκε από έναν από τους νεότερους και κατώτερους. Ο Δατιανός ρώτησε πρώτα τον επίσκοπο:

- Γιατί αντιστέκεστε στη βασιλική εντολή και δεν λατρεύετε τους θεούς μας, αλλά δοξάζετε κάποιον Χριστό;

Ο επίσκοπος απάντησε στον Ντατιανό με ήρεμη φωνή και με πραότητα, σαν να έδειχνε κάποιο φόβο. Τότε ο Διάκονος Βικέντιος, γεμάτος Άγιο Πνεύμα, άναψε από ζήλο για τον Θεό και είπε στον επίσκοπό του:

«Γιατί, Πάτερ, μιλάς τόσο σιγά, σαν να φοβάσαι, και γιατί δεν απαντάς με τόλμη στο γάβγισμα αυτού του σκύλου; Ομολόγησε τη δύναμη του Χριστού με δυνατή φωνή και ξεσκέπασε ελεύθερα και νικήστε την ανοησία αυτού του πονηρού ανθρώπου, που θέλει να πάει ενάντια στον Θεό, τον Δημιουργό του, που του έχει δώσει τέτοια δύναμη, και που θέλει να αποδώσει στους δαίμονες την ευλάβεια που οφείλεται στον Θεό. Τώρα πρέπει να νικήσουμε ολοκληρωτικά αυτόν τον διάβολο, τον οποίο πολλοί άνθρωποι, ως αδύναμοι και δειλοί, έχουν διώξει στο όνομα του Χριστού, και να συντρίψουμε το κεφάλι αυτού του φιδιού».

Ο Ντατιανός, ακούγοντας αυτά τα λόγια και βλέποντας ότι ο άγιος διάκονος Βικέντιος δεν θεωρούσε ότι όλη του η δύναμη, η ισχύς και οι απειλές του είχαν καμία αξία, είπε στους παρευρισκόμενους:

- Πάρτε τον επίσκοπο μακριά από εδώ, θα μιλήσω με αυτόν τον νεαρό διάκονο.

Έπειτα, στρεφόμενος προς τους δήμιους, ο βασανιστής τους είπε:

– Ετοιμάστε όλα τα όργανα βασανιστηρίων, ώστε να μπορέσετε να απαντήσετε με πράξεις σε όσους μας ταπεινώνουν με τα λόγια τους.

Τότε διέταξε να δέσουν τον άγιο σε ένα δέντρο και να ξύσουν και να σκίσουν το σώμα του με σιδερένια νύχια. Καθώς οι στρατιώτες εκτελούσαν τις εντολές του Δατιανού, το έδαφος ποτίστηκε με αίμα, που έτρεχε σαν ρυάκι από το σκισμένο σώμα του μάρτυρα, και μέσα από τις βαθιές πληγές του μάρτυρα, έγιναν ορατά οστά. Ο βασανιστής, χλευάζοντας τον άγιο, του είπε:

- Τι θα πεις τώρα, Βικέντιε, βλέπεις με τι πληγές είναι πληγωμένο και σκισμένο το σώμα σου;

Αλλά ο άγιος του απάντησε:

«Αυτό που επιθύμησα, το έλαβα, γιατί αυτό επιθύμησα με όλη μου την ψυχή. Πίστεψέ με, κρίνε, ότι για μένα δεν υπήρχε μεγαλύτερη επιθυμία από το να υποφέρω για τον Κύριό μου· και κανείς δεν μου έδειξε αυτό το έλεος εκτός από εσένα. Αν και το κάνεις αυτό από κακία, μου κάνεις ωστόσο χάρη παραδίδοντάς με σε βασανιστήρια, γιατί όσο πολλαπλασιάζεις τα βασάνιστά μου, τόσο ο Κύριός μου ετοιμάζει ανταμοιβές για μένα στον ουρανό. Μέσα από αυτά τα οδυνηρά βασανιστήρια, σαν από σκαλοπάτια, ανεβαίνω στον Θεό μου, που κατοικεί ψηλά· με την ελπίδα σε Αυτόν, φαίνεται ήδη να αγγίζω τον ουρανό, και όμως απορρίπτω τη βασιλική εντολή και γελάω με την ανοησία σου. Μην σταματήσεις τα βασανιστήριά μου, αλλά παράδωσέ με σε ακόμη μεγαλύτερα βασανιστήρια: Σε παρακαλώ, γίνε όλο και πιο σκληρός μαζί μου και πρόσταξε τους δούλους σου να μην σταματήσουν να με βασανίζουν μέχρι να πεθάνει το σώμα μου. Εγώ, ως δούλος του Χριστού, του Κυρίου μου, είμαι έτοιμος να υπομείνω τα πάντα για το όνομά Του».

Ο βασανιστής, ακούγοντας αυτά τα λόγια του αγίου, εξοργίστηκε και φώναξε στους υπηρέτες να μην φεισθούν κόπων για να βασανίσουν τον πάσχοντα του Χριστού και να τον βασανίσουν ακόμη πιο σκληρά. Όταν είδε ότι οι υπηρέτες ήταν εξαντλημένοι, σηκώθηκε και άρχισε να τους χτυπάει.

Και ο άγιος γέλασε με τον θυμό του και του είπε:

«Τι κάνεις, δικαστή; Γιατί δέρνεις τους υπηρέτες σου; Με βασανίζουν, και εσύ τους εκδικείσαι γι' αυτό.»

Ο Ντατιανός, πληγωμένος από τα λόγια του μάρτυρα και την ακαταμάχητη υπομονή του, εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο: έτριξε τα δόντια του, χλώμιασε πολύ και έτρεμε από θυμό. Έπειτα, αφού ηρεμήθηκε κάπως, άρχισε να μιλάει πράα στους υπηρέτες:

«Τι σημαίνει, πιστοί μου δούλοι, ότι αυτός ο κακός δεν νιώθει το βάρος των χεριών σας και δεν φοβάται τα βασανιστήρια, αλλά αντίθετα σας γελάει όπως κανείς δεν έχει γελάσει ποτέ πριν; Υπήρξαν πολλοί ληστές, κακοποιοί, πατροκτόνοι και μάγοι που βασανίσατε με τα δυνατά σας χέρια, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ούτε ένας σαν αυτόν, που τώρα είναι στα χέρια σας και γελάει μαζί μου και μαζί σας. Θα αντέξετε πραγματικά τέτοια ντροπή; Συγκεντρώστε όλη σας τη δύναμη και βασανίστε τον ακόμα περισσότερο.»

Αλλά ο Άγιος Βικέντιος γέλασε ακόμα περισσότερο με την αδυναμία τους και είπε:

«Δεν σου ζητώ, βασανιστή, να σταματήσεις να με βασανίζεις, αλλά επινοώ ακόμη μεγαλύτερα βασανιστήρια, γιατί η δύναμη του Χριστού, που με βοηθάει, είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δύναμή σου, που με παραδίδει σε βασανιστήρια, και δεν θα εξασθενήσω, ομολογώντας και δοξάζοντας τον Ιησού Χριστό, τον Ένα Αληθινό Θεό. Ω, μακάρι να γνώριζες κι εσύ αυτόν τον Θεό, βλέποντας τη μεγάλη Του δύναμη να εκδηλώνεται σε μένα, τον αδύναμο, και την οποία εσύ με όλους τους δούλους σου δεν μπορείς να νικήσεις· αλλά εσύ, βλέποντας, δεν αντιλαμβάνεσαι, και ακούγοντας, δεν καταλαβαίνεις, και δεν παύεις να εκτελείς το δαιμονικό θέλημα προς καταστροφή της ψυχής σου!»

Ο κριτής, που δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα με τα βασανιστήρια (γιατί το κοφτερό σίδερο διαπέρασε τις αρθρώσεις και τα οστά του μάρτυρα και έφτασε στα σωθικά του, αλλά αυτός παρέμεινε αβλαβής), αποφάσισε να χρησιμοποιήσει κολακεία για να παρασύρει τον άγιο στην ασέβειά του και άρχισε να του μιλάει με πραότητα:

«Φύλαξέ σου τα νιάτα σου, Βίνσεντ, και μην εύχεσαι να μαραθεί πρόωρα το άνθος της ζωής σου. Μην συντομεύσεις τα μακρά χρόνια της ζωής σου, αλλά φύλαξέ μας τον εαυτό σου και πρόσφερέ μας τη μετάνοια, για να μην χαθείς ολοκληρωτικά. Γιατί σε λυπάμαι και θα ήθελα να σε δω όχι σε ατίμωση και βασανιστήρια, αλλά σε τιμή και δόξα, γιατί θα σου ζητούσα μεγάλη τιμή αν με άκουγες.»

Ο Άγιος Βικέντιος απάντησε στα κολακευτικά λόγια του Ντατιανού:

«Το πονηρό Σου έλεος είναι πολύ χειρότερο για μένα από την οργή Σου, γιατί φοβάμαι τα κολακευτικά Σου λόγια περισσότερο από το βασάνισμά Σου. Σταμάτα αυτή την απάτη, τόσο καταστροφική για την ψυχή μου, και έστρεψε πάνω μου όλη τη δύναμη του βασάνου Σου, υπέβαλε με σε ανελέητο βασανιστήριο και γνώρισε τη δύναμη του Χριστού που κατοικεί σε εκείνους που Τον αγαπούν.»

Αυτά τα λόγια του μάρτυρα προκάλεσαν ξανά βαθιά οργή στον βασανιστή, ο οποίος διέταξε να καρφωθούν στον σταυρό και να βασανίσουν ολόκληρο το σώμα του με διάφορους τρόπους. Καθώς οι υπηρέτες, εκτελώντας τις εντολές του βασανιστή, χτυπούσαν τον σταυρωμένο άγιο και έκαιγαν τις πληγές του με ένα πυρωμένο σίδερο, ο μάρτυρας του Χριστού έπεσε ξαφνικά από τον σταυρό στο έδαφος. Οι υπηρέτες, νομίζοντας ότι ο άγιος είχε ήδη πεθάνει, τον άρπαξαν, σκοπεύοντας να τον μεταφέρουν μακριά. Αλλά ο άγιος, ενισχυμένος από τη χάρη του Χριστού, απελευθερώθηκε από τα χέρια τους και κρεμάστηκε ξανά στον σταυρό. Επιτίμησε τους υπηρέτες για την αμέλειά τους, λέγοντας ότι δεν εκτελούσαν με επιμέλεια την εντολή του κυρίου τους. Τότε οι υπηρέτες εξοργίστηκαν και άρχισαν να βασανίζουν τον άγιο με όλη τους τη δύναμη, μέχρι που οι ίδιοι εξαντλήθηκαν εντελώς. Μετά από αυτά τα βασανιστήρια, με εντολή του βασανιστή, ο Άγιος Βικέντιος φυλακίστηκε. Τον έβαλαν, εντελώς τραυματισμένο, με τα άκρα του θρυμματισμένα και τους τένοντές του σκισμένους, πάνω σε αιχμηρά θραύσματα γυαλιού. Όταν έπεσε η νύχτα και οι φρουροί κοιμόντουσαν βαθιά, ένα φως έλαμψε ξαφνικά στη φυλακή, και ένα πλήθος αγγέλων κατέβηκε από τον ουρανό για να παρηγορήσει τον άγιο στα βάσανά του. Ο άγιος μάρτυρας Βικέντιος, έχοντας θεραπευτεί από αυτή την αγγελική επίσκεψη και γεμάτος με απερίγραπτη χαρά, δόξασε τον Θεό. Οι στρατιώτες που τον φρουρούσαν ξύπνησαν, ακούγοντάς τον να ψέλνει χαρούμενα και βλέποντας το απερίγραπτο φως στη φυλακή, ανησυχούσαν πολύ και έτρεξαν να ενημερώσουν τον Δατιανό. Αυτός, ωστόσο, βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία, συλλογιζόμενος όλη νύχτα τι να κάνει με τον αήττητο μάρτυρα, και τελικά επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα. Διέταξε να ετοιμαστεί ένα όμορφο κρεβάτι, να απλωθεί ένα μαλακό στρώμα πάνω του και ο άγιος ξάπλωσε πάνω του. Ο βασανιστής διέταξε επίσης να ανατεθούν στον άγιο πλανεύτρες, δίνοντάς τους εντολή να σκουπίσουν το αίμα του, να επιδέσουν τις πληγές του και να του προσφέρουν κάθε είδους υπηρεσίες, σαν να λυπούνταν και να λυπούνταν γι' αυτόν. Φιλώντας τα πόδια του, τον παρακάλεσαν να τους ελεήσει, να μην υποβάλει τους εαυτούς του σε ακόμη μεγαλύτερα βασανιστήρια, αλλά να εκπληρώσει τη βασιλική εντολή. Όταν εκτελέστηκε αυτή η εντολή του Δατιανού, ο άγιος είπε:

– Για μένα, ένα κρεβάτι βασάνων πάνω σε θραύσματα κεραμικής θα ήταν καλύτερο από αυτό, και εσείς, πονηροί σαγηνευτές, δεν θα με σαγηνεύσετε με αυτό.

Ο βασανιστής, βλέποντας ότι η πονηριά του ήταν μάταιη, στράφηκε ξανά στα βασανιστήρια. Διέταξε να θερμανθούν σιδερένιες σανίδες και να τοποθετηθούν στα πλευρά του αγίου. Στη συνέχεια, με εντολή του, τοποθέτησαν τον μάρτυρα σε μια σιδερένια σχάρα και, ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά κάτω από τη σχάρα, έκαψαν τον μάρτυρα σαν να ήταν βρώσιμο κρέας.

Ο μάρτυρας υπέμεινε όλα αυτά τα βάσανα με σταθερότητα, ομολογώντας το όνομα του Ιησού Χριστού, και ολοκλήρωσε το κατόρθωμα του μαρτυρίου του παραδίδοντας το πνεύμα του στα χέρια του Κυρίου του 7230 .

Ο βασανιστής, βλέποντας ότι ο άγιος είχε πεθάνει, διέταξε να μεταφερθεί το σώμα του στο χωράφι και να ριχτεί άταφο για να καταβροχθιστεί από πουλιά και άγρια ​​θηρία. Διέταξε επίσης να τοποθετηθεί φρουρός σε απόσταση, για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το σώμα του μάρτυρα. Αλλά ο Θεός «φυλάει όλα τα οστά» ( Ψαλμός 34:21 ) των δικαίων, και διόρισε έναν εξαιρετικό φρουρό πάνω από το σώμα του μάρτυρα, διατάζοντας ένα κοράκι να το φυλάει. Ο φρουρός, που τοποθετήθηκε από τον Δατιανό σε απόσταση, παρατήρησε ότι όταν πλήθος αρπακτικών πτηνών επιτέθηκαν στο σώμα του αγίου, το κοράκι τα έδιωξε όλα και δεν άφησε ούτε ένα πουλί να καθίσει πάνω στο σώμα του μάρτυρα. Αν και το κοράκι, εκ φύσεως, αγαπά να τσιμπάει τα νεκρά σώματα, συγκρατημένο από τη δύναμη του Θεού, ούτε άγγιξε το σώμα του αγίου ούτε εμπόδισε άλλα πουλιά να το κάνουν. Και ακόμη πιο θαυματουργά, όταν ένας λύκος ήρθε και ήθελε να πάρει το σώμα του αγίου, ένα κοράκι του επιτέθηκε με δύναμη, χτυπώντας το με τα φτερά του και διώχνοντας το. Όταν οι φρουροί το ανέφεραν αυτό στον Δατιανό, αυτός εξεπλάγη πολύ, ωστόσο αρνήθηκε να δει τη δύναμη του Θεού σε αυτό και διέταξε να ριχτεί το σώμα του μάρτυρα στη θάλασσα. Οι στρατιώτες, παίρνοντας το σεβάσμιο σώμα του Βικέντιου, επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο και έπλευσαν μακριά στη θάλασσα, ρίχνοντάς το στα βάθη, ενώ οι ίδιοι κολυμπούσαν πίσω στην ακτή. Όταν έφτασαν στην ακτή, είδαν το σώμα του μάρτυρα να κείτεται στην ακτή. Τρομοκρατημένοι, τράπηκαν σε φυγή. Οι Χριστιανοί, ωστόσο, πήραν τα ιερά λείψανα του μάρτυρα και τα έθαψαν με ευλάβεια, δοξάζοντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.








Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής

ηγούμενος Μονής Στουδίου




Святой Преподобный Феодор Студит, Исповедник. 
Мозаика монастыря Неа Мони на острове Хиос, Греция. XI век.
 Ψηφιδωτό τού 11ου αιώνα μ.Χ. 
στην Νέα Μονήςστο νησί τής Χίου.





Πολλὰς ἀμοιβάς, Θεόδωρε Τρισμάκαρ,
Βίου μεταστάς, ὡς βιοὺς εὖ, προσδόκα.


Βιογραφία

Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 μ.Χ. και ήταν γιος του Φωτεινού και της Θεοκτίστης. Στην ανατροφή του, εξάσκησε μεγάλη επιρροή ο θείος του Πλάτων, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης.

Ο Θεόδωρος έγινε μοναχός πρώτα στη Μονή του Σακκουδίωνος (κοντά στην Προύσα), που ανήγειραν οι γονείς του στο κτήμα τους με την ονομασία Βοσκήτιον. Αργότερα έγινε και ηγούμενος αυτής, αφού αποσύρθηκε ο θείος του Πλάτων λόγω γήρατος.

Святой Преподобный Феодор Студит, Исповедник. 
Фреска церкви Богоматери Одигитрии в Пече, Косово, 
Сербия. XIV век.
Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Στουδίου
Τοιχογραφία (Fresco) τού 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό τής Παναγίας  τής Οδηγήτριας στο Πεκ, Κοσσυφοπέδιο, Σερβία.
(Pech (Pech, Pec) είναι μια πόλη στη Σερβία , στην αυτόνομη επαρχία του Κοσσυφοπεδίου και στο Metohija. Βρίσκεται στην όχθη του ποταμού Pecska-Bistrica, ανάμεσα στα βουνά Prokletie και Mokra. Ο πληθυσμός είναι 95 190 άτομα (2006). Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι οι Αλβανοί. Στους 13-18 αιώνες. - η έδρα σέρβων επισκόπων και πατριαρχών, το κέντρο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας)





Για την αντίσταση του ο Θεόδωρος, στο γάμο του βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ' με τη Θεοδότη, εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου και εγκαταστάθηκε στη Μονή Στουδίου σαν ηγούμενος. Αλλά και πάλι για την αντίσταση του στην χειροτονία του Νικηφόρου από λαϊκό σε Πατριάρχη, εξορίστηκε μαζί με τον θείο του Πλάτωνα (809 μ.Χ.). Επέστρεψε από την εξορία το 812 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, για να εξοριστεί τρίτη φορά από τον Λέοντα το Ε', επειδή με πολύ θάρρος υπερασπίστηκε τις Ιερές εικόνες και το ορθόδοξο φρόνημα.

Миниатюра Минология Василия II. Константинополь. 985 г. Ватиканская библиотека. Рим.
.  Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο τοῦ Βασίλειος Β '. 985 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Τώρα εὑρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Ρώμη



Πέθανε στην εξορία το 826 μ.Χ. σε ηλικία 67 ετών, στη χερσόνησο του Ακρίτα του Αγίου Τρύφωνα. Το δε σώμα του, μετακομίστηκε στην Πριγκιπόννησο, όπου και ετάφη. Ύστερα δε, επί Πατριάρχου Μεθοδίου, το 844 μ.Χ. ανακομίστηκε στη βασιλεύουσα, μαζί με το λείψανο του αδελφού του Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης και ετάφη στη Μονή Στουδίου.

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δώρων μέτοχος, τῆς ἀφθαρσίας, δῶρον ἄσυλον, τῆς Ἐκκλησίας, φερωνύμως ἀνεδείχθης Θεόδωρε, τοὶς ἱεροὶς γὰρ ἑπόμενος δόγμασιν, ὁμολογίας φωστὴρ ἐχρημάτισας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν Ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόδωρε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἀσκητικόν, ἰσάγγελόν τε βίον σου, τοῖς ἀθλητικοῖς, ἐφαίδρυνας παλαίσμασι, καὶ Ἀγγέλοις σύσκηνος, θεομάκαρ ὤφθης Θεόδωρε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.




ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ

 

 

Άγιου Δημήτριου του Ροστόφ


Ο βίος του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου του Στουδίτη

Εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου

Στην Κωνσταντινούπολη ζούσε κάποτε ένας πλούσιος και ευγενής άνδρας ονόματι Φωτίνος ( 7231) , παντρεμένος με μια ευγενή γυναίκα ονόματι Θεοκτίστα. Και οι δύο ήταν ευσεβείς και θεοφοβούμενοι. Ο μακάριος Θεόδωρος γεννήθηκε από αυτούς. Οι γονείς του, αφού τον βάπτισαν, τον μεγάλωσαν με καλούς τρόπους και τον έστειλαν να σπουδάσει. Με την άνοδο στον θρόνο του ασεβούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου ( 7232 ), άρχισε να εξαπλώνεται η εικονομαχική αίρεση και ξεκίνησε ένας σκληρός διωγμός των Ορθοδόξων. Κατά συνέπεια, ο Φωτίνος, παραιτούμενος από τη σημαντική κυβερνητική του θέση και συμβουλευόμενος τη σύζυγό του, έδωσε όλη του την περιουσία και, απαρνούμενος τον κόσμο, αφιερώθηκε, μαζί με τη Θεοκτίστα, στη μοναστική ζωή, στην οποία εργάστηκαν με ζήλο μέχρι τον θάνατό τους. Ο μακάριος Θεόδωρος, έχοντας μάθει την ελληνική σοφία, έγινε ένας εξαιρετικός ρήτορας και ένας εξαιρετικός φιλόσοφος, συζητώντας με ασεβείς αιρετικούς για την ορθόδοξη πίστη. Ήταν τόσο έμπειρος στις Θείες Γραφές και το δόγμα που οι αιρετικοί δεν μπόρεσαν ποτέ να του αντισταθούν.

Μετά τον θάνατο του πονηρού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου, ανέβηκε στον θρόνο ο γιος του Λέων 7233 , επίσης εικονομάχος , αλλά η βασιλεία του ήταν σύντομη και πέθανε λίγο αργότερα. Μετά από αυτόν, η σύζυγός του Ειρήνη ανέβηκε στον θρόνο με τον γιο της Κωνσταντίνο 7234. Φέροντας ένα όνομα που σημαίνει «ειρήνη» 7235 , έφερε πράγματι ειρήνη στην Εκκλησία και έβαλε τέλος στην εικονομαχική αναταραχή. Συγκέντρωσε πλήθος αγίων πατέρων και, μαζί με τον Αγιώτατο Πατριάρχη Ταράσιο, συγκάλεσε την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια 7236, στην οποία, απορρίπτοντας την ασεβή διδασκαλία των αιρετικών, καθιέρωσε ξανά, όπως ήταν πριν, την προσκύνηση των Θείων εικόνων και την προσκύνησή τους 7236. Περισσότεροι από τριακόσιοι πατέρες συγκεντρώθηκαν στη σύνοδο. Ανάμεσά τους ήταν και ο Άγιος Πλάτωνας , ο οποίος αρχικά έζησε ασκητικά στον Όλυμπο 7237. Ήταν θείος του μακάριου Θεοδώρου - από την πλευρά της μητέρας του. Το Πνεύμα του Θεού ζούσε μέσα του και, ως άνθρωπος καλά μελετημένος στις Θείες Γραφές και επιδέξιος ρήτορας, ήταν χρήσιμος σε όλους.

Στο τέλος της συνόδου, ο Πλάτωνας πήρε μαζί του τον μακάριο Θεόδωρο και τους δύο αδελφούς του, τον Ιωσήφ και τον Ευθύμιο, οι οποίοι είχαν εκφράσει την επιθυμία να δεχτούν τον μοναχισμό 7238. Αφού έφυγε μαζί τους, έφτασε σε ένα απομονωμένο μέρος που ονομαζόταν Σακούδιον 7239 .

Αυτή η περιοχή ήταν αρκετά όμορφη και ευνοϊκή για όσους αναζητούσαν σιωπή. Βρισκόταν σε ένα βουνό, στρογγυλή και επίπεδη, περιτριγυριζόταν από διάφορα ψηλά δέντρα, είχε εύγευστο τρεχούμενο νερό και ήταν προσβάσιμη μόνο από ένα μικρό μονοπάτι. Ο Πλάτωνας και οι σύντροφοί του άρεσαν πολύ το μέρος και εγκαταστάθηκαν εκεί, χτίζοντας σύντομα μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Όταν ο αριθμός των αδελφών άρχισε να αυξάνεται, ο Πλάτωνας ίδρυσε ένα μοναστήρι . Ο μακάριος Θεόδωρος, που τον κουρούσε μοναχός, ταπείνωνε τη σάρκα του περισσότερο από άλλους μέσω ασκητισμού και νηστείας. Μαθαίνοντας ταπεινότητα, επέλεξε για τον εαυτό του τους πιο επίπονους και ταπεινούς κόπους και υπακοές. Πολλοί βρήκαν έκπληξη το γεγονός ότι ο γιος πλούσιων και ευγενών γονέων, που ανατράφηκε στην πολυτέλεια και την ηρεμία, υπέβαλε τον εαυτό του σε τόσο σοβαρές ασκητικές εργασίες: έκοβε ξύλα, μετέφερε νερό, έσκαβε τη γη στο αμπέλι, μετέφερε πέτρες και εκτελούσε επιμελώς άλλες παρόμοιες υπακοές, για παράδειγμα, συχνά μετέφερε κοπριά για να λιπάνει το αμπέλι. Ταυτόχρονα, ο άγιος βοηθούσε τους πιο αδύναμους αδελφούς, εκείνους που ήταν σωματικά άρρωστοι, στους κόπους τους και ήταν υπηρέτης όλων. Φρόντιζε επίσης να εξομολογείται όλες τις σκέψεις και τις πράξεις του στον πνευματικό του πατέρα, τον Άγιο Πλάτωνα. Προσερχόμενος σε αυτόν με αγάπη, ο Θεόδωρος ομολόγησε και δέχτηκε με επιμέλεια την διδασκαλία του. Διαρκώς αφιέρωνε ένα μέρος κάθε ημέρας για θεϊκή περισυλλογή, ώστε, στεκόμενος ενώπιον του Ενός Θεού, μακριά από όλα τα εγκόσμια και μάταια πράγματα, να μπορεί να Του προσφέρει μια μυστική υπηρεσία. Αλλά η αρετή του δεν μπορούσε να κρυφτεί. Διότι τα ίδια τα δάκρυα που έτρεχαν άφθονα από τα μάτια του ήταν μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη των πολλών αρετών του. Η εγκράτεια του αγίου ήταν θαυμαστή και σοφή. Δεν απείχε από το φαγητό ούτε επιβάρυνε το στομάχι του, αλλά συνέθλιβε επιδέξια το κεφάλι του μάταιου φιδιού: γιατί δεν νήστευε πέρα ​​από τον καθορισμένο χρόνο για όλους τους αδελφούς. Αντίθετα, όταν όλοι ήταν στο τραπέζι, καθόταν και έτρωγε με τους άλλους. Ωστόσο, έτρωγε πολύ λίγο: αρκετά για να ικανοποιήσει τις πιο βασικές σωματικές ανάγκες, και ταυτόχρονα, προσπαθούσε να κρύψει την εγκράτειά του από τους άλλους, για να μην ανακαλύψουν ότι δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, και για να μην φανεί στους άλλους ότι νηστεύει. Πολλοί μιμούνταν αυτή τη συνήθειά του και, όσο ήταν δυνατόν, προσπαθούσαν να τη μιμηθούν. Μεταξύ αυτών ήταν οι εξής: ο Ιωσήφ , ο κατά σάρκα αδελφός του, ο οποίος αργότερα διορίστηκε εφημέριος της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης για την ενάρετη ζωή του · ο Ευθύμιος, ο άλλος αδελφός του· έπειτα ο Αθανάσιος, ο Ναυκράτιος, ο Τιμόθεος και πολλοί άλλοι νηστευτές, οι οποίοι, ακολουθώντας τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του Θεοδώρου, ευημέρησαν στις αρετές. Επιτυγχάνοντας στις αδιάκοπες προσπάθειες προσευχής και θείας θεωρίας, ο μακάριος Θεόδωρος είχε μεγάλο ζήλο για την ανάγνωση ψυχοσωτήριων βιβλίων· διάβαζε επιμελώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και τα έργα των αγίων πατέρων. Ιδιαίτερα αγαπούσε να διαβάζει τα έργα του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου ., τα οποία ήταν σαν τροφή για την ψυχή του, και από τα οποία απολάμβανε μεγάλη πνευματική ευχαρίστηση. Διατήρησε προσεκτικά τους Κανόνες και τους Κανονισμούς της Μοναστικής Ζωής που είχε θεσπίσει ο Άγιος Βασίλειος , χωρίς να παραβιάζει ούτε μια λεπτομέρεια τους· όσους δεν τηρούσαν αυτούς τους κανόνες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, τους θεωρούσε όχι μοναχούς, αλλά λαϊκούς.

Βλέποντας τον μακάριο Θεόδωρο να ακτινοβολεί με μια τόσο ενάρετη ζωή, ο Άγιος Πλάτωνας χάρηκε πολύ γι' αυτόν. Αποφασίζοντας να τιμήσει τον Άγιο Θεόδωρο με ιερές εντολές, ταξίδεψε μαζί του στο Βυζάντιο, στον Παναγιώτατο Πατριάρχη Ταράσιο, ο οποίος τον χειροτόνησε ιερέα, όχι τόσο με τη θέλησή του όσο με την ανάγκη. Διότι ο μακάριος, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο, δεν ήθελε να δεχτεί ένα τέτοιο αξίωμα, δηλώνοντάς το πέρα ​​από τις δυνάμεις του. Ωστόσο, ανίκανος να αντικρούσει τη θέληση του πνευματικού του πατέρα, Πλάτωνα, και του πατριάρχη, και κυρίως, τη θεία θέληση, υπάκουσε και δέχτηκε την ιεροσύνη. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι, ο άγιος αγωνίστηκε για ακόμη μεγαλύτερες ασκητικές προσπάθειες και κόπους, αδύνατο να περιγραφούν.

Μετά από αρκετά χρόνια, ο Άγιος Πλάτων, έχοντας αρρωστήσει λόγω της φθοράς των γηρατειών, αποφάσισε να παραιτηθεί από την ηγεσία του στο μοναστήρι και επιθύμησε να αναλάβει ο όσιος Θεόδωρος την εξουσία μετά από αυτόν. Συχνά μιλούσε γι' αυτό στον τελευταίο, παρακαλώντας και παροτρύνοντας τον να ελαφρύνει το βάρος του πατέρα του και να συμφωνήσει να υπηρετήσει ως επικεφαλής του μοναστηριού. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε σταθερά την εξουσία, προτιμώντας να ζει υπό την ηγεσία άλλων παρά να κυβερνά τους άλλους, πιστεύοντας ότι ήταν ευκολότερο και πιο ωφέλιμο για τη σωτηρία να λαμβάνει καθοδήγηση από άλλους παρά να διδάσκει κάποιον ο ίδιος. Ο Άγιος Πλάτων, βλέποντας ότι ο Θεόδωρος δεν υπάκουε στις επιθυμίες του, επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα: έπεσε στο κρεβάτι του, προσποιούμενος τον άρρωστο - γιατί πράγματι ήταν αδύναμος - και, καλώντας όλους τους αδελφούς μαζί, ανακοίνωσε ότι ένιωθε το τέλος του να πλησιάζει. Στη συνέχεια ρώτησε ποιον ήθελαν να έχουν ως ηγούμενο μετά από αυτόν, ποιον θεωρούσαν πιο ικανό για αυτό. Ο άγιος ήξερε ότι δεν θα ήθελαν να έχουν κανέναν άλλον ως ηγούμενο εκτός από τον Θεόδωρο, γιατί όλοι τον αγαπούσαν και τον σεβόντουσαν για τις μεγάλες αρετές του. Και έτσι έγινε: όλοι απάντησαν ομόφωνα:

- Πάτερ! Μετά από εσάς, ας γίνει ο Θεόδωρος ηγούμενός μας!

Ο Πλάτωνας αμέσως μεταβίβασε όλη την εξουσία στον Θεόδωρο, και ο Όσιος Θεόδωρος, ανίκανος να αντισταθεί στις επιθυμίες όλων των αδελφών, δέχτηκε την εξουσία ενάντια στη θέλησή του . Ταυτόχρονα, ανέλαβε ακόμη μεγαλύτερα ασκητικά έργα, χρησιμεύοντας ως πρότυπο για όλους, διδάσκοντας με λόγια και έργα και διορθώνοντας τις παραβιάσεις των κανόνων από τους μοναχούς, διότι κάποιοι δεν είχαν τηρήσει τους μοναστικούς κανόνες, ειδικά τους όρκους της φτώχειας και της αδιαφορίας. Νιώθοντας συμπόνια για αυτούς, ο Όσιος Θεόδωρος έσπευσε να τους διορθώσει προς το καλύτερο και να ωφελήσει τους άλλους μοναχούς της περιοχής. Αν κάποιοι παραπονιόντουσαν εναντίον του, δεν έδινε σημασία, γιατί δεν τον ένοιαζε τι έλεγαν οι παραπονούμενοι γι' αυτόν, αλλά ενδιαφερόταν να είναι οι πράξεις του ευάρεστες στον Θεό. Στη συνέχεια, ακόμη και οι παραπονούμενοι, φτάνοντας στον φόβο του Θεού, εκπλήρωναν το θέλημα του αγίου και του αποκάλυπταν τις σκέψεις τους. Εξετάζοντάς τους προσεκτικά, χορηγούσε την κατάλληλη θεραπεία σε κάθε έναν, παρακινώντας τους πιο τεμπέληδες να αγωνιστούν, ενώ παράλληλα χαλάρωνε ελαφρώς τις προσπάθειες των πιο ζηλωτών, για να μην εξαντληθούν κάτω από το βάρος των κόπων τους. Αλλά τώρα είναι καιρός να περιγράψουμε τα παθήματα του αγίου, τα οποία υπέμεινε από ζήλο για τον Θεό και τον νόμο του Θεού, ώστε να δούμε την θαρραλέα υπομονή του Θεοδώρου στη θλίψη.

Εκείνη την εποχή, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, γιος της ευσεβούς αυτοκράτειρας Ειρήνης, έχοντας ενηλικιωθεί, απομάκρυνε τη μητέρα του από τον βασιλικό θρόνο και ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο του βασιλείου . Όντας νέος και διεφθαρμένος, παραδόθηκε σε υπερβολικά πάθη και μοιχεία . Κατά συνέπεια, συνωμότησε να διώξει τη σύζυγό του Μαρία και την ανάγκασε να γίνει μοναχή. Στη θέση της, πήρε μια άλλη σύζυγο, ονόματι Θεοδότη, η οποία ήταν συγγενής του πατέρα του . Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Ταράσιος δεν ενέκρινε αυτή τη μοιχεία του αυτοκράτορα και δεν ήθελε να ευλογήσει τον γάμο τους. Αλλά ένας ιερέας ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος ήταν οικονόμος της μεγάλης εκκλησίας , παραβίασε τους θεϊκούς νόμους και δεν υπάκουσε στον πατριάρχη και συμφώνησε να τελέσει το μυστήριο του γάμου πάνω τους. Για αυτή την εγκληματική αυθάδεια, όπως θα δείξει η ακόλουθη συζήτηση, σύντομα υπέστη την πρέπουσα τιμωρία. Ο πατριάρχης προσπάθησε με κάθε τρόπο να διαλύσει αυτόν τον μοιχικό βασιλικό γάμο, αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει, επειδή ο βασιλιάς απείλησε να ανανεώσει την εικονομαχική αίρεση αν του απαγορευόταν ο γάμος. Επομένως, ο πατριάρχης επέτρεψε στον βασιλιά να παραμείνει στον γάμο του, για να μην συμβεί κάποιο σοβαρότερο κακό στην Εκκλησία του Χριστού. Αυτή η ανομία, η οποία ξεκίνησε από το βασιλικό παλάτι, εξαπλώθηκε παντού, όχι μόνο στις κοντινές πόλεις αλλά και σε μακρινές χώρες. Πρίγκιπες και ευγενείς που ζούσαν κοντά στον Βόσπορο και μεταξύ των Γότθων άρχισαν να ενεργούν με τον ίδιο τρόπο ., και οι ηγεμόνες άλλων περιοχών, διώχνοντας τις γυναίκες τους και τις κουρεύοντας βίαια σε μοναχισμό, επιλέγοντας άλλες στη θέση τους και διαπράττοντας μοιχεία μαζί τους. Ακούγοντας αυτό, ο μακάριος Θεόδωρος λυπήθηκε στην ψυχή του και αναστέναξε βαθιά για τέτοιες ανοιχτά διαπραχθείσες αμαρτίες, φοβούμενος μήπως αυτή η μοιχεία γίνει συνήθεια, η ανομία στη συνέχεια αντικαταστήσει τον νόμο και ο νόμος του Θεού καταργηθεί. Φλεγόμενος από ζήλο για τον Θείο Νόμο, ο Θεόδωρος έστειλε επιστολή σε όλους τους μοναχούς, ενημερώνοντάς τους για την ανομία του Τσάρου και προτρέποντάς τους να θεωρήσουν τον Τσάρο αφορισμένο από την Εκκλησία του Χριστού, ως καταστροφέα του νόμου του Θεού και αποπλανητή πολλών. Η φήμη για τον ζήλο και την τόλμη του Θεοδώρου διαδόθηκε παντού, έτσι ώστε ο ίδιος ο Τσάρος το έμαθε και θύμωσε με τον άγιο. Αλλά, θεωρώντας τον Θεόδωρο έναν δίκαιο άνθρωπο, που είχε κερδίσει μεγάλη δόξα και τιμή από όλους, δεν έδειξε ανοιχτά τον θυμό του και αρχικά ήθελε να τον κερδίσει με το μέρος του με καλοσύνη. Και έτσι διέταξε τη μοιχαλίδα σύζυγό του να στείλει ένα μεγάλο ποσό χρυσού στον άγιο, ζητώντας προσευχές για την ίδια και την οικογένειά της. Αλλά ο άγιος δεν δέχτηκε το χρυσό και έδιωξε τους αγγελιοφόρους, ως δολοπλόκους στην ανομία του βασιλιά. Τότε ο βασιλιάς επινόησε ένα άλλο μέσο: ανέλαβε, φαινομενικά από ανάγκη, αλλά στην πραγματικότητα για να συνομιλήσει με τον Θεόδωρο και να τον κερδίσει με το μέρος του, ένα ταξίδι στην περιοχή όπου ζούσε ο άγιος. Ο βασιλιάς υπέθεσε ότι ο Θεόδωρος και οι αδελφοί του θα τον συναντούσαν και θα του απέδιδαν την πρέπουσα τιμή. Όταν ο βασιλιάς πέρασε από εκείνο το μοναστήρι, ούτε ο άγιος ούτε κανένας από τους αδελφούς βγήκε να τον προϋπαντήσει, αλλά, αφού κλειδώθηκαν μέσα, παρέμειναν σιωπηλοί. Όταν οι βασιλικοί υπηρέτες χτύπησαν την πύλη, κανείς δεν απάντησε. Ο αυτοκράτορας τότε εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο και, επιστρέφοντας στο δωμάτιό του, έστειλε αμέσως έναν αξιωματούχο με στρατιώτες στο μοναστήρι του αγίου, διατάζοντας να υποβληθούν ο άγιος και οι άλλοι ομοϊδεάτες μοναχοί σε διάφορα βασανιστήρια, να εκδιωχθούν από το μοναστήρι με ξυλοδαρμούς και να σταλούν στην εξορία. Ο αγγελιοφόρος ξεκίνησε και επιτέθηκε ξαφνικά στο μοναστήρι, συλλαμβάνοντας όλους τους παρόντες, ξεκινώντας από τον Άγιο Θεόδωρο, και βασανίζοντάς τους ανελέητα, έτσι ώστε κομμάτια της σάρκας τους ξεσχίστηκαν από τις πληγές τους και το έδαφος λερώθηκε με αίμα. Μετά από αυτά τα βασανιστήρια, έστειλε τον άγιο στη Θεσσαλονίκη για εξορία, μαζί με έντεκα από τους κορυφαίους πατέρες της μονής, οι οποίοι, συμπονετικοί προς τον άγιο, είχαν υπομείνει με γενναιότητα δεσμά και βάσανα μαζί του, χαίροντας που είχαν υποβληθεί σε βασανιστήρια και είχαν εξοριστεί για χάρη της δικαιοσύνης.

Οι ιερείς και οι μοναχοί της Χερσονήσου 7249 και του Βοσπόρου, έχοντας ακούσει για την επιμονή του Θεοδώρου και των μοναχών που ήταν μαζί του και για τα παθήματά τους, το μετάνιωσαν πολύ και, μιμούμενοι αυτούς, άρχισαν επίσης να μιλούν για την ανομία του βασιλιά και την αντίθεση της εκκλησίας του, γι' αυτό και πολλοί από αυτούς υπέστησαν εξορία.

Ενώ βρισκόταν ο ίδιος στην εξορία, ο Όσιος Θεόδωρος έγραψε σε άλλους εξόριστους για τον ίδιο λόγο και στην εξορία, ενθαρρύνοντάς τους και προτρέποντάς τους να μην εξασθενούν στους αγώνες τους, να μην αποδυναμώνονται από τις θλίψεις, αλλά να είναι ακόμη πιο θαρραλέοι και να υποφέρουν για την αλήθεια. Έγραψε επίσης στον Πάπα της Ρώμης , ενημερώνοντάς τον για τα πολλά βάσανα που είχε υποστεί στα χέρια του άνομου Τσάρου και τους λόγους για αυτά. Ο Πάπας, από την πλευρά του, απάντησε, επαινώντας την υπομονή του και εξυμνώντας τον ζήλο του για τον Θεό και το ακλόνητο θάρρος του. Ο Θεός, ωστόσο, δεν δίστασε να εκδικηθεί τον Τσάρο για αυτή την αθώα προσβολή προς τους υπηρέτες Του: Τον στέρησε και από τη ζωή και από τη βασιλεία, και ο ασεβής Τσάρος χάθηκε με κακό τρόπο. Η μητέρα του και οι βογιάροι, που επαναστάτησαν εναντίον του, του έβγαλαν τα μάτια και σύντομα πέθανε από ασθένεια. Μετά τον θάνατό του, όταν η Ειρήνη ανέβηκε ξανά στον βυζαντινό θρόνο, όλοι επέστρεψαν από την εξορία, και ο Όσιος Θεόδωρος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τη Θεσσαλονίκη και, ως ομολογητής του Χριστού, τιμήθηκε ιδιαίτερα από τον πατριάρχη και την αυτοκράτειρα. Τότε ο προαναφερθείς ιερέας Ιωσήφ, ο οποίος είχε τολμήσει να ευλογήσει τον παράνομο γάμο του αυτοκράτορα, καταδικάστηκε, σύμφωνα με τους κανόνες των αγίων πατέρων, απογυμνώθηκε από την ιερατική του θέση και αφορίστηκε. Ο Άγιος Θεόδωρος επέστρεψε στο μοναστήρι του, και όλοι χάρηκαν για την επιστροφή του και έσπευσαν να τον δουν, παρηγορημένοι που ένας τόσο ζηλωτής του νόμου του Θεού, που είχε υπομείνει βασανιστήρια και εξορία για την αλήθεια, είχε επιστρέψει στο ποίμνιό του. Ο άγιος, αφού συγκέντρωσε όλο το διασκορπισμένο πνευματικό του ποίμνιο, το ποιμάνε όπως πριν, ζώντας μια θεάρεστη ζωή και λάμποντας πάνω σε όλους, σαν κερί σε κηροπήγιο, με τις μεγάλες αρετές του.

Μετά από αρκετά χρόνια, οι Αγαρηνοί εισέβαλαν στους Έλληνες, ερημώνοντας και καταλαμβάνοντας τον έλεγχο τμημάτων της Ελλάδας . Φοβούμενοι αυτούς, πολλοί κατέφυγαν σε οχυρωμένες πόλεις. Εκείνη την εποχή, ο Άγιος Θεόδωρος, μη διατεθειμένος να υποβάλει τον εαυτό του και τους μοναχούς του σε εθελοντικά βάσανα, αλλά ακολουθώντας την εντολή: «Πορεύεσθε, λαέ μου, εισέλθετε στα δωμάτιά σας και κλείστε τις πόρτες σας πίσω σας· κρυφτείτε για μια στιγμή, μέχρι να περάσει η οργή» ( Ησαΐας 26:20 ), έφυγε από το Σακούδιο και ήρθε με τους αδελφούς του στην Κωνσταντινούπολη. Η άφιξή του ήταν ευχάριστη στην αυτοκράτειρα και στον πατριάρχη: χάρηκαν γι' αυτόν και τον παρακάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Μονής Στουδίου και να εγκαθιδρύσει την καλύτερη τάξη ζωής εκεί.

Είναι σκόπιμο εδώ να υπενθυμίσουμε την προέλευση αυτού του μοναστηριού. Ένας ευγενής και ισχυρός άνδρας ήρθε κάποτε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, όπου τιμήθηκε με τον τίτλο του πατρικίου και του ανθυπάτου το 7253. Έχτισε μια μεγάλη και όμορφη εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή και ίδρυσε ένα μοναστήρι κοντά.

Αφού κάλεσε 7.254 μοναχούς από το μοναστήρι της «Αδιαλείπτου» , τους παρακάλεσε να ζήσουν στο μοναστήρι του και να τηρούν ολόκληρο το τυπικό του. Το όνομα αυτού του άνδρα ήταν Στούδιος. Το μοναστήρι πήρε το όνομά του από αυτόν και έγινε γνωστό ως Στούδιο. Οι μοναχοί έζησαν εκεί μέχρι τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κοπρώνυμου, τηρώντας το «Αδιαλείπτου». Αλλά ο ασεβής Κοπρώνυμος, έχοντας αναστατώσει την Εκκλησία του Θεού με την εικονομαχία του, έδιωξε όλους τους μοναχούς από το Βυζάντιο και το μοναστήρι του Στουδίου ερημώθηκε. Μετά τον θάνατο αυτού του ασεβούς αυτοκράτορα και το τέλος του διωγμού, μοναχοί άρχισαν να ζουν ξανά στην εκκλησία του Στουδίου, αλλά σε μικρούς αριθμούς. Όταν ο άγιος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με τους αδελφούς του, μόνο δώδεκα μοναχοί παρέμειναν στο μοναστήρι. Κατόπιν αιτήματος της αυτοκράτειρας Ειρήνης και του Αγιωτάτου Πατριάρχη Ταρασίου, ο Άγιος Θεόδωρος ανέλαβε τον έλεγχο της Μονής Στουδίου και άρχισε να ζει εκεί το 7255. Πεπεισμένος ότι αυτή η τοποθεσία ήταν κατάλληλη για μοναχούς, ανακαίνισε και επέκτεινε το μοναστήρι και συγκέντρωσε πλήθος αδελφών. Μοναχοί από άλλα μοναστήρια έρχονταν επίσης σε αυτόν, επιθυμώντας να ζήσουν μαζί του και να τον έχουν ως οδηγό και δάσκαλό τους. Ο άγιος δεχόταν τους πάντες με πατρικό τρόπο και αγαπούσε ειλικρινά τους πάντες. Για αυτόν, όλοι ήταν ίσοι, αγαπούσε τους πάντες εξίσου και είχε την ίδια φροντίδα για όλους. Ήξερε ότι ο μοναστικός τρόπος ζωής είναι ένας και ο ίδιος, όπου και αν τον ντύνεται κανείς, όπως ακριβώς η χάρη του βαπτίσματος είναι μία και η ίδια, όπου και αν το λαμβάνει. Αλλά σύμφωνα με τις αρετές των μοναχών, λαμβάνουν διαφορετικές ανταμοιβές. Οι μαθητές αυτού του σεβάσμιου πατέρα προόδευσαν πολύ στις αρετές. Και καθώς η φήμη της αγίας ζωής τους εξαπλώθηκε παντού, πολλοί ήρθαν στο μοναστήρι τους, επιθυμώντας να μιμηθούν τους ασκητικούς τους αγώνες, και ο αριθμός των μοναχών πολλαπλασιάστηκε γρήγορα, φτάνοντας τους χίλιους αδελφούς. Λόγω του τόσου πλήθους των μαθητών του και της αδυναμίας ενός ανθρώπου να τους παρακολουθεί όλους και να διακρίνει τις πράξεις, τα λόγια και τις σκέψεις του καθενός, ο άγιος, σαν δεύτερος Μωυσής , διόρισε ηγέτες μεταξύ εκείνων των μοναχών τους οποίους θεωρούσε τους πιο έξυπνους, τους πιο έμπειρους και εκείνους που αγωνίζονταν περισσότερο στην αρετή. Έδωσε σε κάθε έναν από αυτούς έναν αντίστοιχο τίτλο: ο ένας, οικονόμος, ο άλλος, εκκλησιάρχης , ο τρίτος, επιστάτης της εκκλησιαστικής τάξης, και ούτω καθεξής. Ο άγιος συνέταξε επίσης κανόνες σχετικά με το πώς ο καθένας από αυτούς έπρεπε να εκπληρώνει την υπακοή που του είχε ανατεθεί, ξεκινώντας από τον πρώτο και τελειώνοντας με τον τελευταίο.

Για τις παραβάσεις, καθιέρωσε μετανοίες: για μερικούς, έναν ορισμένο αριθμό μετάνοιων, για άλλους, αυξημένη νηστεία, και για κάθε παράβαση, μια αντίστοιχη τιμωρία. Αν κάποιος δεν τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ή έσπαγε ένα σκεύος, ή πετούσε κάτι απρόσεκτα, ή έκανε κάτι ακατάλληλο, ή προσέβαλε έναν αδελφό με οποιονδήποτε τρόπο, ή, με αχαλίνωτη γλώσσα, έλεγε περιττά λόγια, ή γελούσε δυνατά, ή περπατούσε χωρίς πραότητα και ταπεινότητα, ή μιλούσε στο τραπέζι χωρίς να ακούει την ψυχοωφελή ανάγνωση, ή γκρίνιαζε για το φαγητό, ή κοίταζε εδώ κι εκεί χωρίς ντροπή και θράσος, ή έκανε κάτι παρόμοιο - για όλους αυτούς τους αδελφούς, ο Άγιος Θεόδωρος όρισε μετανοίες που αντιστοιχούσαν στις παραβάσεις τους. Επιπλέον, ο άγιος καθιέρωσε μια κοινοβιακή ζωή στο μοναστήρι του, έτσι ώστε κανείς να μην ισχυρίζεται τίποτα ως δικό του, αλλά όλα να μοιράζονται: κοινό φαγητό, κοινό ρουχισμό και όλα τα άλλα. Ο άγιος φρόντιζε επίσης ώστε οι μοναχοί του να μην φεύγουν συχνά από το μοναστήρι για την πόλη για να φροντίσουν τις ανάγκες του μοναστηριού, διότι γνώριζε τους κινδύνους που απειλούσαν έναν μοναχό στην πόλη λόγω της επαφής με λαϊκούς και των κοσμικών συζητήσεων. Για το λόγο αυτό, επιθυμούσε να εγκαταστήσει μέσα στο μοναστήρι διάφορες τέχνες. Οι αδελφοί της Μονής Στουδίου άρχισαν να μαθαίνουν διάφορα επαγγέλματα: άλλοι ξυλουργική και οικοδομική, άλλοι σιδηρουργία, άλλοι ραπτική, άλλοι λιθοδομία - εν ολίγοις, κάθε εργασία απαραίτητη για το μοναστήρι. Αλλά, ενώ απλώναν τα χέρια τους για να εργαστούν, είχαν πάντα στα χείλη τους την Προσευχή του Ιησού και τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Η φήμη του τάγματος της Μονής Στουδίου, των νόμων και των καταστατικών της διαδόθηκε παντού, και πολλά άλλα μοναστήρια, όχι μόνο σε γειτονικές πόλεις αλλά και σε μακρινές χώρες, υιοθέτησαν τον Κανόνα του Στουδίου ( 7257 ) και τον τηρούσαν, και μερικά τον τηρούν μέχρι σήμερα. Ο μοναχός έγραψε επίσης πολλά πολύ εποικοδομητικά βιβλία και συνέθεσε εγκωμιαστικά κηρύγματα για τις εορτές του Κυρίου και της Θεοτόκου, τίμησε τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή με τους ωραιότερους ύμνους, συνέθεσε πολλούς κανόνες και τρίποδες και, σαν ποτάμι γεμάτο με τα νερά της σοφίας, πότισε και ευφράνθηκε την Εκκλησία του Θεού με τα ρέματα των διδασκαλιών και των ύμνων του . 7258 Εν τω μεταξύ, ο βυζαντινός θρόνος καταλήφθηκε παράνομα από τον Νικηφόρο τον Βασανιστή, ο οποίος εκθρόνισε βίαια την ευσεβή αυτοκράτειρα Ειρήνη . 7259 Ταυτόχρονα, πέθανε ο Αγιώτατος Πατριάρχης Ταράσιος. Μετά από αυτόν, ένας ενάρετος άνδρας άξιος ενός τέτοιου βαθμού ανυψώθηκε στον πατριαρχικό θρόνο, ο οποίος έφερε το ίδιο όνομα με τον νέο αυτοκράτορα. 7260Τότε ξέσπασε ξανά διχόνοια στην Εκκλησία, διότι ο Αυτοκράτορας, με δική του εξουσία, είχε αποκαταστήσει τον προαναφερθέντα αφορισμένο Ιωσήφ στην Εκκλησία και διέταξε την αποκατάσταση των ιερατικών του δικαιωμάτων. Ο Πατριάρχης αντιστάθηκε στον Αυτοκράτορα όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά όταν τον είδε άγρια ​​θυμωμένο, φοβήθηκε μήπως ολόκληρη η Εκκλησία υποστεί σκληρό διωγμό από αυτόν, όπως ακριβώς είχε υποστεί πολλά κακά από προηγούμενους αυτοκράτορες, και δέχτηκε τον Ιωσήφ στην κοινωνία, έστω και παρά τη θέλησή του. Ο Αυτοκράτορας το έκανε αυτό από κακία και θυμό προς τον Όσιο Θεόδωρο, γιατί γνώριζε ότι ο Όσιος δεν θα το ανεχόταν αυτό, κάτι που ακριβώς συνέβη. Ο Θεόδωρος κατήγγειλε τον Αυτοκράτορα ότι διέπραξε βία κατά της Εκκλησίας χρησιμοποιώντας την κοσμική του εξουσία για να εισαγάγει στην Εκκλησία κάποιον που ο αγιώτατος Πατριάρχης Ταράσιος και όλος ο κλήρος του είχαν αφορίσει. Ο Αυτοκράτορας θύμωσε πολύ με τον Άγιο Θεόδωρο και τον έστειλε εξόριστο σε ένα από τα νησιά που βρίσκονται κοντά στην πόλη . Έκανε το ίδιο με τον αδελφό του Ιωσήφ, τον μακάριο γέροντα Πλάτωνα και πολλούς άλλους Στουδίτες μοναχούς.

Εν τω μεταξύ, έφτασε στον βασιλιά η είδηση ​​ότι βάρβαροι είχαν επιτεθεί στη Θράκη και την ερήμωναν . Ο βασιλιάς ετοιμάστηκε αμέσως για πόλεμο. Αλλά δεν ήθελε τόσο να νικήσει τους εχθρούς του όσο τον Άγιο Θεόδωρο, και ενώ βάδιζε με τον στρατό του εναντίον των Σκυθών, έστειλε απεσταλμένους στον Θεόδωρο, προσπαθώντας, είτε με κολακεία είτε με απειλές, να τον φέρει σε συνεννόηση μαζί του. Σε αυτό, ο Θεόδωρος απάντησε:

«Ο Τσάρος κι εσύ πρέπει να μετανοήσεις για την αμαρτία που έχεις διαπράξει και να επανορθώσεις για ό,τι έχεις καταστρέψει, και μόνο τότε να πας στον πόλεμο. Αλλά επειδή δεν το έχεις κάνει, το Παντογνώστη Μάτι, μέσω εμού, ενός ανάξιου, σου προλέγει τώρα το εξής: να ξέρεις ότι δεν θα επιστρέψεις από το μονοπάτι που έχεις ακολουθήσει».

Ο αυτοκράτορας δεν έδωσε σημασία στα λόγια του αγίου. Αντίθετα, έγινε ακόμη πιο εξοργισμένος και απείλησε να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη βλάβη στον άγιο κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία. Αλλά ο Νικηφόρος δεν ήταν προορισμένος να επιστρέψει, γιατί, όπως είχε προβλέψει ο άγιος, σκοτώθηκε από βαρβάρους. Ο γιος του, Σταυρίκιος, τον διαδέχθηκε, αλλά και αυτός σύντομα πέθανε από τραύμα που έλαβε στον πόλεμο που είχε πολεμήσει με τον πατέρα του. Μετά τον θάνατό του, ο Μιχαήλ , που τότε κατείχε τον βαθμό του κυροπαλάτη εξελέγη βασιλιάς . Ήταν ένας άνθρωπος πραγματικά άξιος αυτοκρατορικής εξουσίας - ευγενικός και Ορθόδοξος. Με την ανάληψη της εξουσίας, ανακάλεσε ξανά τον Άγιο Θεόδωρο και τους συνεργάτες του από την εξορία, τους τίμησε με την πρέπουσα τιμή και έβαλε τέλος στην εκκλησιαστική διχόνοια. Ο Ιωσήφ, ωστόσο, αφορίστηκε και πάλι από την Εκκλησία ως ανάξιο μέλος.

Λίγο αργότερα, ο άγιος και αξιέπαινος Πλάτωνας εκοιμήθη προς τον Κύριο . Ο Πατριάρχης, όταν άκουσε για τον θάνατό του, ήρθε στη Μονή Στουδίου με όλο τον κλήρο του και, αφού προσκύνησε τα ιερά του λείψανα, τα έθαψε με ευλάβεια. Ο Άγιος Θεόδωρος, μετά τον θάνατο του πνευματικού του πατέρα, Πλάτωνα, έζησε ειρηνικά με τους αδελφούς του μόνο για δύο χρόνια. Μετά από αυτό το διάστημα, μια σφοδρή καταιγίδα έπεσε ξανά πάνω του και πάνω σε ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού, που προκλήθηκε από τον ασεβή Λέοντα τον Αρμένιο, ο οποίος αρχικά είχε υπηρετήσει ως στρατηγός υπό τον ευσεβή αυτοκράτορα Μιχαήλ. Στάλθηκε στην Ανατολή εναντίον των βαρβάρων, συγκέντρωσε εκεί έναν μεγάλο στρατό και, αλαζονικός, επαναστάτησε εναντίον του ευεργέτη του, αυτοκράτορα Μιχαήλ. Ο Λέων ο Αρμένιος κέρδισε όλους τους αξιωματούχους και τους στρατιώτες που βρίσκονταν υπό τις εντολές του - άλλους με υποσχέσεις, άλλους με δώρα, άλλους με άλλες κολακείες - και με τη βοήθειά τους ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά. Μόλις το έμαθε αυτό, ο ευσεβής Τσάρος Μιχαήλ αντάλλαξε αμέσως τη βασιλική του πορφύρα με ένα μοναστικό τρίχωμα, αποφεύγοντας τον εμφύλιο πόλεμο. Αφού παραχώρησε το βασίλειο στον εχθρό του, ανέλαβε ο ίδιος τη μοναστική ζωή.

Έχοντας αποδεχτεί τη βασιλική εξουσία, ο Λέων ο Αρμένιος αρχικά φαινόταν ευσεβής και μετριόφρων, μέχρι που ενίσχυσε τη θέση του στον βασιλικό θρόνο και συγκέντρωσε γύρω του συνεργούς της κακίας του.

Μετά από αυτό, άρχισε να βλασφημεί τις ιερές εικόνες και να επιπλήττει όσους τις προσκυνούσαν, αποκαλώντας τες ανόητες. Ο πατριάρχης κατήγγειλε την ασέβειά του και, βασιζόμενος στην Αγία Γραφή, συζήτησε μαζί του για τις ιερές εικόνες. Αλλά τα επιχειρήματά του ήταν ανεπιτυχή και απλώς προκάλεσαν τον τρελό αυτοκράτορα σε ακόμη μεγαλύτερη οργή. Ο Λέων ο Αρμένιος, καλώντας όλους τους φημισμένους ιερείς, μοναχούς, τον πατριάρχη και, μαζί με αυτούς, τον όσιο Θεόδωρο, αποκάλυψε ανοιχτά την κακία του ενώπιόν τους, βλασφημώντας και επιπλήττοντας όσους προσκυνούσαν τις ιερές εικόνες, ενώ δοξολογούσε τους εικονομάχους.

«Δεν μας πρόσταζε ο αρχαίος νόμος, γραμμένος από το δάχτυλο του Θεού», είπε, «να μην λατρεύουμε τα έργα των ανθρώπινων χεριών· «Ου φτιάξεις», λέει, «είδωλο ή οποιαδήποτε εικόνα». Επομένως, δεν είναι πρέπον να λατρεύουμε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινα χέρια. Πώς μπορεί κανείς να ζωγραφίσει τον Απεριγράφητο σε μια εικόνα, ή να τοποθετήσει τον Αχώρητο σε μικρές σανίδες, ή να ονομάσει με το όνομα του Θεού κάποιον που απεικονίζεται σε ζωγραφική;»

Οι Άγιοι Πατέρες αμφισβήτησαν με κάθε τρόπο τους κενούς λόγους του εικονομάχου αυτοκράτορα, απορρίπτοντας τα βλάσφημα λόγια του και λέγοντας:

Αν τηρούσαμε πλήρως τον Νόμο που δόθηκε μέσω του Μωυσή, τότε η χριστιανική μας πίστη θα ήταν μάταιη, το αποστολικό κήρυγμα θα ήταν μάταιο, όλες οι Θείες παραδόσεις των Αγίων Πατέρων θα παρέμεναν μάταιες, και η ίδια η ενσάρκωση του Κυρίου, μέσω της οποίας γνωρίσαμε την ανθρώπινη εικόνα Του και αποδεχτήκαμε την προσκύνηση των εικόνων, τιμώντας στις εικόνες Εκείνον του οποίου η εικόνα βρίσκεται πάνω τους, θα απορριπτόταν (κάτι που είναι τρομερό να το λέμε).

Όταν οι άγιοι μίλησαν έτσι, ο Όσιος Θεόδωρος, που γνώριζε καλά όλες τις Γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ρώτησε με τόλμη τον βασιλιά:

«Γιατί, Βασιλιά, συνέλαβες την ιδέα να ατιμάσεις την εικόνα του Χριστού, εισάγοντας τέτοια αιρετική σοφία στην Αγία Εκκλησία και σκίζοντας το ένδυμά της, υφασμένο από την ύψιστη χάρη και τις διδασκαλίες των αποστόλων και των πατέρων; Βασίζεις τη συλλογιστική σου στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά τελικά τέθηκε τέλος από τη νέα χάρη που ήρθε μέσω του Ιησού Χριστού. Αν η Παλαιά Διαθήκη, την οποία τηρείς, πρέπει να διατηρηθεί, τότε πρέπει να κάνεις περιτομή, να τηρείς το Σάββατο και όλα τα άλλα που είναι γραμμένα σε αυτήν. Δεν μπορούσες, Βασιλιά, να καταλάβεις ότι ο Νόμος δόθηκε για ένα χρονικό διάστημα και μόνο για τον λαό που βγήκε από την Αίγυπτο; Αλλά με την έλευση της χάρης, η σκιά έπαψε. Και ακόμη και αυτός ο Νόμος δεν τηρεί πάντα αυτό που προστάζει. Για παράδειγμα, πρόσταζε να μην γίνεται καμία ομοίωση, ούτε να προσφέρεται καμία υπηρεσία στο έργο των ανθρώπινων χεριών, κι όμως τοποθέτησε την εικόνα των Χερουβείμ πάνω από την Κιβωτό. Δεν ήταν αυτά τα Χερουβείμ έργο ανθρώπινων χεριών;» Παρ' όλα αυτά, λατρεύονταν από όλους. Όταν όμως εμφανίστηκε μια νέα χάρη, ο ίδιος ο Κύριος, αφού απεικόνισε το πρόσωπό Του στο ύφασμα, το έδωσε στον Άβγαρο, ο οποίος, όταν το άγγιξε, θεραπεύτηκε από τη μακροχρόνια ασθένειά του . Μετά από αυτό, ο Άγιος Λουκάς, ο Απόστολος και Ευαγγελιστής του Κυρίου, απεικόνισε το πρόσωπο της Μητέρας του Θεού με τα ίδια του τα χέρια και άφησε αυτήν την εικόνα για τις μελλοντικές γενιές. Στη συνέχεια, η εικόνα του Σωτήρα, που δεν φιλοτεχνήθηκε από ανθρώπινα χέρια, η οποία εμφανίστηκε στη Φοινίκη, έκανε πολλά θαυμαστά θαύματα. Και δεν δείχνουν τα θαύματα που αποκαλύφθηκαν από άλλες ιερές εικόνες, λαμπρότερες από τον ήλιο, ότι αξίζουν την πρέπουσα τιμή;

Αλλά ο βασιλιάς, μη ακούγοντας τα λόγια του αγίου, είπε:

«Δεν επιθυμώ να απεικονίσω με χρώματα την αόρατη και ακατανόητη Θεότητα.»

Ο Θεόδωρος απάντησε:

«Τσάρε, ούτε εμείς περιγράφουμε τη Θεότητα, αλλά ομολογούμε και πιστεύουμε ότι είναι απερίγραπτη. Μέσω της εικονογραφίας, απεικονίζουμε τη σάρκα του Υιού του Θεού που έλαβε από εμάς· την προσκυνούμε και την τιμούμε».

Όταν ο άγιος πατέρας είπε αυτά και πολλά άλλα, βασιζόμενος στη Θεία Γραφή και στις πατερικές παραδόσεις, και αποκάλυψε το σφάλμα του βασιλιά, ο βασιλιάς, γεμάτος οργή, είπε θυμωμένα στον άγιο πατέρα:

«Ξέρω ότι μιλάς πάντα χωρίς να σκέφτεσαι, και ότι είσαι ένας εριστικός, υπερήφανος και εχθρικός άνθρωπος προς όλους. Και τώρα ήρθες να με συκοφαντήσεις και να με χλευάσεις, μιλώντας μου όχι ως βασιλιά αλλά ως έναν από τον απλό λαό. Γι' αυτό, σου αξίζει πολύ μαρτύριο. Αλλά προς το παρόν, θα σε γλιτώσω, μέχρι να γίνει πιο φανερό ότι η σοφία μας είναι σωστή. Και αν δεν υποταχθείς μετά από αυτό, θα λάβεις την κατάλληλη τιμωρία για την ανοησία και την αντίστασή σου.»

Από τότε και στο εξής, οι άγιοι πατέρες δεν ήθελαν να πουν τίποτα στον βασιλιά, συλλογιζόμενοι μεταξύ τους:

– Τι θα πούμε σε μια τόσο διεφθαρμένη ψυχή που δεν θέλει να θεραπευτεί;

Ο μακάριος Θεόδωρος, αφού έλαβε το πνευματικό σπαθί, απάντησε στον βασιλιά ως εξής:

«Τσάρε, κατάλαβε και κατανόησε ότι δεν είναι δική σου δουλειά να εξετάζεις και να διερευνάς τα εκκλησιαστικά διατάγματα. Είναι δική σου ευθύνη να συζητάς και να διαχειρίζεσαι τις κοσμικές υποθέσεις, ενώ οι εκκλησιαστικές υποθέσεις εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των επισκόπων και των διδασκάλων της εκκλησίας· έχεις μόνο την εντολή να τις ακολουθείς και να τις υπακούς. Έτσι είπε ο Απόστολος: «Και μερικούς στην εκκλησία έθεσε ο Θεός: πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτες, τρίτον διδασκάλους· εις άλλους δε θαύματα, έπειτα χαρίσματα θεραπείας, βοηθείας, διακυβέρνησης, ποικίλων γλωσσών» ( Α΄ Κορινθίους 12:28 ), αλλά όχι βασιλιάδες. Και σε άλλα μέρη, η Αγία Γραφή προστάζει τους διδασκάλους της εκκλησίας, όχι τους βασιλιάδες, να διαχειρίζονται τις εκκλησιαστικές υποθέσεις.

Ο βασιλιάς ρώτησε τον άγιο:

- Δηλαδή, με αποβάλλεις από την Εκκλησία;

Ο Σεβασμιότατος απάντησε:

«Δεν είμαι εγώ, αλλά οι παραδόσεις των Θείων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων που εκδιώκουν. «Και αν εμείς ή άγγελος από τον ουρανό σας κηρύξει άλλο ευαγγέλιο εκτός από αυτό που σας κηρύξαμε, ας είναι ανάθεμα» ( Γαλ. 1:8 ).

Αν επιθυμείτε να παραμείνετε στην Εκκλησία του Χριστού μαζί με εμάς που λατρεύουμε την εικόνα του Χριστού, τότε ακολουθήστε τον πατριάρχη και την έντιμη σύνοδο που υπάρχει υπό αυτόν!

Με αυτά τα λόγια, ο αυτοκράτορας εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο και τους έδιωξε όλους με ατιμωτικό τρόπο. Αφήνοντας τον αυτοκράτορα, οι εξόριστοι άγιοι πατέρες, μαζί με τον πατριάρχη, περικύκλωσαν τον Όσιο Θεόδωρο, επαινώντας τον με τα χείλη και την ψυχή τους επειδή αντιστάθηκε στον βασανιστή με τόση σύνεση και θάρρος και τον ντρόπιασε πολύ εκθέτοντας με τόλμη την ασέβειά του.

Καθώς διασκορπίζονταν στα σπίτια τους, ο δήμαρχος εξέδωσε μια εντολή: «Κανείς να μην συζητά ή να αμφισβητεί για την πίστη, αλλά όλοι να εκπληρώνουν ό,τι έχει διατάξει ο Τσάρος». Αυτοί που στάλθηκαν με αυτή την εντολή έφτασαν στον Όσιο Θεόδωρο. Αυτός, ακούγοντας αυτό το διάταγμα, απάντησε:

«Κρίνε μόνος σου: είναι δίκαιο να σε ακούω περισσότερο παρά τον Θεό; Θα ήταν καλύτερα να μου κόψουν τη γλώσσα παρά να σιωπήσω και να μην υπερασπιστώ την αληθινή πίστη».

Και ο άγιος δίδασκε σε όλους να κρατούν γερά την αγία πίστη, καλώντας μερικούς κοντά του, επισκεπτόμενος άλλους ο ίδιος, στέλνοντας επιστολές σε άλλους και ενισχύοντας έτσι όσους ήταν αδύναμοι στο πνεύμα. Συχνά επισκεπτόταν τον πατριάρχη, λειτουργώντας ως καλός σύμβουλός του και παρηγορώντας τον, γιατί τον έβλεπε να θλίβεται και να υποφέρει στην ψυχή του.

«Πάτερ, μη λυπάσαι!» του είπε. «Πίστεψε ότι ο Κύριος δεν θα μας εγκαταλείψει· δεν θα επιτρέψει δοκιμασία πέρα ​​από τις δυνάμεις μας, ούτε θα επιτρέψει στο κακό να μας νικήσει. Ακόμα κι αν ο εχθρός έχει ξεσηκώσει διωγμό κατά της Εκκλησίας, η θλίψη σύντομα θα επιστρέψει στο κεφάλι του. Γνωρίζετε τον λόγο του Κυρίου: «Αλίμονο στον κόσμο εξαιτίας των σκανδάλων! Γιατί σκανδάλοι πρέπει να έρθουν! Αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου του οποίου έρχεται το σκάνδαλο!» ( Ματθαίος 18:7 ).

Πόσες αιρέσεις, από την εποχή των Αγίων Αποστόλων μέχρι σήμερα, έχουν ξεσηκώσει διεφθαρμένα μυαλά εναντίον της Εκκλησίας; Πόσα βάσανα έχουν υποστεί οι άγιοι πατέρες που προηγήθηκαν από εμάς στα χέρια τους! Αλλά η Εκκλησία παρέμεινε αδούλωτη· όσοι υπέφεραν δοξάστηκαν και στέφθηκαν, και οι αιρετικοί έλαβαν το όφελός τους.

Ακούγοντας αυτό, ο πατριάρχης και όλοι οι πατέρες της συνόδου ενθαρρύνθηκαν και ήταν έτοιμοι να υπομείνουν όλες τις θλίψεις για χάρη της αληθινής πίστης και να μην υπακούσουν στην κακή πίστη.

Λίγο αργότερα, ο Αγιώτατος Πατριάρχης Νικηφόρος καθαιρέθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο από τον ασεβή αυτοκράτορα και εξορίστηκε από την Κωνσταντινούπολη το 7268. Όλοι οι Ορθόδοξοι επίσκοποι καταδικάστηκαν επίσης σε φυλάκιση. Τότε παρουσιάστηκε ένα τρομακτικό θέαμα της φρικτής ιεροσυλίας που διέπραξαν οι ασεβείς εικονομάχοι. Πέταξαν μερικές ιερές εικόνες στο έδαφος, έκαψαν άλλες, άλειψαν άλλες με περιττώματα και διέπραξαν πολλές άλλες αισχρότητες. Βλέποντας τέτοιες φρικαλεότητες, ο Άγιος Θεόδωρος λυπήθηκε βαθιά και, θαυμάζοντας την ανοχή του Θεού, είπε με δάκρυα:

– Πώς μπορεί η γη να αντέξει τέτοια ανομία;!

Αλλά, μη θέλοντας να παραμείνει λάτρης του Θεού κρυφά και να θρηνήσει μια τέτοια συμφορά σιωπηλά, διέταξε (στην αρχή της Κυριακής των Βαΐων) τους αδελφούς του να πάρουν ιερές εικόνες στα χέρια τους και να περπατήσουν γύρω από το μοναστήρι, κουβαλώντας τις εικόνες ψηλά πάνω τους και ψάλλοντας δυνατά:

«Την αγίαν σου εικόνα, Αγαθέ», 7269 και άλλους θριαμβευτικούς ύμνους προς τιμήν του Χριστού. Μόλις έμαθε αυτό, ο αυτοκράτορας έστειλε ξανά μήνυμα στον άγιο, απαγορεύοντάς του τέτοιες πράξεις και απειλώντας ότι διαφορετικά θα αντιμετώπιζε φυλάκιση, τραυματισμούς και θάνατο. Ο άγιος όχι μόνο συνέχισε να ενθαρρύνει τους πιστούς στην προσκύνηση των εικόνων, αλλά έγινε ακόμη πιο ακλόνητος στο θάρρος του, δίνοντας ανοιχτά οδηγίες σε όλους να τηρούν την ορθόδοξη πίστη και να αποδίδουν την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Τότε ο αυτοκράτορας, πεπεισμένος ότι ούτε η κολακεία ούτε οι απειλές μπορούσαν να σταματήσουν το θάρρος και τον ζήλο του Αγίου Θεοδώρου, τον καταδίκασε σε φυλάκιση. Ο άγιος, καλώντας όλους τους μαθητές του και δίνοντάς τους εποικοδομητικές οδηγίες, είπε:

– Αδελφοί! Ας σώσει τώρα ο καθένας σας την ψυχή του όπως κρίνει σωστό, γιατί οι καιροί είναι πονηροί.

Τότε, θλιμμένος και κλαίγοντας, εγκατέλειψε τους αδελφούς που τον θρηνούσαν και, επιβιβαζόμενος σε ένα πλοίο, μεταφέρθηκε στην Απολλωνία και φυλακίστηκε σε ένα φρούριο που ονομαζόταν Μετόπη . Αλλά ακόμα και εκεί δίδαξε σε όλους την αληθινή πίστη: μιλώντας σε μερικούς προφορικά, στέλνοντας επιστολές σε άλλους. Οι επιστολές του έφτασαν στον ίδιο τον Τσάρο. Ο τελευταίος έστειλε ξανά κάποιον Νικήτα, γιο του Αλεξέι, με εντολή να μεταφέρει τον άγιο σε ένα πιο απομακρυσμένο μέρος που ονομαζόταν Βόνιτα. Αφού τον κλείδωσε εκεί, έπρεπε να παρακολουθεί άγρυπνα, ώστε να μην μιλήσει ποτέ σε κανέναν εκεί ή να γράψει τίποτα σχετικά με την προσκύνηση των εικόνων. Ο Νικήτα, πηγαίνοντας στον άγιο, τον ενημέρωσε για τη διαθήκη του Τσάρου. Ο άγιος απάντησε:

«Δέχομαι με χαρά αυτή τη μετάβαση από τόπο σε τόπο, αφού δεν έχω αληθινό τόπο διαμονής σε αυτή τη ζωή, αλλά όπου κι αν οδηγηθώ, εκεί είναι και η θέση μου, γιατί παντού είναι η γη του Θεού. Αλλά δεν μπορώ να σιωπήσω και να μην διδάξω για την Ορθόδοξη πίστη, και δεν θα σας ακούσω σε αυτό, ούτε θα φοβηθώ τις απειλές σας».

Έτσι, ο άγιος, αφού μεταφέρθηκε στο προαναφερθέν μέρος και φυλακίστηκε, ομολόγησε με ζήλο την Ορθοδοξία εκεί. Ο Τσάρος, μαθαίνοντας ότι ο Θεόδωρος δεν υποτασσόταν καθόλου στο θέλημά του, γέμισε με μεγάλο θυμό και έστειλε τον ίδιο τον Νικήτα με εντολή να υποβάλει τον άγιο σε σκληρά βασανιστήρια. Ο Νικήτας, φτάνοντας, ενημέρωσε τον άγιο για την εντολή του Τσάρου. Ο άγιος, μόλις το άκουσε αυτό, άρχισε να βγάζει τα ρούχα του, λέγοντας: «Επιθυμώ από καιρό να υποφέρω για τις άγιες εικόνες» και παρέδωσε το σώμα του σε βασανιστήρια. Ο Νικήτα, ένας συμπονετικός άνθρωπος, βλέποντας τη γυμνή σάρκα του, εξαντλημένη από τη νηστεία και τον συνεχή ασκητισμό, συγκινήθηκε και δεν τόλμησε να τον αγγίξει, γιατί φοβόταν τον Θεό. Έφυγε χωρίς να προκαλέσει κακό στον άγιο. Ο τελευταίος συνέχισε να διαδίδει τις ορθόδοξες διδασκαλίες του παντού, γιατί ακόμη και οι φρουροί τον σεβόντουσαν και δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, παρόλο που είχαν απειληθεί να απαγορεύσουν στον Θεόδωρο να διδάσκει κανέναν στην Ορθοδοξία. Έγραψε επίσης στους μαθητές του που ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορες χώρες. Τους φρόντιζε ιδιαίτερα, διδάσκοντάς τους να διατηρούν άφοβα την αληθινή ομολογία της πίστης, ακόμη και αν υπέφεραν αμέτρητα σκληρά και σκληρά βάσανα. Τους υπενθύμισε ότι τα παρόντα, προσωρινά βάσανα δεν είναι τίποτα μπροστά στη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα ζωή, την οποία θα λάβουν όλοι οι αληθινοί μάρτυρες του Χριστού. Έγραψε επίσης στους αγιότερους πατριάρχες: στον πατριάρχη της αρχαίας Ρώμης , στον πατριάρχη Ιεροσολύμων και στον πατριάρχη Αλεξανδρείας, ενημερώνοντάς τους λεπτομερώς για το πώς οι ιερές εικόνες είχαν βεβηλωθεί στο Βυζάντιο, πώς οι Ορθόδοξοι κρατούνταν σε φυλακές και μπουντρούμια και πώς η αλήθεια είχε θυσιαστεί στο ψέμα. Ζήτησε επίσης τη βοήθειά τους για την ορθόδοξη πίστη. Πολλοί ήρθαν στον φυλακισμένο μοναχό για να ακούσουν τις γλυκές διδασκαλίες του και επέστρεψαν με μεγάλη ωφέλεια.

Μια μέρα, ένας κληρικός της Ασιατικής Εκκλησίας 7276 έτυχε να επισκεφτεί τον άγιο περνώντας από εκεί. Ακούγοντας τις διδασκαλίες του για την Ορθόδοξη πίστη, αποκήρυξε αμέσως την εικονομαχική αίρεση και προσκύνησε τις ιερές εικόνες. Επιστρέφοντας σπίτι, αρνήθηκε να κοινωνήσει με τον αιρετικό επίσκοπό του. Επίσης, νουθέτησε έναν άλλο κληρικό, τον φίλο του, τον προσηλύτισε στην Ορθοδοξία και τον απέτρεψε από την κοινωνία με τους αιρετικούς. Ο επίσκοπος, μαθαίνοντας ότι ο Θεόδωρος ήταν υπεύθυνος για αυτή την αλλαγή στον κλήρο του, το ανέφερε σε επιστολή προς τον αυτοκράτορα, παραπονούμενος για τον Θεόδωρο. Ο αυτοκράτορας διέταξε ξανά τον διοικητή των Ασιατών να υποβάλει τον Θεόδωρο στους πιο σκληρούς ξυλοδαρμούς. Ο διοικητής έστειλε έναν από τους υφισταμένους του με εντολή να δώσει στον Θεόδωρο πενήντα μαστιγώματα. Όταν ο τελευταίος ήρθε στον Θεόδωρο και ενημέρωσε τον ευλογημένο για τον λόγο της άφιξής του, ο Θεόδωρος έβγαλε τη ζώνη και τα ρούχα του, εκθέτοντας οικειοθελώς τους ώμους του σε χτυπήματα και λέγοντας:

– Θα ήταν επιθυμητό να απογυμνώσω το σώμα μου μαζί με αυτές τις πληγές, ώστε να μπορέσω γρήγορα να αναχωρήσω γυμνή ψυχή προς τον Κύριο.

Αυτός, ντροπιασμένος για τον άγιο, του έκανε μια υπόκλιση, ζητώντας συγχώρεση, και έφυγε.

Τότε ήρθε ένας άλλος πρέσβης του Τσάρου, ονόματι Αναστάσιος, ένας πολύ σκληρός και αδίστακτος άνθρωπος. Αφού ξυλοκόπησε τον άγιο με τα ίδια του τα χέρια και του προκάλεσε έως και εκατό χτυπήματα, τον φυλάκισε. Έκανε το ίδιο και στον μαθητή του, τον Νικόλαο , ο οποίος ακολουθούσε πάντα τον μέντορά του και συμμετείχε στα βάσανά του. Αφού ξυλοκόπησε τον Νικόλαο, ο Αναστάσιος τον κλείδωσε μαζί με τον Θεόδωρο, διατάζοντας τους φρουρούς να τους κρατούν αυστηρά σε σοβαρές στερήσεις, και έφυγε. Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν τη θλίψη που υπέμεινε ο άγιος σε αυτή τη σκοτεινή απομόνωση. Η σάρκα του, εξαντλημένη από τη νηστεία και τους μοναστικούς αγώνες, άρχισε να σαπίζει και να αναδύει μια δυσοσμία. Επιπλέον, η ίδια η φυλακή ήταν γεμάτη βρωμιά και σκόνη.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ο μοναχός πάγωνε στο κρύο, χωρίς καν τα απαραίτητα ρούχα, μόνο ένα λεπτό πανί. Το καλοκαίρι, λιποθύμησε στη ζέστη, καθώς κανένας άνεμος δεν διαπερνούσε τη φυλακή για να την αναζωογονήσει. Επιπλέον, η φυλακή ήταν γεμάτη με αμέτρητα ακάθαρτα έντομα και ερπετά. Ακόμα και οι φρουροί, έχοντας λάβει την απειλητική εντολή, άρχισαν να του φέρονται σκληρά και ανελέητα. Τον προσέβαλαν και τον μάλωσαν, αποκαλώντας τον τρελό και εχθρό του Τσάρου. Έριξαν μόνο ένα μικρό καρβέλι ψωμί από το παράθυρο για τον Θεόδωρο και τον μαθητή του και τους έδιναν λίγο νερό - όχι πάντα, αλλά κάθε δύο ημέρες, μερικές φορές μετά από πολλές ημέρες - και έτσι τους βασάνιζαν με πείνα και δίψα. Και ο μοναχός Θεόδωρος είπε στον μαθητή του:

«Παιδί μου! Παρατηρώ ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να μας σκοτώσουν όχι μόνο με πολλούς ξυλοδαρμούς και αυτή τη σκληρή φυλακή, αλλά και με πείνα και δίψα. Αλλά ας εναποθέσουμε την ελπίδα μας στον Θεό, που ξέρει πώς να μας θρέψει όχι μόνο με ψωμί, αλλά με καλύτερη τροφή, και με το νεύμα του οποίου συντηρούνται όλα τα ζωντανά όντα. Για μένα, από τώρα και στο εξής, είθε η κοινωνία με το Σώμα του Κυρίου να χρησιμεύει ως τροφή για το σώμα και την ψυχή.»

(Ο άγιος κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μέρος του Ζωοποιού Σώματος, βουτηγμένο στο αίμα του Κυρίου Χριστού, το οποίο φύλαγε για την τέλεση του Θείου Μυστηρίου — όποτε αυτό ήταν δυνατό γι' αυτόν.) «Μόνο αυτό», είπε, «ας το μεταλάβω, χωρίς να γευτώ τίποτα άλλο. Και το ψωμί που μας δίνεται και τους δύο ας είναι μόνο για εσάς, καθώς και το νερό επίσης. Εσείς ο ίδιος βλέπετε ότι μας δίνεται πολύ λίγο ψωμί, μόλις και μετά βίας αρκετό για εσάς μόνο για να δυναμώσετε το σώμα σας. Θα ήταν καλύτερο για εσάς να παραμείνετε ζωντανοί και να αναγγείλετε τον θάνατό μου στους αδελφούς, αν είναι τέτοιο το θέλημα του Θεού να πεθάνω σε αυτόν τον ταλαιπωρημένο τόπο, τόσο γεμάτο στερήσεις».

Αφού πέρασε λίγος καιρός, Αυτός που «ανοίγει την χείρα Αυτού και χορταίνει την επιθυμία κάθε ζωντανού όντος» ( Ψαλμός 145:16 ) δεν εγκατέλειψε τον άγιό Του, που πέθαινε από τρομερή πείνα, χωρίς βοήθεια, αλλά τον φρόντισε με αυτόν τον τρόπο. Ένας βασιλικός ευγενής, περνώντας από το ερημητήριο, ρώτησε για τον άγιο, συμπεριλαμβανομένης της καταπίεσης και της πείνας που υπέφερε. Ο Θεός έστρεψε την καρδιά του ευγενή στο έλεος και διέταξε τους φρουρούς να δώσουν στον Θεόδωρο και τον μαθητή του επαρκή τροφή και, γενικά, να μην τους προκαλέσουν κακό ή παρενόχληση, αλλά να τους επιτρέψουν να ζήσουν κάπως πιο άνετα. Έτσι, κάπως απαλλαγμένοι από τη χάρη του Θεού από πολλές από τις προαναφερθείσες θλίψεις, δυνάμωσαν σωματικά. Αλλά ακόμη και μετά από αυτό, ο άγιος πατέρας συνέχισε να παλεύει με πολλές δυστυχίες, καθώς είχε αδύναμο στομάχι και υπέφερε από σοβαρές ασθένειες. Έτσι, οι άγιοι άγιοι του Χριστού έζησαν στη φυλακή για περισσότερα από τρία χρόνια, δεχόμενοι φτωχό ψωμί από τους φρουρούς, και μάλιστα με μομφές και κακοποιήσεις. Ωστόσο, για χάρη της Ορθοδοξίας, υπέμειναν όλα αυτά με χαρά.

Δεν είχαν ακόμη συνέλθει από τις λύπες και τις ασθένειές τους, όταν έμελλε να υποβληθούν σε νέες, ακόμη πιο σοβαρές δοκιμασίες. Από κάπου, μια επιστολή του Οσίου Θεοδώρου έπεσε στα χέρια του Τσάρου, που περιείχε μια καταγγελία για την ασέβεια του Τσάρου και μια οδηγία για τους πιστούς στην ευσέβεια και την Ορθοδοξία. Διαβάζοντας αυτήν την επιστολή, ο Τσάρος γέμισε με τη μεγαλύτερη οργή και έστειλε έναν αδίστακτο διοικητή στον Θεόδωρο, απαιτώντας να του δείξει την επιστολή, να ρωτήσει αν ανήκε σε αυτόν και να τον ξυλοκοπήσει μέχρι την τελευταία του πνοή. Ο διοικητής έφτασε και έδειξε την επιστολή στον ευλογημένο, ο οποίος πράγματι επιβεβαίωσε ότι ήταν δική του και κανενός άλλου. Τότε ο διοικητής διέταξε αμέσως να ξυλοκοπηθεί πρώτα ο μαθητής του Νικόλαος, να ξαπλωθεί γυμνός στο έδαφος, γιατί είχε γράψει την επιστολή για λογαριασμό του Θεοδώρου. Στη συνέχεια, απογυμνώνοντας τον Άγιο Θεόδωρο, τον ξυλοκόπησε ανελέητα, τραυματίζοντας ολόκληρο το σώμα του και σχεδόν συντρίβοντας τα κόκαλά του. Αφήνοντάς τον μόλις ζωντανό, ο διοικητής επέστρεψε στον μαθητή του Νικόλαο, πείθοντάς τον άλλον με κολακεία και άλλον απειλώντας να αρνηθεί να προσκυνήσει τις ιερές εικόνες. Επειδή ο Νικόλαος παρέμεινε πιστός στην Ορθοδοξία, τον ξυλοκόπησε ξανά, ακόμα πιο άγρια ​​από πριν, αφήνοντάς τον γυμνό στο κρύο όλη τη νύχτα, ώστε να βασανιστεί διπλά, γιατί ήταν Φεβρουάριος. Ο Άγιος Θεόδωρος, ωστόσο, αρρώστησε από τα σκληρά ξυλοδαρμούς, μια σοβαρή ασθένεια, και έμεινε ξαπλωμένος σαν πτώμα, μόλις που μπορούσε να αναπνεύσει, στερημένος τροφής ή νερού. Ο Νικόλαος, βλέποντας τον μέντορά του τόσο εξασθενημένο, ξέχασε τον εαυτό του, παρόλο που ο ίδιος υπέφερε τρομερά από τις πληγές του, και ανησυχούσε για την ανάρρωση του Θεοδώρου. Αφού ζήτησε λίγο κριθαρένιο ποτό, έβρεξε την ξεραμένη γλώσσα του μοναχού και, δίνοντάς του μια μικρή ποσότητα από το ποτό, τον αναζωογόνησε. Παρατηρώντας ότι ο μοναχός σταδιακά ανακτούσε τη ζωτικότητά του, άρχισε να θεραπεύει το υπόλοιπο σάπιο σώμα του. Πολλά μέρη του σώματός του, μπλε, σάπια και κρεμασμένα εντελώς άχρηστα, τα έκοψε με ένα μικρό μαχαίρι και τα πέταξε, ώστε η υπόλοιπη σάρκα να επουλωθεί πιο αποτελεσματικά. Όταν ο μοναχός άρχισε σταδιακά να αναρρώνει, περιέθαλψε και τον μαθητή του.

Ενώ οι άγιοι υπέφεραν για ενενήντα ημέρες και δεν είχαν ακόμη αναρρώσει πλήρως από τα τραύματά τους, έφτασε ένας άλλος σκληρός και απάνθρωπος αγγελιοφόρος από τον αυτοκράτορα, ο οποίος διατάχθηκε να μεταφέρει τον Θεόδωρο και τον μαθητή του Νικόλαο στη Σμύρνη . Αυτός ο πρέσβης ήταν άπληστος άνθρωπος και, νομίζοντας ότι ο Θεόδωρος έπαιρνε χρυσό από εκείνους που έρχονταν σε αυτόν για διδασκαλία, διέταξε να ερευνηθούν όλες οι πόρτες της φυλακής, να γκρεμιστούν οι τοίχοι και να αφαιρεθεί το χώμα, με την ελπίδα να βρεθεί χρυσός. Αλλά μη βρίσκοντας τίποτα, άρχισε να εκτελεί την εντολή του αυτοκράτορα με ιδιαίτερη σκληρότητα. Με προσβολές και σπρωξίματα, οδήγησε τον μοναχό και τον μαθητή του από τη φυλακή και τους παρέδωσε στους στρατιώτες, και έτσι οδηγήθηκαν στη Σμύρνη. Ο ευλογημένος, αν και η σωματική του δύναμη εξασθενούσε, εντούτοις, ενισχυμένος από τον Θεό, πήγε με τους αδίστακτους στρατιώτες. Τον οδήγησαν για μια ολόκληρη μέρα χωρίς ανάπαυση και τη νύχτα τον έδεσαν από τα πόδια σε ένα δέντρο. Έτσι, με δυσκολία, έφτασε μόλις στη Σμύρνη, όπου παραδόθηκε σε έναν κακό άνθρωπο και υπέρμαχο της ασέβειας. Ο τελευταίος κλείδωσε τον Θεόδωρο σε μια χαμηλή, σκοτεινή καλύβα. Ο μαθητής του Νικόλαος ήταν επίσης κλεισμένος μαζί του, και έτσι οι ευλογημένοι δούλοι του Χριστού υπέφεραν μαζί. Σύντομα, ο προαναφερθείς αδίστακτος Αναστάσιος επέστρεψε από το πλευρό του αυτοκράτορα και, αφού προκάλεσε ξανά εκατό χτυπήματα στον άγιο, αναχώρησε. Ο άγιος υπέμεινε όλα αυτά με ευγνωμοσύνη.

Εκείνη την εποχή, ο ανιψιός και σύμμαχος του Τσάρου ήταν κυβερνήτης της περιοχής της Σμύρνης. Είχε πέσει σε μια σοβαρή, ανίατη ασθένεια και βρισκόταν στα τελευταία του. Ένας από τους υπηρέτες του, πιστός στην Ορθόδοξη διδασκαλία, ήρθε στον άρρωστο και του είπε ότι ο Άγιος Θεόδωρος είχε τη χάρη από τον Θεό να θεραπεύει όλες τις ασθένειες. Ο τελευταίος έστειλε αμέσως τους υπηρέτες του στον άγιο με την παράκληση να προσευχηθούν γι' αυτόν και να τον σώσουν από τον επερχόμενο θάνατό του. Ο άγιος απάντησε στους αγγελιοφόρους του:

«Πες σε αυτόν που σε έστειλε», λέει ο Θεόδωρος, «θυμήσου ότι θα λογοδοτήσεις ενώπιον του Θεού την ημέρα του θανάτου σου για την πονηρή σου ζωή και για το κακό που έχεις προκαλέσει στους πιστούς. Στις πολλές άλλες ανομίες σου, πρόσθεσες και αυτό: υπέβαλες τους μοναχούς μου σε αμέτρητες συμφορές και βασάνισες τον ενάρετο Θαδδαίο μέχρι θανάτου . Και τώρα χαίρεται με τους αγίους. Αλλά ποιος θα σε σώσει από τα αιώνια βάσανα; Τουλάχιστον κατά τον θάνατό σου, μετανόησε για τα εγκλήματά σου».

Οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν και μετέφεραν όλα τα λόγια του Θεοδώρου στον άρρωστο διοικητή. Ο τελευταίος ανησυχούσε πολύ, συλλογιζόμενος τις φρικαλεότητες που είχε διαπράξει, και έστειλε ξανά απεσταλμένους στον άγιο, ζητώντας συγχώρεση και υποσχόμενος να δεχτεί την Ορθόδοξη πίστη αν τον αποκαθιστούσε μέσω των προσευχών του από το κρεβάτι της ασθένειας. Ο άγιος έστειλε στον διοικητή μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, διατάζοντάς τον να την κρατάει μαζί του με ευλάβεια σε όλη του τη ζωή. Ο διοικητής, αφού δέχτηκε την ιερή εικόνα, ανακουφίστηκε από την ασθένειά του και άρχισε να αναρρώνει. Σύντομα όμως, υπό την επήρεια του Επισκόπου Σμύρνης, ενός πρώην αιρετικού, επέστρεψε στις προηγούμενες κακές του πεποιθήσεις. Έχοντας λάβει λάδι από τον τελευταίο ως ευλογία, άλειψε τον εαυτό του με αυτό, ελπίζοντας σε πλήρη ανάρρωση. Ωστόσο, μετά από αυτό, η προηγούμενη ασθένειά του επέστρεψε. Μόλις έμαθε αυτό, ο άγιος προέβλεψε έναν σκληρό θάνατο για τον αμαρτωλό, ο οποίος συνέβη - γιατί σύντομα πέθανε με οδυνηρό θάνατο. Ο Άγιος Θεόδωρος, υποφέροντας στην απομόνωση, υπέμεινε φυλάκιση στη Σμύρνη για ενάμιση χρόνο. Μετά από αυτό, ο ασεβής αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος στερήθηκε βίαια τη ζωή του, σκοτωμένος από τους ίδιους του τους στρατιώτες. Μετά από αυτόν, στον θρόνο ανέβηκε ο Μιχαήλ, με το παρατσούκλι Τραυλίος, γνωστός και ως Βάλβος . Αυτός ο αυτοκράτορας, αν και ασεβής, δεν δίωξε τους Ορθόδοξους, αλλά επέτρεψε στον καθένα να πιστεύει όπως ήθελε. Επομένως, υπό την ηγεμονία του, όλοι οι πατέρες και οι ομολογητές της Ορθοδοξίας απελευθερώθηκαν από τη φυλακή και επέστρεψαν από την εξορία. Στη συνέχεια, ο Άγιος Θεόδωρος βρήκε επίσης ανακούφιση από τα βάσανά του. Και μερικοί από τους πρώην μαθητές του ήρθαν σε αυτόν, μεταξύ των οποίων ήταν ο Δωρόθεος, ο οποίος είχε διαπρέψει στην αρετή από τη νεότητά του, έπειτα ο Βησσαρίων, ο Ιάκωβος, ο Δομητιανός, ο Τιμόθεος και πολλοί άλλοι, που διακρίνονταν για την ευσεβή ζωή τους και την ένθερμη, αδιάκοπη αγάπη τους για τον πνευματικό τους πατέρα, τον Θεόδωρο. Μια εντολή ήρθε από τον αυτοκράτορα στη Σμύρνη να σταλεί ο Θεόδωρος, όπως και οι άλλοι, πίσω στο μοναστήρι του.

Όταν ο μακάριος επέστρεψε από την εξορία, οι Ορθόδοξοι παντού τον υποδέχτηκαν με χαρά, περιμένοντας την άφιξή του και ζητώντας να τον καλωσορίσουν στα σπίτια τους, ώστε να μπορέσουν να λάβουν τις προσευχές και την ευλογία του και να απολαύσουν τις γλυκές διδασκαλίες του. Όλη η Εκκλησία χάρηκε για την επιστροφή του Θεοδώρου και όλοι τον χαιρέτισαν ως άνθρωπο που είχε υποφέρει τόσο πολύ για τις ιερές εικόνες και που, μέσω των διδασκαλιών του, είχε ενισχύσει όλους στην Ορθοδοξία. Στο ταξίδι της επιστροφής του, ο άγιος έφτασε στη Χαλκηδόνα για να δει τον μακάριο μοναχό Θεόκτιστο, ο οποίος κάποτε είχε τιμηθεί με το αξίωμα του Μαγιστέριου . Αφού παρηγορήθηκε από την πνευματική συνομιλία μαζί του, ξεκίνησε να επισκεφτεί τον συνάνθρωπο πάσχοντα, τον αγιώτατο Πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος είχε εξοριστεί από τον ασεβή αυτοκράτορα Λέοντα τον Αρμένιο. Αφού απόλαυσε πνευματική συνομιλία μαζί του, ο άγιος αποσύρθηκε στην περιοχή της Ημισέληνου και χάρηκε πολλούς με την παρουσία του, μεταδίδοντάς τους ψυχοσωτήρια διδασκαλία. Επιστρέφοντας από εκεί για δεύτερη φορά στον πατριάρχη, αυτός και οι άλλοι επίσκοποι πήγαν στον αυτοκράτορα και τον προέτρεψαν να δεχτεί την Ορθοδοξία. Αλλά ο αυτοκράτορας, όντας άσοφος και αδαής στον Λόγο του Θεού, δεν έδωσε σημασία στα λόγια των αγίων πατέρων και είπε μόνο τα εξής:

«Δεν σας απαγορεύω να κάνετε ό,τι θέλετε· μόνο δεν θα σας επιτρέψω να τοποθετήσετε εικόνες στην βασιλική πόλη, αλλά ας τις τοποθετήσουν αλλού για τον εαυτό τους, όπου θέλουν· αλλά δεν θέλω να λατρεύω εικόνες».

Όταν το είπε αυτό μέσα στην τρέλα του, οι άγιοι πατέρες αποχώρησαν από το Βυζάντιο. Ο Άγιος Θεόδωρος και οι μαθητές του εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κρεσεντίου. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου που ξεκίνησε κάποιος Θωμάς, ο οποίος επιθυμούσε να σφετεριστεί την αυτοκρατορική εξουσία, ο άγιος θεώρησε απαραίτητο να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη με τους αδελφούς του . Μετά το τέλος του πολέμου, ο άγιος, μη θέλοντας να ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν μολυνθεί από την εικονομαχική αίρεση, αποχώρησε ξανά. Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, δεν πήγε στην περιοχή του Κρεσεντίου, αλλά εγκαταστάθηκε στην ακριτική Χερσόνησο , όπου βρισκόταν μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Τρύφωνα. Εδώ, μαζί με τους μαθητές του, έζησε μια θεάρεστη μοναστική ζωή σε ευσεβή ασκητισμό. Έχοντας ζήσει για λίγο σε αυτή τη ζωή με τους αγαπημένους του φίλους, ο άγιος πλησίασε το μακάριο τέλος του, σε ηλικία εξήντα επτά ετών. Πριν από το θάνατό του, τον Νοέμβριο, αρρώστησε από μια σοβαρή ασθένεια και υπέφερε τρομερά από στομαχική πάθηση. Η είδηση ​​ότι ο Όσιος Θεόδωρος ήταν άρρωστος και πλησίαζε τον θάνατο διαδόθηκε παντού. Πλήθος ευσεβών Χριστιανών άρχισε να συρρέει κοντά του, προερχόμενοι τόσο από την βασιλική πόλη όσο και από διάφορα γύρω χωριά, είτε για να ακούσουν τον άγιο στις συζητήσεις του και να απολαύσουν τα τελευταία του λόγια, είτε τουλάχιστον για να τον δουν καθώς αναχωρούσε προς τον Θεό. Θεώρησαν πολύ ωφέλιμο ακόμη και να τον πλησιάσουν: γιατί αυτός ο θαυμαστός άνθρωπος ήταν γλυκός στην ομιλία, σοφός στην κατανόηση και στολισμένος με όλες τις αρετές. Ενώ ο μακάριος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πολύ εξασθενημένος από την τελική του ασθένεια, παρόλα αυτά, όσο μπορούσε, ασχολούνταν με εποικοδομητικές συζητήσεις με τους μαθητές του. Αλλά μόνο λίγα από τα λόγια του μπορούσαν να ακουστούν, γιατί η γλώσσα του ήταν ξερή από τον πυρετό. Γι' αυτό, ένας από τους γραμματείς, καθισμένος κοντά και άκουγε, κατέγραψε τα λόγια του, ώστε όλοι όσοι ήθελαν να τα μάθουν να μπορούν να διαβάσουν τις οδηγίες του μακάριου για το δικό τους πνευματικό όφελος. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο άγιος ένιωσε καλύτερα, τόσο πολύ που σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει. Την Κυριακή, ερχόμενος στην εκκλησία, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία, κήρυξε στους αδελφούς και συμμετείχε στο γεύμα μαζί τους. Ομοίως, το πρωί της 6ης Νοεμβρίου —ημέρα εορτής του αγίου πατρός μας, Παύλου του Ομολογητή— τέλεσε τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία, κήρυξε στους αδελφούς και παρευρέθηκε στον Εσπερινό την ίδια ημέρα. Στη συνέχεια, μπαίνοντας στο κελί του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αρρώστησε ξανά βαριά. Παρέμεινε άρρωστος για τέσσερις ημέρες, και την πέμπτη —το τέλος της ασθένειάς του— ήρθε — και η αρχή μιας ζωής χωρίς πόνο. Καθώς ο άγιος πλησίαζε τον θάνατό του, πλήθος αδελφών συγκεντρώθηκε γύρω του και έκλαψαν γι' αυτόν όπως για τον πατέρα και δάσκαλό τους. Κοιτάζοντάς τους, έχυσε μερικά δάκρυα και είπε:

Πατέρες και αδελφοί! Το τέλος της ζωής μου έφτασε. Όλοι πρέπει να πιούμε αυτό το κοινό ποτήρι: άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα, όμως δεν θα ξεφύγουμε από εκείνη την ώρα. Και έτσι αναχωρώ όπως αναχώρησαν οι πατέρες μας, προς το μέρος όπου είναι η αιώνια ζωή, και πάνω απ' όλα, όπου είναι ο Κύριος και Θεός, τον οποίο αγάπησε η ψυχή μου. Τον επιθύμησα με όλη μου την καρδιά, ονόμασα τον εαυτό μου υπηρέτη Του, αν και δεν εκπλήρωσα την υπηρεσία μου προς Αυτόν. Αλλά εσείς, αδελφοί μου και αγαπημένα μου παιδιά, μείνετε πιστοί στα λόγια μου, τα οποία σας παρέδωσα, διατηρώντας την αληθινή πίστη και μια ευσεβή ζωή. Γνωρίζετε ότι δεν έχω σταματήσει να σας κηρύττω τον Λόγο του Θεού, τόσο κατ' ιδίαν όσο και δημόσια. Τώρα σας παρακαλώ θερμά: κρατήστε τον στη μνήμη σας και φυλάξτε τον, γιατί φροντίζω για εσάς, ως κάποιος που θέλει να δώσει λόγο για εσάς. Γι' αυτό, φροντίστε κι εσείς να αναχωρήσετε από εδώ άμεμπτοι. Εγώ, αν βρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου, υπόσχομαι να προσεύχομαι για εσάς, ώστε το μοναστήρι σας να παραμένει πάντα στην καλύτερη κατάσταση και ο καθένας από εσάς, με τη βοήθεια του Θεού, να έχει μεγαλύτερη επιτυχία στις αρετές.

Αφού είπε αυτά και αποχαιρέτησε όλους, διέταξε τους μαθητές του να ανάψουν κεριά και να ξεκινήσουν τη λειτουργία για τους κεκοιμημένους. Οι μαθητές, όρθιοι γύρω από το κρεβάτι, έψαλλαν: «Μακάριοι οι άμεμπτοι στην οδό, όσοι περπατούν στο νόμο του Κυρίου» ( Ψαλμός 119:1 ). Και όταν, ψάλλοντας, πρόφεραν τα λόγια: «Ποτέ δεν θα λησμονήσω τις εντολές Σου, γιατί μέσω αυτών με ζωοποίησες» ( Ψαλμός 119:93 ), ο Άγιος Θεόδωρος, μαζί με αυτά τα λόγια, παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Θεό. Αφού την παρέλαβαν, οι Άγγελοι του Θεού την μετέφεραν στον Θρόνο του Κυρίου, όπως αποκάλυψε ξεκάθαρα η ειλικρινής μαρτυρία του Αγίου Ιλαρίωνα της Δαλματίας (+ 845).

Την ίδια ημέρα που κοιμήθηκε ο Θεόδωρος, δηλαδή στις 11 Νοεμβρίου, ημέρα εορτής του αγίου μάρτυρα Μηνά, ο Άγιος Ιλαρίωνας περπατούσε μέσα στον αμπελώνα, εργαζόταν και έψαλλε τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Ξαφνικά, άκουσε κάποιες θαυμαστές φωνές και μύρισε μια απερίγραπτη ευωδία. Έμεινε έκπληκτος και σταμάτησε, αναζητώντας την πηγή αυτής της ευωδίας. Κοιτάζοντας ψηλά στον αέρα, είδε ένα αμέτρητο πλήθος αγγελικών τάξεων, ντυμένων με λευκά άμφια, με τα πρόσωπά τους να λάμπουν, να έρχονται από τον ουρανό τραγουδώντας για να συναντήσουν ένα σεβάσμιο πρόσωπο. Βλέποντας αυτό, ο Άγιος Ιλαρίωνας έπεσε στο έδαφος με μεγάλο τρόμο και άκουσε κάποιον να του μιλάει:

Εδώ είναι η ψυχή του Θεοδώρου, ηγουμένου της Μονής Στουδίου, ο οποίος υπέφερε πολλά για τις άγιες εικόνες και παρέμεινε ακλόνητος στις θλίψεις μέχρι τέλους· τώρα η ψυχή του εκλιπόντος, θριαμβεύτρια, ανεβαίνει το όρος, συναντημένη από τις ουράνιες δυνάμεις.

Ο μακάριος Ιλαρίωνας μοιράστηκε επίσης αυτό το όραμα με άλλους ενάρετους πατέρες. Κατέγραψαν την ημέρα και την ώρα του οράματος και, λίγο καιρό αργότερα, έμαθαν ότι εκείνη ακριβώς την ώρα, ο αξιέπαινος Θεόδωρος Στουδίου είχε εκοιμηθεί και είχε μεταβεί από τη γη στον ουρανό.

Ο σεβάσμιος πατέρας μας Θεόδωρος τέλεσε πολλά θαύματα τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του· θα αναφέρουμε εδώ μερικά από αυτά προς όφελος της ψυχής.

Ένας φιλόξενος οικοδεσπότης, ονόματι Λέων, φιλοξένησε τον Άγιο Θεόδωρο στο γηροκομείο του, όταν ο τελευταίος επέστρεφε από την εξορία. Αυτός ο Λέων στη συνέχεια βρήκε νύφη για τον γιο του. Έτσι, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζονταν ο γάμος, η νύφη ξαφνικά αρρώστησε βαριά και ανέβασε υψηλό πυρετό, σε τέτοιο βαθμό που όλοι απελπίστηκαν για τη ζωή της.

Ο Λέων έστειλε μήνυμα στον άγιο, αναφέροντας τι είχε συμβεί και παρακαλώντας τον να τους βοηθήσει με τις προσευχές του. Αφού ευλόγησε το λάδι, ο άγιος το έστειλε στον Λέοντα, διατάζοντάς τον να αλείψει την άρρωστη γυναίκα με αυτό. Όταν έγινε αυτό, η νύφη σηκώθηκε αμέσως υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ πριν. Ο ίδιος Λέων, πηγαίνοντας κάποτε μόνος του σε ένα απομακρυσμένο χωριό για να κάνει τις απαραίτητες ανακουφίσεις, συνάντησε έναν λύγκα στο δρόμο. Ο λύγκας, παρατηρώντας τον Λέοντα, όρμησε εναντίον του, σκοπεύοντας να τον κάνει κομμάτια. Ο Λέων φώναξε δυνατά το όνομα του αγίου Πατέρα Θεοδώρου, και να, το θηρίο, ακούγοντας το όνομα του αγίου, σταμάτησε και υποκλίθηκε μέχρι το έδαφος, έστριψε από τον δρόμο και άρχισε να φεύγει. Ο Λέων, ανέγγιχτος από το θηρίο, συνέχισε το δρόμο του.

Μια γυναίκα, που έπασχε από ένα ακάθαρτο πνεύμα, φέρθηκε στον άγιο. Το πνεύμα που την βασάνιζε ήταν τόσο άγριο που, χωρίς να νιώθει πόνο, ροκάνιζε και έτρωγε τη σάρκα της. Βλέποντας τον πόνο της, ο άγιος τη λυπήθηκε, έκανε το σημείο του σταυρού στο κεφάλι της και απήγγειλε μια προσευχή επιπλήξεως πάνω της. Αμέσως, το ακάθαρτο πνεύμα την άφησε και, διωγμένο από την προσευχή του αγίου, εξαφανίστηκε γρήγορα.

Μια άλλη γυναίκα ευγενούς καταγωγής, μετά τον θάνατο του Αγίου Θεοδώρου, διηγήθηκε τα εξής στον μακάριο Ηγούμενο Σωφρόνιο 7284. «Κάποτε υπήρχε μια φωτιά στο σπίτι μου», διηγήθηκε, «η φωτιά, που την τύλιγε από παντού, κατέκαψε με θόρυβο τα πάντα μέσα, και δεν μπορούσαμε να σβήσουμε τις φλόγες με νερό ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, ​​και ήμασταν σε αμηχανία για το τι να κάνουμε. Τότε θυμήθηκα την επιστολή που είχα με τον Άγιο Θεόδωρο, την οποία μου είχε γράψει λίγο νωρίτερα. Σκέφτηκα να την ρίξω στη φωτιά, ελπίζοντας ότι θα ντρεπόταν κάπως για ένα γραπτό γραμμένο από το άγιο χέρι του Αγίου Θεοδώρου, και ότι θα μπορούσε έστω και λίγο να δαμάσει τις φλόγες. Αφού έκανα αυτό που νόμιζα, έριξα την επιστολή στις φλόγες και είπα: «Άγιε Θεόδωρε, βοήθησέ με, τον δούλο σου, που βρίσκομαι σε δύσκολη θέση!»» Και εκείνη την ίδια ώρα παρατηρήσαμε ότι η άγρια ​​δύναμη της φωτιάς εξασθένησε, έσβησε και καταστράφηκε στον καπνό». Τόσο μεγάλη δύναμη είχε η επίκληση του ονόματος αυτού του αγίου του Θεού!

Ο προαναφερθείς Σωφρόνιος αφηγείται επίσης ένα άλλο παρόμοιο γεγονός. «Ταξιδεύαμε», είπε, «με τον μακάριο Νικόλαο, μαθητή και συνυποφέροντα του μεγάλου Θεοδώρου, στην Παφλαγονία 7285. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, καθώς πλησίαζε το βράδυ, κοιμηθήκαμε σε ένα συγκεκριμένο χωράφι όπου υπήρχε πολύ θερισμένο σανό. Ήταν επίσης εκεί μερικοί στρατιώτες, οι οποίοι, πηγαίνοντας προς τα εκεί, λόγω της προχωρημένης ώρας, σταμάτησαν στο ίδιο χωράφι και, αφού άναψαν φωτιά, ετοίμασαν το δείπνο τους. Μετά από αυτό, κατά τη διάρκεια της νύχτας, η φωτιά κάπως άναψε απαρατήρητη και, πλησιάζοντας απαρατήρητη, μετατράπηκε σε μεγάλη πυρκαγιά, καταστρέφοντας όλο το σανό. Οι στρατιώτες, ξυπνώντας βιαστικά, όρμησαν όλοι πάνω μας, νομίζοντας ότι είχαμε βάλει τη φωτιά και επρόκειτο να μας βασανίσουν. Αλλά εμείς, απορώντας για το τι να κάνουμε, ζητήσαμε βοήθεια από τον μεγάλο Θεόδωρο με τα λόγια: «Αξιότιμε Πάτερ! Βοήθησέ μας και, μέσω των προσευχών σου, λύτρωσέ μας από αυτή την ατυχία που μας επιβλήθηκε άδικα». Καθώς μιλούσαμε, έπεσε μια ξαφνική, δυνατή βροχή και έσβησε εντελώς ολόκληρη τη φωτιά. Οι στρατιώτες, βλέποντας αυτό το θαύμα, έγιναν πράοι και, πέφτοντας μπροστά μας, ζήτησαν συγχώρεση.

Στο νησί της Σαρδηνίας , υπήρχε ένας ευσεβής άνθρωπος που, έχοντας μαζί του αντέγραφε έργα του Οσίου Θεοδώρου, τα διάβαζε επιμελώς. Αγαπούσε επίσης τους ύμνους που συνέθεσε αυτός ο άγιος πατέρας, που ψάλλονταν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, οι οποίοι ονομάζονται Τριώδια ή Τριώδες. Μερικοί ασεβείς μοναχοί, περνώντας από εκεί, επισκέπτονταν αυτόν τον άνθρωπο και έμεναν μαζί του κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Βλέποντας τους ύμνους και τις διδασκαλίες που συνέθεσε ο Όσιος Θεόδωρος, οι μοναχοί άρχισαν να τους βλασφημούν, λέγοντας ότι ήταν γραμμένοι ασυνεπείς με τη λογική και γεμάτοι τρέλα. Ο ευσεβής άνθρωπος που τους είχε δώσει καταφύγιο διαφθάρηκε από τις συζητήσεις τους και δεν διάβαζε πλέον τις ευεργετικές διδασκαλίες του αγίου ούτε έψαλλε τις Τριώδες που συνέθεσε ο άγιος στους πρωινούς ύμνους του, όπως συνήθιζε να ψάλλει προηγουμένως. Όταν διαφθάρηκε τόσο πολύ, ένα βράδυ του εμφανίστηκε ο Άγιος Θεόδωρος - κοντός στο ανάστημα, όπως ήταν στη ζωή, με ευγενές πρόσωπο και φαλακρό κεφάλι. Άλλοι μοναχοί τον ακολουθούσαν, κρατώντας ραβδιά με τα οποία τους διέταξε να χτυπήσουν αυτόν τον άνθρωπο, που είχε παρασυρθεί από τους ασεβείς μοναχούς. Ενώ τον χτυπούσαν, ο άγιος είπε:

«Γιατί, λόγω απιστίας, απέρριψες τα έργα μου, τα οποία κάποτε αγαπούσες και σεβόσουν; Γιατί δεν σκέφτηκες ότι αν η Εκκλησία του Θεού δεν έβλεπε κανένα όφελος από αυτά, δεν θα τα είχε δεχτεί; Άλλωστε, δεν είναι συντεθειμένα με πονηρά ψεύδη ή ρητορική, αλλά περιέχουν ωφέλιμα και ταπεινά λόγια που μπορούν να φέρουν συντριβή στην καρδιά και να μαλακώσουν την ψυχή. Είναι γλυκά και ωφέλιμα για όσους πραγματικά επιθυμούν τη σωτηρία».

Αφού τιμώρησε έτσι τον αμαρτωλό, ο Άγιος Θεόδωρος αναχώρησε. Όταν ξημέρωσε, ο άνδρας έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, άρρωστος από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί, με πολυάριθμους μώλωπες στο σώμα του, τους οποίους έδειξε σε όλους, λέγοντας για την τιμωρία που τον είχε βρει. Στη συνέχεια, έδιωξε βιαστικά από το σπίτι του τους μοναχούς που τον είχαν αποπλανήσει, ως αυτουργούς των αμαρτιών του και της τιμωρίας του. Από τότε και στο εξής, απέκτησε μεγαλύτερη πίστη στον Άγιο Θεόδωρο από ποτέ και διάβαζε με αγάπη τα έργα και τους ύμνους που είχε συνθέσει, παρακαλώντας τον να τον συγχωρέσει για την προηγούμενη αμαρτία του.

Πολλές θεραπείες έγιναν επίσης από τον τάφο του αγίου. Μια μέρα, ένας δαιμονισμένος άνδρας ήρθε στον τάφο του. Εκείνη τη νύχτα, σε ένα όραμα, ο άγιος εμφανίστηκε σε αυτόν και, χαρίζοντάς του θεραπεία, τον αποκατέστησε. Ο άνδρας, ξυπνώντας, ένιωσε ελεύθερος από τα βασανιστήρια του εχθρού και δόξασε τον Θεό και τον άγιό Του, τον Άγιο Θεόδωρο.

Ένας άνθρωπος έφαγε δηλητηριασμένο φαγητό, μόλυνε τα σωθικά του και πλησίαζε ήδη τον θάνατο. Όταν έριξε λάδι από το καντήλι που βρισκόταν στον τάφο ενός αγίου στο στόμα του, αμέσως έκανε εμετό το θανατηφόρο δηλητήριο, ανέκτησε την υγεία του και παρέμεινε αβλαβής.

Ένας τρίτος άνδρας υπέφερε σοβαρά από στομαχικές διαταραχές. Αλλά όταν απλώς κοίταξε την εικόνα του Αγίου Θεοδώρου και επικαλέστηκε το όνομά του, θεραπεύτηκε αμέσως. Ένας άλλος άνδρας, κυριευμένος από κάποιο είδος φόβου, βρισκόταν σε κατάσταση τρέλας, φοβούμενος και τρομοκρατώντας τους πάντες. Όταν τον έφεραν στον τάφο του αγίου και τον άλειψαν με λάδι, ξαφνικά ελευθερώθηκε από αυτή την ασθένεια και, ανακτώντας τα λογικά του, ευχαρίστησε τον Θεό και τον άγιό Του.

Πολλά άλλα θαύματα συνέβησαν στον τάφο του Αγίου Θεοδώρου με τις προσευχές του, προς δόξα του Ενός Θεού εν Τριάδι, στον οποίο ανήκει η τιμή και η προσκύνησή μας, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου