Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

 



ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ


 

 

Ἑρμηνεία στὸν Χριστουγεννιάτικο Ἰαμβικὸ Κανόνα 

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

 (διασκευὴ ἀπὸ τὸ ἑορτοδρόμιο Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου) 

 

 

 

Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ 

Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης

 

 


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 Μεγάλου Ἀθανασίου 

 

 



Η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου
και Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού



Η γέννησις τού Κυρίου ημών Ιησόύ Χριστού 
Μικρογραφία σε περγαμηνή. 
Χειρόγραφο αρ. 974, τού 13ου αιώνα μ.Χ.
 στήν Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Άγιον Όρος 




ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟ ΘΕΟ 
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ 
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ

ΜΕ ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣΔΟΤΗ ΧΑΡΑ

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ    Ε Τ Ε Χ Θ Η 







Иосиф прав. (26 декабря)
Менологий на 26 - 29 декабря
Византия. Греция; XIV в.; памятник: 
Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 
10 x 13 см.;  местонахождение: Англия. Оксфорд. 
Бодлеанская Библиотека 
Μηνολόγιο 26 - 29 Δεκεμβρίου
Βυζαντινή Μηνολόγιο  τού 14ου αιώνα μ.Χ. 
Τώρα ευρίσκεται στην  Αγγλία. Οξφόρδη. 
Bodleian Βιβλιοθήκη (Bodleian Library)



Ες τν Γέννησιν το ησο Χριστο

γ. Νικόδημος γιορείτης

Σκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ’ ὅλα τὰ κτίσματα αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης: δηλ. α) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν, β) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου καὶ γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας. “Πᾶν ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου” (Α’ Ἰω. 2, 16)1.
Αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος ποὺ ἀντίκειται στὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρός, τὸν ὁποῖο ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἀφοῦ γεννήθηκε στὴ γῆ, ἦρθε γιὰ νὰ πολεμήσει πρῶτα μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ σιωπηλό, καὶ μετά, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διδασκαλία του.
1. Μὲ τὴ φτώχεια γιατρεύει τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου.
Συλλογίσου λοιπὸν πῶς πρῶτα πολεμάει μὲ τὴν φτώχεια του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει πὼς κάθε καλὸ τὸ βρίσκει στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά. γι’ αὐτὸ γιὰ νὰ τ’ ἀποτυπώσει ἢ γιὰ νὰ μὴ τὰ χάσει ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν καιρό, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.
Καὶ ἰδοὺ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ’ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ ξερριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. “Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία” (Α’ Τιμ. 6, 16). Πρόσεξε ὅμως σὲ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς Ἐκεῖνος ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. “ἐμὸν γάρ, τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ” (Ἀγγ. 2, 8). Στοχάσου ποῦ εἶναι τὸ παλάτι ποῦ γεννήθηκε; Ποῦ εἶναι οἱ προετοιμασίες; Ποῦ οἱ μαῖες; Ποῦ τὸ βασιλικὸ στρῶμα; Ποῦ τὰ βρεφικὰ λουσίματα; Ποῦ εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν δούλων; Ποῦ ἡ θαλπωρὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση; Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων; Ἔλα μέσα καὶ δὲς τὸ φτωχότατο σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε καὶ τὴν εὐτελέστατη φάτνη ὅπου “ἀνεκλίθη”. Σίγουρα ὄχι μόνο δὲν θὰ βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ διαπιστώσεις μεγάλη ἔλλειψη ἀπ’ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα. γιατί ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σὲ τόπο σχεδὸν ξέσκεπο, τὰ μεσάνυχτα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα, μόνος μὲ μόνη τὴν μητέρα του καὶ τὸν θεωρούμενο πατέρα του, χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητὰ ποὺ συνηθίζονται στὶς γεννήσεις καὶ τῶν πιὸ φτωχῶν παιδιῶν χωρὶς τὶς ἐλάχιστες ἐκεῖνες ἀνέσεις τοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ ποὺ εἶχε στὴ Ναζαρέτ.
 Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴ φτώχεια ποὺ προτίμησε ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως, θέλησε ἀκόμη καὶ ἄλλη περισσότερη πτωχεία σχεδὸν βίαιη καὶ ἀφύσικη: παραγγέλλει ἐκεῖ στὸ σπήλαιο νὰ μὴ τοῦ γίνει καμιὰ ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία ἀπὸ κανένα ἄνθρωπο. Ἤθελε νὰ διαφέρει ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του ποὺ ἀνέβηκαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ ἀπογραφή. Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πολλὲς προμήθειες μαζί τους καὶ ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στὰ σπίτια καὶ στὰ πανδοχεῖα. “Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι” (Λουκ. 2,7). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ κόσμος, ὄχι μόνο βδελύσσεται τὴν φτώχεια καὶ τὴν θεωρεῖ μεγάλη ντροπή, παρακινώντας ἀκόμη τοὺς φτωχοὺς νὰ ὑποκρίνονται καὶ νὰ παριστάνουν τοὺς πλουσίους, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν νοιώθει ντροπὴ γιὰ τὴν φτώχειά του, ἀντίθετα κάνει ἐπίδειξη τῆς φτώχειας του. Καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς φωνάζει τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς δὲ καὶ τὰ χωράφια καλεῖ τοὺς ποιμένες γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ὅταν γεννήθηκε σὲ κείνη τὴν κατάσταση τῆς ἔνδειας καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, σὲ κεῖνο τὸ θρόνο μίας εὐτελέστατης φάτνης καὶ σὲ κείνη τὴν αὐλὴ ἑνὸς πενιχρότατου σπηλαίου! “Ὤ πτώχεια ὑπερπλοῦτος! Ὤ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!”
Τώρα ἐσὺ πού μελετᾶς αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, τί ἔχεις νὰ πεῖς; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο νομίζεις πὼς δικαιοῦται νὰ σὲ νικᾶ καὶ νὰ σὲ κυριεύει; Ὁ κόσμος ἢ ὁ Χριστὸς πού νίκησε τὸν κόσμο; Ὁ κόσμος σὲ προτρέπει νὰ ζητᾶς πρῶτα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ θεωρεῖς μεγάλη εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς πάλι σὲ συμβουλεύει μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν διδασκαλία του νὰ ζητεῖς πρωτίστως τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταφρονεῖς ὅλα τὰ καλά τῆς γῆς σὰν ἕνα πηλό. “Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ” (Ματθ. 6,33). Ἀκόμη σοῦ ζητᾶ νὰ στερεῖσαι τὰ γήινα ἀγαθὰ ἢ μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς ἢ ἀκόμη ἀποτασσόμενος τὰ πάντα γιὰ τὴν καλογερικὴ ζωὴ καὶ ἐξαγοράζοντας ἕνα θησαυρὸ στὸν παράδεισο. “Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι” (Ματθ. 19, 21). Καὶ πάλι• “πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητὴς” (Λουκ. 14, 33).
Λοιπὸν ἐσύ, καὶ σὰν μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ σὰν φρόνιμος καὶ στοχαστικὸς ἄνθρωπος, πρέπει ν’ ἀποφασίσεις νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ κάνεις πράξη ἐκεῖνο πού σοῦ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὅ,τι σοῦ ἐπιβάλλει ὁ κόσμος. Γιατί δὲν θὰ σωθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀκούουν μόνο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐφαρμόζουν στὴν πράξη. (Ρωμ. 2, 13).
Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν εἶσαι ὑποχρεωμένος, ἂν εἶσαι λαϊκός, νὰ εἶσαι ἀκτήμων καὶ πάμπτωχος. εἶσαι ὅμως ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτιμᾶς τόσο λίγο τὰ πλούτη καὶ τὰ χρήματα, ὥστε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποτὲ νὰ μὴν παρακινηθεῖς νὰ παραβεῖς οὔτε μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. τόσο δὲ νὰ εἶναι ἀποκολλημένη ἡ καρδιά σου ἀπ’ αὐτά, ὥστε νὰ τὰ ἀποκτᾶς καὶ νὰ τὰ ἔχεις μὲ τόση ἀπροσπάθεια σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχεις καὶ νὰ μὴ τὰ ξοδεύεις στὰ μάταια καὶ περιττὰ καὶ πάνω ἀπὸ ὅσα χρειάζεσαι πράγματα καθὼς λέγει ὁ Παῦλος. “Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστιν … ἵνα ὦσιν οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι. παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου” (Α’ Κόρ. 7, 29, 31).
Ἀλλά γι’ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ συζητήσεις μὲ τὸ Πανάγιο βρέφος, τὸν Ἰησοῦ, καὶ νὰ νοιώσεις ντροπὴ μπροστά του, ποὺ ὡς τώρα εἶχες σὲ τόση ὑπόληψη καὶ ἀγάπη ἐκεῖνα τὰ πλούτη ποὺ τὸ Θεῖον Βρέφος τόσο καταφρονεῖ κι’ ἀκόμη πὼς ἔνοιωθες τόσο μίσος καὶ καταφρόνηση γιὰ τὴν πτωχεία ἐκείνη καὶ τὴν εὐτέλεια ποὺ αὐτὸ τόσο ἀγαπᾶ. Ζήτησέ Του ἀμέσως συγχώρεση γιὰ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ἔκανες γιὰ ν’ ἀποκτήσεις πλοῦτο κι’ ἐπίγεια ἀγαθὰ ἢ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσεις παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη. Γιατί, ὅπως ὁ Ἴδιος ἀπὸ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα, ἔτσι καὶ σὺ νὰ γίνεις φτωχὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, γιὰ νὰ πλουτήσεις ἀπὸ τὴ Θεότητά Του.”Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὧν, ἵνα ὑμεῖς τὴ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε” (Β’ Κορ. 2, 9). Ἀκόμη νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ μὴ σ’ ἀφήσει ξανὰ νὰ πλανηθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο. ἀλλὰ ὅταν ἔχεις τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅταν τὰ στερεῖσαι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ τὰ μεταχειρίζεσαι γιὰ ἄλλο σκοπό, παρὰ μόνον καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαγοράσεις μὲ αὐτὰ τὴν αἰώνια εὐδαιμονία, καθὼς εἶναι γραμμένο: “Λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος” (Παροιμ. 13, 8).
2. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῶν ἡδονῶν.
Συλλογίσου ἀδελφέ, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γέννησή του ἦρθε νὰ πολεμήσει τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῶν ἡδονῶν μὲ τὶς ὀδύνες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος πιστεύει πὼς ἡ μόνη ἀπόλαυση εἶναι ἐκείνη τῶν αἰσθήσεων γι’ αὐτὸ δὲν κυριαρχεῖ πάνω σ’ αὐτές, ὅπως ταιριάζει σὲ λογικὸ ὄν, ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ συμπεριφέρεται ὅπως ἕνα ἄλογο ζῶο καὶ νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις του: τρέχει ἀχαλίνωτα γιὰ νὰ χαίρεται καὶ ν’ ἀπολαμβάνει ὅλες τὶς παρανομίες. Ἐπιζητεῖ τὴν ἡδονὴ σὰν σκοπὸ καὶ τὴν θεωρεῖ ἔντιμη, ἂν καὶ τὴ βρίσκει μέσα στὶς μεγαλύτερες ἀτιμίες καὶ βρωμιές. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ συμπόνια γιὰ τὴν τύφλωση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦρθε γιὰ νὰ τὸν γιατρεύσει ἀπὸ ἕνα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.
Γι’ αὐτό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ μ’ ἕνα σῶμα σκληραγωγημένο ὡρίμου ἀνδρός, θέλησε νὰ γεννηθεῖ μ’ ἕνα ἁπαλὸ σῶμα βρέφους γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ὀδύνη (τῆς τρυφερῆς σάρκας) καὶ ἀκολούθως γιὰ νὰ ὑποφέρει περισσότερο. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν βασανιστικὴ φυλακὴ ποὺ ὑπέφερε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, θέλησε νὰ ὑποφέρει κι’ ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, σάν νὰ ἐστερεῖτο τὴν χρήση τοῦ λογικοῦ.
Ἐξ ἀρχῆς ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νὰ λάβει ἕνα σῶμα, ὄχι μόνο τελειότερο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ ἕνα σῶμα ἀπαθές, ἀνώδυνο, μακάριο καὶ ἄξιο κατοικητήριο τῆς παρομοίας μακαρίας ψυχῆς Του2. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴ θέση ἐκείνου παίρνει ἕνα σῶμα πολὺ ἁπαλό, πολὺ λεπτὸ καὶ τρυφερώτατο, κατάλληλο νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων κάθε ταλαιπωρία καὶ καμωμένο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δέχεται ἀπ’ ὅλες τὶς αἰσθήσεις ὅλους τούς πόνους, ὅπως τὸ πέλαγος δέχεται ὅλους τούς ποταμούς. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ σκουλήκι, ὄχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρὶς σπέρμα (ὅπως γεννιοῦνται τὰ σκουλήκια), ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ σάρκα του εἶχε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν τρυφερότητα τῶν σκουληκιῶν “ἐγὼ δὲ εἰμὶ σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος” (Ψαλμ. 21, 6).
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁπαλότητος μόλις γεννήθηκε δέχτηκε μὲ τὴν ἁφὴ τὴν προσβολὴ τοῦ ψυχροῦ ἀέρος καὶ τῆς ὑγρασίας τοῦ σπηλαίου. Μὲ τὴ φωνὴ κλαίει. Μὲ τὴν ὄσφρηση αἰσθάνεται τὴν ἔντονη κακοσμία τῆς φάτνης καὶ τῶν ζώων. Μὲ τὴν ὅραση βλέπει μία σκοτεινὴ καὶ ἄχαρη σπηλιά. Καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ δὲν ἀκούει ἄλλο ἀπὸ τὶς τραχιὲς φωνὲς τῶν ἀγρίων ζώων. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀφιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του σὲ ἕνα χῶρο ὑπερβολικὰ στενὸ καὶ σὲ μία ἔλλειψη ὅλων τῶν ἀναπαύσεων καὶ σὲ κάθε εἶδος ὀδύνης καὶ βασάνων ποὺ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ ἡ τρυφερὴ ἐκείνη ἡλικία του. Ὤ! ἀφῆστε μὲ νὰ πάω κοντὰ στὴ φάτνη καὶ νὰ πῶ στὸν Ἰησοῦ. “Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἄκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ; Ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ἐπιθυμητὸς Μεσσίας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εὐθὺς νὰ γεννηθῆς μὲ τοιαῦτα βάσανα;” Ναί, μοῦ ἀποκρίνεται. αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός μου. Νὰ καταργηθεῖ ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὀδύνη. Αὐτὸ τὸ πατρικὸ θέλημα ἦρθα νὰ ἐκπληρώσω εὐθὺς μόλις γεννήθηκα στὸν κόσμο, καθὼς ἐκ μέρους μου προεῖπε ὁ Δαβὶδ καὶ μὲ τὸν Δαβὶδ ὁ Ἀπόστολος. “Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον ‘θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι’ τότε εἶπον. ἰδοὺ ἤκω τοῦ ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὸ θέλημά σου” (Ἑβρ. 10, 5, 7), (Ψαλμ. 39, 7 . 8).
Ἐδῶ τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, νὰ γίνεις κριτὴς ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφασίσεις ποιὸς θὰ σ’ ἐξουσιάζει, ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Ποιὸν πρέπει ν’ ἀκολουθεῖς, ἐκεῖνον πού θέλει τὴ σωτηρία σου μὲ τὴν ὀδύνη, ἢ ἐκεῖνον πού ζητεῖ τὴν ἀπώλειά σου μὲ τὴν ἡδονή; Εἶναι φανερὸν ὅτι τὸ πρῶτο. “εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, ὑμ{ιν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ” (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ὅμως ὁ κόσμος εἶναι τόσο τυφλός, ποὺ ὄχι μόνο δὲν γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ οὔτε μπορεῖ νὰ τὴν γνωρίσει, καθὼς λέγει ἡ ἴδια ἡ αὐτοαλήθεια. “καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένη μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰώνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γιγνώσκει αὐτὸ” (Ἰω. 14, 16-17). Ἐὰν λοιπὸν ἐσὺ θέλεις νὰ θεραπευθεῖς μέσα σ’ αὐτὸν τὸν τυφλὸ κόσμο καὶ εἶσαι ἱκανοποιημένος νὰ κυβερνᾶς τὴ ζωή σου μὲ τὰ ψεύτικα διατάγματά του, ὢ ταλαίπωρος ποὺ εἶσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στὰ χέρια τοῦ θανατηφόρου ἐχθροῦ σου, ὅπως ἔκανε ὁ Σαμψών ποὺ παραδόθηκε στὰ χέρια τῶν ἀλλοφύλων κι ἀκόμη ἔγινες μόνος σου φανερὸς ἀποστάτης τοῦ Κυρίου, τοῦ μόνου εὐεργέτου σου. Γιατί θέλησες νὰ ὑπηρετεῖς τὶς αἰσθήσεις σου μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ προτίμησες μία ζωὴ τρυφηλή, μαλθακὴ καὶ ἡδονική, τὴν ὁποία τόσο πολὺ μίσησε ὁ Ἰησοῦς μόλις γεννήθηκε, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἄφρονες ἀλάνθαστη καὶ ἀθώα!
Ἂχ ἀδελφέ μου! Καὶ πιστεύεις ἐσὺ ποτὲ πὼς ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ θέλησε νὰ βασανίσει τόσο πολὺ τὸ πανάγιόν της σῶμα, ὄχι μόνο κατὰ τὴν γέννησή του ἀλλὰ καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή του καὶ στὸ θάνατό του, ἐὰν δὲν ἦταν ἀναγκαῖο σὲ σένα νὰ ἀποφεύγεις τὶς ἡδονὲς καὶ νὰ σκληραγωγεῖς τὸ σῶμα σου; Καὶ σὲ τί θὰ ὠφελήσει ἡ ἀσεβής σου πρόφαση ποὺ λὲς πὼς ὁ Χριστὸς δὲν σὲ προστάζει μὲ ἐντολὴ νὰ ἀπέχεις ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀναπαύσεις τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὅτι σὲ συμβουλεύει μόνο λέγοντας: “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι”; (Μάρκ. 8,36). Καλά, καὶ ἔτσι ὑπολογίζεις ἐσὺ τὶς συμβουλὲς τῆς ἀκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις θέλοντας νὰ ἐξουσιάζεις (καὶ νὰ ὑπερασπίζεσαι) τὴν τρυφηλὴ ζωή σου; Νὰ ξέρεις λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ μιμεῖσαι τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἂν θέλεις νὰ εἶσαι προορισμένος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄκουσε τώρα ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς ἀποφάσεις ποὺ φωνάζει μὲ δυνατὴ φωνὴ μέσα ἀπὸ τὴ φάτνη τὸ Βρέφος ὁ Ἰησοῦς. “Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε. οὐαί, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι” (Λουκ. 6,24-26). Τί ἀπαντᾶς σ’ αὐτὰ ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ περνᾶς τὴ ζωή σου μὲ ἀνέσεις κι’ ἔπειτα ἐπιδιώκεις γι’ αὐτὸ νὰ βρίσκεις ἀκόμη καὶ δικαιολογίες; Θεωρεῖς πὼς αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Κύριος εἶναι λόγια κενὰ καὶ πώς ὁ Θεὸς μίλησε χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια του; Αὐτὸ βγάλτο ἀπὸ τὸ μυαλό σου. “Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι” (Ματθ. 24, 35). Νὰ αἰσχύνεσαι λοιπόν, νὰ αἰσχύνεσαι γιὰ ὅλες τὶς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ, ἐπειδὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα σου πρόσβαλες πολὺ τὴν χριστιανική σου ἰδιότητα καὶ τόσες φορὲς προτίμησες νὰ ὑπηρετήσεις τὴ σάρκα σου παρὰ τὸν Θεό. Μὲ τὴν συμπεριφορά σου αὐτὴ ἔγινες αἰτία νὰ βλασφημεῖται ἀπὸ τὰ ἔθνη ὁ χριστιανισμὸς καὶ τὸ ὑπερύμνητον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καθὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος παραπονεῖται καὶ λέγει. “δι’ ὑμᾶς διὰ παντὸς τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν” (Ἤσ. 52, 5).
Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε ἐπιτέλους νὰ ἀπαρνηθεῖς ὅλες τὶς ἡδονὲς ποὺ ἀποδεδειγμένα δὲν εἶναι ἀπαραίτητες στὴ ζωή σου καὶ νὰ δεχτεῖς στὸ ἑξῆς εὐχαρίστως ὅλους τους σταυροὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ θὰ σοῦ στείλει ὁ Θεός. Νὰ ἀγκαλιάσεις τὴν σκληραγωγία ποὺ περιλαμβάνει ἡ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ νὰ μὴ λογαριάζεις τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ τὴν ἀγαπᾶς, παρὰ νὰ λογαριάζεις μόνο τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστὸς γι’ αὐτὴν ἤδη ἀπὸ τὴν γέννησή του. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη σου θέλησε νὰ γεννηθεῖ μὲ τέτοια βάσανα. Καὶ προπάντων παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις καλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: ὅτι δηλ. ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ κλαῖς καὶ νὰ θλίβεσαι κι ὄχι γιὰ νὰ γελᾶς καὶ νὰ ξεφαντώνεις καθὼς τονίζει ὁ Ἐκκλησιαστῆς “καιρὸς τοῦ κλαίειν” (3, 4) καὶ μὲ τὸν Ἐκκλησιαστή καὶ ὁ Ἀπόστολος. “ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναίκα, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες… παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου” (Α’ Κόρ. 7, 29).
3. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῆς δόξας.
Σκέψου ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γέννησή του ἦρθε νὰ πολεμήσει μὲ τὴν ταπείνωσή του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῆς δόξας. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται καὶ γενικὰ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτότερος τῶν ὑπολοίπων. Νὰ δίνει διαταγὲς μὲ δεσποτικὴ ἀλαζονεία, νὰ μιλάει ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς αὐθεντία. Ἂν καμιὰ φορά τύχει κι ἔρθουν σὲ ἀντιπαράθεση ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δόξα ἡ δική του, τότε αὐτὸς καταφρονεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῶν προτέρων προτιμᾶ τὴ δική του δόξα.
Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀνόητες θέσεις καὶ διδασκαλίες ποὺ διδάσκει ὁ κόσμος στοὺς μαθητές του καὶ αὐτὰ τὰ σφάλματα ἦρθε νὰ θεραπεύσει ὁ λυτρωτής μας, ἀφότου ἄρχισε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο. Μποροῦσε ὁ ἴδιος ἀσφαλῶς καὶ βρέφος ἀκόμη νὰ κάνει ἔργα ὡρίμου ἀνδρός. Μποροῦσε δηλ. μόλις γεννήθηκε νὰ μιλάει μὲ καθαρὴ ἄρθρωση. Μποροῦσε νὰ καταλαβαίνει καὶ νὰ μιλάει τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν λαῶν. Μποροῦσε νὰ ἔχει γύρω του χιλιάδες καὶ μυριάδες ἡλιομόρφων Ἀγγέλων γιὰ νὰ τὸν παραστέκονται ὁλοφάνερα καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν ὄχι μόνον ὡς Θεό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπο. Ἀκόμη μποροῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς του νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν χρόνο μὲ τὸ νὰ τρέχει στὸν κόσμο νὰ τὸν γεμίζει ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων του, νὰ τὸν φωτίζει μὲ τὶς λάμψεις τῆς διδασκαλίας του, νὰ τὸν διδάσκει μὲ τὴν ἁγιότητα τῶν παραδειγμάτων του καὶ νὰ τὸν μεταστρέφει μὲ τὴ δύναμη τοῦ κηρύγματός του. Μ’ αὐτὰ ὅλα μποροῦσε νὰ δοξάσει τὸ ὄνομά του περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρχαν φιλόδοξοι στὸν κόσμο. Καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ μεγιστάνες τοῦ κόσμου καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ νὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ ἔρχονται στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ ν’ ἀκούσουν τὴν οὐράνια σοφία ποὺ διδάσκει ἕνα βρέφος, ὅπως ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου ποὺ ξεκίνησε μέσα ἀπὸ τὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία καὶ ἦρθε ν’ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ δωδεκαετοῦς παιδιοῦ, τοῦ Σολομῶντος. Νὰ ἔρχονται νὰ δοῦν ἕνα νήπιο νὰ φωτίζει τυφλούς, νὰ καθαρίζει λεπρούς, νὰ ἀνορθώνει χωλούς, νὰ γιατρεύει ἀρρώστους, νὰ ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ γενικὰ νὰ κάνει παράδοξα καὶ φρικτὰ θαύματα, ὥστε ὅλοι νὰ τὸ ἐπαινοῦν, ὅλοι νὰ τὸ δοξάζουν, ὅλοι νὰ τὸ εὐφημοῦν. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε τέτοια ἀνθρώπινη καὶ μάταιη δόξα. Ὄχι! Ἀλλὰ “σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν”, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος (Φιλιπ. 2, 8) καὶ κρύβεται μὲ τὸν ἐρχομὸ του σ’ ἕνα τόπο ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀφανεῖς της Ἰουδαίας καὶ σ’ ἕνα ἐνδιαίτημα τῶν ἀλόγων ζώων σκεπάζει δὲ ὅλους τούς θησαυροὺς τῆς σοφίας του μέσα σ’ ἕνα κομμάτι σάρκας καὶ κάτω ἀπὸ τὴν διανοητικὴ ἀδυναμία ἑνὸς ἀγνώστου ἀφώνου νηπίου. “ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι”! (Κολ. 2,3) Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἠσαΐας γιὰ τὴν νηπιώδη ἀγνωσία τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ λέγει. “…πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα…” (Ἤσ. 8, 4). Καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς -ἐννοῶ ὁ Αὔγουστος Καίσαρ- κυβερνοῦν τὸ κράτος τους μὲ ἀπογραφὲς καὶ ἐκδίδουν στοὺς λαοὺς νόμους καὶ φαίνονται παντοῦ ἔνδοξοι, αὐτός, ποὺ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, γεννιέται καὶ ζεῖ ἐντελῶς ἄγνωστος καὶ θεωρεῖται σὰν ἕνα μηδενικό. Ὢ τῆς ἀνυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ὢ γλυκύτατο ὄνομα, ὢ γλυκύτατε ὑπεράνθρωπε Ἰησοῦ! Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή σου ἔκανε τὸν προφήτη Ἀββακοὺμ νὰ χάσει σχεδὸν τὸ μυαλό του καὶ νὰ λέει• “Κύριε, κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην. Ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθήση” (Ἀββακ. 3, 2). Αὐτὴ ἡ ταπείνωση παρακίνησε τὸν ὅσιόν σου Ἰσαὰκ νὰ πεῖ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ λόγια. “ἡ ταπεινοφροσύνη στολὴ θεότητος ἐστιν. ὁ γὰρ Λόγος ὁ ἐνανθρωπήσας αὐτὴν ἐνεδύσατο καὶ ὠμίλησεν ἡμῖν δι’ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν… ἵνα μὴ ἡ κτίσις τῇ αὐτοῦ θεωρία καταφλεχθῆ” (Λογ. κ’).
Ἐπειδὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ τῶν ἀνθρώπων στὴ γῆ ὑπῆρξε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μεγαλύτερο καὶ στὸ μικρότερο, γι’ αὐτὸ ἐσύ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ γέννησή σου σηκώνεις ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ μεγάλο σκάνδαλο τῆς ἀπωλείας τοῦ κόσμου. Καὶ Σύ, ὁ ἀνώτερος καὶ “ὑπὲρ τὰ ὄντα ὦν”, ἀφοῦ ἔγινες κατώτερος καὶ ἔσχατος ὅλων, κάνεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅμοια ὅλα σου τὰ κτίσματα, τόσο τὰ μεγαλύτερα καὶ ἀνώτερα, ὅσο καὶ τὰ μικρότερα καὶ κατώτερα καὶ καταδεικνύεις ὡς ἄριστη ὁδὸ ὑψώσεως, τὴν ταπείνωση, καθὼς θεολογεῖ ὁ δικός σου τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας: “Ἐλευθερώνει μὲ παράδοξο τρόπο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς ἀρχικῆς πτώσεως (τὸν ἄνθρωπο). καὶ αὐτὴ (ἡ αἰτία) ἦταν ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἡ κατωτερότητα ποὺ ἐνυπάρχει στὰ ὄντα. Καὶ ἀπὸ ἐδῶ ξεκινάει ὁ φθόνος καὶ ὁ δόλος καὶ οἱ φανερὲς καὶ κρυφὲς ἀντιπαλότητες. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εὐδόκησε πρόσφατα (μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ) νὰ διαλύσει τὴν αἰτία τῆς ὑπερηφάνειας ποὺ καταστρέφει τὰ λογικά του κτίσματα. Ἐξομοιώνει δηλ. τὰ πάντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ἐπειδὴ βέβαια ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἑαυτὸ τοη εἶναι ἴσος καὶ ὅμοιος κατὰ φύσιν, κάνει καὶ τὴν φύση ἴση κατὰ χάριν μὲ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ πῶς ἔγινε; Ὁ ἴδιος ὁ ἐκ Θεοῦ Θεὸς Λόγος, ἀφοῦ ἄδειασε τὸν ἑαυτὸ του ἀπόρρητα καὶ μυστικά, κατέβηκε ἀπὸ ψηλὰ στὴν ἔσχατη ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ αὐτὴ ἀφοῦ τὴν ἔδεσε μαζί του κατὰ τρόπο ἄλυτο καὶ ἀφοῦ ταπεινώθηκε καὶ πτώχευσε σὰν ἄνθρωπος (ὅμοιός μας) ἔκανε τὰ κάτω πάνω, μᾶλλον δὲ συνένωσε καὶ τὰ δύο σὲ ἕνα. Μὲ τὴ Θεότητα δηλ. συνένωσε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἔτσι ὑπέδειξε σὲ ὅλους τὴν ταπείνωση ὡς δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἄνω, ἀφοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του σήμερα ὑπόδειγμα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους” (Λόγος στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ).
Τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, μπορεῖς νὰ βρεῖς μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτὴ τὴ διαφορὰ μεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ποιὸς εἶναι δίκαιο νὰ σ’ ἐξουσιάζει; Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Βέβαια ὁ Χριστός. Γιατί ὁ Χριστὸς οὔτε πλανᾶ οὔτε πλανᾶται, ἐνῶ ὁ κόσμος καὶ πλανᾶ καὶ πλανᾶται. Ἔπειτα, σκέψου, πὼς γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ ποὺ γεννήθηκε ὑπήκοος τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἀλλὰ θέλησε ἀκόμη νὰ γεννηθεῖ καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ γινόταν ἐπίσημη δήλωση ἔμπρακτης ὑποταγῆς. “ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην” (Λουκ. 2,1) καὶ θέλησε νὰ φέρει ἄνω – κάτω ὅλα τὰ πράγματα, κυρίως ὅμως νὰ βάλει τὸν ἑαυτὸ του κάτω ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὑποταγή. “Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Βηθλεέμ… ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τὴ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικὶ οὔση ἐγκύῳ” (Λουκ. 2, 4).
Ἐσένα ὅμως ἀδελφὲ φαίνεται πὼς σ’ εὐχαριστεῖ νὰ τὰ κάνεις ὅλα ἄνω κάτω, νὰ συγχύζεις ὅλο τὸν κόσμο, μόνο γιὰ νὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἐπιθυμία σου, μόνο γιὰ νὰ ὑποτάξεις ὅλους στὴ γνώμη σου, μόνο γιὰ νὰ γίνεις μεγάλος καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις δόξα στὸν κόσμο. Μ’ αὐτὸ ποὺ κάνεις φαίνεσαι νὰ λές: Ἐγὼ προτιμῶ ν’ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ ἐπιλέγω τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὢ πόσο θὰ σοῦ φανεῖ βαριὰ αὐτὴ ἡ παράλογη ἐκλογή σου, ὅταν στὸ φῶς τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ θὰ δεῖς τὰ πράγματα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι κι ὄχι καθὼς τώρα σοῦ φαίνονται καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ βρέφος, ποὺ τώρα βλέπεις μέσα στὴ φάτνη ἄδοξο καὶ ταπεινό, ἔρθει ὡς μέγας βασιλεὺς μὲ δύναμη καὶ δόξα πολλὴ γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ τί ἀπαντᾶς; Ναὶ ἐγὼ πρέπει νὰ παραβλέπω τὴν τιμή μου καὶ νὰ ταπεινώνομαι γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι χωρὶς διάκριση καὶ μὲ περιφρονεῖ καὶ δὲν μὲ ὑπολογίζει γιὰ τίποτε. Εὖγε, σωστὰ ἀπάντησες. Ἄφησε λοιπὸν νὰ εἶναι κρυμμένη καὶ καταφρονημένη ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἡ δική σου τιμὴ καὶ ἡ ζωή, γιὰ νὰ φανερωθεῖς καὶ σὺ μὲ τιμὴ καὶ δόξα, ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστός. “Ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ. ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε ὑμεῖς σὺν αὐτῶ φανερωθήσεσθε ἐν δόξη” (Κολ. 3, 3-4).
Ἂς λέει ὁ κόσμος τὰ δικά του. τί σὲ νοιάζει; Ἐσὺ ν’ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι τῆς μωρίας τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι καὶ δικός σου ἐχθρὸς καὶ ἐχθρός του λυτρωτοῦ σου. Εἶναι τόσο μεγάλος ἐχθρός του ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ καιρὸ τοῦ πάθους του, ἐνῶ παρακάλεσε τὸν οὐράνιο πατέρα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές του, ὅμως γιὰ τὸν κόσμο δὲν θέλησε νὰ παρακαλέσει. “οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ” (Ἰω. 17, 9). Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ διαλέξεις ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἂν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει νὰ εἶσαι ἐχθρός τοῦ κόσμου. καὶ ἂν ἀντίθετα θελήσεις νὰ εἶσαι φίλος τοῦ κόσμου, ἐξάπαντος θὰ εἶσαι ἐχθρός τοῦ Ἰησοῦ. “μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῆ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός του Θεοῦ καθίσταται” (Ἰακωβ. 4,4). Μά σοῦ κακοφαίνεται ἐπειδὴ σὲ καταφρονεῖ καὶ σὲ μισεῖ ὁ κόσμος; Ἀνόητος ποὺ εἶσαι! Αὐτὸ τὸ μίσος καὶ αὐτὴ ἡ καταφρόνηση (τοῦ κόσμου) εἶναι καλὸ σημάδι. Πώς δηλ. δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει. ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος” (Ἰω. 15, 19).
Ἀδελφέ μου, ἄνοιξε μία φορὰ τὰ μάτια σου γιὰ τὸ καλό τῆς ψυχῆς σου καὶ ἀποφάσισε νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι πιὰ τὸν ψεύτη καὶ ἐπίβουλο κόσμο, καθὼς σὲ συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ. “Μὴ πιστεύσης τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰώνα” (Σοφ. Σειρ. 12, 10). Πάρε σταθερὴ ἀπόφαση νὰ μελετᾶς πάντοτε καὶ νὰ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τοῦ φωτὸς τῶν παραδειγμάτων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σπάργανα σοῦ φωνάζει μὲ γλώσσα ψελλίζουσα ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ ἔλεγχο. “Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;” (Ἰω. 6, 44) Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) ἔπαθε τόσα γιὰ νὰ σὲ διδάξει τὴν ἀλήθεια, παρακάλεσε τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις σ’ ὅλο τὸ βάθος τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν διδασκαλία του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶς τὴν ταπείνωσή του, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀληθινὸ ὕψος καὶ δόξα. Νὰ μισεῖς ὅμως καὶ νὰ ἀποστρέφεσαι τὴν δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι ἀληθινὴ ἀτιμία καὶ ἀδοξία. Γιατί ὄχι μόνο σοῦ στερεῖ τὴν οὐράνια δόξα, ἀλλὰ καὶ γιατί στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καταλήγει (ἡ δόξα τοῦ κόσμου) στὸ χῶμα καὶ στὴν κοπριὰ σύμφωνα μὲ τὴ Δαβιτικὴ ἐκείνη κατάρα. “Καταδιῶξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου… καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνῶσαι” (Ψαλμ. 7, 5).
Σημειώσεις:
1. Αὐτὰ τὰ τρία πολέμησε ὁ Κύριος καὶ ὅταν ἀνέβηκε στὸ ὅρος καὶ πειράστηκε ἀπὸ τὸν διάβολο:
1) τὴν φιληδονία τὴν πολέμησε, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ κάνει τοὺς λίθους ἄρτους γιὰ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει τὴν πείνα του καὶ εἶπε: “οὐκ ἐπ’ ἄρτω μόνω ζήσεται ἄνθρωπος ἀλλ’ ἐν παντὶ ρήματι ἐκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ. (Δεύτ. 6, 3),
2) τὴν φιλοδοξία, γιατί δὲν θέλησε νὰ πέσει κάτω ἀπὸ τὸ πτερύγιον τοῦ Ἱεροῦ, γιὰ νὰ δοξαστεῖ μὴ παθαίνοντας τίποτε, τότε εἶπε. “οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου” (Δεύτ. 6, 61),
3) τὴν δὲ φιλαργυρία τὴν πολέμησε μὴ θέλοντας νὰ προσκυνήσει τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου, καὶ τοῦ εἶπε. “Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῶ μόνω λατρεύσεις” (Δεύτ. 6, 13). 2. Οἱ θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὸ σῶμα δὲν ἦταν τέλειος ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησε κατὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἅγιοι. γιατί εἶχε καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα παθητὸ καὶ θνητό, ὥστε νὰ μπορέσει διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ πάθει καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν οἰκονομία: κατὰ τὴν ψυχὴ ὅμως ἦταν τέλειος διότι δὲν εἶχε μόνο τὴ φυσικὴ λεγόμενη γνώση καὶ φιλοσοφία καὶ τὴν θεόπνευστη, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν μακαρία ὅραση τοῦ θείου προσώπου, μὲ τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ ὅταν ἦταν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ χαιρόταν τὴν ἀπόλαυση τῆς θεωρίας, τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀξιώνονται οἱ ἅγιοι μετὰ θάνατον. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ δ’ βιβλίου “περὶ συμφωνίας τῶν Εὐαγγελιστῶν” λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς διέφερε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι σὲ κανένα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν ἔχει ἐπιτραπεῖ νὰ δεῖ τὸ Θεό, ὅπως σ’ ἐκεῖνον. Σ’ αὐτὸ συμβάλλουν καὶ τὰ ἑξῆς ρητά: “Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε. ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὧν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο (Ἰω. 1, 18) καὶ πάλι “οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῶ” (Ἰω. 3, 13). Εἶναι δηλαδὴ φανερὸ ὅτι ἦταν στὸν οὐρανὸ διὰ μέσου της μακαρίας ὁράσεως (Βλέπε Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν).



Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου



Ο εορτασμός της σύναξης


Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του.

Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή;

Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία.


Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου: Μεγάλη γιορτή της ορθοδοξίας σήμερα 26 Δεκεμβρίου

Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι».

Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Ο γαρ ην διέμεινε, Θεός ων αληθινός, και ο ουκ ην προσέλαβεν, άνθρωπος γενόμενος διά φιλανθρωπίαν».

(Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία). Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Την γαρ σφραγίδα της Παρθενίας μου ορώσα ακατάλυτον, κηρύττω σε άτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον» (Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα).








 

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

 


ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ


 

Ἑρμηνεία στὸν Χριστουγεννιάτικο Ἰαμβικὸ Κανόνα 

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

 (διασκευὴ ἀπὸ τὸ ἑορτοδρόμιο Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου) 

 

 

 

Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ 

Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης 

 

 

 

Η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου
και Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού



Η γέννησις τού Κυρίου ημών Ιησόύ Χριστού 
Ψηφιδωτό τού 11ος αιώνα μ.Χ.
στήν Ιερά Μονή Δαφνίου. Αττική




ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟ ΘΕΟ 
ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ 
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ

ΜΕ ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣΔΟΤΗ ΧΑΡΑ

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ    Ε Τ Ε Χ Θ Η 






Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου



Ὠδή α´.

Ἦχος α´. ῾Ο Εἱρμός.

Χριστός γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστός ἐξ Οὐρανῶν· ἀπαντήσατε. Χριστός ἐπί γῆς· ὑψώθητε. ῎Ασατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καί ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοί· ὅτι δεδόξασται.

 ῾Ερμηνεία.

᾿Από ποῖον ἄλλον πρέπει νά ζητοῦν ἄρτους οἱ χρείαν ἔχοντες τούτων, πάρεξ ἀπό τόν ἀρτοπωλητήν; ἤ ἀπό ποῖον πρέπει νά λαμβάνουν οἶνον οἱ ἐστερημένοι τούτου, πάρεξ ἀπό τόν οἰνοπώλην; ἀλλά καί οἱ χρείαν ἔχοντες νομίσματος χρυσοῦ καί ἀργυροῦ, ἀπό ποῖον ἄλλον πρέπει νά ζητοῦν τοῦτο, εἰ μή ἀπό τόν ἀργυραμοιβόν; (σαράφην) Οὕτω παρομοίως καί οἱ θέλοντες νά πανηγυρίζουν καί νά ἐγκωμιάζουν τάς τοῦ Χριστοῦ ἑορτάς, ἀπό ποῖον ἄλλον πρέπει νά ζητοῦν λόγους πανηγυρικούς καί ἐγκώμια, πάρεξ ἀπό τόν τούτων πανηγυριστήν καί ἐγκωμιαστήν, τόν μέγαν λέγω ἐν Θεολογίᾳ Γρηγόριον;

Διότι οὗτος ὁ κατ᾿ ἐξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, ὄχι μόνον ἐστόλισε τάς Δεσποτικάς ἑορτάς μέ τούς ἰδικούς του λόγους καί τά ἐγκώμια, ἀλλ᾿ ἔδωκε ἄδειαν καί εἰς τούς μεταγενεστέρους νά κλέπτουν τά ἰδικά του λόγια καί ποιήματα μέ μίαν κλεψίαν ἐπαινετήν καί ἀκατηγόρητον· τήν ὁποίαν ὅποιος ἐργάζεται, ὄχι μόνον δέν ἐντρέπεται, ὡς οἱ κλέπται τῶν ἄλλων πραγμάτων, ἀλλ᾿ ἐξεναντίας μέ τήν κλεψίαν αὐτήν καλλωπίζεται. Τί λέγω; ὁ Γρηγόριος οὗτος νοῦς τῆς Θεολογίας δέν ἔδωκε μόνον ἄδειαν εἰς τούς μεταγενεστέρους νά κλέπτουν τούς ἰδικούς του λόγους, ἀλλά καί ἀκόμη τούς προσκαλεῖ μέ φιλαδελφίαν ἀνεκδιήγητον εἰς τό νά φάγουν ἀκόρεστα τόν νοητόν ἄρτον τῆς σοφίας του, τόν στηρίζοντα τήν ψυχήν, καί νά πίουν τόν γνωστικόν αὐτοῦ οἶνον, τόν εὐφραίνοντα τήν καρδίαν, φωνάζων μέ ὑψηλήν φωνήν τώρα μέν ἐκεῖνα τά τῆς Σοφίας «῎Ελθετε φάγετε τόν ἐμόν ἄρτον, καί πίετε οἶνον, ὅν κεκέρακα ὑμῖν» (Παρ. θ΄ 5)· τώρα δέ ἐκεῖνα τά τῆς Ἀισματιζούσης νύμφης «Φάγετε πλήσιοι, καί πίετε καί μεθύσθητε ἀδελφοί» (Ἀισμ. ε(1) καί ἄλλοτε ἐκεῖνα τά τοῦ ῾Ησαΐου «Οἱ διψῶντες πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ, καί ὅσοι μή ἔχετε ἀργύριον βαδίσαντες ἀγοράσατε καί φάγετε ἄνευ ἀργυρίου καί τιμῆς οἶνον καί στέαρ» (῾Ησ. νε΄ 1).

Διά τοῦτο καί ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς, ὁ τῶν ῾Ιερῶν ἑορτῶν Ἀισματογράφος καί Μουσηγέτης, μέλλων νά πανηγυρίσῃ τά σωτήρια Γενέθλια τοῦ Κυρίου, αὐτολεξεί ἐδανείσθη ὅλον τόν παρόντα Εἱρμόν ἀπό τόν ρηθέντα μέγαν πανηγυριστήν καί ἐγκωμιαστήν τῶν ἑορτῶν Θεολόγον. Οὕτω γάρ ἐκεῖνος προοιμοιάζει ἐν τῷ εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν ἐγκωμίῳ αὐτοῦ· «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ».

Πρέπει δέ νά ἠξεύρωμεν, ὅτι κατά τόν Δαμασκηνόν ᾿Ιωάννην καί τόν σχολιαστήν τοῦ Θεολόγου Νικήταν καί τόν Πτωχόν Πρόδρομον τόν ἐξηγητήν τῶν Κανόνων, τό ὄνομα Χριστός δηλοῖ κυρίως τό συναμφότερον· ἤτοι τόν Θεόν ὁμοῦ καί ἄνθρωπον χαρακτηριστικῶς δέ, ποτέ μέν αὐτό δηλοῖ τήν Θεότητα μόνον τοῦ Χριστοῦ, ποτέ δέ τήν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ· διά γάρ τήν ἄκραν καί καθ᾿ ὑπόστασιν τῶν δύο φύσεων ἕνωσιν, μέ ἕν καί τό αὐτό ὄνομα: ἤτοι τό, Χριστός, καί αἱ δύο ὀνομάζονται φύσεις. ῞Οταν λοιπόν ὁ Θεολόγος καί ὁ ῾Ιερός Κοσμᾶς λέγουν ἐδῶ «Χριστός γεννᾶται, καί Χριστός ἐπί γῆς», τότε τό, Χριστός δηλοῖ τό, Θεάνθρωπος· ἐπειδή Θεός καί ἄνθρωπος ἐγεννήθη ἀπό τήν Παρθένον, καί Θεός καί ἄνθρωπος ἐφάνη ἐπί γῆς· ὅταν δέ λέγουν «Χριστός ἐξ Οὐρανῶν», τότε τό Χριστός, δηλοῖ μόνον τόν Θεόν, οὐχί δέ καί τόν ἄνθρωπον· καθότι ὁ Κύριος δέν κατέβη ἀπό τούς Οὐρανούς φορῶν τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, καθώς φλυαροῦσιν οἱ φρενοβλαβεῖς ᾿Απολιναρισταί, κατά τῶν ὁποίων εἶπεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος «Εἴ τις λέγει τήν σάρκα ἐξ Οὐρανοῦ κατεληλυθέναι, ἀλλά μή ἐντεῦθεν εἶναι καί παρ᾿ ἡμῶν, ἀνάθεμα ἔστω» (᾿Επιστολή α΄ πρός Κληδόνιον)· ἀλλά κατέβη μέ γυμνήν τήν Θεότητα, καί οὕτως ἐκ τῶν καθαρῶν αἱμάτων τῆς ᾿Αειπαρθένου Μαρίας τήν ἀνθρωπίνην φύσιν προσέλαβε, καί τήν ἥνωσεν ἐν τῇ ἑαυτοῦ ὑποστάσει, γενόμενος τέλειος ἄνθρωπος.

῾Ο Χριστός λοιπόν, λέγει, γεννᾶται σήμερον. ῞Οθεν ἐσεῖς οἱ ῎Αγγελοι (πρός αὐτούς γάρ στρέφει τόν λόγον) οἱ ἐν τῇ Γεννήσει τοῦ Κυρίου αἰνοῦντες τόν Θεόν καί λέγοντες «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί ἐπί γῆς εἰρήνη» (Λουκ. β΄ 14), δοξάσατε· ἤτοι δοξολογήσατε καί τώρα τόν Θεόν. Λέγει δέ τό, δοξάσατε καί πρός τούς μεταχειριζομένους ἀγγελικήν ζωήν ἐν ἀνθρωπίνῳ καί ὑλικῷ σώματι, παρακινῶν νά δοξολογήσουν καί αὐτοί τόν γεννηθέντα Δεσπότην. ῾Ο Χριστός: ἤτοι ὁ Θεός ἦλθεν ἤ κατέβη ἀπό τούς Οὐρανούς. Λοιπόν ἐσεῖς οἱ δίκαιοι (πρός τούτους γάρ ἐπιστρέφει τόν λόγον) προϋπαντήσατε αὐτόν, μιμούμενοι τόν δίκαιον Συμεών, τόν ὑπαντήσαντα τόν Κύριον, ὅταν εἰς τόν ναόν ἐπροσεφέρετο· διότι ἴδιον ἀχαρίστων δούλων εἶναι, τό νά μή ἐκβαίνουν εἰς προϋπάντησιν τοῦ ἰδικοῦ των αὐθέντου, ὅταν αὐτός ἔρχεται εἰς αὐτούς διά νά τούς εὐεργετήσῃ. ᾿Εδανείσθη δέ τοῦτο ὁ Θεολόγος καί ὁ Μελῳδός ἀπό τό ᾿Αποστολικόν ἐκεῖνο λόγιον τό λέγον «Τότε καί ἡμεῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις, εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα» (α΄ Θεσσ. δ΄ 7). Εἶτα λέγει, ὅτι ὁ Χριστός: ἤτοι ὁ Θεάνθρωπος ἐφάνη ἐπάνω εἰς τήν γῆν. Λοιπόν ἐσεῖς οἱ ἐν τῇ γῇ ἄνθρωποι ὑψωθῆτε ἀπό τά γήϊνα, φρονοῦντες τά ὑψηλά καί μετεωριζόμενοι μέ τά πτερά τῆς Πράξεως καί τῆς Θεωρίας· διά τοῦτο γάρ κατέβη ὁ Θεός εἰς τήν γῆν, ἵνα οἱ ἐν τῇ γῇ ἀναβῶσιν εἰς τούς Οὐρανούς. ᾿Επειδή κατά ἄλλον τρόπον δέν ἐδύνετο νά γένῃ ἕνωσις Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄν δέν κατέβαινε μέν ὁ Θεός ὀλίγον τι ἀπό τό ἰδικόν του ὕψος, δέν ἀνέβαινε δέ ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω ἀπό τήν ἰδικήν του ταπεινότητα. ῞Οθεν εἶπεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος «Τό μέν, καταβῆναι δεῖ Θεόν πρός ἡμᾶς, τό δέ, ἡμᾶς ἀναβῆναι, καί οὕτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, τῆς ἀξίας συγκιρναμένης. ῞Εως δ᾿ ἄν ἑκάτερον ἐπί τῆς ἰδίας μένῃ, τό μέν, περιωπῆς, τό δέ, ταπεινώσεως, ἄμικτος ἡ ἀγαθότης καί τό φιλάνθρωπον ἀκοινώνητον» (Λογ. εἰς τήν Πεντηκοστήν). ῎Εφη δέ συμφώνως καί ὁ Θεοφόρος Μάξιμος «Οὐδέποτε ψυχή δύναται πρός γνῶσιν ἐκτανθῆναι Θεοῦ, εἰ μή αὐτός ὁ Θεός συγκαταβάσει χρησάμενος ἅψηται αὐτῆς καί ἀναγάγῃ πρός ἑαυτόν· οὐ γάρ ἄν τοσοῦτον ἴσχυσεν ἀναδραμεῖν ἀνθρώπινος νοῦς, ὡς ἀντιλαβέσθαι τῆς θείας ἐλλάμψεως, εἰ μή αὐτός ὁ Θεός ἀνέσπασεν αὐτόν, ὡς δυνατόν ἦν ἄνθρωπον ἀνασπασθῆναι, καί ταῖς θείαις αὐγαῖς κατεφώτισεν» (Κεφ. λα´ τῆς α´ ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν). Πλήν ἄν καί ὁ Θεός συγκαταβαίνῃ διά νά ἑνωθῇ μέ τόν ἄνθρωπον ὑπό φιλανθρωπίας, ὅμως καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά βιάζῃ τόν ἑαυτόν του διά νά ἀναβαίνῃ πρός τόν Θεόν. ῞Οθεν ὁ αὐτός θεῖος Μάξιμος λέγει «᾿Αλλήλων εἶναί φασι παραδείγματα τόν Θεόν καί τόν ἄνθρωπον· καί τοσοῦτον τῷ ἀνθρώπῳ τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ἀνθρωπίζεσθαι, ὅσον ὁ ἄνθρωπος τόν ἀόρατον φύσει Θεόν διά τῶν ἀρετῶν ἐφανέρωσε» (Κεφ. οδ΄ τῆς ζ΄ ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν). Καί πάλιν «῾Ο χωρίς ἁμαρτίας γενόμενος ἄνθρωπος, δῆλον ὅτι χωρίς τῆς εἰς Θεότητα μεταβολῆς τήν φύσιν θεοποιήσει, καί τοσοῦτον ἀναβιβάσει δι᾿ ἑαυτόν, ὅσον αὐτός διά ἄνθρωπον ἑαυτόν κατεβίβασε» (Κεφ. ξβ΄ τῆς γ΄ ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν).

Τό δέ «῎Αισατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ» ἐδανείσθη ὁ Θεολόγος καί ὁ Μελῳδός ἀπό τόν ψε΄ Ψαλμόν τοῦ Δαβίδ, Στίχ. β΄ οὕτω γάρ αὐτολεξεί ἐκεῖ γέγραπται. Προσαρμόζεται δέ τό ρητόν τοῦτο καί εἰς τόν παρόντα Εἱρμόν, διά νά φανερωθῇ, ὅτι αὐτός εἶναι τῆς πρώτης ᾿Ωδῆς, τῆς ὁποίας ἡ ἀρχή εἶναι «῎Αισωμεν τῷ Κυρίῳ ἐνδόξως γάρ δεδόξασται». ῞Οθεν κατά τήν ᾿Ωιδήν ταύτην, ῎Αισατε, λέγει καί ὁ Μελῳδός, εἰς τόν γεννηθέντα Χριστόν ὅλη ἡ γῆ· ἤτοι ὅλοι οἱ ἐν τῇ γῇ κατοικοῦντες ἄνθρωποι. ᾿Αλλά καί ἐσεῖς οἱ διάφοροι λαοί τῶν ᾿Εθνικῶν ὑμνήσατε αὐτόν, ὄχι μέ ὀκνηρίαν καί λύπην ψυχῆς, ἀλλά μέ προθυμίαν καί εὐφροσύνην καρδίας· διότι αὐτός εἶναι δεδοξασμένος.

Διά τί δέ εἶπεν, ὅτι ὁ Χριστός γεννᾶται καί οὐχί ἐγεννήθη; οὐ γάρ καθ᾿ ἕκαστον χρόνον γεννᾶται, ἀλλ᾿ ἅπαξ ἐγεννήθη. Καί ἀποκρινόμεθα μέ τόν Πτωχόν Πρόδρομον, ὅτι οἱ ρήτορες συνειθίζουν νά προφέρουν τά περασμένα πράγματα εἰς χρόνον ἐνεστῶτα, διά νά δείξουν αὐτά ὡς παρόντα εἰς τά ὀμμάτια τῶν ἀκροατῶν, καί ἀκολούθως νά κάμουν αὐτούς περισσότερον θεατάς, παρά ἀκροατάς. ῎Η, κατά τόν Νικήταν, εἶπεν, ὅτι γεννᾶται ὁ Χριστός κατά τήν σήμερον ἡμέραν· ἐπειδή τήν ἰδίαν ἐκείνην ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἐπαναφέρει ὁ ἥλιος εἰς κάθε ἔτος διά τῆς κυκλοφορίας του.

᾿Αλλά καί σύ, ἀδελφέ, μή παύσῃς δοξολογῶν τόν γεννηθέντα Χριστόν, ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί πολλῷ μᾶλλον μέ τά ἔργα. Πρόλαβε δέ καί νά τόν ἀπαντήσῃς ἐξ Οὐρανοῦ κατερχόμενον διά τῆς πρός αὐτόν Θεωρίας· ὑψώθητι ἀπό τῆς γῆς καί τῶν γηΐνων διά τήν ἀγάπην τοῦ διά σέ ἐπί γῆς κατελθόντος· ᾄδε εἰς αὐτόν ᾆσμα καινόν, καθώς σέ παρακινεῖ ὁ Δαβίδ· ᾄδε ὅμως πολλά καί ἀκόρεστα ᾄσματα, καί μή χόρταινε ᾄδων. ᾿Εάν οὕτως ᾄδης, θέλει σέ ἐνθυμηθῆ ὁ Κύριος, πρός ὅν ᾄδεις, καί ἔχει νά σέ ἐλεήσῃ, καθώς σέ βεβαιώνει ὁ ῾Ησαΐας· «Πολλά ᾆσον, ἵνα σου μνεία γένηται» (῾Ησ. κγ΄ 16).

Τροπάριον.

᾿Ιδών ὁ Κτίστης ὀλλύμενον, τόν ἄνθρωπον χερςίν ὅν ἐποίησε, κλίνας οὐρανούς κατέρχεται· τοῦτον δέ ἐκ Παρθένου, θείας ἁγνῆς, ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς· ὅτι δεδόξασται.

῾Ερμηνεία.

῎Αν ὁ κεραμιδᾶς ἤ τσουκαλᾶς δέν ὑποφέρῃ νά βλέπῃ τσακισμένον τό πήλινον σκεῦος ὅπου ἐκατασκεύασεν, ἀλλά πασχίζει νά τό ἀναπλάσῃ δεύτερον· ὁμοίως καί ὁ οἰκοδόμος δέν ὑποφέρῃ νά βλέπῃ κριμνησμένον τό ὁσπίτιον ὅπου οἰκοδόμησεν, ἀλλά ἀγωνίζεται νά κτίσῃ πάλιν αὐτό· πῶς ἦτον δίκαιον ὁ Κτίστης καί Δημιουργός τοῦ Παντός νά ἰδῇ τόν ἄνθρωπον ὅπου ἔπλασε μέ τάς ἰδίας του χεῖρας, ὅτι ἐφθάρθη καί ἐσυντρίφθη, καί νά μή φροντίσῃ διά νά ἀναπλάσῃ πάλιν αὐτόν; Τοῦτο βέβαια δέν ἦτον τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος καί φιλανθρωπίας ἄξιον. Διά τοῦτο λοιπόν βλέπων τόν παρ᾿ αὐτοῦ πλασθέντα ἄνθρωπον, ὅτι ἐκατήντησεν εἰς αὐτόν τόν πυθμένα τῆς φθορᾶς, ἔκλινε τούς Οὐρανούς· ἤτοι ἀφῆκεν εἰς ὀλίγον τούς Οὐρανούς· τουτέστι τήν ἐν Οὐρανοῖς δόξαν, καί ταπεινώσας τό ὕψος τῆς Θεότητός του, (τό ὁποῖον κένωσιν μέν ὠνόμασεν ὁ Παῦλος, ὕφεσιν δέ τῆς Θεότητος ὁ Θεολόγος Γρηγόριος) οὕτω καί κατέβη εἰς τήν γῆν, καί ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ὅλον τόν ᾿Αδάμ οὐσιοῦται· ἤτοι ὁλόκληρον αὐτόν ἀναλαμβάνει καί ἑνώνει οὐσιωδῶς εἰς τήν ὑπόστασιν τῆς Θεότητός του.

᾿Επειδή δέν ἔλαβε μόνον τό ἀνθρώπινον σῶμα, τήν δέ ψυχήν οὐκ ἔλαβε, καθώς ἔλεγον οἱ ᾿Αρειανοί· οὐδέ ἔλαβε τήν ψυχήν, τόν δέ νοῦν οὐκ ἔλαβε, τῆς Θεότητος ἀντί ψυχῆς καί νοός ἐν αὐτῷ ἐνεργούσης, καθώς ἐβλασφήμει ὁ ἄνους ᾿Απολινάριος, ἄπαγε! ἀλλά οὐσιώθη ὅλον τόν ἄνθρωπον τέλειον τόν ἐκ σώματος καί ψυχῆς καί νοῦ συναπαρτιζόμενον, καί ἥνωσεν αὐτόν τῇ ἑαυτοῦ ὑπερθέῳ ὑποστάσει· ἵνα μέ τό ὅμοιον σώσῃ τό ὅμοιον· ἤτοι μέ τό σῶμα ὅπου προσέλαβε, σώσῃ τό ἰδικόν μας σῶμα· μέ τήν ψυχήν τήν ἑαυτοῦ, σώσῃ τήν ἰδικήν μας ψυχήν· καί μέ τόν ἑαυτοῦ νοῦν, σώσῃ τόν ἰδικόν μας νοῦν. Διότι ἄν ὁ Κύριος δέν ἐπροσλάμβανε ψυχήν καί νοῦν, ἤθελαν μείνῃ βέβαια ἀνιάτρευτα, ἡ ἰδική μας ψυχή, καί ὁ νοῦς· «Τό γάρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον· ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καί σώζεται»· θεολογεῖ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐν τῇ πρός Κληδόνιον πρώτῃ ἐπιστολῇ, καί ὁ ἐκ Δαμασκοῦ ᾿Ιωάννης ὁ παρά τοῦ Θεολόγου τοῦτο ἐρανισάμενος. Πάντα λοιπόν τά φυσικά ἰδιώματα καί συστατικά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὁ Κύριος ἔλαβε χωρίς μόνης ἁμαρτίας· αὕτη γάρ οὐ συστατική ἐστι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά φθαρτική, ὡς παρά φύσιν οὖσα· καί ἀληθῶς καί πραγματικῶς ἐγένετο τέλειος ἄνθρωπος, καί οὐχί κατά φαντασίαν. ῞Οθεν ἄς κρημνισθοῦν καί ἄς καταισχύνωνται οἱ τοῦτο φλυαροῦντες Θεομάχοι Παῖδες τοῦ Μάνεντος πρότερον, καί οἱ Μονοφυσῖται ὕστερον.

῾Αγνήν δέ Παρθένον ὠνόμασε τήν Θεοτόκον κατά τόν ᾿Ιωάννην τόν Ζωναρᾶν· διότι ὄχι μόνον ἦτον Παρθένος κατά τό σῶμα, ὡς μή γνοῦσα πεῖραν ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἦτον ἀκόμη ἁγνή καί καθαρά καί κατά τόν λογισμόν, χωρίς νά δεχθῇ καμμίαν προσβολήν λογισμοῦ ρυπαροῦ εἰς τήν παναγίαν ψυχήν της. Πολλαί γάρ γυναῖκες εἶναι μέν Παρθένοι κατά τό σῶμα, δέν εἶναι ὅμως καί ἁγναί κατά τόν λογισμόν· καθότι αὐταί δέχονται λογισμούς αἰσχρούς καί ρυπαρούς εἰς τήν ψυχήν αὐτῶν καί τόν νοῦν, καί ποιοῦσι συνδυασμούς καί συγκαταθέσεις· ὅθεν εἶναι κατά τήν ψυχήν πόρναι καί ἀκάθαρτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Η δέ Κυρία Θεοτόκος ἦτον καί κατά τά δύο καθαρά καί ἀμόλυντος· καί κατά τό σῶμα καί κατά τήν ψυχήν, καί κατά τήν πρᾶξιν καί κατά τόν λογισμόν. ῞Οθεν ὁ ᾿Ιεζεκιήλ αἰνιγματωδῶς εἶπε περί αὐτῆς «Καί ἰδού δόξα Θεοῦ ᾿Ισραήλ ἤρχετο κατά τήν ὁδόν τήν πρός ἀνατολάς (ἤτοι εἰς τήν ψυχήν τῆς Παρθένου), καί ἡ γῆ (ἤτοι τό σῶμα τῆς Παρθένου) ἐξέλαμπεν ὡς φέγγος ἀπό τῆς δόξης κυκλόθεν» (᾿Ιεζ. μγ΄ 2).

᾿Ιδού καί τά λόγια τοῦ Ζωναρᾶ ἑρμηνεύοντος τό Θεοτόκιον τοῦ β΄ ἤχου τῆς ὀκτωήχου, τό λέγον «῾Αγίων ῾Αγίαν σε κατανοοῦμεν,…ἀμόλυντε Παρθένε». «Καί τοῦτο δέ ὡς ἐξαίρετον τῆς Θεομήτορος ἔφη ὁ Μελῳδός· Παρθένοι μέν γάρ πολλαί γεγόνασι καί εἰσίν, ἀλλ᾿ οὐδεμία αὐτῶν κληθείη ἄν ἀμόλυντος· ὅτι κἄν τήν κατ᾿ ἐνέργειαν διαφεύγωσιν ἁμαρτίαν, ἀλλά τήν κατά νοῦν οὐκ ἄν τις δύναιτο διαφεύξασθαι· ἡ γάρ τῶν λογισμῶν προσβολή οὐκ ἐφ ἡμῖν· προσβαλλουσῶν δέ τῶν ἀκαθάρτων ἐννοιῶν, προσπαλαίει ταύταις ὁ νοῦς. Καί εἰ μέν ἡ ὀρθή νικήσει κρίσις, ἀπορραπίζεται τό ἐνθύμιον· εἰ δέ μή, εἰς συγκατάθεσιν ἐξολισθαίνει ὁ λογισμός. Καί αὕτη δέ ἁμαρτία ἐστίν ἡ καλουμένη κατά διάνοιαν· κἄν γάρ ὑπό τῆς θείας χάριτος φυλαχθῇ ὁ συγκαταθέμενος καί τήν πρᾶξιν ἐκφύγῃ, ἀλλά διά τήν συγκατάθεσιν ἥμαρτεν. ῾Η δέ τοῦ Κυρίου Μήτηρ μηδέ κατά τόν νοῦν μολυνθῆναί ποτε πιστεύεται· διό καί ἀμόλυντος κέκληται». ῾Αγνή δέ καί ἀμόλυντος τό αὐτό εἶναι σχεδόν.

Τροπάριον.

῾Ως πόκῳ γαστρί παρθενικῇ, κατέβης ὑετός Χριστέ, καί ὡς σταγόνες ἐν γῇ στάζουσαι· Αἰθίοπες καί Θαρσεῖς, καί ᾿Αράβων νῆσοί τε, Σαβά Μήδων, πάσης γῆς, κρατοῦντες προσέπεσόν σοι Σωτήρ. Δόξα τῇ δυνάμει σου Κύριε.

῾Ερμηνεία.

Δύο εἶναι αἱ παρουσίαι τοῦ δεσπότου Χριστοῦ, πρώτη καί δευτέρα. Καί ἡ μέν πρώτη ἐστάθη ταπεινή, ἥσυχος, κρυφία καί πενιχρά· ἡ δέ δευτέρα ἔχει νά γένῃ ἔνδοξος, ἐξάκουστος καί φοβερά. ῾Ο δέ ῾Ιερός Μελῳδός ἀφείς τήν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Κυρίου τήν ἔνδοξον καί φοβεράν, περί μόνης τῆς πρώτης τῆς ἡσύχου καί ταπεινῆς ἀναφέρει ἐν τῷ παρόντι Τροπαρίῳ· τῆς ὁποίας αἰνίγματα καί σύμβολα ἦτον τό ποκάρι τῶν μαλλίων καί αἱ σταλαγματίαι τῆς βροχῆς. Δανειζόμενος λοιπόν ἀπό τήν προφητείαν ἐκείνην τοῦ Δαβίδ τήν λέγουσαν «Καταβήσεται ὡς ὑετός ἐπί πόκον, καί ὡσεί σταγών ἡ στάζουσα ἐπί τήν γῆν» (Ψαλ. οα΄ 6), λέγει οὕτω· «Σύ, ὦ Χριστέ, κατέβης εἰς τήν κοιλίαν τῆς Παρθένου μέ τόσην ἡσυχίαν καί κρυφιότητα, ὥστε δέν ἐδυνήθη νά καταλάβῃ τινάς τόν τρόπον τῆς καταβάσεώς σου, οὔτε ἀπό τούς ᾿Αγγέλους, οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους»· καθώς καί ἡ βροχή ὅταν πίπτῃ ἐπάνω εἰς τό ἁπαλόν ποκάρι τῶν μαλλίων, πίπτει ἡσύχως, καί δέν προξενεῖ κανένα κρότον καί αἴσθησιν (῎Ελλειψις δέ εὑρίσκεται ἐδῶ τῆς ἐν προθέσεως, καί πρέπει νά ὑπακούεται αὕτη, οὕτως «῾Ως ἐν πόκῳ ἐν γαστρί παρθενικῇ κατέβης ὑετός Χριστέ»). ῾Ομοίως καθώς αἱ σταλαγματίαι τῆς βροχῆς, ὅταν μέν πίπτουν ἐπάνω εἰς σκληράς καί ἀντιτύπους πέτρας, προξενοῦσι κρότον καί ταραχήν, ὅταν δέ πίπτουν ἐπάνω εἰς τό ἁπαλόν χῶμα τῆς γῆς, ἡσύχως καί ἀτάραχως πίπτουσι· τοιουτοτρόπως καί σύ, ὦ Θεάνθρωπε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἡσύχως καί κρυφίως κατέβης εἰς τήν Παρθένον. Σταγών δέ, κατά τόν Ζυγαδηνόν Εὐθύμιον, εἶναι ἐκείνη ἡ σταλαγματία ὅπου πίπτει ἀνεπαισθήτως ἀπό τά νέφη πρό τοῦ νά κινήσῃ ἡ βροχή, ἥτις καταβαίνει κάποτε κάποτε, καί μία μία.

Μέ τό ποκάρι δέ τῶν μαλλίων παρομοιάζεται ἡ κοιλία τῆς Θεοτόκου, πρῶτον, διότι ἦτον ἀπό τό γένος τοῦ ᾿Αδάμ, ὅς τις ὡς ἐν πρόβατον ἀπεπλανήθη ἀπό τήν ἑκατοντάδα τῶν προβάτων, κατά τήν ἐν Εὐαγγελίοις τοῦ Κυρίου παραβολήν. Δεύτερον, διότι ἀπό τήν Παρθένον ὑφάνθη ἔνδυμα ἀφθαρσίας, τόσον εἰς τόν ᾿Αδάμ τόν γυμνωθέντα διά τήν παράβασιν, ὅσον καί εἰς ὅλους τούς ἀπογόνους του. Καί τρίτον, διά νά φανῇ εἰς τήν Παρθένον τελεσιουργούμενον τό θαῦμα ἐκεῖνο τό ἐπί τοῦ Γεδεών γενόμενον· ὅπερ ἦτον γῆ καί ποκάρι· ἐξ ὧν ποτέ μέν ἡ γῆ ἐβρέχετο μόνη, τό δέ ποκάρι ἔμενεν ἄβροχον· ποτέ δέ ἐβρέχετο τό ποκάρι, ἡ δέ γῆ ἔμενεν ἄβροχος· καθώς ἀναφέρεται ἡ ῾Ιστορία αὕτη εἰς τό Βιβλίον τῶν Κριτῶν ἐν κεφαλαίῳ ς΄. Οὕτω μέν ἐννόησε τό Τροπάριον τοῦτο Θεόδωρος ὁ τῶν Κανόνων ἐξηγητής, ἐκλαμβάνων εἰς τήν κρυφίαν καί ἥσυχον ἐπιδημίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τά δύο ὁμοιώματα ταῦτα, τόν πόκον μετά τῆς βροχῆς, καί τήν σταγόνα μετά τῆς γῆς.

῾Ο δέ Μελῳδός Κοσμᾶς φαίνεται, ὅτι τό ὁμοίωμα τῶν σταγόνων τό προσαρμόζει εἰς τά ἀκόλουθα ῎Εθνη· ἤτοι εἰς τούς Αἰθίοπας καί Θαρσεῖς καί τούς λοιπούς· λέγει γάρ, ὅτι καθώς αἱ σταγόνες τῆς βροχῆς πίπτουν ἀπό τό ὕψος τῶν νεφελῶν κάτω εἰς τήν γῆν· οὕτω καί οἱ Αἰθίοπες καί Θαρσεῖς καί αἱ νῆσοι τῶν ᾿Αράβων καί οἱ ἄρχοντες καί ἐξουσιασταί τῆς Σαβά καί τῶν Μήδων καί ὅλης τῆς γῆς ἐπρόσπεσον εἰς ἐσέ τόν Σωτήρα τού Κόσμου, καί ἀφέντες τό ὕψος τῆς ὑπερηφανίας των, ἐταπεινώθησαν ἐνώπιόν σου καί σέ ἐπροσκύνησαν. Αἰθίοπες δέ, αἰσθητῶς μέν, εἶναι οἱ κατοικοῦντες εἰς τήν ἀνατολήν καί εἰς τά ἄκρα τῆς δύσεως· νοητῶς δέ, εἶναι οἱ Δαίμονες οἱ σκοτεινοί καί ζεζοφωμένοι, οἵτινες προσέπεσον τῷ Χριστῷ καί μή θέλοντες, κατά τό «῞Ινα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. β´ 10). Θαρσεῖς δέ εἶναι οἱ τήν Καρχηδόνα κατοικοῦντες, ἥτις ἦτον πρώτη πόλις τῆς Λιβύας, κατά τόν Θεοδώριτον. Νῆσοι δέ τῶν ᾿Αράβων εἶναι αἱ ἐν τῷ ᾿Αραβικῷ κόλπῳ καί ᾿Ωκεανῷ περιεχόμεναι· ἤ διά τῶν νήσων αὐτῶν φανερώνονται ὅλαι αἱ νῆσοι τῆς θαλάσσης. Σαβά δέ εἶναι πόλις τῆς ᾿Ινδίας ἤ τῆς εὐδαίμονος ᾿Αραβίας, ἡ πλέον ὀνομαστή καί περίφημος, ἀπό τήν ὁποίαν ἦλθεν εἰς τόν Σολομῶντα καί ἡ Σαβά Βασίλισσα. Διά μέσου δέ τῶν περιφήμων τούτων ᾿Εθνῶν καί Βασιλειῶν ἐφανέρωσεν ὁ Μελῳδός ὅλας ὁμοῦ τάς Βασιλείας καί τά ῎Εθνη τοῦ Κόσμου, ὅπου ἐπίστευσαν εἰς τόν Χριστόν, καί ὑπετάχθησαν εἰς αὐτόν. Τά ὀνόματα δέ ταῦτα τῶν ᾿Εθνικῶν ἐρανίσθη ὁ Μελῳδός ἀπό τόν οα΄ Ψαλμόν τόν λέγοντα «᾿Ενώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται Αἰθίοπες, καί οἱ ἐχθροί αὐτοῦ χοῦν λείξουσι· Βασιλεῖς Θαρσεῖς καί νῆσοι δῶρα προσοίσουσι· Βασιλεῖς ᾿Αράβων καί Σαβά δῶρα προσάξουσι· καί προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάντες οἱ Βασιλεῖς τῆς γῆς· πάντα τά ῎Εθνη δουλεύσουσιν αὐτῷ».

Τροπάριον.

᾿Ιδού ἡ Παρθένος ὡς πάλαι φησίν, ἐν γαστρί συλλαβοῦσα ἐκύησε, Θεόν ἐνανθρωπήσαντα, καί μένει Παρθένος· δι᾿ ἧς καταλλαγέντες Θεῷ οἱ ἁμαρτωλοί, Θεοτόκον κυρίως οὖσαν ἐν πίστει ἀνυμνήσωμεν.

Ἑρμηνεία.

Ἀπό τόν Προφήτην ῾Ησαΐαν δανείζεται ὁ Μελῳδός τήν ἀρχήν τοῦ παρόντος Τροπαρίου· ἐκεῖνος γάρ προφητεύων περί τοῦ ἀσπόρου τόκου τῆς Παρθένου, οὕτω φησίν· «᾿Ιδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί λήψεται, καί τέξεται Υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (῾Ησ. ζ΄ 14). ῞Οθεν ταύτην τήν προφητείαν βλέπων τετελειωμένην ὁ Μουσουργός Κοσμᾶς, οὕτω λέγει· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐκείνη, περί τῆς ὁποίας πάλαι ἐπροφήτευσε». Ποῖος; ῾Ο ῾Ησαΐας (ἀφῆκε γάρ ὁ Μελῳδός τό ὄνομα του, ὡς παρά πᾶσιν ἐγνωσμένον καί ὁμολογούμενον)· «Αὕτη συλλαβοῦσα ἀσπόρως διά Πνεύματος ῾Αγίου ἐν τῇ παναχράντῳ κοιλίᾳ της, ἐγέννησε Θεόν ἐνανθρωπήσαντα, τέλειον Θεόν καί τέλειον ῎Ανθρωπον, ἐν μιᾷ ὑποστάσει δύο φύσεις ἔχοντα θεότητα καί ἀνθρωπότητα· ἔμεινε δέ πάλιν ἡ αὐτή Παρθένος καί μετά τήν ἄσπορον καί ἀλόχευτον Γέννησιν»· ὁ γάρ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς Χριστός καθώς εὗρεν αὐτήν Παρθένον ἐν τῇ εἰσόδῳ, οὕτω πάλιν ἀφῆκεν αὐτήν Παρθένον καί ἐν τῇ ἐξόδῳ, κατά τό εἰρημένον ὑπό τοῦ ᾿Ιεζεκιήλ τοῦ Προφήτου· «῾Η πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται· οὐκ ἀνοιχθήσεται, καί οὐδείς οὐ μή διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς· ὅτι Κύριος ὁ Θεός ᾿Ισραήλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὐτῆς, καί ἔσται κεκλεισμένη» (᾿Ιε. μδ´ 2). Διά τοῦτο καί ὁ μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύων τό τοῦ ῾Ησαΐου ἐκεῖνο «Διά τοῦτο δώσει Κύριος αὐτός ὑμῖν σημεῖον», λέγει «Σημεῖον δέ παράδοξόν τε καί τεραστικόν καί πάρα πολύ τῆς κοινῆς παρηλλαγμένον φύσεως· ἡ αὐτή γυνή, καί Παρθένος καί Μήτηρ· καί ἐν τῷ ἁγιασμῷ τῆς παρθενίας μένουσα, καί τήν τῆς τεκνογονίας εὐλογίαν κληρονομοῦσα» (Λογ. εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησ.). ᾿Επιφέρει δέ ἀκολούθως ὁ Μελῳδός λέγων, «᾿Επειδή ἡμεῖς πάντες διά μεσιτείας τῆς Θεοτόκου ἐφιλιώθημεν μέ τόν Θεόν, μέ τόν ὁποῖον ἤμεθα πρότερον ἐχθροί· διά τοῦτο ἄς ἀνυμνήσωμεν αὐτήν τήν τόσον μεγάλην χάριν εἰς ἡμᾶς προξενήσασαν· ἐπειδή αὐτή εἶναι κυρίως καί πρώτως καί μόνως καί ἀληθῶς Θεοτόκος». Διότι ἄν καί ἄλλαι γυναῖκες μυθολογοῦνται κοντά εἰς τούς ῞Ελληνας, ὅτι ἐγέννησαν τούς παρ᾿ αὐτῶν καλουμένους Θεούς· καθώς ὅμως ἐκεῖνοι ἦτον ψευδώνυμοι καί ἀνύπαρκτοι· οὕτως ἀκολούθως καί αὗται ψευδῶς τοιαῦται ἐλέγοντο. ῞Οθεν καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος πρός τούς ῞Ελληνας τόν λόγον ἀποτεινόμενος εἶπε· «Ποῦ γάρ ἐν τοῖς σοῖς ἔγνως Θεοτόκον Παρθένον;» (Λογ. α΄ περί Υἱοῦ).

᾿Ωδή ς΄. ῾Ο Εἱρμός

Σπλάχνων ᾿Ιωνᾶν, ἔμβρυον ἀπήμεσεν, ἐνάλιος θήρ οἷον ἐδέξατο· τῇ Παρθένῳ δέ, ἐνοικήσας ὁ Λόγος καί σάρκα λαβών, διελήλυθε, φυλάξας ἀδιάφθορον· ἧς γάρ οὐχ᾿ ὑπέστη ρεύσεως, τήν τεκοῦσαν κατέσχεν ἀπήμαντον.

 ῾Ερμηνεία

Ποῖος δέν ἤθελε θαυμάσῃ τήν σοφήν διάνοιαν τοῦ ῾Ιεροῦ τούτου Μελῳδοῦ; Διότι αὐτός ἕνα καί τόν αὐτόν Προφήτην ᾿Ιωνᾶν εἰς διαφόρους ὑποθέσεις μεταχειρίζεται. Καί πρότερον μέν αὐτόν προσφυῶς ἐμεταχειρίσθη εἰς τήν ἑορτήν τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Σταυροῦ, παρομοιάσας τοῦτον μέ τόν τύπον τοῦ Σταυροῦ· τώρα δέ αὐτόν μεταχειρίζεται εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί τήν μέν ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους διαμονήν αὐτοῦ ἐξομοιάζει μέ τήν τοῦ ἐμβρύου Σύλληψιν· τήν δέ ἀπό τοῦ κήτους ἐξέλευσίν του παρομοιάζει μέ τήν τοῦ ἐμβρύου Γέννησιν. ῞Οθεν λέγει, ὅτι ὁ ἐνάλιος θήρ (τό κῆτος τῆς θαλάσσης) δεξάμενος εἰς τήν κοιλίαν του τόν ᾿Ιωνᾶν, καί φυλάξας αὐτόν, καθώς ἡ μήτηρ δέχεται εἰς τήν κοιλίαν της τό ἔμβρυον, καί φυλάττει αὐτό, ὕστερον ἐξέρασεν αὐτόν ἀπό τά σπλάγχνα του· ἀλλά τοιοῦτον σῶον καί ἀβλαβῆ ἐξέρασεν, ὁποῖος σῶος καί ἀβλαβῆς ἦτον, ὅταν ἐδέχθη αὐτόν πρότερον εἰς τά σπλάγχνα του. ῾Ο μέν οὖν ᾿Ιωνᾶς τοιουτοτρόπως ἐδέχθη καί ἐξέρασθη ἀπό τό κῆτος· ὁ δέ Μονογενής τοῦ Θεοῦ Λόγος εἰσελθών ὑπερφυῶς εἰς τήν κοιλίαν τῆς Παρθένου, καί σάρκα λαβών ἐκ τῶν παναχράντων αὐτῆς αἱμάτων διελήλυθεν (ἐγεννήθη) φυλάξας ἀβλαβῆ καί ἀδιάφθορον τήν δεξαμένην καί γεννήσασαν αὐτόν κοιλίαν· τουτέστιν ἀφῆκεν αὐτήν Παρθένον, καθώς Παρθένον εὗρεν αὐτήν καί ὅταν εἰσῆλθεν.

῞Οθεν κατά τοῦτο φαίνεται, ὅτι εἶναι ἐναντίον, τρόπον τινά, τό παράδειγμα τοῦ ᾿Ιωνᾶ μέ τήν ἐκ τῆς Παρθένου Γέννησιν τοῦ Κυρίου· καθότι ἐκεῖ μέν τόν κυοφορούμενον ᾿Ιωνᾶν ἐφύλαττεν ἀβλαβῆ τό κυοφοροῦν αὐτόν κῆτος διά τῆς παντοδυνάμου χάριτος τοῦ Θεοῦ· ἐνταῦθα δέ κυοφορούμενος ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς Παρθένου ὁ Θεός Λόγος, αὐτός μᾶλλον ἐφύλαξεν ἀβλαβῆ τήν κυοφοροῦσαν αὐτόν, μή διαφθείρας τά κλεῖθρα τῆς Παρθενίας της. Καθώς γάρ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γεννηθείς ἄνω ἐκ τοῦ Πατρός πρό αἰώνων, καθό Θεός δέν ὑπέμεινεν κανέν πάθος καί ρεῦσιν καί φθοράν· ἀπαθῶς γάρ καί ἀρρεύστως προῆλθεν ἐκ τοῦ Πατρός, ὡς λόγος ἐκ νοῦ· οὕτως ὁ αὐτός γεννηθείς κάτω ἐπ̉̉ ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθό ἄνθρωπος ἐφύλαξεν ἀβλαβῆ καί χωρίς καμμίαν φθοράν τήν γεννήσασαν αὐτόν Θεοτόκον. ῞Οθεν ἡ ῾Αγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἐν τῇ ια΄ Πράξει αὐτῆς διά τοῦ Λιβέλου τῆς Πίστεως Σωφρονίου ῾Ιεροσολύμων, Παρθένον αὐτήν ἀνεκήρυξε πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον· ταὐτόν εἰπεῖν ᾀειπάρθενον.

᾿Αλλά καί ὁ θεῖος ᾿Επιφάνιος αἱρέσει ιη΄ «Τίς ποτέ, λέγει, Μαρίαν εἰπών καί διερωτηθείς οὐχί τήν Παρθένον προσέθετο;» ῞Οθεν ὁ Χριστός καί κατά τάς δύο Γεννήσεις ἀπαθής ὤφθη καί ἄρρευστος· οὔτε γάρ ὁ Πατήρ γεννῶν αὐτόν ἔπαθέ τι, οὔτε ἡ μήτηρ. Καί διά νά εἰπῶ καθαρώτερα, καθώς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινεν Υἱός ἀνθρώπου ἀτρέπτως· ἤτοι χωρίς νά τραπῇ ἀπό τήν ἰδικήν του φύσιν καί Θεότητα, ἤ νά λάβῃ καμμίαν ἀλλοίωσιν καί ρεῦσιν, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα «῾Ο Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται καί Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, οὐχ᾿ ὅ ἦν μεταβαλών· ἄτρεπτος γάρ· ἀλλ᾿ ὅ οὐκ ἦν προσλαβών· φιλάνθρωπος γάρ» (Λογ. εἰς τά φῶτα) οὕτω καί τήν τεκοῦσαν αὐτόν ἐφύλαξεν ἄτρεπτον καί ἀβλαβῆ· μή τραπεῖσα γάρ αὕτη ἀπό τήν κατά φύσιν παρθενίαν ὅπου εἶχε, προσέλαβεν ἐκεῖνο ὅπου δέν εἶχεν· ἤτοι τήν ὑπέρ φύσιν μητρότητα. ῞Οθεν καί ὁ Θεοφόρος Μάξιμος εἶπεν «῾Ως γάρ αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός ἄνθρωπος γέγονεν, οὐκ ἀλλοιώσας τήν φύσιν, οὐδ᾿ ἀμείψας τήν δύναμιν· οὕτω τήν τεκοῦσαν καί Μητέρα ποιεῖ καί Παρθένον διατηρεῖ, θαύματι θαῦμα κατά ταὐτό διερμηνεύων ἅμα καί θατέρῳ κρύπτων τό ἕτερον» (Κεφ. θ΄ τῆς γ΄ ἑκατοντ. τῶν γνωστικῶν).

Λέγει δέ καί ὁ Βρυέννιος ᾿Ιωσήφ «Τίς Μήτηρ τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων ἐφάνη ποτέ; Τίς ἅμα καί πλάστην και πλάσμα συνέλαβε; Τίς δέ καί συλλάβουσα Υἱόν καί κυήσασα καί τεκοῦσα τό εἶναι Παρθένος οὐκ ἀπεβάλετο; Πρό τῆς συλλήψεως Παρθένος· ἐν τῇ συλλήψει Παρθένος· ἐν τῇ κυήσει Παρθένος· ἐν τῷ τίκτειν Παρθένος· καί μετά τό τεκεῖν ὡσαύτως Παρθένος καί ἀεί Παρθένος· ἡ γάρ ἐν τῷ τῆς ζωῆς αὐτῆς παντί χρόνῳ καί ὁράσει καί γεύσει καί ἀκοῇ καί ἀφῇ καί ὀσφρήσει καί νῷ καί διανοίᾳ καί δόξῃ καί φαντασίᾳ καί αἰσθήσει καί, ἑνί λόγῳ, πάσαις δυνάμεσι καί ψυχικαῖς καί σωματικαῖς ἄβατον λογισμοῖς ρυπαροῖς ἑαυτήν ὅλην τηρήσασα, εἰκότως ἄν ᾿Αειπάρθενος λέγοιτο. ῞Οθεν οὐκ ἐνεπόδισεν ὁπωσοῦν τό χρῆμα τῆς παρθενίας ἡ ὑπέρ φύσιν κυοφορία· οὐδέ τό ᾿Αειπάρθενον εἶναι ὁ Θεῖος τόκος ἐκώλυσεν· οὔθ᾿ ἡ σύλληψις τήν νηδύν ἐλυμήνατο· οὔθ᾿ ὁ τόκος τήν τεκοῦσαν διέφθειρε» (Λόγῳ Γ΄ εἰς τόν Εὐαγγελισμόν).

Τροπάριον.

Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, ἐκπλαγοῦς φωτοφανείας ἔτυχον· δόξα Κυρίου γάρ αὐτούς περιέλαμψε καί ῎Αγγελος, ἀνυμνήσατε βοῶν, ὅτι ἐτέχθη Χριστός· ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ.

῾Ερμηνεία.

Τό παρόν τροπάριον ἐρανίσθη ὁ Μελῳδός ἀπό τό Β΄ Κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου, ὅπου λέγεται περί τῶν Ποιμένων «Καί Ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες φυλακάς τῆς νυκτός ἐπί τήν ποίμνην αὐτῶν. Καί ἰδού ῎Αγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς, καί δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καί ἐφοβήθησαν φόβον μέγα». Λέγει λοιπόν ὁ θεῖος Κοσμᾶς, ὅτι οἱ Ποιμένες οἱ ἀγραυλοῦντες ἔτυχον μίαν ἐκστατικήν φωτοχυσίαν καί θεοφανείαν. ᾿Αγραυλοῦντες δέ κυρίως μέν εἶναι οἱ εἰς τόν ἀγρόν αὐλοῦντες καί παίζοντες τό συραύλιον, κατά τόν Ζυγαδηνόν Εὐθύμιον, ἤ, κατά τόν Θεοφύλακτον, οἱ αὐλοῦντες ἄισματα ἀγροτικά καί συνήθη εἰς τούς ἀγροίκους ἀνθρώπους· καταχρηστικῶς δέ τό «ἀγραυλοῦντες» φανερώνει τούς εἰς τόν ἀγρόν διατρίβοντας καί διάγοντας, κατά τό Θεοφύλακτον καί Εὐθύμιον. Πῶς δέ ἔτυχον οἱ Ποιμένες τήν ρηθεῖσαν ἐκστατικήν φωτοχυσίαν; Διότι δόξα μέν Κυρίου ἔλαμψεν αὐτούς, ἥτις ἦτον ἕνα φῶς θεϊκόν, κατά τόν Εὐθύμιον· ῎Αγγελος δέ Κυρίου ἐφάνη εἰς αὐτούς, ὅς τις καί ἔλεγεν· «῏Ω ποιμένες τῶν ἀλόγων προβάτων, ὑμνήσατε καί δοξολογήσατε τόν Θεόν· διότι ἐγεννήθη εἰς ἐσᾶς ὁ Χριστός, ὅς τις εἶναι Θεός τῶν Πατέρων ὑμῶν». Οὕτω δέ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ γέγραπται, ὅτι εἶπεν ὁ ῎Αγγελος εἰς τούς Ποιμένας· «᾿Ιδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος ἐν πόλει Δαβίδ» (Λουκ, β΄ 10).

Σημείωσαι δέ, ὅτι προθύστερον σχῆμα καί ὑπερβατόν μεταχειρίζεται ἐδῶ ὁ Μελῳδός· πρῶτον γάρ ἐφάνη εἰς τούς Ποιμένας ὁ ῎Αγγελος, κατά τόν Εὐαγγελιστήν Λουκᾶν, καί δεύτερον ἔλαμψεν εἰς αὐτούς δόξα Κυρίου· ἥτις διά τοῦτο ἐφάνη μετά τήν ἐπιστασίαν τοῦ ᾿Αγγέλου, διά νά γνωρίσουν οἱ Ποιμένες, ὅτι ὁ ἐπιστάς εἰς αὐτούς ῎Αγγελος ἦτον ἀγαθός καί θεῖος κατά τόν Εὐθύμιον, καί ὄχι πονηρός καί ἐναντίος. ῾Ο δέ θεῖος Κοσμᾶς ἄλλαξε τήν τάξιν, καί τό μέν «Δόξα Κυρίου» ἔβαλε πρῶτον, τό δέ «῎Αγγελος βοῶν» ἔβαλε δεύτερον, διά νά συναρμόσῃ αὐτό μέ τό τέλος τοῦ Τροπαρίου. Πρέπει δέ εἰς τό «Καί ῎Αγγελος» νά προστεθῇ τό «ἐπέστη» κατά τό ὕφος τοῦ Εὐαγγελίου, ἵνα τό ὅλον ᾖ, «Καί ῎Αγγελος ἐπέστη βοῶν ἀνυμνήσατε»· καί τά ἑξῆς.

῎Ηθελε νά ἀπορήσῃ τινάς· διατί ῎Αγγελος Κυρίου ἐφάνη εἰς ἀνθρώπους Ποιμένας; Καί ἀποκρινόμεθα, ὅτι διά τέσσαρα αἴτια· α) διά τό ἄπλαστον ἦθος αὐτῶν καί τήν ἁπλότητα καί ἀκακίαν, κατά τόν Θεοφύλακτον· ὅσοι γάρ εἶναι μακράν ἀπό τάς πολιτείας καί συναναστροφάς τῶν ἀνθρώπων, καί κατοικοῦν εἰς τά ὄρῃ καί τούς ἀγρούς, αὐτοί φυσικῷ τῷ τρόπῳ εἶναι πάντοτε ἁπλοϊκώτεροι, καθαρώτεροι καί ἀπονηρότεροι ἀπό τούς ἐν πόλεσι κατοικοῦντας. ῞Οθεν καί ὁ θεῖος Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης συμφώνως εἶπεν· «῎Αλλος ῎Αγγελος τούς Ποιμένας ὡς τῇ τῶν πολλῶν ἀναχωρήσει καί ἡσυχίᾳ κεκαθαρμένους εὐηγγελίζετο, καί σύν αὐτῷ πλῆθος Οὐρανίου στρατιᾶς τήν πολυΰμνητον ἐκείνην παρεδίδου τοῖς ἐπί γῆς δοξολογίαν» (Κεφάλαιον δ΄ περί οὐρανίου ῾Ιεραρχίας). β) διότι κατά τόν αὐτόν Θεοφύλακτον καί τόν Εὐθύμιον, οἱ Ποιμένες οὗτοι ἦτον μιμηταί καί ἀκόλουθοι τῆς πολιτείας καί ἀρετῆς τῶν παλαιῶν ἐκείνων Πατριαρχῶν, ᾿Αβραάμ, ᾿Ισαάκ καί ᾿Ιακώβ, οἵ τινες ἦσαν Ποιμένες. γ) διότι ὁ Χριστός Ποιμήν ἐγεννήθη παντός τοῦ λαοῦ τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ καί τοῦ ᾿Εθνικοῦ. ῞Οθεν καταλλήλως εἰς τούς Ποιμένας ἐγνωρίσθησαν πρῶτον τά περί αὐτοῦ κατά τόν Εὐθύμιον. Δηλοῦται δέ διά τούτου, καί ὅτι εἰς τούς Ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων προτύτερα ἀπό τούς ἄλλους ἀποκαλύπτονται τά τοῦ Θεοῦ Μυστήρια, κατά τόν αὐτόν Εὐθύμιον. δ) δέ καί τελευταῖον, διά νά δείξῃ ὁ Θεός, ὅτι τούς ἀγροικοτέρους καί χωρικωτέρους ἀνθρώπους ἐξ ἀρχῆς ἐδιάλεξεν ἀπό τούς ἄλλους, καί ἔκαμεν αὐτούς κήρυκας, ὡς ἁπλουστέρους καί ὡς μᾶλλον πιστεύοντας, καί οὐχί τούς ἐν ταῖς πολιτείαις ἀναστρεφομένους Γραμματεῖς καί Φαρισαίους· διότι αὐτοί πονηροί ὄντες εὐκόλως δέν ἐπίστευον. ῞Οθεν καθώς ὁ Χριστός ἐδιάλεξεν ὕστερον τούς ἁλιεῖς· οὕτως ἐδιάλεξεν πρότερον τούς ἀγροίκους Ποιμένας· ἵνα, διά τῆς μωρίας καί τῆς ἀγροικίας, καταισχύνῃ τούς σοφούς τοῦ Κόσμου καί ἄρχοντας.

Τροπάριον.

᾿Εξαίφνης σύν τῷ λόγῳ τοῦ ᾿Αγγέλου, οὐρανῶν στρατεύματα, Δόξα ἐκραύγαζον Θεῷ, ἐν ὑψίστοις ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία, Χριστός ἔλαμψεν· ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ.

῾Ερμηνεία.

Καί τοῦτο τό Τροπάριον ἀκόλουθον εἶναι μέ τό ἀνωτέρω· ἐπειδή ἐρανίσθη ἀπό τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ τά ἀκολουθοῦντα μέ τά λόγια τοῦ ἀνωτέρω Τροπαρίου. «᾿Εξαίφνης, φησίν, ἐγένετο σύν τῷ ᾿Αγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου, αἰνούντων τόν Θεόν καί λεγόντων· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β΄ 13-14)· ἤτοι μαζί μέ τά λόγια τοῦ ᾿Αγγέλου συνῆλθε πλῆθος οὐρανίου στρατιᾶς τῶν ᾿Αγγέλων (λείπει ἡ λέξις «᾿Αγγέλων» ἐδῶ, ἐννοουμένη ἔξωθεν κατά τόν Εὐθύμιον τόν Ζυγαδηνόν. Τόμος γ΄ εἰς τόν Λουκᾶν). Λέγει λοιπόν ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς, ὅτι αἰφνιδίως καί ἀνελπίστως μαζί μέ τόν λόγον τοῦ ἑνός ᾿Αγγέλου, ὁ ὁποῖος εὐηγγελίζετο εἰς τούς Ποιμένας τήν Γέννησιν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἦλθον ἀπό τόν Οὐρανόν στρατεύματα ἀΰλων ᾿Αγγέλων, οἵ τινες ἔλεγον μέ μεγάλην φωνήν· «῎Ας εἶναι δόξα εἰς τόν Θεόν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς»· τοῦτο γάρ δηλοῖ τό «᾿Εν τοῖς ὑψίστοις».

Τό «ἐπί γῆς εἰρήνη» εἰς τό ὕμνον τοῦτον κατά δύο τρόπους ἠμποροῦμεν νά τό ἐννοῶμεν. Πρῶτον, ὅτι τό ἀνθρώπινον γένος πρότερον μέν εἶχεν ἔχθραν πρός τόν Θεόν, διότι ἐπροσκύνουν ἄψυχα καί ἀναίσθητα εἴδωλα· τώρα δέ διά τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἔπαυσε μέν ἡ ἔχθρα καί ὁ πόλεμος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, οὐρανίων καί ἐπιγείων· ἐφιλιώθη ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεόν τόσον, ὥστε καί ἡνώθη εἰς μίαν ὑπόστασιν μέ αὐτόν, ὡς λέγει ὁ Θεοφύλακτος· διότι ὁ Χριστός μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων γενόμενος εἰρήνευσε τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, καί οὕτω λάμπει εἰρήνη ἐπί γῆς. Δεύτερον, διότι ἐγεννήθη ἐπί γῆς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καί λέγεται εἰρήνη· διότι ὁ Παῦλος λέγει «Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν» (᾿Εφεσ. β΄ 14). ῾Ο δέ σύνδεσμος «καί» ἔχει τήν δύναμιν τοῦ «γάρ», ὡς ἐάν ἔλεγεν «᾿Επί γῆς γάρ εἰρήνη». Τούτων οὕτω λοιπόν σαφηνισθέντων, εὐκόλως καταλαμβάνομεν, διατί λέγει «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»· διότι καί κατά τήν πρώτην καί κατά τήν δευτέραν ἔννοιαν εἶναι ἀπαραιτήτως ὀφειλομένη ἡ παρ᾿ ἡμῶν πρός τόν Θεόν δόξα καί εὐχαριστία.

῎Εγινε δέ καί ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία, τουτέστιν ἀνάπαυσις τοῦ Θεοῦ είς τούς ἀνθρώπους· ἐπανεπαύθη γάρ ὁ Θεός καί εὐαρεστήθη εἰς αὐτούς· ἐπειδή πρότερον δέν εὐδόκει, οὐδέ ἀρέσκετο εἰς αὐτούς, κατά τήν ἑρμηνείαν τοῦ Θεοφυλάκτου. ῾Ο δέ Εὐθύμιος λέγει, ὅτι ἡ παλαιά εὐδοκία τοῦ Πατρός, ἥτις ἦτον τό νά ἐνανθρωπήσει ὁ Υἱός του, καί νά σώσῃ τόν ἀπολεσμένον ἄνθρωπον, τώρα ἐπληρώθη. ῾Ο δέ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εὐδοκίαν ὀνομάζει τό προηγούμενον θέλημα τοῦ Πατρός, τό ὁποῖον ἦτον ἡ ἔνσαρκος Οἰκονομία τοῦ Μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ. ᾿Εκεῖνο λοιπόν, ὅπερ προηγουμένως ὥρισε καί ἠθέλησεν ὁ ἄναρχος Πατήρ ἐν τῇ θεαρχικωτάτῃ αὐτοῦ βουλῇ διά νά τελεσιουργήσῃ εἰς τούς ἀνθρώπους, τοῦτο ἐγένετο τώρα, καί εἰς τέλος ἐλήλυθεν. ᾿Ακολούθως δέ ἐπιφέρει ὁ Μελῳδός, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί δόξα ἐν Οὐρανοῖς, καί εἰρήνη ἐπί γῆς, καί εὐδοκία ἐν ἀνθρώποις· καθότι αὐτός ἐστι δι᾿ ὅν ἕνεκα ταῦτα ἐγένετο.

Τροπάριον.

῾Ρῆμα τί τοῦτο; εἶπον οἱ Ποιμένες· διελθόντες ἴδωμεν τό γεγονός, θεῖον Χριστόν· Βηθλεέμ καταλαβόντες δέ, σύν τῇ τεκούσῃ προσεκύνουν ἀναμέλποντες· ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ.

῾Ερμηνεία.

Καί τοῦτο τό Τροπάριον εἶναι ἀκόλουθον μέ τό πρότερον· ἐρανίσθη γάρ ἀπό τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τά ἀκολουθοῦντα εἰς τά λόγια τοῦ προλαβόντος Τροπαρίου· φησί γάρ ἐκεῖνος εἰς τό αὐτό δεύτερον Κεφάλαιον ταῦτα· «Καί ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τόν Οὐρανόν οἱ ῎Αγγελοι, καί οἱ ἄνθρωποι οἱ Ποιμένες εἶπον πρός ἀλλήλους· «διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ, καί ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λουκ. β´ 15). Λέγει λοιπόν ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς, ὅτι οἱ ποιμένες ἰδόντες τόν ῎Αγγελον, καί ἀκούσαντες παρ᾿ αὐτοῦ τά ἀνωτέρω λόγια, ἐθαύμασαν καί ἠθέλησαν νά πληροφορηθοῦν, ἄν εἶναι τά λόγια ταῦτα ἀληθινά.῞Οθεν εἶπον ἕνας πρός τόν ἄλλον· τί εἶναι τό ρῆμα τοῦτο ὅπου ἐλαλήθη εἰς ἡμᾶς; ᾿Ελᾶτε νά ὑπάγωμεν διά νά ἰδοῦμεν: ἤτοι νά ἐξετάσωμεν, κατά τόν Εὐθύμιον, τό γεγονός τοῦτο θεῖον: ἤτοι τοῦτο τό θεϊκόν σημεῖον ὅπου ἔγινεν εἰς ἡμᾶς. Δέν εἶπον δέ μόνον τοῦτο, ἀλλά παρευθύς μαζί μέ τόν λόγον, ἐκίνησαν καί ἐπῆγαν εἰς τήν Βηθλεέμ, καί εὑρόντες τόν Χριστόν ὡς βρέφος ἀνακείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, προσεκύνησαν αὐτόν ὁμοῦ μέ τήν Μητέρα του, ψάλλοντες τό «῾Ο τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ»· λέγει γάρ ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς· «῏Ηλθον σπεύσαντες, καί ἀνεῦρον τήν τε Μαριάμ καί τόν ᾿Ιωσήφ καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ· ἰδόντες δέ διεγνώρισαν (ἐπληροφορήθησαν) περί τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περί τοῦ παιδίου· καί πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περί τῶν λαληθέντων ὑπό τῶν Ποιμένων πρός αὐτούς» (Λουκ. β΄ 16-18).

Τί δέ ἀλληγορικόν νόημα μανθάνουσιν ἐκ τούτου οἱ τῶν λογικῶν προβάτων Ποιμένες; ῞Οτι καί αὐτοί πρέπει νά ζητοῦν τόν οὐράνιον ἄρτον, καθώς καί οἱ Ποιμένες ἐκεῖνοι ἐζήτουν τήν Βηθλεέμ· ἡ γάρ λέξις «Βηθλεέμ» ἑρμηνεύεται «Οἶκος ἄρτου». ῎Εστι δέ αὕτη ἡ ᾿Εκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκεται ὁ νοητός ἄρτος Χριστός. ῎Εργον λοιπόν εἶναι εἰς τούς Ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων, Πατριάρχας καί Μητροπολίτας καί ᾿Επισκόπους, ἀφ᾿ οὗ εὕρουν τόν οὐράνιον ἄρτον, νά κηρύττουν αὐτόν καί εἰς τούς ἄλλους, καθώς καί οἱ Ποιμένες ἐκεῖνοι εὑρόντες τόν Χριστόν, ἐκήρυξαν καί εἰς τούς ἄλλους περί αὐτοῦ, κατά τήν ῾Ερμηνείαν τοῦ ῾Ιεροῦ Θεοφυλάκτου.

᾿Ωδή θ΄. ῾Ο Εἱρμός.

Μυστήριον ξένον, ὁρῶ καί παράδοξον! Οὐρανόν τό σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν τήν Παρθένον· τήν φάτνην χωρίον· ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστός ὁ Θεός· ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνωμεν.

 ῾Ερμηνεία.

Τό προοίμιον τοῦ παρόντος Εἱρμοῦ αὐτολεξεί ἐρανίσθη ὁ Μελῳδός ἀπό τόν λόγον τοῦ θείου Χρυσοστόμου τόν εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Κυρίου· ὅπου οὕτω προοιμιάζει ἡ ρητορική ἐκείνη καί εὔλαλος γλῶσσα. «Μυστήριον ξένον καί παράδοξον βλέπω»· ᾿Εμιμήθη δέ ὁ Μελῳδός ἐνταῦθα καί τόν διορατικόν ἐκεῖνον Προφήτην ᾿Αββακούμ λέγοντα· «᾿Επί τῆς φυλακῆς σου στήσομαι, καί ἐπιβήσομαι ἐπί πέτραν, καί ἀποσκοπεύσω τοῦ ἰδεῖν» (᾿Αβ. β΄ 1)· διότι σταθείς καί οὗτος ἐπί τῆς ἰδικῆς του φυλακῆς· ἤτοι ἐπί τῆς προσοχῆς τοῦ νοός, καί ἐπιβάς εἰς τήν καρδίαν, ὡς ἐπάνω εἰς πέτραν διά νοερᾶς ἐπιστροφῆς καί συνεύσεως, ἀπό ἐκεῖ ἐθεώρησε διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος τήν ἐκ Παρθένου ἀπόρρητον Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος. ῞Οθεν καταπλαγείς τό ἀκατάληπτον Μυστήριον, τήν θαυμαστικήν τούτην φωνήν ἀνεβόησεν εἰπών· «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καί παράδοξον». Εἶτα ἐξηγῶν, ποῖον εἶναι αὐτό τό Μυστήριον, λέγει· βλέπω, ὅτι τό γήϊνον καί ζοφερόν σπήλαιον ἔγινεν ὑψηλός καί λαμπρός Οὐρανός· διότι ὁ ὑπερούσιος Λόγος τοῦ Πατρός, ὅς τις κατοικεῖ εἰς τούς Οὐρανούς, καί δοξολογεῖται ἀπαύστως ἀπό χιλιάδας ᾿Αγγέλων, καί μυριάδας ᾿Αρχαγγέλων, ἐκαταδέχθῃ νά γεννηθῇ καί νά κατοικήσῃ μέσα εἰς αὐτό· βλέπω, ὅτι ἡ Παρθένος καί Θεοτόκος Μαρία ἡ ὑλικόν σῶμα ἔχουσα, ἔγινε θρόνος Χερουβικός· διότι ἐκεῖνος ὅπου ἀναπαύεται ἐπάνω εἰς τόν ἔνδοξον θρόνον, καί εἰς τά νῶτα τῶν πολυομμάτων καί ἀΰλων Χερουβίμ, ἐθρονίσθη μέσα εἰς τήν ἄχραντον κοιλίαν καί ἐπάνω εἰς τάς ἀγκάλας τῆς Παρθένου, καί ἀνεπαύθη· βλέπω, ὅτι ἡ εὐτελεστάτη καί μικροτάτη φάτνη, ἔγινε τόπος ἐνδοξότατος καί πολυχωρότατος· διότι ὁ Θεός ὁ ἀχώρητος ὑπάρχων πανταχοῦ κατά τήν Θεότητα, ἀνεκλίθη (ἐπλαγίασε) ἐπάνω εἰς αὐτήν κατά τήν ἀνθρωπότητα. ῞Οθεν καί ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος πανηγυρίζων εἰς τήν ἑορτήν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως εἶπεν· «Εἰ τίς ἐστιν Οὐρανός καί Οὐρανῶν, καί εἴ τινά ἐστιν ὕδατος ὑπερῶα στεγάζοντα τά οὐράνια, καί εἴ τις τόπος, ἤ στάσις, ἤ τάξις ἐστιν ὑπερκόσμιος, σπηλαίου καί φάτνης καί περιρραντηρίων βρεφικῶν καί σπαργάνων οὐδέν ἔχει θαυμασιώτερον οὐδέ θειότερον». ῾Ο δέ μέγας ᾿Αθανάσιος εἶπε τά γλαφυρά ταῦτα· «῾Ο οἰκίσκος, ἔνθα ἡ Παρθένος ἀπεκύησε, τῆς ᾿Εκκλησίας τόν τύπον ἐδέξατο· ὅπου θυσιαστήριον μέν, ἡ φάτνη· ᾿Εφημερευτής δέ, ᾿Ιωσήφ· Κληρικοί, οἱ Μάγοι· Διάκονοι, οἱ Ποιμένες· Ἱερεῖς, οἱ ῎Αγγελοι· ᾿Αρχιερεύς, ὁ Κύριος· θρόνος, ἡ Παρθένος· κρατῆρες, οἱ μαζοί· ἀναβόλαιον, ἡ ἐνανθρώπησις· ριπιστῆρες, τά χερουβίμ· δίσκος, τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον· δισκοκάλυμμα, ὁ Πατήρ, ἐπισκιάζων πάντα τῇ οἰκείᾳ δυνάμει» (ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ παρά Ἰωσήφ τῷ Βρυεννίῳ).

᾿Αλλ᾿ ὦ θεσπέσιε Κοσμᾶ, ἤθελεν εἰπῇ τινάς ἀπορῶν πρός αὐτόν, διά μέν τό σπήλαιον δικαίως κατεπλάγης· διότι αὐτόν γήϊνον ὄν ἔγινεν Οὐρανός· ὁμοίως καί διά τήν φάτνην· διότι αὐτή μικρά οὖσα ἔγινε χωρίον εὐρύχωρον τοῦ ἀχωρήτου· καί ἀκολούθως ἡ ὁμοίωσις τούτων ἔγινεν ἀπό τά κατώτερα εἰς τά ἀνώτερα· διά δέ τήν Παρθένον δέν ἐξεπλάγης δικαίως, θρόνον Χερουβικόν αὐτήν ὀνομάσας· ἐπειδή ἡ ὁμοίωσις αὐτῆς ἔγινεν ἀπό τά ἀνώτερα εἰς τά κατώτερα· αὐτή γάρ ἀσυγκρίτως εἶναι τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ· ὅθεν ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καταβάς ἀπό τόν ἅγιον θρόνον τῶν Χερουβίμ, ἐνεθρονίσθη εἰς ἁγιώτερον καί τιμιώτερον θρόνον, τήν Παρθένον. ῾Η λύσις λοιπόν τῆς ἀπορίας εἶναι αὕτη· ὅτι ἴσως κατά τοῦτο εἶπεν ὁ ῾Ιερός Μελῳδός, θρόνον Χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν οὖσαν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, ἐπειδή ὑλικόν καί παχύ σῶμα ἔχουσα, τοῖς ἀΰλοις πολυομμάτοις Χερουβίμ ἐξισοῦτο κατά τήν ἄκραν καθαρότητα, καί κατά τήν ὑψηλοτάτην σοφίαν καί γνῶσιν τοῦ Θεοῦ· Χερουβίμ γάρ πλῆθος γνώσεως καί χύσις σοφίας ἑρμηνεύεται, κατά τόν ᾿Αεροπαγίτην Διονύσιον.


 Τροπάριον.

᾿Ηκρίβωσε χρόνον, ῾Ηρώδης ἀστέρος, οὗ ταῖς ἡγεσίαις οἱ Μάγοι ἐν Βηθλεέμ, προσκυνοῦσι Χριστῷ σύν δώροις· ὑφ᾿ οὗ πρός πατρίδα ὁδηγούμενοι, δεινόν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόμενον.

Ερμηνεία.

Καί τοῦτο τό Τροπάριον ἐρανίσθη ὁ Μελῳδός ἀπό τό Β´ Κεφάλαιον τοῦ κατά Ματθαῖον ἁγίου Εὐαγγελίου, εἰς τό ὁποῖον γράφονται τά λόγια ταῦτα· «῾Ο δέ ῾Ηρώδης λάθρα καλέσας τούς Μάγους, ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τόν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος» (Ματθ. β΄ 7). Λέγει λοιπόν οὗτος, ὅτι ὁ Βασιλεύς ῾Ηρώδης (οὐχ᾿ ὁ Τετράρχης, ἀλλ᾿ ὁ Υἱός τοῦ ᾿Αντιπάτρου, ὅς τις ἦτον ᾿Ιδουμαῖος, γεννηθείς ἀπό γυναῖκα ᾿Αράβισσαν· διότι τότε εἶχαν λείψει οἱ ῎Αρχοντες ἀπό τήν φυλήν τοῦ ᾿Ιούδα κατά τήν προφητείαν τοῦ ᾿Ιακώβ, ὡς ἑρμηνεύει ὁ ῾Ιερός Θεοφύλακτος) ἠρώτησεν ἀκριβῶς τούς Μάγους, καί ἔμαθε παρ᾿ αὐτῶν, ἀπό ποῖον καιρόν ἐφάνη ὁ ἀστήρ· ἵνα διά τοῦ μετρηθέντος καιροῦ τοῦ ἀστέρος μάθῃ εἰς ποῖον καιρόν ἐγεννήθη ὁ Κύριος, καί οὕτω ἀπό τόν καιρόν ἐκεῖνον ἀρχίσῃ νά φονεύῃ τά νήπια.

Διά τήν αἰτίαν λοιπόν ταύτην ἠρώτησεν ἀκριβῶς ὁ ῾Ηρώδης, καί ἔμαθε τόν καιρόν, καθ᾿ ὅν ἐφάνη ὁ ἀστήρ ἐν τῇ ἀνατολῇ, τοῦ ὁποίου μέ τάς ἡγεσίας (ὁδηγίας) ἐπροσκύνησαν οἱ Μάγοι τόν Χριστόν εἰς τήν Βηθλεέμ, προσφέροντες αὐτῷ τρίϋλα δῶρα, χρυσόν, λίβανον καί σμίρναν. ᾿Από τόν Χριστόν δέ ὁδηγηθέντες εἰς τήν πατρίδα των, κατά τόν ῾Ιερόν Θεοφύλακτον, διά τοῦ κατ᾿ ὄναρ χρηματισμοῦ καί ἀποκαλύψεως· λέγει γάρ «Χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μή ἀνακάμψαι πρός ῾Ηρώδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν» (Ματθ. β΄ 12). Οὕτως ἀφῆκαν τόν δεινόν ἐκεῖνον βρεφοκτόνον ῾Ηρώδην, νά περιπαίζεται καί νά καταγελᾶται, καθώς ἦτον περιπαιγμοῦ καί γέλωτος ἄξιος. Τοῦτον δέ ἡ θεία δίκη ταχέως ἐπαίδευσεν· ἐπειδή ἀπέρρηξε τήν μιαράν του ψυχήν μέ πυρετόν, μέ δυσεντερίαν, μέ κνησμόν, μέ πρίσμα τῶν ποδῶν, μέ σῆψιν τοῦ αἰδοίου σκώληκας γεννῶσαν, μέ δύσπνοιαν καί μέ τρόμον καί σπασμόν τῶν μελῶν, κατά τόν ῾Ιερόν Θεοφύλακτον.

᾿Αλλά καί ἡμεῖς οἱ ψάλλοντες καί ἀναγινώσκοντες καί ἀκούοντες τόν παρόντα Κανόνα, ἄς ἐμπαίξωμεν τόν ῾Ηρώδην· ἤτοι τό φρόνημα καί τάς ἡδονάς τοῦ σώματος· ῾Ηρώδης γάρ, δερμάτινος, ἑρμηνεύεται, κατά τόν Θεοφόρον Μάξιμον· μᾶλλον δέ, ἄς περιπαίξωμεν τόν νοητόν ῾Ηρώδην Διάβολον, ὁ ὁποῖος πάσχει νά μᾶς ἐμποδίσῃ ἀπό τήν σωτηρίαν μας, σηκώνων ἐναντίον μας ὅλον τόν Κόσμον, καί παρακινῶν μας νά ἀφήσωμεν τήν καλήν στράταν ὅπου ἐδιαλέξαμεν, καί νά γυρίσωμεν εἰς τά ὀπίσω· ἄς ἀναχωρήσωμεν καί ἡμεῖς δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ (διά τῆς ἀρετῆς) εἰς τήν χώραν ἡμῶν· ἤτοι εἰς τήν ἀρχαίαν πατρίδα μας τόν Παράδεισον, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ γεννηθέντος ἐκ τῆς Παρθένου, καί ἀναγεννήσαντος ἡμᾶς διά ἔλεος ἄφατον. Ὧι ἡ δόξα καί τό κράτος σύν τῷ Πατρί καί τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι εἰς τούς αἰῶνας. ᾿Αμήν.