Κυριακή 22 Απριλίου 2018



Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ  Α Ν Ε Σ Τ Η



Α Λ Η Θ Ω Σ   Α Ν Ε Σ Τ Η   Ο   Κ Υ Ρ Ι Ο Σ  Μ Α Σ





Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε



Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών, 
έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας
 και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου

Tο Xαίρε των Mυροφόρων - 1546 μ.Χ. - 
Ιερἀ Mονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 
(Κρητική σχολή, Θεοφάνης ο Kρής)





Χριστῷ φέρουσιν αἱ Μαθήτριαι μύρα,
ἐγὼ δὲ ταύταις ὕμνον, ὡς μύρον, φέρω.




Mihail Damascus  16ου αἰ.


Κρήτη 16ος αι.
Ἱερα Μονή Ἁγ. Αἰκατερίνης Σινᾶ  7ου αἰ.





ΠΟΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΣΕΣ ΗΤΑΝ ΑΙ ΜΥΡΟΦΟΡΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ;


(ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ - ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΡΤΗΣ)

  

«...Πρῶτον λοιπόν ζήτημα ἔχομεν πόσες ἦταν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες οἱ ὁποῖες ἐπῆγαν εἰς τόν Τάφον τοῦ Χριστοῦ μέ τά μύρα; Καί λέγομεν εἰς αὐτό ὅτι πολλές καί διάφοροι εἶναι αἱ Μυροφόρες πλήν οἱ κυριώτερες  Μυροφόρες γυναῖκες ἦταν ἑπτά. Αὐτές δέ ἦταν οἱ ἑξῆς:


Πρώτη εἶναι Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἀπό τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔβγαλε ἑπτά δαιμόνια καί διά τήν εὐεργεσίαν αὐτήν ἀκολουθοῦσε καί ἀγαποῦσε τόν Χριστόν. Μαγδαληνή δέ ὀνομάζετο ἡ Μαρία διότι ἐκατάγετο ἀπό τά Μάγδαλα. Μετά δέ τήν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ ἐπῆγεν εἰς τήν Ρώμην, πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπό τόν ἕνα ὀφθαλμόν καί τόν ἐθεράπευσε. Διά τήν εὐεργεσίαν αὐτήν τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ὁ Τιβέριος ἔφερε εἰς τήν Ρώμη τούς Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων καί τόν Πόντιον Πιλᾶτον καί ἀφοῦ τούς ἐδίκασε, τούς κατεδίκασε εἰς θάνατον, ἐπειδή ἐσταύρωσαν ἕναν ἀθῶον, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Τέλος ἡ Μαρία ἀπέθανεν εἰς τήν Ἔφεσον ὅπου καί τήν ἔθαψεν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἀργότερον ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Σοφός ἔφερε τό ἅγιον λείψανόν της εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν.

Δεύτερη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σαλώμη, περί τῆς ὁποίας λέγουσι κάποιοι ὅτι ἦτο ἡ νόμιμη γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος. Ἄλλοι δέ λέγουν ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος, τό ὁποῖον εἶναι ἀληθέστερον, διότι ὁ Ἰωσήφ ὁ Μνήστωρ εἶχε ἑπτά παιδιά. Τέσσερα ἀγόρια, τόν Ἰάκωβον (ὁ ὁποῖος ὀνομάζετο μικρός) τόν Ἰωσῆν, τόν Σίμωνα καί τόν Ἰούδα, ὄχι τόν προδότην, ἀλλά τόν λεγόμενον Ἀδελφόθεον. Εἶχε δέ καί τρεῖς θυγατέρες, τήν Ἐσθήρ, τήν Θάμαρ καί τήν Σαλώμην τήν γυναῖκα τοῦ μικροῦ Ζεβεδαίου. Ὤστε ὅταν ἀκούεις αὐτό πού λέγεται στό Εὐαγγέλιο «Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ  μικροῦ καί Ἰωσῆ μήτηρ» (Μάρκ. ιε΄, 40) τήν Παναγία Θεοτόκον νόμιζε ὅτι λέγει, διότι ὡς μήτηρ τῶν τέκνων τοῦ Ἰωσήφ ἐφαίνετο ἡ Παναγία. Ἐκ τούτου δέ προκύπτει ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί ὁ Χριστός ἦταν ἀνεψιός καί θεῖος. Ὁ μέν Χριστός θεῖος, ὁ δέ Ἰωάννης ἀνεψιός.

Τρίτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Ἰωάννα, ἡ ὁποῖα ἦταν γυναίκα τοῦ Χουζᾶ, ὁ δέ Χουζᾶς αὐτός ἦτο ἐπίτροπος καί οἰκονόμος εἰς τόν οἶκον τοῦ βασιλέως Ἠρώδου.

Τέταρτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή του Λαζάρου, ἡ ὁποῖα καί προτύτερα εἰς τόν οἶκον της ἤλειψε τό Χριστόν μέ τό Μύρον, ὅταν ἀνέστησε τόν ἀδελφόν της τόν Λάζαρον, καθώς τό ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγων: «Ἡ οὖν Μαρία λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς» ( Ἰω. ιβ΄, 3).

Πέμπτη Μυροφόρα εἶναι ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή τῆς Μαρίας καί τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποῖα καί πολλήν προθυμίαν ἔδειξε πρός τόν Χριστόν ἀπό τήν ἀρχήν, διότι αὐτή τόν ὑπηρέτει εἰς ὅλα τά σωματικά.

Ἕκτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ γυναίκα τοῦ Κλωπᾶ. Κλωπᾶν δέ κάποιοι τόν Κλεόπαν ὀνομάζουσιν. Αὐτή τήν Μαρία ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀδελφήν τῆς Θεοτόκου τήν ὀνομάζει, λέγων εἰς τήν Σταύρωσιν αὐτό: «Εἰστήκεσαν δέ παρά τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ» (Ἰω. ιθ΄, 25).  
Πῶς δέ ἦταν ἀδελφή τῆς Παναγίας ἀκούσατε. Ὁ Ἰωακείμ ὁ πατήρ τῆς Παναγίας, εἶχεν ἀδελφό, ὅστις ἀπέθανε χωρίς νά ἀποκτήσει τέκνον, κατά δέ τόν Νόμον τοῦ Μωϋσέως ἐπῆρε τήν νύμφην του διά γυναῖκα καί ἔκαμε ἀπό ἐκείνην αὐτήν τήν Μαρίαν. Ἀπό δέ τήν  Ἄννα ἔκαμε τήν Παναγίαν Θεοτόκον. Ὥστε λοιπόν ἀδελφή τῆς Παναγίας μας ἦταν ἀπό τόν πατέρα μόνον.

Ἑβδόμη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σωσσάνα.
Ἦσαν δέ καί ἄλλες πολλές ὡς τό λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς  «αἵτινες ἦσαν διακονοῦσαι αὐτῶ» (Λουκ. η΄, 3 και Ματθ. κζ΄, 55) δηλαδή τόν Χριστόν, ἀλλά οἱ Εὐαγγελιστές δέν ἔγραψαν τά ὀνόματα ὅλων διότι δέν ὑπῆρχε λόγος.

Ἐδιαλύσαμεν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τό πρῶτον ζήτημα. Ἄς ἔλθωμεν τώρα καί είς τό δεύτερον»...

(Δαμασκηνοῦ Στουδίτου - Μητροπολίτου Ἄρτης)

(Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΙΔ΄, σελ. 38.
Ὅρα καί «Θησαυρός Δαμασκηνοῦ» σελ. 130)












Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β΄.
Ὀ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ, κηδεύσας ἀπέθετο· ἀλλὰ τριήμερος ἀνέστης Κύριε, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.







Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ταῖς μυροφόροις γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλὰ κραυγάσατε· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.






Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄ Κανόνας πίστεως.
(Ἀπολυτίκιον Νικοδήμου Μυροφόρου)
Χριστὸν τὸν Κύριον ἐν νυχτὶ ἐπεσκέψατο, ἀναγέννησιν ἄνωθεν ἐκδιδαχθεὶς ἐμαθήτευσεν, ὡς κεκρυμμένος ἀπόστολος. Εὐθαρσῶς διεφώνει πρὸς φαρισαίους καὶ γραμματεῖς, τὸν Σωτῆρα διώκοντας. Ὃν νεκρὸν καθεῖλεν ἐκ τοῦ Σταυροῦ, μῦρα τῇ ταφῇ ἐνεγκών, Νικόδημος ὁ ἔνθερμος.








Κοντάκιον
Ἦχος β΄.
Τὸ Χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς προμήτορος Εὔας κατέπαυσας, τῇ Ἀναστάσει Σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας· ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.






Γιατί στις μυροφόρες το πρώτο «Χριστός ανέστη»;

«Ο δε λέγει αυταίς- Μη εκθαμβείσθε- Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε…» (Μαρκ. 16, 6) Εξακολουθούμε, αγαπητοί μου, να εορτάζουμε το μέγα, το κοσμοσωτήριο γεγονός της αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Οι περισσότεροι ύμνοι που ψάλλονται την περίοδο αυτή ως θέμα έχουν την ανάσταση του Χριστού. Άλλα και αυτή η θεία λειτουργία, που γίνεται τις Κυριακές αυτές του Πεντηκοσταρίου, διαφέρει από τη θεία λειτουργία του υπολοίπου εκκλησιαστικού έτους• διότι αμέσως μετά το «Ευλογημένη η βασιλεία…» δεν λέμε αμέσως τα ειρηνικά, δεν λέμε τις αιτήσεις «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν…», άλλα ο ιερεύς θυμιάζει την αγία τράπεζα απ’ όλες τις πλευρές καθώς και όλο το ναό και ψάλλει μαζί με τους ψάλτες κατ’ επανάληψιν, δέκα φορές, το «Χριστός ανέστη».


Το «Χριστός ανέστη» ακούγεται όλες τις Κυριακές αλλά και όλες τις ημέρες μέχρι της Αναλήψεως. Το «Χριστός ανέστη» είναι, αδελφοί μου ο γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός που μεταφέρει από στόμα σε στόμα, από γενεά σε γενεά το μέγα μήνυμα, την πιο χαρμόσυνη είδηση, ότι ο Κύριος νίκησε το θάνατο. Χιλιάδες φορές – αμέτρητες ακούστηκε, και ακούγεται, και θα εξακολούθηση ν’ ακούγεται το «Χριστός ανέστη». Άλλα πότε ελέχθη για πρώτη φορά; ποιά αυτιά το πρωτοάκουσαν; ποιός είναι εκείνος που άκουσε για πρώτη φορά το «Χριστός ανέστη»;

Όπως τη γέννηση του Χριστού δεν την έμαθαν πρώτοι οι μεγάλοι και ισχυροί και πλούσιοι, αλλά οι ταπεινοί και φτωχοί βοσκοί που έβοσκαν τα ποίμνια τους στα βοσκοτόπια της Βηθλεέμ, έτσι και την ανάσταση του Χριστού, το γεγονός ότι ο Ιησούς σύντριψε τις πύλες του άδου, δεν το άκουσαν πρώτοι οι επιφανείς και αξιωματούχοι, δεν το άκουσαν οι ισχυροί άνδρες, δεν το άκουσαν ούτε και αυτοί οι μαθηταί του Χριστού• 

Αλλά γιατί το μήνυμα της Αναστάσεως το άκουσαν πρώτες απ’ όλους οι μυροφόρες; Γιατί η πρώτη εμφάνισης του αναστάντος Κυρίου να γίνει σ’ αυτές; Μήπως ο Χριστός στην περίπτωση αυτή ενήργησε μεροληπτικώς;

Μεροληπτικώς σε καμία στιγμή της ζωής του δεν συμπεριφέρθηκε ο Κύριος. Ήταν δίκαιος• και συνεπώς, εάν τώρα όχι οι άντρες, όχι οι απόστολοι, όχι ο Πέτρος και ο Ιωάννης, αλλά οι γυναίκες άκουσαν το χαρμόσυνο μήνυμα, υπάρχει λόγος• λόγος όχι κάποιας ιδιαιτέρας συμπαθείας, αλλά λόγος δικαιοσύνης. Ο Χριστός αγαπά όλα τα παιδιά του και αμείβει το καθένα χωρίς να μεροληπτεί εις βάρος άλλου. Άκουσαν πρώτες οι μυροφόρες γυναίκες το «Χριστός ανέστη», διότι τους άξιζε πράγματι να το ακούσουν. και τους άξιζε, διότι αυτές έδειξαν αρετές που δεν έδειξαν ούτε οι μαθηταί του Κυρίου. Ποιές αρετές έδειξαν;

Από την πρώτη μέρα που γνώρισαν τον Κύριο στη Γαλιλαία, έγιναν πιστές μαθήτριές του, τον ακολουθούσαν και δαπανούσαν από τα υπάρχοντά τους για τη συντήρηση εκείνου καθώς και του ομίλου των μαθητών του• «ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ» (Μαρκ. 15,41) και «διηκόνουν αυτώ εκ των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8,3). και μόνο τότε;

Την ώρα της θυσίας του, ενώ όλοι είχαν εγκαταλείψει τον Κύριο, ενώ ο μεν Ιούδας τον πρόδωσε για τριάκοντα αργύρια, ενώ ο Πέτρος τον αρνήθηκε εμπρός σε μία υπηρέτρια και μάλιστα με όρκο, ενώ οι άλλοι μαθηταί πλην του Ιωάννου «πάντες αφέντες αυτόν έφυγαν» (Ματθ. 26,56), ενώ όλοι όσους είχε ευεργετήσει καθ’ όλο το διάστημα της δημοσίας δράσεώς του πήγαν και ενώθηκαν μαζί με τους εχθρούς και φώναζαν «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. 19,15), μέσα στη γενική αυτή εγκατάλειψη οι μυροφόρες έμειναν πιστές και αφοσιωμένες στον Κύριο. Έμειναν κοντά στον Διδάσκαλο, ζώντας το δράμα από απόσταση τόση όση τους επέτρεπαν οι συνθήκες. ούτε ένα λεπτό δεν αποχωρίσθηκαν από αυτόν.

«Ήσαν δε εκεί και γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίας διακονούσαι αυτώ• εν αίς ην Μαρία η Μαγδαληνή, και Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «και Σαλώμη, αι…και διηκόνουν αυτώ, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρήκαν το ψυχικό σθένος να μείνουν εκεί, στο Γολγοθά.

Είδαν το φρικτό θέαμα. Άκουσαν όλους τους λόγους, που είπε ο Χριστός επάνω στο σταυρό, άκουσαν και το «Τετέλεσται» (Ιωάν. 19,30).

Αλλά και μετά το θάνατό του δεν αναχώρησαν. Έμειναν θρηνώντας κοντά στο σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος με την άδεια του ενταφιασμού, αυτές έτρεξαν, τους βοήθησαν, τους συνόδευσαν στο μνημείο, και δεν έφυγαν από ‘κεί παρά μόνο όταν ο ήλιος της δραματικωτέρας αυτής ημέρας έριξε πάνω στη γη τις τελευταίες του ακτίνες.

Την αγάπη τους όμως, την ανδρεία τους, τη μεγάλη ψυχή τους την έδειξαν κατ’ εξοχήν τη νύχτα της Αναστάσεως, «τη μια των σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ενώ ήξεραν ότι το μνήμα είναι σφραγισμένο, ότι λίθος μεγάλος και βαρύς φράζει την είσοδό του, ότι ένοπλοι Ρωμαίοι στρατιώτες φρουρούν τον τάφο κ’ έχουν εντολή να χτυπήσουν καθένα που θα τολμούσε να πλησίαση εκεί, εν τούτοις οι μυροφόρες γυναίκες «λίαν πρωί» (Μαρκ. 16,2), «όρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, ξεκινούν να έρθουν στο μνήμα φέρνοντας μαζί τους αρώματα, τα οποία είχαν ετοιμάσει, για να μυρώσουν το σώμα του Χριστού. Κανένας φόβος και καμιά δυσκολία δεν στάθηκαν ικανά να τις εμποδίσουν. Το μόνο που τις απασχολούσε ήταν, πως θ’ αποκυλίσουν τον τεράστιο και ασήκωτο εκείνο λίθο από το άνοιγμα του μνημείου.

Μία τέτοια αγάπη, μία τέτοια αφοσίωση, μία τέτοια ανδρεία ήταν δυνατόν να μη δεί, να μην εκτιμήσει, να μη βραβεύσει ο Κύριος; Αμοιβή λοιπόν της αγάπης τους ήταν το ότι πρώτες αυτές άκουσαν τη μεγάλη είδηση, το άγγελμα της Αναστάσεως, το «Χριστός ανέστη», από άγγελο Κυρίου. Καί εν συνεχεία, ότι πρώτες αυτές βλέπουν τον αναστάντα Κύριο και παίρνουν εντολή, να μεταδώσουν το μήνυμα αυτό στους μαθητάς και στις άλλες μαθήτριες.

Κ’ εμείς σήμερα, αγαπητοί μου, που εορτάζουμε τη μνήμη των αγίων μυροφόρων γυναικών, άντρες και γυναίκες ας μιμηθούμε των μυροφόρων τις αρετές, ιδίως την αγάπη που είχαν στον Κύριο.
Είναι αλήθεια, ότι και μέχρι σήμερα οι γυναίκες αγαπούν το Θεό περισσότερο από τους άντρες. Αυτές εκκλησιάζονται περισσότερο. Αυτές έρχονται στους ναούς «όρθρου βαθέος». Αυτές μελετούν το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτές τρέχουν στο κήρυγμα, όπου ακούγεται λόγος Θεού. Αυτές είναι προθυμότερες στην άσκηση της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Αυτές… Ω, πόσα δεν οφείλει ή Εκκλησία στις γυναίκες τις θερμές!
Σήμερα όμως, στους χρόνους αυτούς της απιστίας και της διαφθοράς, και οι γυναίκες αρχίζουν να κλονίζονται, να χάνουν το άρωμα της πίστεως και της ευσεβείας. Οι πειρασμοί είναι μεγάλοι. Τα κακά παραδείγματα, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα αισχρά περιοδικά, η μόδα, όλα μαζί σπρώχνουν τη γυναίκα να λησμονήσει τον προορισμό της, την αποστολή της, να προδώσει την πίστη και την ηθική.
Αλλ’ όχι! Οι γυναίκες, όσες τουλάχιστον κατοικούν στη γωνία αυτή της γης, ας μη παρασύρονται από τα απατηλά συνθήματα, ας μη θαμπώνονται από φανταχτερές εικόνες και άλλα είδωλα, ας κλείσουν τα αυτιά στις εισηγήσεις του όφεως. Ας μη μιμηθούν την Εύα, που άκουσε τη συμβουλή του εωσφόρου και απολεσθεί• ας μιμηθούν τις μυροφόρες, τις άγιες που αγάπησαν τον Κύριον. Να είσθε δε βέβαιοι, ότι τότε θα έχουν και στην παρούσα ζωή την ευλογία του Κυρίου και θ’ αξιωθούν και αυτές ως μυροφόρες της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος-
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Ζωοδόχου Πηγής Δάφνης – Αθηνών την 5-5-1957.

















Όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης επίσκοπος Αναστασιουπόλεως

Прп. Феодор Сикеот с житием. 
Икона. Русь. 3-я четверть XVII в. 61 х 49. Из придела прп. Феодора сольвычегодского Благовещенского собора. Сольвычегодский государственный историко - художественный музей. Архангельская обл.
Όσιος Θεόδωρος Συκεώτης με τόν βίο του.
 Εικόνα ρωσική τού 3ου τρίμηνου τού 17ου αιώνα μ.Χ.  
Από τον Καθεδρικό Ναό Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου Feodora Solvychegodskogo. Τώρα ευρίσκεται στο Κρατικό Ιστορικό - Μουσείο Τέχνης. Περιοχή Αρχάγγελσκ. Ρωσία




Καὶ Θεοδώρῳ, καὶ νεκρῷ Θεοδώρου,
Τὸ θαυματουργεῖν δῶρον ἐκ Θεοῦ μέγα.
Εἰκάδι δευτερίῃ Συκεώτην τύμβος ἔκρυψεν.








Βιογραφία


Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στο χωριό Συκέα ή Συκεών της Αναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως της επαρχίας Αγκυρανών και ήταν υιός της πόρνης Μαρίας και του Κοσμά, αποκρισάριου (ταχυδρόμος) του βασιλέως Ιουστινιανού. Η εκ πορνείας γέννηση του Οσίου δεν εμπόδισε τον Θεό να τον αναδείξει Αρχιερέα τιμιότατο και να τον πλουτίσει με παράδοξες θεοσημείες και θαυματουργίες. Στο σχολείο προέκοπτε στη μάθηση και σε ηλικία δέκα ετών έδειξε κλίση στο μοναχικό βίο. Μια νύχτα και ενώ ο Όσιος είχε γίνει δωδεκαετής, εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος και αφού τον ξύπνησε του είπε: «Σήκω, Θεόδωρε, έφθασε ο όρθρος, πάμε να προσευχηθούμε». Ο Όσιος είχε τόση ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, ώστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας από το σχολείο ανέβαινε στο γειτονικό πετρώδες όρος, όπου ήταν το προσκύνημα του Αγίου Γεωργίου. Τον οδηγούσε ο ίδιος ο Άγιος με τη μορφή ενός παλικαριού.

Ο Όσιος ακολούθησε τη μοναχική πολιτεία σε νεαρή ηλικία με την ευλογία του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αμέσως επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και έλαβε το σχήμα του μοναχού στη μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Χουζιβά.

Στην συνέχεια επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και παρέμεινε μόνιμα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί οικοδομούσε τον εαυτό του με νηστείες και χαμαικοιτίες, με αγρυπνίες και ψαλμωδίες, γι' αυτό και απολάμβανε από μέρος του Θεού, ποταμό από περισσότερα χαρίσματα εναντίων των ακαθάρτων πνευμάτων και των κάθε είδους ασθενειών.

Η μητέρα του, έχοντας φρόνημα σαρκικό, εγκατέλειψε τον υιό της και αφού πήρε όσο μέρος της περιουσίας της αναλογούσε, νυμφεύθηκε τον Δαβίδ, άνδρα της αυτοκρατορικής φρουράς της Άγκυρας.

Η αδελφή της μητέρας του, η Δεσποινία, η μητέρα της Ελπιδία και η αδελφή του Οσίου, η Βλάττα, δεν δέχονταν να αποχωρισθούν από αυτόν. Απεναντίας παρατηρούσαν με προσοχή την ενάρετη ζωή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν όσο μπορούσαν, εξαγνίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό τους με σωφροσύνη και καθαρότητα βίου, με ελεημοσύνες και προσευχές.

Μετά τον θάνατο του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οι κάτοικοι της πόλεως, κληρικοί και λαϊκοί, πήγαν στην Άγκυρα και ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Αγκύρας, Παύλο, να αναδείξει Επίσκοπο της πόλεώς τους τον Όσιο Θεόδωρο. Ο Όσιος δεν δεχόταν με κανένα τρόπο την πρόταση αυτή. Έτσι οι Χριστιανοί κατέφυγαν στη βία. Τον έβγαλαν έξω και αφού τον τοποθέτησαν επάνω σε ένα φορείο, τον απήγαγαν.

Κατά την χειροτονία του σε Επίσκοπο κάποιος είδε ένα τεράστιο αστέρι που ακτινοβολούσε, να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται επάνω στην εκκλησία, αστράφτοντας και φωτίζοντας την πόλη και την γύρω περιοχή.





Феодор Сикеот, еп. Анастасиупольский и неизвестный прп. фрагмент росписи; Византия. XIV в.; местонахождение: Прилеп, с. Варош. Церковь Арх. Михаила (монастырь арх. Михаила). Неф
Όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης , Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως. Τοιχογραφία τού 14ου αιώνα μ.Χ.  στην Εκκλησία Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ)
στην πόλη Πρίλεπ. Σκόπια





Минологий (прп. Феодор). 
Фреска Около 1318 г церкви Благовещения. 
Грачаница. Косово. Сербия.
ΜΗΝΟΛΌΓΙΟ.  Όσιος Θεόδωρος. 
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους περίπου το 1318 μ.Χ. 
στον Ιερό Ναό τού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου 
τής Ιεράς Μονής Γκρατσάνιτσα στο Κοσσυφοπέδιο. Σερβία. 





Прп. Феодор. 
Фреска  Около 1350 года Церковь Христа Пантократора. Дечани. Косово. Сербия. 
Όσιος Θεόδωρος. 
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους περίπου το 1350 μ.Χ.
 στον Ιερό Ναό τού Χριστού Παντοκράτορα.
 τής Ιεράς Μονής Βισόκι Ντέτσανι. Κοσσυφοπέδιο. Σερβία. 




Ο Όσιος Θεόδωρος έφθασε στην Αναστασιόπολη μαζί με τον Επίσκοπο της πόλεως Κίννας, Αμίαντο, από τον οποίο ενθρονίσθηκε. Έκτοτε έλαμπε συνεχώς ως ήλιος με τα θεία χαρίσματα των ιαμάτων, με την αυστηρότητα του βίου του, με όλες τις αρετές και τις αγαθοεργίες.

Ο Όσιος Θεόδωρος επιθύμησε να επισκεφθεί για δεύτερη φορά τα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό, τον Τάφο του Κυρίου και όλα τα αγιάσματα που υπήρχαν στην περιοχή, καθώς και τα κοντινά μοναστήρια. Τον ενοχλούσε όμως ο λογισμός και τον έπεισε τελικά να μην επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, αλλά να ζήσει ησυχαστική ζωή σε κάποιο από τα μοναστήρια που υπήρχαν εκεί. Νόμισε πως είχε πέσει έξω από το μοναχικό μέτρο, επειδή ανέλαβε την πνευματική ευθύνη της Επισκοπής και διότι τον στεναχωρούσαν οι ενοχλητικές καταστάσεις που υπήρχαν σε αυτήν. Πήγε λοιπόν στη Λαύρα του Αγίου Σάββα και ζούσε εκεί σε ένα κελλί κάποιου αγωνιστή μοναχού, που τον έλεγαν Ανδρέα. Κάποια νύχτα όμως παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Άγιος Γεώργιος και, αφού του έδωσε ένα ραβδί, του είπε: «Σήκω και περπάτα, διότι πολλοί άνθρωποι λυπούνται, γιατί απουσιάζεις. Δεν είναι επιτρεπτό να εγκαταλείψεις την Επισκοπή σου και να ζεις εδώ». Έτσι ο Όσιος αποχαιρέτισε τους πατέρες της μονής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Όταν έφθασε στα μέρη της Γαλατίας, κοντά στο μοναστήρι των Δρυΐνων, τους παρήγγειλε να μην μιλήσουν σε κανέναν γι' αυτό, καθώς αυτοί που βρίσκονταν εκεί δεν τον γνώριζαν. Ωστόσο η φήμη του Οσίου κυκλοφόρησε παντού. Έτσι έρχονταν πολλοί στο μοναστήρι, για να λάβουν την ευλογία του.


Прп. Феодор. 
 Фреска. Афон (Дионисиат). 
1547 г.
Тзортзи (Зорзис) Фука.
Όσιος Θεόδωρος.
 Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1547 μ.Χ. 
  στην Ιερά Μονή Διονυσίου Άγιον Όρος
έργο τού αγιογράφου Τζώρτζη (Ζώρζης) Fuca.



Από εκεί ο Όσιος επέστρεψε στην Αναστασιόπολη προξενώντας έτσι με την επιστροφή του, χαρά σε όλους. Όμως ο Όσιος είχε αποφασίσει να παραιτηθεί, για να ακολουθήσει την ησυχαστική οδό. Για τον λόγο αυτό συνάντησε τον Επίσκοπο Αγκύρας Παύλο και τον παρακάλεσε να αποδεχθεί την παραίτησή του. Ο Επίσκοπος Παύλος δεν ήθελε να δεχθεί την παραίτηση του Οσίου. Και αφού έγινε έντονη συζήτηση μεταξύ τους, στο τέλος αποφάσισαν να στείλουν μήνυμα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, για να του θέσουν το θέμα αυτό. Ο Πατριάρχης Κυριακός, με την προτροπή του βασιλέως, έδωσε εντολή στον Μητροπολίτη Αγκύρας να δεχθεί το αίτημα του Οσίου, να του δώσει μάλιστα και το ωμοφόριο της Επισκοπής, για να διατηρεί το αξίωμά του, καθώς ήταν άγιος άνθρωπος και αποχωρούσε από την Επισκοπή χωρίς να έχει διαπράξει αδίκημα.




Феодор Сикеот еп. Анастасиупольский, прп. (22 апреля)
Менологий  20 - 23 апреля;  Византия. Греция; XIV в.; памятник: Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 10 x 13 см.; местонахождение: Англия. Оксфорд. Бодлеанская Библиотека (Bodleian Library)
Όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης επίσκοπος Αναστασιουπόλεως
Βυζαντινό Μηνολόγιο τού Απριλίου (20 - 23)  τού 14ου αιώνα μ.Χ. και ευρίσκεται Αγγλία. Βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη. Αγγλία








Έτσι ο Όσιος ήρθε στην περιοχή της Ηλιουπόλεως και απομονώθηκε στο ναό του Αρχαγγέλου στην Άκρηνα, πολύ κοντά στο χωριό Πίδρος. Την ίδια εποχή ο Όσιος έλαβε επιστολές και από τον βασιλέα Μαυρίκιο και τον Πατριάρχη Κυριακό, οι οποίοι τον προέτρεπαν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και να τους ευλογήσει. Έτσι λοιπόν πήγε στη θεοφύλακτη πόλη, όπου κήρυξε το λόγο του Θεού και θεράπευσε πολλούς.

Ο Όσιος επέστρεψε στη Γαλατία, αλλά επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη, το έτος 610 μ.Χ., επί Πατριάρχου Θωμά, στον θάνατο του οποίου βρέθηκε. Και αφού τιμήθηκε από τον Πατριάρχη Σέργιο επανήλθε στο μοναστήρι του, όπου συνέχισε το θεοφιλή βίο του.

Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ.





Ιερά Λείψανα: Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στη Λαύρα Αγ. Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρου-πόλεως.





Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος, ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τᾶς ψυχοτρόφους δωρεᾶς τοὶς πιστοίς.





Минея - Апрель (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии.
Μηναῖο -Απρίλιος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήν Ἐκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.


Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.



Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.


Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς Θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, Ἄγγελος μετά ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος σὺν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διά τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον, δοχεῖον Θεόδωρε .







Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου